Winning is for losers. Η νίκη είναι για τους χαμένους.
Είναι και αυτή μια οπτική, ένα διαβατήριο για την ποδοσφαιρική αιωνιότητα. Ο Γιόχαν Κρόιφ είχε πει πως αυτό που έκανε την Εθνική Ολλανδίας των ’70s μύθο ήταν ακριβώς η αποτυχία της να κερδίσει δύο διαδοχικούς Τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου, παρότι ήταν καταφανώς η καλύτερη ομάδα της εποχής.
Όταν το «World Soccer» ζήτησε, λίγο μετά την αυγή της χιλιετίας, από ένα γκρουπ ειδικών να ξεχωρίσουν τις πέντε καλύτερες ομάδες όλων των εποχών, οι τρεις που βρέθηκαν στο κουιντέτο δεν είχαν κερδίσει τίποτα: η Ουγγαρία των ’50s, η Βραζιλία του 1982 και φυσικά η προαναφερθείσα Ολλανδία.
Στη 16η θέση της σχετικής κατάταξης, ψηλότερα από οποιαδήποτε ομάδα από την Αργεντινή, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Λίβερπουλ, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Ίντερ, βρέθηκε η Εθνική Δανίας των μέσων της δεκαετίας του ’80. Μοιάζει ίσως και υπερβολικό, συνυπολογίζοντας πως τα κατορθώματά της ήταν απλώς η πορεία ως τα ημιτελικά του Euro 1984 και οι «16» του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1986, έχοντας αποκλειστεί σε αμφότερα από τη… Νέμεση των Δανών για πάνω από μια δεκαετία, Ισπανία.
Φουρνιά ευλογημένη, η ποιοτικότερη της ιστορίας τους. Φρανκ Άρνεσεν, Σόρεν Λέρμπι, Μόρτεν Όλσεν, Κλάους Μπέργκριν, Άλαν Σίμονσεν, Γιαν Μιέλμπι και φυσικά το φοβερό και τρομερό επιθετικό δίδυμο, ο Πρέμπεν Έλκιερ και ο Μίκαελ Λάουντρουπ. Ο τελευταίος ήταν που από τότε χαρακτήριζε το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα ως την «απάντηση της Ευρώπης στην Βραζιλία», εξαιτίας του ασταμάτητα επιθετικού, ποιοτικού, στα όρια του καλλιτεχνικού, ποδοσφαίρου που έπαιζε.
Και ίσως αυτό ακριβώς το στιλ, αυτή ακριβώς η φιλοσοφία να την απογείωσε στη συλλογική ποδοσφαιρική εκτίμηση και να την έφερε μόνη ως ισάξια στην ίδια συγκριτική πρόταση με εκείνη ακριβώς τη «βασίλισσα χωρίς στέμμα», την Ολλανδία της αμέσως προηγούμενης δεκαετίας. Όπως και η κολεκτίβα των «Oranje», έτσι και η απήχηση των Δανών των ’80s ξεπερνούσε (και ξεπερνάει ακόμη) τα στενά όρια ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου.
Ήταν μοναδικοί, αναζωογονητικοί, γεμάτοι ζωντάνια και φρεσκάδα. Μα παράλληλα, ως γνήσιοι Σκανδιναβοί, ήταν πολύ ψύχραιμοι, στα όρια της… ψύχρας και της ανίας, και, σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, δεν ήταν επιδεικτικοί, αποφεύγοντας γονιδιακά και πολιτισμικά τη φανφάρα. Η αυτουποτίμηση ήταν το μέτρο τους και η υιοθέτηση ρόλου -παντού και πάντα- αουτσάιντερ η ζώνη ασφαλείας τους.
Αυτός ήταν ο αντικατοπτρισμός του «Danish Dynamite», όπως αποκάλεσαν δηλαδή -από τότε- οι «roligans» την Εθνική τους ομάδας. «We’re red, we’re white, we’re Danish Dynamite». Ο «Δανέζικος Δυναμίτης» λοιπόν ήταν μια σχέση αγάπης σε όσους τον… βίωναν.
Με πρωταγωνιστές κορυφαίους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι αγωνίζονταν στην αφρόκρεμα των ευρωπαϊκών clubs. Όταν όμως φορούσαν το εθνόσημο γινόντουσαν… Δανοί. Θεριακλήδες με τσιγάρο και αλκοόλ, easy going, easy living. Και, παρότι συλλογικά ήταν μαθημένοι στην επιτυχία, στο αντιπροσωπευτικό τους συγκρότημα έδιναν την εντύπωση πως αυτό ακριβώς το ανάλαφρο (ευ) ζην των Δανών αλλά και η μόνιμη δικαιολογία του ανύπαρκτου ποδοσφαιρικού παρελθόντος θα τους στερούσαν οποιαδήποτε φιλοδοξία.
Χωρίς να (φαίνεται πως) έχουν πρόβλημα με αυτό. Δικαιολογία στο πιάτο. Δικαιολογία ποτισμένη από αναρίθμητα “what ifs” σε αυτήν την πορεία της Δανίας. Τι θα γίνονταν αν ο Άλαν Σίμονσεν δεν είχε σπάσει το πόδι του στο πρώτο παιχνίδι του Euro 84; Τα δύο δοκάρια στον χαμένο ημιτελικό με την Ισπανία. Το χαμένο πέναλτι του Έλκιερ στην σχετική διαδικασία της συγκεκριμένης αναμέτρησης, ο οποίος δεύτερο στην καριέρα του δεν πρέπει να έχει χάσει.
Τι θα γίνονταν, αν στο τελευταίο, αδιάφορο παιχνίδι των ομίλων του Παγκόσμιου Κυπέλλου του ’86 οι Δανοί είχαν ξεκουράσει τους βασικούς τους κόντρα στη Δυτική Γερμανία και έτσι -ίσως- να ήταν πιο φρέσκοι κόντρα στην Ισπανία; Σε παιχνίδι που στερήθηκαν τον Φρανκ Άρνεσεν, εξαιτίας της αρρώστιας της συζύγου του λίγες μέρες νωρίτερα;
Og Det Var Danmark
Ποδοσφαιρικά, όντως δεν υπήρχε think big στη Δανία. Το ποδόσφαιρο δεν ανήκε στα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας, παρά μόνο μεμονωμένα. Και οι εξαιρέσεις δεν έφταναν για να φτιάξουν ομάδες ικανές έστω να βρεθούν σε τελικά μεγάλων διοργανώσεων. Δύο μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες (1948, 1960) και δύο συμμετοχές σε Euro (1960, 1964), χωρίς το τότε format να έχει έστω και ελάχιστη σχέση με των τελευταίων δεκαετιών (στα τελικά του 1960 έφτασαν αποκλείοντας Μάλτα, Αλβανία και Λουξεμβούργο), ήταν όλες κι όλες οι διεθνείς τους παρουσίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, εκλέκτορας ήταν ο Κουρτ Νίλσεν, ο οποίος ήταν part timer, αγνοώντας οτιδήποτε είχε σχέση με σύγχρονη (για την εποχή) τακτική και προπονητική μεθοδολογία, και τον έβρισκε κανείς μόνο τηλεφωνώντας σε μια μικρή επαρχιακή παμπ που διηύθυνε μαζί με τη γυναίκα του και ήταν η βασική επαγγελματική του ασχολία και ο κύριος βιοπορισμός του.
Στο ντοκιμαντέρ «Og Det Var Danmark» («Αυτή ήταν η Δανία»), η οποία αφηγείται τη μετεξέλιξη της Εθνικής Δανίας με τις δύο διαφορετικές version, αυτή των σαγηνευτικών ρομαντικών των ’80s και εκείνη των πραγματιστών, κυνικών θριαμβευτών του Euro 1992, ο Νίλσεν ερωτάται παραμονές ενός παιχνιδιού για το αν έχει κάποια συγκεκριμένα τακτικά πλάνα. Η απάντησή του πρόδηλη: «Τακτικά το μόνο που έχει ακόμη σημασία είναι να πετύχουμε κάποια γκολ».
Ο Άλαν Σιμόνσεν, κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής για το 1977, ήταν εκεί. Η μαγιά της εξαιρετικής φουρνιάς που ακολουθούσε επίσης, αλλά κανείς δεν ζητούσε τίποτα από κανέναν.
Κανείς δεν περίμενε νίκες, κανείς δεν αντιμετώπιζε σοβαρά την ιδέα της Εθνικής ομάδας. Η συστηματική παρουσία των Δανών διεθνών σε ένα πολύ συγκεκριμένο night club της Κοπεγχάγης ήταν η ουσιαστική… ταύτιση τους με τις υποχρεώσεις τους με το εθνόσημο.
Το ποδόσφαιρο στη Δανία έγινε επαγγελματικό το 1978. Και αυτό χάρη σε μια χορηγία της -προφανής η ειρωνεία εδώ…- της Carlsberg, της κορυφαίας δηλαδή εταιρείας ζυθοποιίας της χώρας, η οποία έδωσε στην Ομοσπονδία ένα πολύ σημαντικό ποσό ετησίως, θέτοντας όμως συγκεκριμένες παραμέτρους και προϋποθέσεις προκειμένου να συνεχίσει να το προσφέρει.
Υπήρχαν όμως επιρροές όπου μπορούσε να στηριχθεί η προσπάθεια επαγγελματισμού. Το ζητούμενο ήταν να μεταφερθεί το περιβάλλον το οποίο ακολουθούσαν ευλαβικά στις ομάδες τους οι Δανοί “λεγεωνάριοι”, ώστε να δημιουργηθούν οι βάσεις για ακόμα περισσότερους. Και περισσότερους. Με την αλυσίδα να ενισχύεται και να συστηματικοποιεί την παραγωγική διαδικασία.
Στο Euro 1984 από την 20μελη αποστολή των Σκανδιναβών οι 13 αγωνίζονταν εκτός συνόρων. Στις υπόλοιπες επτά ομάδες που συμμετείχαν στα τελικά υπήρχαν συνολικά πέντε. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 η αποστολή τους απαρτιζόταν από ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν στις Πρωταθλήτριες Ιταλίας, Δυτικής Γερμανίας, Αγγλίας, Ολλανδίας, Βελγίου αλλά όχι της Δανίας.
Alemano Bruto
Ανεξαρτήτως όμως διαδικασίας, γραναζιών και… λαδιού, για να στηθεί και να τρέξει η μηχανή, χρειάζεται μηχανοδηγός. Αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του Γερμανού Ζεπ Πιόντεκ, ο οποίος και ανέλαβε τα ηνία το 1979. Και, παρότι μόλις 39 ετών, ήταν ήδη μπαρουτοκαπνισμένος, έχοντας θητεύσει σε Βέρντερ Βρέμης, Φορτούνα Ντίσελντορφ, Αϊτή και Ζανκτ Πάουλι.
Αναμενόμενα ευθύς, στα όρια του ωμού (στην Αϊτή του κόλλησαν το παρατσούκλι «Alemano Bruto», ο «Σκληρός Γερμανός»), αλλά ικανότατος στη διαχείριση, πολυπράγμονας και… κολοπετσωμένος. Περισσότερο καγχάζοντας δηλώνει στο «Og Det Var Danmark»: «Ήμουν προπονητής στην Αϊτή, όπου ο δικτάτορας “Baby Doc” σκότωσε 11.000 ανθρώπους. Συνάντησα τον Ιντί Αμίν στην Ουγκάντα (επίσης απολυταρχική η οκταετής διακυβέρνησή του). Μου έλεγε: “καλή πειθαρχία, καλός προπονητής”. Γνώρισα τον γιο του Τσαουσέσκου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την Στεάουα Βουκουρεστίου, γνώρισα τον γιο του Σαντάμ Χουσεΐν».
Προφανώς ήθελε να καταδείξει πως με τέτοια… νταραβέρια, οι εξαιρετικά ταλαντούχοι, οι ευλογημένοι Δανοί που κλήθηκε να διαχειριστεί θα (του) ήταν παιχνιδάκι. Δεν ήταν. Μετρώντας τους πρώτους μήνες του στο πόστο, ύστερα από μια ήττα στην Ιταλία το 1980, ανήμπορος να κάνει το παραμικρό και να παρέμβει, παρακολουθούσε τους παίκτες του όλο φυσικότητα να παραγγέλνουν το ένα ποτό μετά το άλλο στο αεροπλάνο της επιστροφής στη Δανία.
Το πρώτο που έκανε λοιπόν ήταν να τους αλλάξει τη ρουτίνα, τη συνήθεια που ανανέωνε, ενίσχυε και εμπότιζε τη δικαιολογία τους. Άλλαξε αρχικά τον τόπο όπου συγκεντρώνονταν οι Δανοί διεθνείς και, αντί του παραλιακού, κοσμοπολίτικου και με έντονη νυχτερινή ζωή Βέντμπεκ, τους μετέφερε στο Μπρόντμπι. Εκεί στεγαζόταν η Ομοσπονδία, σε χώρο συρματόφρακτο, χωρίς καμία πρόσβαση και άδεια στον… έξω κόσμο, χωρίς ούτε καν τηλέφωνα ή τηλεοράσεις στα δωμάτια των ποδοσφαιριστών.
Από εκεί που ο προκάτοχός του περιόριζε την τακτική ανάλυση στο «βάλτε ένα γκολ», ο Γερμανός καθιέρωσε τρίωρες (τουλάχιστον) συνεδρίες πριν τα παιχνίδια, με εξονυχιστική ανάλυση της κάθε λεπτομέρειας των εκάστοτε αντιπάλων της Δανίας. Χαρακτηριστικό του επιπέδου των απαιτήσεων αλλά και της ενδελέχειας που έφτασε να υπάρχει στους Σκανδιναβούς ότι παραμονές του Παγκόσμιου Κυπέλλου του ’86, στην προετοιμασία, οι παίκτες έβγαζαν μεγάλο μέρος της προπόνησης με μάσκες οξυγόνου για να συνηθίσουν τις συνθήκες στα γήπεδα του Μεξικό.
Δεν ήταν κάτι άγνωστο στους Δανούς διεθνείς. Τα ίδια, πάνω κάτω, αντιμετώπιζαν στους συλλόγους τους. Ήταν όμως κοσμοϊστορική η αλλαγή της συνθήκης που βίωναν και που διαμόρφωναν εν πολλοίς και οι ίδιοι με τη συμπεριφορά τους στην Εθνική τους ομάδα. Από την στιγμή λοιπόν που μπήκε το πλαίσιο, τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου να βγουν και στο γήπεδο και η καλύτερη φουρνιά στην ιστορία του δανέζικου ποδοσφαίρου να κυριαρχεί, να εντυπωσιάζει, να κλέβει καρδιές.
Η Δανία δεν πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, ωστόσο την προηγούμενη χρονιά έκανε οκτώ νίκες σε εννέα παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένης και μιας επί της Ιταλίας, στη μόνη ήττα που υπέστησαν οι «Azzurri» στον δρόμο τους για την στέψη τους στα γήπεδα της Ισπανίας ως Πρωταθλητές Κόσμου.
Το ταλέντο που διαχειριζόταν ο Γερμανός τού επέτρεπε να εναλλάσσει διατάξεις και σχήματα. “Σύρτης” ο Μόρτεν Όλσεν, ο οποίος, ως λίμπερο, ήταν αυτός που, παίζοντας είτε μπροστά είτε πίσω από τους στόπερ, μπορούσε να διαφοροποιήσει με λίγα μόνο μέτρα στο γήπεδο το 3-5-2 σε 4-4-2.
Η καινοτομία έγινε κανόνας. Επιθετικά, ήταν εύκολο. Γρήγοροι και εκρηκτικοί μέσοι, επιθετικοί αλλά και ακραίοι μπακ, με δυνατότητα εναλλαγής ρυθμού και έντασης στο παιχνίδι τους, τεχνικά άρτιοι, είχαν ουσιαστικά το ελεύθερο να λειτουργήσουν -όπως η Ολλανδία του «Total Voetbal»– βάσει ενστίκτου.
«Ήρθε όντως με διάθεση να επιβάλλει απόλυτη πειθαρχία. Το κατάφερε, αλλά κατάλαβε επίσης πως δεν ήμασταν Γερμανοί αλλά Δανοί. Όταν το αντιλήφθηκε, όταν κατάλαβε πως και εμείς υιοθετούσαμε τα όσα ήθελε, προσαρμόστηκε», είχε δηλώσει ο μετέπειτα και αυτός εκλέκτορας της Δανίας, Μόρτεν Όλσεν.
Δική του εισήγηση ήταν -που έγινε δεκτή από τον Πιόντεκ– το πρέσινγκ και το κυνήγι όλων από όλους. Στην ανασταλτική φαρέτρα -σε επίπεδο και συχνότητα που δεν συνηθιζόταν στην εποχή- και το τεχνητό οφσάιντ, ενώ ο τερματοφύλακας, σχεδόν διά ροπάλου, απαγορευόταν να κάνει βολέ, ξεκινώντας ο ίδιος το build up.
Κοινωνικό φαινόμενο
Το αποτέλεσμα ήταν… αποκαλυπτικό. Πρώτα και κύρια για τους ίδιους τους Δανούς διεθνείς και μετά για όλους τους Δανούς. Έβλεπαν πως έχουν μια ανταγωνιστική ομάδα, πως υπάρχει ποδόσφαιρο που μπορεί να τους φέρει χαρά στο γήπεδο, από τα παιχνίδια και τα αποτελέσματα και όχι μόνο μέσω της εμπειρίας και της συμμετοχής.
Οτιδήποτε σχετίστηκε με την ομάδα έγινε ανεπανάληπτα δημοφιλές. Είτε είχε να κάνει με τον δημοσιογράφο που μετέδιδε τα παιχνίδια της Εθνικής Δανίας, τον περίφημο Σβεντ Γκεχρς, οι περιγραφές και οι ατάκες του οποίου είναι κομμάτι πλέον της παράδοσης χώρας, είτε είχε να κάνει με το κίνημα -γιατί με τέτοιο μπορεί να συγκριθεί- των «roligans».
«Rolig» στα δανέζικα σημαίνει «ψύχραιμος, ήρεμος, χωρίς εντάσεις». Προφανής η αναντιστοιχία του ηλεκτρισμού που παρήγαγε η ομάδα του Πιόντεκ στο γήπεδο με την επωνυμία των πιστών οπαδών της. Πάντα στα ερυθρόλευκα, πάντα πρόσχαροι, πάντα… μεθυσμένοι και με μια μπύρα στο χέρι, έντυναν με την παρουσία τους απανταχού το φολκλόρ και τις παραστάσεις της Εθνικής Δανίας.
Αποτελούσαν ταιριαστή προέκταση του σόου που δινόταν στο γήπεδο, με τα όσα έκαναν εκτός αυτού και στις εξέδρες, δημιουργώντας τον δικό τους μύθο, αλλά πάντα λειτουργώντας συμπληρωματικά εκείνου της ομάδας. Τα πάντα, μα τα πάντα όμως εκείνα τα χρόνια -ως το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986- στη Δανία κινούνταν γύρω από το ποδόσφαιρο. Και η νοοτροπία των «roligans» ήταν κυρίαρχη, ήταν παντού και ήταν ανάλογα διασκεδαστική.
«Τι θα γίνει, αν γυρίσει ο Ιησούς στη γη;», η ερώτηση που γράφτηκε κάποια στιγμή σε ένα γκράφιτι σε κτήριο στην Κοπεγχάγη. Την επομένη δόθηκε η απάντηση: «Τότε θα πρέπει ο Έλκιερ να παίξει στα άκρα» (σ.σ. κλασικός φουνταριστός ο Έλκιερ). Αμφίβολο πάντως αν κάτι τέτοιο θα το υιοθετούσε ο Πιόντεκ.
Όλα “κούμπωναν” το ένα μετά το άλλο. Μετά την αδυναμία να προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, η Δανία ξεκίνησε τα προκριματικά για το Euro 1984 με ισοπαλία κόντρα στην Αγγλία στην Κοπεγχάγη (σε όμιλο που βρισκόταν και η Εθνική). Η ισοπαλία πρόδηλη της δυναμικής των Σκανδιναβών, οι οποίοι στον επόμενο χρόνο συνέχισαν να κονιορτοποιούν όποιον έβρισκαν στο διάβα τους.
Κέρδισαν την Αγγλία στο Wembley (σε παιχνίδι που είχε 80% τηλεθέαση, ασύλληπτο νούμερο και κυρίως αδιανόητη για τα αθλητικά δρώμενα της χώρας η καθολικότητα με την οποία πλέον αγκαλιαζόταν η Εθνική ομάδα), στο ντεμπούτο του Σερ Μπόμπι Ρόμπσον στον πάγκο των «Λιονταριών». Και με μια ακόμα επικράτηση στην Αθήνα πήραν την πρόκριση για τα τελικά της Γαλλίας, αφήνοντας τους Νησιώτες στη Γηραιά Αλβιόνα.
Έπαιξε σίγουρα ρόλο για την αναγόρευση από το «World Soccer» της Εθνικής Δανίας ως της καλύτερης Εθνικής ομάδας του 1983 και του Πιόντεκ ως του καλύτερου εκλέκτορα, αλλά προφανώς δεν ήταν ο μόνος λόγος. Και προφανέστερα, δεν ήταν κάτι που απηχούσε μόνο στην Αγγλία, αλλά εξαπλώνονταν γρήγορα και παντού.
Στα τελικά -με 16.000 «roligans» στο πλευρό τους- πήγαν, έχοντας γνωρίσει ήττες σε φιλικά προετοιμασίας με 6-0 από την Ολλανδία και 4-0 από την Ανατολική Γερμανία και πετυχαίνοντας σε συνολικά επτά παιχνίδια μόλις τρία γκολ. Στην πρεμιέρα ηττήθηκαν δύσκολα (0-1) από την οικοδέσποινα Γαλλία, ακολούθησε η συντριβή της Γιουγκοσλαβίας (5-0) και η ανατροπή από το 0-2 κόντρα στο Βέλγιο έστειλε τους Σκανδιναβούς στον ημιτελικό με την Ισπανία.
Ματσάρα, 2-2 το σκορ στα 90 λεπτά, με τους Δανούς να έχουν και δύο δοκάρια πριν και μετά την ισοφάριση των «Rojas», οι οποίοι χάρη στο μοναδικό χαμένο της διαδικασίας από τον Έλκιερ (μετρούσε εκείνη τη σεζόν 6/6 από τη βούλα) ήταν αυτοί που προκρίθηκαν στον Τελικό.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. Πριν τη σέντρα.
Στις 5 Ιουνίου είναι η εθνική γιορτή της Δανίας. Συγκεκριμένα η 5η Ιουνίου 1985 είναι η ημερομηνία που η Εθνική τους ομάδα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Εκείνη την ημέρα στις 16:00 υποδέχτηκαν τη Σοβιετική Ένωση στο πλαίσιο των προκριματικών του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Παιχνίδι που δεν έκρινε ουσιαστικά μόνο την παρθενική πρόκριση των Δανών σε τελική φάση, αλλά αποτέλεσε την επιτομή της ποδοσφαιρικής τους ιστορίας.
«Ήταν ένα ποδοσφαιρικό φεστιβάλ φαντασίας και τέχνης που έκανε όσους το παρακολουθήσαν να τρέμουν από απόλαυση. Αυτό το παιχνίδι θα λογίζεται μεταξύ των κλασικών για την ομορφιά, τη δύναμη, την τελειότητά του», έγραψε ο ανταποκριτής της σουηδικής «Expressen» σε εκείνο το παιχνίδι, Καρς Στένφελτ, αναθεωρώντας το 2009 την αναφορά της, επισημαίνοντας τότε πως «πρόκειται για το καλύτερο παιχνίδι που έχει γίνει ποτέ σε σκανδιναβικό έδαφος».
«Για μένα θα είναι πάντα το παιχνίδι», ισχυρίζεται ο Μίκαελ Λάουντρουπ. Είναι το μόνο που ο Γιαν Μιέλμπι (δεν αγωνίστηκε) έχει σε βίντεο. «Είναι το καλύτερο παιχνίδι που έχω δει στη ζωή μου». Η τεχνική επιτροπή της FIFA έναν χρόνο μετά, στον απολογισμό της πριν τα τελικά στο Μεξικό, το χαρακτήρισε ως το «πιο θεαματικό παιχνίδι όλων».
Κέρδισε η Δανία με 4-2. Φτωχό. Πολύ φτωχό. Θα μπορούσε να είχε καταλήξει με οποιονδήποτε νικητή, αν και εφόσον υπήρχε, με οποιοδήποτε σκορ. «Οι Σοβιετικοί ήταν τόσο δυνατοί. Θα μπορούσαν να έχουν κερδίσει με 5-4 ή 6-5. Δεν υπήρχε διακοπή, δεν υπήρχε παύση. Από την πρώτη στιγμή ήταν συνεχείς εκρήξεις», έγραψε στην αυτοβιογραφία του ο Πιόντεκ.
Με νίκη στο συγκεκριμένο παιχνίδι η Δανία θα προσπερνούσε τους Σοβιετικούς (οι οποίοι είχαν επιτρέψει ευθεία αμφισβήτηση, γκελάροντας κόντρα σε Ελβετία και Ιρλανδία), έχοντας ένα παιχνίδι λιγότερο και τέσσερα για την ολοκλήρωση των προκριματικών.
Παραδοσιακά οι εορτασμοί της συγκεκριμένης ημέρας προβλέπουν για τους Δανούς αργία μετά το μεσημέρι, μετά το επίσημο Πρωθυπουργικό διάγγελμα. Για μια σπάνια φορά, πιθανώς ανεπανάληπτη, αυτός του Πολ Σλίτερ μετατέθηκε πολύ νωρίτερα από το συνηθισμένο. Όλη η χώρα ζούσε για το παιχνίδι με τους Σοβιετικούς, όλη η χώρα περίμενε να γιορτάσει με ποδόσφαιρο.
«Από όταν μπήκαμε να κάνουμε τον πρώτο περίπατο στο γήπεδο, οι εξέδρες ήταν ήδη γεμάτες. Ο θόρυβος. Αυτός ο θόρυβος. Προσμονή, ανυπομονησία, ενθουσιασμός. Όλα σε ήχους», θυμάται ο (με τα σημερινά μέτρα) αμυντικός χαφ εκείνης της ομάδας, Κλάους Μπέργκριν.
Επισήμως η χωρητικότητα του Idrætsparken σε επίσημες αναμετρήσεις ήταν 45.700 θεατές. «Όλοι ήταν ντυμένοι στα ερυθρόλευκα. Όλοι. Και με σιγουριά σας λέω πως στις κερκίδες ήταν πάνω από 50.00 άνθρωποι», τόνιζε σε συνέντευξη του στην «Politiken» το 2005 ο Έλκιερ.
Στις προηγούμενες οκτώ αναμετρήσεις των δύο ομάδων οι Δανοί είχαν υποστεί ισάριθμες ήττες. Τα αποτελέσματα ενδεικτικά: 1-5, 2-5, 0-3, 0-6, 1-3, 0-4, 1-2, 0-2. Κοινώς, 5-30 τα γκολ. Μπελάνοβ, Ντεμιανένκο, Μπάλτατσα, Αλέινικοβι, Προτάσοβ, Ντασάεβ, Λιτόβτσενκο οι πρόσθετοι λόγοι ανησυχίας. Στον πάγκο ήταν ο Έντουαρντ Μαλοφέεβ, αλλά πρακτικά το κουμάντο έκανε ο ανυπέρβλητος Βαλερί Λομπανόβσκι, ο οποίος με κάποιους από εκείνους τους Σοβιετικούς διεθνείς οδήγησαν 11 μήνες αργότερα την Ντιναμό Κιέβου στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων.
Και φυσικά, στο όλο σκηνικό προστίθετο το δέος του αγνώστου, ο μύθος του τι κρυβόταν πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα και τον μυστικισμό που περιέβαλλε κάθε τι αθλητικό (και μη) που αφορούσε στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
«Οι Σοβιετικοί παρουσιάζονταν και θεωρούνταν λες και ήταν μηχανές που μπορούσαν να τρέχουν ασταμάτητα, με αμείωτη ένταση και φοβερή ταχύτητα. Τα μόνα που ακούγαμε τότε είναι πως μπορούσαν και προπονούνταν περισσότερο και πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλον. Γι’ αυτό και τους βλέπαμε, τους αντιμετωπίζαμε σαν κάτι το τερατώδες που θα ήταν φοβερά δύσκολο να νικήσουμε. Πιστεύαμε πως ίσως είχαμε τύχη τεχνικά και τακτικά, όχι όμως σε σωματικές δυνάμεις», το χαρακτηριστικό σχόλιο του Μπέργκριν.
Και παρότι παραμονές της αναμέτρησης οι δανέζικες εφημερίδες φιλοξένησαν φωτογραφίες των Σοβιετικών διεθνών με… σομπρέρο κατά την επίσκεψή τους στο αθλητικό κατάστημα που τότε διατηρούσε ο Φρανκ Άρνεσεν, η συμπεριφορά τους στο γήπεδο δεν βοήθησε στο να περιοριστεί η φιλολογία που τους συνόδευε. «Όποτε προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε, δεν είχαμε καμία απάντηση, καμία απόκριση. Πάγος», τονίζει ο πολυσύνθετος χαφ εκείνης της Δανίας, Περ Φρίμαν.
Στο σκηνικό δεν θα μπορούσε φυσικά να απουσιάζει και η πολιτική, κυρίαρχη εκείνη την εποχή. Η Δανία ήταν ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, οπότε θεωρητικά, σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, υποδεχόταν εκείνο το απόγευμα Τετάρτης τον καταστατικό εχθρό.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο συντηρητικός Πρωθυπουργός, Σλίτερ, διατηρούσε το αξίωμά του χάρη στην στήριξη του κεντροαριστερού κόμματος De Radikale, η στάση του οποίου εναλλασσόταν συχνά, ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πυρηνικών εξοπλισμών. Κάτι που σήμαινε πως συχνά πυκνά ο Σλίτερ παρουσίαζε στις συνελεύσεις του ΝΑΤΟ προτάσεις και θέσεις όχι από την Κυβέρνησή του (μειοψηφίας…) αλλά καθοδηγούμενες και ορισμένες από την αντιπολίτευσή του, τους Σοσιαλδημοκράτες, το Κομμουνιστικό κόμμα και το (αριστερό επίσης) Radikale.
Στάση που έγινε γνωστή ως η «πολιτική της υποσημείωσης», αφού σχεδόν πάντα η Δανία εμφανιζόταν να είναι αντίθετη στην επιδίωξη του τότε Αμερικανού Προέδρου, Ρόναλντ Ρέιγκαν, να μετατρέψει τις χώρες των Ευρωπαϊκών συμμάχων της Βορειοατλαντικής συμμαχίας σε αναχώματα ενδεχόμενης πυρηνικής επίθεσης από τη Σοβιετική Ανατολή.
Όταν λοιπόν η ομάδα της ΕΣΣΔ ταξίδεψε στην Κοπεγχάγη για εκείνο το παιχνίδι, η Δανία ουσιαστικά θεωρούνταν μια χώρα που αξίωνε αφοπλισμό, ήταν φιλειρηνική, στα όρια όμως της αφέλειας και της άγνοιας των γεωπολιτικών συνθηκών, η οποία συμπεριφερόταν λες και από κακοτυχία βρέθηκε στο όριο των δύο κόσμων, χωρίς να θέλει ούτε και να επιθυμεί τέτοιον ρόλο.
Άλλο πράγμα όμως το ποδόσφαιρο και τα ένστικτα που ξυπνούσε. Την ημέρα του παιχνιδιού η κορυφαία εφημερίδα «Ekstra Bladet» κυκλοφόρησε πρωτοσέλιδα με μια εικονογραφία που απεικόνιζε έναν χαρακτηριστικό στην όψη Βίκινγκ να έχει καρφώσει με το σπαθί του, ξαπλώνοντας νεκρή, μια τεράστια ρωσική αρκούδα. Προωθημένο, επιθετικό, κάθε άλλο παρά politically correct πρωτοσέλιδο σε μια χώρα, σε μια κοινή γνώμη που μόνο έτσι, ανάλογα, δεν είχε μάθει να εκφράζεται.
Football, bloody football…
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. Μετά τη σέντρα
Από το πρώτο σφύριγμα του Αυστριακού διαιτητή, Χορστ Μπρούμαϊερ, μέχρι και το τελευταίο, στα 90 λεπτά και 6 δευτερόλεπτα που κράτησε η αναμέτρηση, η μπάλα πήγαινε πάνω κάτω. Ασταμάτητα. Στο 16′ ο Έλκιερ άνοιξε το σκορ. Τρία λεπτά αργότερα το δανέζικο θεωρηκτό διεύρυνε το προβάδισμα της Δανίας, σημειώνοντας ίσως το πιο χαρακτηριστικό γκολ όχι μόνο της δικής του καριέρας αλλά και της ποδοσφαιρικής ιστορίας της πατρίδας του, παίρνοντας παραμάζωμα όποιον βρήκε μπροστά του και νικώντας τον Ντασάεβ -ο καλύτερος τερματοφύλακας του πλανήτη εκείνη την εποχή- από μια απίθανη γωνία.
Αυτός που πρώτιστα εκτέθηκε από τον Πρωταθλητή Ιταλίας μόλις ένα δεκαπενθήμερο νωρίτερα με τη Βερόνα και ψηφισμένο πριν έξι μήνες ως τον τρίτο καλύτερο Ευρωπαίο ποδοσφαιριστή ήταν ένα θηρίο στην άμυνα των Σοβιετικών, ο Γεωργιανός Τενγκίζ Σουλακβελίτζε. Τον είχε πάει και τον είχε φέρει ο Έλκιερ.
Το 2006, όταν η Δανία επισκέφθηκε την Τιφλίδα για ένα παιχνίδι των προκριματικών του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Γερμανίας, Δανοί δημοσιογράφοι τον εντόπισαν και του ζήτησαν εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίον (δεν) αντιμετώπισε το “εννιάρι” των Σκανδιναβών στη συγκεκριμένη φάση.
«Πριν το παιχνίδι, ο προπονητής μάς έδωσε τις συνθέσεις. Είδαμε πως ο Πρέμπεν Λάρσεν δεν αγωνιζόταν και ανακουφιστήκαμε», δήλωσε ο Σουλακβελίτζε. «Λάρσεν»;
Στην Ιταλία, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ο Δανός επιθετικός λεγόταν Πρέμπεν Έλκιερ Λάρσεν, Πρέμπεν Λάρσεν Έλκιερ ή μερικές φορές απλώς Πρέμπεν Λάρσεν. Στη Δανία, όλοι -οπαδοί, media, τα μητρώα της Ομοσπονδίας, οι πάντες- τον έλεγαν Πρέμπεν Έλκιερ. Το «Λάρσεν» δεν αναφέρεται πουθενά και από κανέναν. Και φυσικά δεν αναγράφηκε στη σύνθεση εκείνης της αναμέτρησης.
Οι Σοβιετικοί βλέποντας το «Πρέμπεν Έλκιερ» στη σύνθεση θεώρησαν πως ο Λάρσεν -που αυτοί έλεγαν και ήξεραν- δεν είχε προλάβει να ξεπεράσει έναν τραυματισμό που έτσι κι αλλιώς αντιμετώπιζε και όχι μόνο δεν θα ξεκινούσε αλλά δεν βρισκόταν καν στον πάγκο. Όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται, για την εποχή και τις συνθήκες της είναι ρεαλιστικό.
«Ο προπονητής με κατηγόρησε πως απέτυχα στο μαρκάρισμα του Λάρσεν. Οι συμπαίκτες μου με υποστήριξαν, αφού μας είχαν πει πως δεν θα έπαιζε καν ο Λάρσεν. Οπότε πώς μου είχε ανατεθεί να τον μαρκάρω man to man και απέτυχα σε αυτό;», αναρωτήθηκε, αποκαλύπτοντας τη δική του αλήθεια σε εκείνη τη συνέντευξη 22 χρόνια μετά το παιχνίδι ο Σουλακβελίτζε. Δεν απέφυγε φυσικά να μετατραπεί στον αποδιοπομπαίο τράγο εκείνης της ήττας, με τη μικρότερη των συνεπειών που αντιμετώπισε να είναι πως έμεινε εκτός επιλογών Σοβιετικής Ένωσης για την επόμενη τριετία.
Το 2-0 ανέβασε ακόμα περισσότερο τα ντεσιμπέλ στην εξέδρα («δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τίποτα στο ένα μέτρο», λέει ο Μπέργκριν) αλλά και ακόμα περισσότερο τον ρυθμό, με τους Σοβιετικούς να… σκυλιάζουν. Στο 23′ είχαν δοκάρι, στο 26′ μείωσαν με τον Προτάσοβ. Το 4-4-2 με το οποίο αγωνίζονταν μετατρεπόταν άνετα, αρμονικά σε (κάτι σαν) 2-6-2 σε φάση επίθεσης. Πρωτοποριακό.
Το υπόλοιπο του ημιχρόνου κύλησε χωρίς δευτερόλεπτο ανίας. Χωρίς δευτερόλεπτο χαμηλότερης έντασης. Και, παραδόξως, χωρίς άλλο γκολ. «Στα αποδυτήρια ήμασταν τόσο κουρασμένοι που συμφωνούσαμε πως δεν θα μπορούσαμε με τίποτα να ακολουθήσουμε τον ίδιο ρυθμό και στο δεύτερο ημίχρονο. Οι Σοβιετικοί είχαν μια καταπληκτική ομάδα. Δούλευε μηχανικά, παίζοντας ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο», το σχόλιο του Έλκιερ.
Παρά τις ανησυχίες, παρά τις αμφιβολίες και το ολοένα και μεγαλύτερο δέος των Δανών που δεν αντικατοπτριζόταν από το ότι προηγούνταν, τίποτα δεν άλλαξε στο δεύτερο ημίχρονο. Η πρώτη-πρώτη φάση του μάλιστα βρήκε τον λίμπερο Μόρτεν Όλσεν σε θέση “εννιαριού”, αρωγό του Μίκαελ Λάουντρουπ. Ενδεικτικό φιλοσοφίας.
Δικαιώθηκε, αφού στο ανηλεές (αλλά γεμάτο χάρη) εκατέρωθεν run’n’gun πιο αποτελεσματικοί αποδείχτηκαν οι Δανοί, οι οποίοι στα μέσα του 45λέπτου είχαν φτάσει στο 4-1, με τον Μίκαελ Λάουντρουπ να παίρνει την σκυτάλη από τον Έλκιερ, πετυχαίνοντας τα δύο επόμενα γκολ των Σκανδιναβών.
Το κοινό παραληρούσε. «Sejren er vor» («η νίκη είναι δική μας»), με τον θρυλικό Σβεντ Γκεχρς να διαφωνεί από μικροφώνου. Και ο Μπέργκριν, κατόπιν εορτής, στο ίδιο πνεύμα: «Μπορεί να ακούγεται τρελός, αλλά ακόμα και τότε δεν πιστεύαμε πως έχουμε κερδίσει. Οι Σοβιετικοί συνέχιζαν στον ίδιο ρυθμό και ακόμα πιο πιεστικά και έντονα».
Στο 68′ μείωσαν σε 4-2 και το «Sejle op ad åen» («Πλέοντας στο ρέμα»), ένα παραδοσιακό δανέζικο τραγούδι νίκης, σταμάτησε μονομιάς από την εξέδρα. Δικαιολογημένα. Η σοβιετική μηχανή είχε ανακτήσει πίστη, συνοχή, αυτοκυριαρχία και λειτουργικότητα. Τα 20 λεπτά που απέμεναν φάνταζαν -δεδομένου και του αμείωτου πάντα αδυσώπητου ρυθμού– αιωνιότητα. Για τους Δανούς να κρατήσουν, για τους Σοβιετικούς να γυρίσουν το παιχνίδι.
Και θα το γύριζαν, αν στο 87′, ως από μηχανής Θεός, ερχόμενος από το… πουθενά, ο Μπέργκριν δεν προλάβαινε την μπάλα, πριν αυτή καταλήξει στα δανέζικα δίχτυα ύστερα από την καλύτερη επίθεση του παιχνιδιού, η οποία για μερικά εκατοστά και μόνο δεν κατέληξε σε γκολ. Τότε και μόνο τότε οι Σοβιετικοί παρέδωσαν πνεύμα. Ακόμα και τότε όμως, ακόμα και μετά, στα αποδυτήρια, το δέος των Δανών σε κάθε τους επίσημη τοποθέτηση, σε κάθε τους δήλωση ξεχείλιζε για την ομάδα που είχαν καταβάλει.
Με εκείνη τους τη νίκη ήταν πλέον πρωτοπόροι του ομίλου και στα πόδια τους το τσεκάρισμα του εισιτηρίου που οδηγούσε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το έκαναν. Όχι όμως χωρίς άγχος, χωρίς τον ξεχωριστό, απολύτως δικό τους, ρομαντικό ακόμα και για εκείνη την εποχή τρόπο.
Στο προτελευταίο τους παιχνίδι στη Νορβηγία έχαναν στο ημίχρονο με 1-0. Κέρδισαν με 5-1. Στο τελευταίο τους στο Δουβλίνο διέλυσαν και την Ιρλανδία με 4-1, ρεφάροντας έτσι για τις δύο “λευκές” ισοπαλίες με την Ελβετία που είχαν προηγηθεί του παιχνιδιού με τους Σοβιετικούς, σε δύο αναμετρήσεις όμως στις οποίες είχαν πέντε δοκάρια και ένα χαμένο πέναλτι.
Στα τελικά έκαναν το απόλυτο στον όμιλο, με 9-1 γκολ και κονιορτοποιώντας -μεταξύ άλλων- την Ουρουγουάη με 6-1. Δέκα μέρες όμως αργότερα δέχτηκαν πέντε από την Ισπανία και αποκλείστηκαν, άδοξα, στους «16», ολοκληρώνοντας ουσιαστικά τον κύκλο της συγκεκριμένης, καθηλωτικής για κάθε θεατή, ομάδας.
Και μπορεί λίγα χρόνια μετά μια τελείως διαφορετική σε ταλέντο και προσέγγιση ομάδα να έφερε τη μεγαλύτερη επιτυχία της Δανίας και την ως τότε μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών, την κατάκτηση δηλαδή του Euro 1992, ωστόσο η συγκεκριμένη ομάδα των 80s, η «πανέμορφη ηττημένη», άφησε κάτι περισσότερο, κάτι μεγαλύτερο από έναν τίτλο: μια κληρονομιά και έναν μύθο.
Που αποτυπώνεται ανάγλυφα από εκείνα τα 90 λεπτά του παιχνιδιού της 5ης Ιουνίου 1985, εκείνην την ποδοσφαιρική φιέστα στην Κοπεγχάγη, λίγες μέρες μόνο μετά την τραγωδία του Heysel.
«Μια εβδομάδα πριν, το ποδόσφαιρο πέθανε. Σήμερα, σηκώθηκε από τον τάφο σε όλη του τη μεγαλοσύνη», το σχόλιο με το οποίο ο Γκεχρς ολοκλήρωσε τη μετάδοση εκείνης της αναμέτρησης.
Εκείνου του παιχνιδιού που δεν ανέστησε απλώς το ποδόσφαιρο αλλά το γέννησε στη σύγχρονη μορφή του, αποτελώντας εκτός των άλλων και σημείο αναφοράς μιας ολόκληρης εποχής, ενός ολόκληρου έθνους…
Πηγές: Danish Dynamite / The Blizzard, Issue 3
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρέμπεν Έλκιερ: Ζεστά ποτά και βρεγμένα τσιγάρα
Μίκαελ Λάουντρουπ: Κόκκινη κλωστή δεμένη
Πίτερ Σμάιχελ: Ο Μεγάλος Δανός
Ο Κάσπερ Σμάιχελ δεν κρύφτηκε στην σκιά του
Ολλανδία – Βραζιλία: Στη ρωγμή του Westfalen
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη