Ήμουν 22 χρονών, το καλοκαίρι του 1999, όταν η λήξη των αγωνιστικών υποχρεώσεων μας βρήκε πρωταθλητές, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, με την ομάδα του Ολυμπιακού.
Αποφασίζουμε, μαζί με ένα συμπαίκτη μου, να βγούμε για φαγητό σε ένα από τα πιο δημοφιλή εστιατόρια της παραλιακής. Στην αναμονή για να μπούμε, αναγνωρίζω μπροστά από εμάς, έναν πασίγνωστο πρώην ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού. Τον θαύμαζα απεριόριστα, παρότι αγωνιζόταν σε αντίπαλη ομάδα. Είχε αποσυρθεί μόλις ένα χρόνο πριν. Ήταν πολύ κομψά ντυμένοι και εκείνος και η γυναίκα του και ο τρόπος που ήταν αγκαλιασμένοι γοήτευσε το βλέμμα μου.
Πλησιάζοντας την είσοδο, ακούω τους πορτιέρηδες να μιλάνε με αγένεια στο εν λόγω ζευγάρι. Να τους λένε ότι δε μπορούνε να μπούνε, γιατί το μαγαζί είναι ρεζερβέ από κάποιους γνωστούς επιχειρηματίες και να κάνουν στην άκρη γιατί ενοχλούνε. Με το που το ακούω, γυρίζω στο φίλο μου και του λέω να φύγουμε και να πάμε κάπου αλλού.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, όμως, έρχεται προς το μέρος μας ο προαναφερθείς «αξιολογητής» για να μας περάσει από τον κόσμο που περιμένει και να μας βάλει στο μαγαζί…
Θυμάμαι έντονα ό,τι συνέβη στα επόμενα δευτερόλεπτα…
Το πρώτο είναι η παγωμένη έκφραση στο πρόσωπο του ποδοσφαιρικού μου ειδώλου και της συζύγου του.
Το δεύτερο είναι η ανείπωτη χαρά του συμπαίκτη μου για την πολλά υποσχόμενη βραδιά, σε όλη τη ξύλινη διαδρομή με τα τεράστια λευκά πανιά, που μεσολαβούσε από την είσοδο μέχρι την άμμο που βρίσκονταν τα τραπέζια.
Το τρίτο και φυσικά σημαντικότερο για εμένα -γιατί αποτέλεσε οδηγό μου σε όλη μου την καριέρα- ήταν η απόλυτη συνειδητοποίηση του εφήμερου του επαγγέλματός μου.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μονολογώ μέσα μου -αν και για τους ψυχολόγους είναι ανησυχητικό το να μιλάς στον εαυτό σου: “Μεγάλε, έχε το νου σου, γιατί με το που σταματήσεις την καριέρα σου, εσύ θα είσαι ο μπροστινός της πόρτας που δεν θα μπει…”.
Η βιομηχανία του ποδοσφαίρου λειτουργεί με τον εξής τρόπο: ξεχωρίζει αυτούς που θεωρεί αξιοποιήσιμους, τους προωθεί για δικό της οικονομικό όφελος, τους κακομαθαίνει και τους δημιουργεί μια επίπλαστη πραγματικότητα.
Στον πρώτο σοβαρό τραυματισμό τους όμως ή στη δύση της καριέρας τους, πετάγονται σαν εμπόρευμα για την επόμενη παρτίδα.
Μια λέξη που με έχει στιγματίσει, ακούγοντάς την από προέδρους του χώρου, αναφερόμενους σε υποψήφιους μεταγραφικούς στόχους, είναι το «κομμάτι».
Ακούγεται φοβερά κυνικό αλλά στα μάτια τους, προφανώς, δεν έχει και μεγάλη διαφορά ένας αθλητής-άνθρωπος από τα φορτία των πλοίων τους ή τις παλέτες των εργοστασίων τους.
Αρκετά αντιπροσωπευτικό για την υπάρχουσα νοοτροπία είναι το βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα «Η φανέλα με το 9», το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση του μικρόκοσμού μας.
Αποδίδει εξαιρετικά τις ανθρώπινες συναλλαγές του ποδοσφαίρου και το μάταιο κυνήγι της επιτυχίας. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους νέους που κλοτσάνε το μαγικό τόπι.
Οι ποδοσφαιριστές λοιπόν, που φτάνουν να παίξουν σε μια από τις μεγάλες ομάδες, αντιμετωπίζονται ως κάτι ανάμεσα σε «ιερές αγελάδες» και «κότες με τα χρυσά αυγά». Όλα τα διαδικαστικά της καθημερινότητας, συνήθως, είναι λυμένα από τις ομάδες τους. Σπάνια θα χρειαστεί να ψάξουν για σπίτι ή να το επιπλώσουν αλλά, αντίθετα, θα τους δοθεί έτοιμο ένα υψηλής αισθητικής οίκημα.
Δεν θα περιμένουν συχνά σε ουρά σε καμία δημόσια υπηρεσία. Είθισται να εμφανίζονται δίπλα τους άνθρωποι για να τους κολακεύουν και να τους τονίζουν τη μοναδικότητά τους. Οι ίδιοι οι συγγενείς τους, τις περισσότερες φορές, οικειοποιούνται τα μεγαλεία της νέας πραγματικότητας.
Όλες οι πόρτες φαντάζουν ανοιχτές και οι γυναίκες που συναναστρέφονται, στους πολύ ματαιόδοξους χώρους που κυκλοφορούνε, εμφανίζονται διατεθειμένες να τους κάνουν όλα τα χατήρια για λίγο από το αφροδισιακό της εξουσίας τους.
Υπάρχει συνολικότερα η αίσθηση μιας συνεχούς ευμάρειας που φαντάζονται πως δε θα τελειώσει ποτέ.
Οι ποδοσφαιριστές όμως που έχουν τέτοιες απολαβές, ώστε να μην έχουν βιοποριστικό πρόβλημα στα 45 τους, ειναι εξαιρετικά λίγοι. Αυτοί, δε, που έχουν αντίστοιχες απολαβές αλλά και την ικανότητα και την ωριμότητα να τις διατηρήσουν, είναι ακόμα λιγότεροι.
Το αποτέλεσμα είναι, στην πιο δημιουργική ηλικία του άντρα, να βρίσκονται οι περισσότεροι από αυτούς χωρίς χρήματα, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και χωρίς εκπαιδευτικά εφόδια. Συνήθως βρίσκονται εγκαταλελειμμένοι από «φίλους», αφού εξαφανίζονται όλοι αυτοί οι καλοθελητές που ζούσαν εις βάρος τους.
Επίσης, επειδή είναι συνηθισμένοι σε ένα αρκετά ακριβό επίπεδο ζωής για εκείνους και τις οικογένειές τους, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα καινούργια δεδομένα. Τα ονόματα των ποδοσφαιριστών-μύθων που αναγκάστηκαν να ζητήσουν δανεικά για να βγάλουν το μήνα θα σόκαραν την κοινωνία μας, αν δημοσιοποιούνταν.
Σε όποιες ομάδες έχω προπονήσει, συνηθίζω να λέω στους παίχτες μου να προνοούν, γιατί οι πόρτες μετά τη σταδιοδρομία τους θα είναι -όχι κλειστές, αλλά- κλειδαμπαρωμένες. Από τον τρόπο που με κοιτάνε, αντιλαμβάνομαι ότι νομίζουν πως είναι κάτι πολύ μακρινό και ξένο αυτό που τους είπα…
Κι όμως, με μαθηματική ακρίβεια, θα είναι ακόμη κάποιοι στη συντριπτική πλειοψηφία των πρώην ποδοσφαιριστών με τεράστια προβλήματα.
Τα επίσημα στατιστικά, σύμφωνα με την Xpro (ευρωπαϊκός οργανισμός που παρέχει υποστήριξη σε πρώην ποδοσφαιριστές), είναι αμείλικτα.
Το 45% θα αντιμετωπίσει πρόβλημα βιοπορισμού, στα πέντε πρώτα χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του.
Το 35% θα πάρει διαζύγιο, τον πρώτο χρόνο που θα σταματήσει.
Το 40% θα καταθέσει αίτηση πτώχευσης, πριν τη πενταετία.
Το 80% θα διαγνωστεί με οστεοαρθρίτιδα, στα επόμενα δέκα χρόνια.
Το 90% θα διαπιστώσει πως δεν θα βρεί τίποτα άλλο να κάνει. Όχι μόνο σε επίπεδο βιοπορισμού, αλλά και ως δραστηριότητα.
Τέλος, το πιο σοκαριστικό στατιστικό είναι πως, σύμφωνα με την Deutche Welle, 1 στους 3 πρώην επαγγελματίες ποδοσφαιριστές πάσχει από κατάθλιψη, με κάποιους από αυτούς να έχουν ήδη υπάρξει αυτόχειρες.
Ο Robert Enke, τερματοφύλακας της Εθνικής Γερμανίας, αυτοκτόνησε πηδώντας στις γραμμές του τρένου. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αποχαιρέτησε τη ζωή και ο πρώην παίχτης της Μπαρτσελόνα Sergi Lopez Segu, ενώ ο αμυντικός της St. Pauli Andreas Bierman, πατέρας δύο παιδιών, έβαλε τέλος στη ζωή του, μόλις στα 34 του χρόνια.
Το να είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής έχει πολλές και μεγάλες ιδιαιτερότητες. Ο κόσμος έχει μια στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας, βασιζόμενος στο μόλις 1% που πορεύονται υγιείς και εκατομμυριούχοι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Το παράδοξο όμως είναι πως οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές λειτουργούν στα χρόνια της καριέρας τους με τη βεβαιότητα ότι θα ανήκουν σε αυτήν την -άπιαστη σχεδόν- μειοψηφία.
Ο κόσμος, όμως, δεν θα αλλάξει. Αυτή η λανθασμένη εικόνα θα τους οδηγεί από την αποθέωση στην απαξίωση των παιχτών, ακόμη και μέσα στη διάρκεια ενός αγώνα. Οι άνθρωποι-«κοράκια» της κοινωνίας μας θα είναι πάντα εκεί, έτοιμοι να κατασπαράξουν ό,τι μπορούν από την παροδική λάμψη και τα χρήματά τους.
Για τους παράγοντες του χώρου, θα είναι ένα ακόμη κομμάτι στη βιτρίνα τους. Οπότε, αυτό που μένει είναι να αλλάξουν νοοτροπία οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές.
Να μάθουν να διαχειρίζονται σοφότερα τα οικονομικά τους όσο διαρκεί η καριέρα τους.
Να έχουν άποψη για τα ιατρικά ζητήματα που τους αφορούν και να μην είναι υποχείρια των ομάδων που τους ζορίζουν με ενέσεις και φάρμακα για να προλάβουν έναν αγώνα.
Να συνειδητοποιήσουν πως λίγο μετά τα 30, που τελειώνει η καριέρα τους, ξεκινάει η πραγματική ζωή.
Να επαναπροσδιορίσουν πολύ καλά το ποιούς έχουν δίπλα τους και το γιατί. Να τους απασχολεί το επαγγελματικό αύριο και να διαβάζουν για ό,τι θεωρούν ενδιαφέρον ή να παρακολουθούν σεμινάρια.
Να έχουν μια στάση ζωής κοντινή στα οικονομικά δεδομένα της κοινωνίας, ώστε να μη χρειαστεί τεράστια προσαρμογή αργότερα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Συνολικά, θα πρέπει να μοχθήσουν αρκετά για να διατηρήσουν μια ισορροπία στη ζωή τους, γιατί όλο το υπόλοιπο τους εξωθεί στην απόλυτη φρεναπάτη.
Μια καλή αρχή, προς αυτόν τον δρόμο σωτηρίας, είναι η συναίσθηση ότι δεν είναι «τα πάντα», όπως προσπαθεί να τους πείσει ο περίγυρος, όσο παίζουν. Έτσι, θα έχουν και πολλές ελπίδες να μη νιώσουν ότι είναι «το τίποτα», όταν αργότερα θα χρειαστεί να αγωνιστούν για τη ζωή τους.
Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος είναι προπονητής ποδοσφαίρου (κάτοχος διπλώματος UEFA Pro).