Όσο αγωνιζόμουν, ομολογώ ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό μου η σκέψη να γίνω προπονητής.
Όλα ξεκίνησαν με την παραίνεση του συμπαίκτη και φίλου μου, Κώστα Θεοδωράκου, με τον οποίον γνωριστήκαμε στην κοινή μας θητεία στον Αθηναϊκό το 1995.
Βρεθήκαμε ξανά μαζί τρία χρόνια μετά στην Αναγέννηση Καρδίτσας. Μου πρότεινε να πάμε το επόμενο καλοκαίρι να παρακολουθήσουμε τη σχολή προπονητών.
Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα τη μαγεία της προπονητικής. Αντιλήφθηκα ότι, αν και ποδοσφαιριστής, υπήρχαν πολλά πράγματα σε θέματα τεχνικής και τακτικής του παιχνιδιού που αγνοούσα.
Μέχρι τότε σκεφτόμουν μόνο ως παίκτης. Από κει και μετά άρχισα να σκέφτομαι ταυτόχρονα και ως προπονητής. Είναι τελείως διαφορετικό το ένα από το άλλο.
Ακόμα κι έτσι όμως, δεν είχε περάσει από το μυαλό μου να ασχοληθώ με το αντικείμενο, καθώς ακόμη αγωνιζόμουν.
Η μετάβαση από τη μια ιδιότητα στην άλλη, από εκείνη του ποδοσφαιριστή σε αυτή του προπονητή, έγινε κάπως… βίαια και άναρχα θα έλεγα.
Αλλά πλέον, τόσα χρόνια μετά, λέω ότι καλώς έγινε, έστω και με τέτοιον τρόπο.
Άλλωστε, δεν βγήκα από παρθενογένεση. Δεν ήμουν αλεξιπτωτιστής.
Ως ποδοσφαιριστής έζησα όλες τις κατηγορίες, από την Α’ Εθνική στον ΠΑΟΚ (με συμμετοχές στην Ευρώπη και το Κύπελλο UEFA) μέχρι τα ερασιτεχνικά. Έζησα όλο το φάσμα των κατηγοριών. Και στην προπονητική μου καριέρα έζησα ακριβώς το ίδιο. Ξεκίνησα από πολύ χαμηλά και έφτασα να κοουτσάρω τον ΠΑΟΚ σε ομίλους Europa League.
Το ταξίδι μου στους πάγκους άρχισε το καλοκαίρι του 2001, στα 32 μου χρόνια.
Έπαιζα ακόμη στον Εργοτέλη στη Δ’ Εθνική κατηγορία, όταν ο τότε Πρόεδρος της ομάδας, Νίκος Τζώρτζογλου, μου ζήτησε να αναλάβω τη θέση του προπονητή. Μου είπε ότι έβλεπε σε μένα όλα τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται αλλά και τις δυνατότητες για να τα καταφέρω.
Βούτηξα λοιπόν σε αυτόν τον μαγικό κόσμο, τον κόσμο της προπονητικής, ο οποίος πάντα σε κρατάει σε εγρήγορση!
Ήταν πολύ σημαντικό για μένα ότι το ξεκίνημά μου ήταν σε ένα οικείο περιβάλλον, όπως του Εργοτέλη. Στην πρώτη μου προπονητική απόπειρα κατακτήσαμε την άνοδο στην Γ’ Εθνική.
Ήταν εξίσου σημαντικό για μένα ότι στο δεύτερο βήμα μου, στον Ατσαλένιο, έκατσα πέντε χρόνια και έζησα βήμα-βήμα, χρονιά με τη χρονιά, το πώς κτίζονται οι ομάδες.
Και στους δύο συλλόγους της Κρήτης εισέπραξα αγάπη και εμπιστοσύνη, στον βαθμό που μου έδωσαν τη δυνατότητα να εδραιωθώ στον χώρο και να δω πλέον την προπονητική σε επαγγελματική βάση.
Χτίζοντας μια προπονητική ταυτότητα
Χρόνο με τον χρόνο, από τότε, αισθάνομαι να ωριμάζω και να αλλάζω.
Βλέπω αλλαγές στον χαρακτήρα μου και τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζω τους ποδοσφαιριστές μου, τους παράγοντες αλλά και τους φιλάθλους.
Βλέπω αλλαγές επίσης και στην προπονητική μου φιλοσοφία. Άλλωστε, και το ποδόσφαιρο αλλάζει, κυρίως στο τακτικό κομμάτι.
Έχω αναθεωρήσει πολλά πράγματα, από τη μέρα που έκατσα για πρώτη φορά σε πάγκο. Όταν ξεκίνησα, ήμουν απόλυτος σε κάποιες θέσεις μου. Ήμουν αρκετά αυστηρός με τους ποδοσφαιριστές μου, καθώς ήμουν ακόμη στο μεταβατικό στάδιο.
Σκέφτομαι ότι σίγουρα δεν θα μπορούσα να δουλέψω σε τμήματα υποδομής, σε ακαδημίες. Είναι ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι αυτό και βλέπω με χαρά πολλούς συναδέλφους μου να έχουν ταλέντο και ικανότητα σ’ αυτόν τον τομέα.
Προσπαθώ συνεχώς να εξελίσσομαι, να επιμορφώνομαι, να διαβάζω, να βλέπω ποδόσφαιρο, να προσπαθώ να καταλάβω προς τα πού πηγαίνει το άθλημα. Τις τάσεις της σύγχρονης εποχής.
Το θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό το κομμάτι. Είναι πολύ ουσιαστικό να καταφέρνεις να βελτιώνεσαι συνεχώς.
Επειδή θεωρώ πως διαθέτω σωστό ποδοσφαιρικό κριτήριο, προσπαθούσα πάντα να βάζω πράγματα στην προπόνηση που θα αρέσουν όχι μόνο σε εμένα αλλά και στους παίκτες μου.
Έτσι, με ικανοποιούσε να βλέπω, πέρα από τη δική μου εξέλιξη, την εξέλιξη της ομάδας αλλά και των ποδοσφαιριστών μου.
Και είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί σε όλη μου την καριέρα ως τώρα, πέρα από την επίτευξη των στόχων που έβαζα για το σύνολο, πιστεύω πως έχω βελτιώσει ατομικά ποδοσφαιριστές, δίνοντας σε αρκετούς τη δυνατότητα να πάρουν μεταγραφή σε υψηλότερες κατηγορίες.
Κάθε άνθρωπος (και φυσικά κάθε προπονητής) έχει κάποια χαρακτηριστικά. Άλλος είναι ήρεμος, άλλος είναι οξύθυμος, άλλος νευρικός, άλλος συγκαταβατικός.
Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό όμως που πρέπει να έχεις και ως άνθρωπος και ως προπονητής είναι να είσαι μαχητής. Να έχεις πνεύμα νικητή. Και αυτό έρχεται μέσα από την αυτοπεποίθηση που αποκτάς, βλέποντας την καθημερινή εξέλιξή σου.
Τώρα πια θέλω να πιστεύω ότι είμαι ένας προπονητής που βάζει, πέρα από τα δικά του “θέλω”, κι άλλους παράγοντες μέσα στην εξίσωση για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Υπολογίζω περισσότερο τις ανάγκες των παικτών μου, τις εκάστοτε συνθήκες, τα “θέλω” τους και στη συνέχεια όλα αυτά μαζί πρέπει να τα ταιριάξεις αρμονικά με τα δικά σου, ώστε να βγει το καλύτερο.
Είμαι ήρεμος γενικά ως άνθρωπος, αλλά δεν έχω πολλή υπομονή. Μ’ αρέσει οι ρυθμοί μου να είναι στο κόκκινο, να είμαι σε μια συνεχή εγρήγορση.
Θέλω να πιστεύω ότι την ηρεμία μου τη μεταδίδω στους παίκτες μου, αλλά παράλληλα θέλω και όλα να γίνονται όσο το δυνατόν καλύτερα και πιο σωστά, διαφορετικά δεν θα πετύχεις.
Ο στόχος δεν είναι πάντα η άνοδος. Μπορεί να είναι και μια παραμονή στην κατηγορία. Μπορεί επίσης να είναι η εξέλιξη και η ανάπτυξη είτε της ομάδας είτε των ποδοσφαιριστών ατομικά.
Ο πρωταθλητισμός σού δίνει τα ερεθίσματα να δουλεύεις σε υψηλούς ρυθμούς. Σε μαθαίνει να ξεπερνάς γρήγορα την επιτυχία ή την αποτυχία και να ετοιμάζεσαι για τον επόμενο στόχο.
Κι όταν το αποτέλεσμα που έρχεται είναι αυτό που θέλεις βάσει δουλειάς και στόχου, παίρνεις μεγάλη χαρά.
Στο τέλος της δεκαετίας του 2000, τα χρόνια που ήμουν προπονητής στον Διαγόρα Ρόδου, άρχισα να παρακολουθώ πιο στενά τον Ερνέστο Βαλβέρδε.
Με είχαν εντυπωσιάσει αφενός ο τρόπος που συμπεριφερόταν και μιλούσε, αφετέρου το αγωνιστικό στιλ που παρουσίαζαν τόσο οι ισπανικές ομάδες που προπόνησε κατά καιρούς όσο και ο Ολυμπιακός.
Κάποια στιγμή βρεθήκαμε αντίπαλοι σε ένα παιχνίδι Κυπέλλου.
Παρατηρώντας τον στον απέναντι πάγκο, εκτίμησα ακόμα περισσότερο τη στάση του, γιατί είδα από κοντά τη συμπεριφορά του. Εκπέμπει πραότητα και ηρεμία, δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο τον σεβασμό του στον αντίπαλο αλλά και στο ίδιο το ποδόσφαιρο.
Βέροια, Σέρρες και Λάρισα
Στη Super League 2 έζησα πολύ έντονα συναισθήματα.
Αρχικά με τη Βέροια, με την οποία ανεβήκαμε από την Football League στη Super League 2 και την επόμενη σεζόν βγήκαμε πάλι πρώτοι μετά από έναν μαραθώνιο 32 αγώνων.
Προφανώς όλα αυτά τα ματς στη Super League 2 και η βαθμολογική μας θέση δεν ήταν αρκετά για να πείσουν κάποιους ότι πανάξια είμαστε πρώτοι.
Αντί για απευθείας άνοδο λοιπόν, έπρεπε να δώσουμε και μπαράζ. Να παίξουμε δηλαδή τον στόχο μας και την τύχη μας, τους κόπους μιας χρονιάς, σε ένα ή δύο αγώνες.
Αρχικά με αντίπαλο τον πρώτο του νότιου ομίλου και μετά μια δεύτερη ευκαιρία με τον προτελευταίο της Super League. Παίξαμε δηλαδή απέναντι σε μια ομάδα υψηλότερης κατηγορίας και με μεγαλύτερο μπάτζετ.
Ένα σύστημα πάρα πολύ άδικο δηλαδή, με βάση το οποίο καμιά ομάδα από τους δύο ομίλους, μετά από μια ολόκληρη σεζόν, δεν έπαιρνε την απευθείας άνοδο.
Ένα σύστημα που εφαρμόστηκε μόνο μια χρονιά και καταργήθηκε. Είχαμε την ατυχία να εφαρμοστεί πάνω μας. Και ποτέ κανείς δεν μας ζήτησε μια συγγνώμη.
Είναι αυτές οι στιγμές που νιώθεις την αδικία στο πετσί σου. Όχι μόνο για μένα και τους παίκτες μου αλλά και για τη διοίκηση που επένδυσε, που έβαλε χρήματα, χωρίς να πάρει πίσω ούτε μισό ευρώ.
Λυπήθηκα, γιατί ήταν παράγοντες που είχαν όρεξη να ασχοληθούν και μετά από αυτό έφυγαν από το ποδόσφαιρο.
Πικράθηκα. Στεναχωρήθηκα. Το θεώρησα εν μέρει και προσωπική ήττα, γιατί το ποδόσφαιρο έχασε ανθρώπους που είχαν διάθεση να επενδύσουν, αλλά αυτός ο τρόπος τούς έδιωξε.
Την επόμενη χρονιά συνέχισα στον Πανσερραϊκό. Το σύστημα άλλαξε και οι Πρωταθλητές των δύο ομίλων, όπως και έπρεπε να γίνει δηλαδή, ανέβαιναν στη Super League.
Φτιάξαμε μια ομάδα που από την αρχή ως το τέλος είχε σοβαρότητα και σταθερότητα. Έτσι, μετά από 13 χρόνια ο Πανσερραϊκός επέστρεψε στη μεγάλη κατηγορία.
Θα ήθελα πολύ με την ομάδα αυτή να συνέχιζα και στη μεγάλη κατηγορία. Θεωρώ ότι είχα τις δυνατότητες να το κάνω, είχα το όραμα και το όνειρο.
Όμως δεν κρατώ πικρία. Έτσι είναι η δουλειά μας, το ποδόσφαιρο. Η ζωή συνεχίζεται και σου δίνει κάθε μέρα κι ένα διαφορετικό μάθημα.
Και είμαι πολύ χαρούμενος που η ομάδα αυτή όχι μόνο ανέβηκε αλλά παρέμεινε μετά από μια καλή πορεία και καθιερώθηκε.
Γιατί το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει ανάγκη τις επαρχιακές ομάδες. Η επαρχία διψάει για ποδόσφαιρο.
Άλλωστε, πώς θα μπορούσα να κρατήσω πικρία, όταν θυμάμαι ακόμη με χαρά τις στιγμές τις απονομής για τον τίτλο του Πρωταθλητή!
Γιορτάζαμε την άνοδο κι έβλεπα τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων.
Χαιρόμουν με τη χαρά των ποδοσφαιριστών μου και τους πανηγυρισμούς τους, χαιρόμουν βλέποντας την ικανοποίηση των διοικούντων που έκαναν θυσίες, επένδυσαν και είδαν τους καρπούς των κόπων τους.
Και φυσικά έβλεπα το πόσο το ήθελε ο κόσμος, οι φίλαθλοι του Πανσερραϊκού. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που τους έκανε ευτυχισμένους.
Γι’ αυτό και λέω ότι η χαρά μου για τους γύρω μου ήταν μεγαλύτερη από αυτή για τον εαυτό μου.
Αντίστοιχα όνειρα και στη Λάρισα. Είναι μια ιστορική ομάδα, η οποία έχει κατακτήσει ένα Πρωτάθλημα και δύο Κύπελλα, είναι η πέμπτη μεγαλύτερη ομάδα βάσει τίτλων στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Νομίζω ότι πρόκειται για έναν σύλλογο στον οποίον όλοι θέλουν να δουλέψουν κάποια στιγμή.
Είναι μια πόλη, ένας νομός, με ποδοσφαιρική κουλτούρα. Μου δόθηκε η δυνατότητα λοιπόν το 2023 να καθίσω στον πάγκο της και δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόκληση, θεωρώντας μάλιστα ότι στην ομάδα αυτή μπορώ να δημιουργήσω, έτσι ώστε όχι μόνο να πετύχουμε τους άμεσους στόχους μας αλλά και μακροπρόθεσμα να επιστρέψουμε δυναμικά στη Super League.
Υπάρχουν οι υποδομές αλλά και ο κόσμος για να βάλεις υψηλούς στόχους και να ζήσεις ιστορικές στιγμές.
Χτίσαμε λοιπόν μια ομάδα από το μηδέν. Κάποιος που δεν γνωρίζει να θεωρήσει ενδεχομένως ότι η δεύτερη θέση ήταν αποτυχία. Δεν ήταν έτσι όμως, λόγω του βαθμού δυσκολίας που υπήρχε από πολλές απόψεις.
Βάλαμε δηλαδή τις βάσεις, κάναμε μια αξιοπρεπέστατη πορεία και δημιουργήσαμε τις προϋποθέσεις ώστε το 2024 να μπορούμε να διεκδικήσουμε κάτι παραπάνω. Την άνοδο.
Όλοι μαζί, προπονητές, παίκτες, διοίκηση και κόσμος, κινηθήκαμε πάνω σε ένα συγκεκριμένο πλάνο, έτοιμοι και με καλύτερες προϋποθέσεις, ώστε να πετύχουμε.
Στόχος που έπρεπε να επιτευχθεί σε μια δύσκολη κατηγορία, απέναντι σε πολλές και καλές ομάδες, με επιβεβλημένες τη σοβαρότητα, την αγωνιστική πειθαρχία, την επιμονή και την υπομονή.
Υπάρχουν αξίες στη ζωή πολύ σημαντικές, όπως ο σεβασμός, η αλληλοεκτίμηση, το να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Μπορεί να είσαι σε μεγαλύτερη κατηγορία, αλλά να μην τα έχεις αυτά.
Στη Λάρισα λοιπόν εγώ τα συνάντησα και νιώθω χαρούμενος, γεμάτος, με καθημερινότητα γεμάτη. Για να το πω απλά, γουστάρω που βρέθηκα στη Λάρισα!
Η άγονη γραμμή της SL2
Τη Super League 2 τη γνωρίζω πλέον αρκετά καλά. Την έχω ζήσει και ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής.
Είναι μια κατηγορία που θα έπρεπε να έχει σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με τη Super League.
Θα έπρεπε να είναι ο βασικός τροφοδότης παικτών και προπονητών για τη μεγάλη κατηγορία, σε ένα μεγάλο ποσοστό. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε στο παρελθόν, επί σειρά ετών.
Δεν είναι πλέον όμως. Δεν την παρακολουθεί πολύς κόσμος, είναι απαξιωμένη, σε ανυποληψία.
Ενώ όλοι, προπονητές, ποδοσφαιριστές και παράγοντες, μαχόμαστε για το καλύτερο, δυστυχώς δεν υπάρχουν τα έσοδα για να μπορέσουν όλοι να επενδύσουν στις ομάδες τους.
Πέρα από όλα αυτά, είναι ένα Πρωτάθλημα που τις περισσότερες σεζόν δεν ξέρεις πότε θα ξεκινήσει, πότε θα τελειώσει και με ποιους όρους θα διεξαχθεί, αν δηλαδή θα είναι με έναν όμιλο ή με δύο, ποιες ομάδες θα αρχίσουν, ποιες θα τελειώσουν και ποιες θα αποχωρήσουν στη μέση λόγω προβλημάτων. Δεν διεξάγεται λοιπόν υπό φυσιολογικές συνθήκες, όπως τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Και είναι κρίμα, γιατί, αν ρίξουμε μια ματιά στα βιογραφικά όλων των παικτών που μας χάρισαν τη μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου, το Euro 2004, θα δούμε ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν περάσει από το Πρωτάθλημα της Β’ ή της Γ’ Εθνικής. Από εκεί έκαναν το άλμα για ψηλότερα.
Αντί λοιπόν να επενδύσουμε στις μικρότερες κατηγορίες για να βγάλουμε παίκτες, εμείς πήγαμε ως ποδόσφαιρο σε ένα αντίθετο μοντέλο.
Φέραμε με το τσουβάλι ξένους παίκτες και προπονητές αμφιβόλου ποιότητας, αποκλείοντας νέα παιδιά που είχαν όλα τα προσόντα, τις προοπτικές και τις φιλοδοξίες να φτάσουν σε υψηλό επίπεδο.
Επιπλέον, πολλές ιστορικές επαρχιακές ομάδες (ας μην ξεχνάμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ποδοσφαιριστών έχει βγει από την επαρχία) όχι μόνο δεν είναι στις δύο πρώτες κατηγορίες αλλά είναι στα τάρταρα. Πολλές έχουν διαλυθεί τελείως και άλλες υπολειτουργούν.
Πιστεύοντας στον Έλληνα
Δεν απαξιώνω το έργο των ξένων προπονητών που δουλεύουν στη χώρα μας.
Είναι πολύ σημαντικό που στην Ελλάδα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθούμε από κοντά τη δουλειά και την προπονητική φιλοσοφία τεχνικών όπως ο Λουτσέσκου, ο Αλμέιδα, ο Μεντιλίμπαρ και ο Γιοβάνοβιτς, για τον οποίον χαίρομαι που ανέλαβε την Εθνική ομάδα, είμαι σίγουρος ότι θα αφήσει το στίγμα του.
Ωστόσο, πάντα πίστευα ότι η Ελλάδα βγάζει καλούς προπονητές. Πιστεύω στον Έλληνα προπονητή.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια το επίπεδο έχει ανέβει αρκετά. Ωστόσο, βλέπουμε πως οι ομάδες δεν τους εμπιστεύονται. Το ίδιο ισχύει όμως, αν παρατηρήσει κανείς, και για τους διαιτητές και για τους παίκτες.
Δεν είναι λοιπόν μόνο ότι οι ομάδες δεν εμπιστεύονται τον Έλληνα προπονητή.
Όταν βλέπεις ότι το 60-70% των παικτών της Super League είναι ξένοι, όταν βλέπεις ότι οι ομάδες δεν θέλουν Έλληνες διαιτητές, ο προπονητής δεν θα αποτελέσει εξαίρεση.
Δεν ξέρω γιατί υπάρχει αυτή η… αποστροφή προς το ελληνικό στοιχείο.
Βλέπω όμως παράλληλα μια νέα τάση που αρχίζει να γίνεται ορατή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Την επιστροφή στο τοπικό στοιχείο.
Το βλέπουμε σε μεγάλα κλαμπ, βλέπουμε να δίνουν ευκαιρία σε δικούς τους παίκτες και προπονητές με επιτυχία. Χαίρομαι γι’ αυτό και εύχομαι να γίνει άμεσα και στην Ελλάδα.
Ελπίζω σιγά-σιγά να δούμε Έλληνες προπονητές, Έλληνες παίκτες. Μάλιστα, ακούω ότι στο μέλλον θα έχουμε περισσότερους Έλληνες διαιτητές.
Ελπίζω και εύχομαι η διοίκηση της Ομοσπονδίας και ο Πρόεδρος, Μάκης Γκαγκάτσης, με την εμπειρία του, τις παραστάσεις του στον χώρο του ποδοσφαίρου αλλά και την τεχνογνωσία του, να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να μετατραπούν οι Έλληνες προπονητές, παίκτες και διαιτητές από κομπάρσοι σε πρωταγωνιστές.
Ασφαλώς θα πάρει χρόνο, αλλά θεωρώ ότι, αν υπάρχει πλάνο, θα αρχίσουμε σιγά-σιγά να βλέπουμε τη διαφορά.
Υπάρχει ταλέντο, πρέπει να του δώσουμε τον χώρο να αναπτυχθεί και να αναδειχθεί.
Ο Παύλος Δερμιτζάκης είναι προπονητής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Παύλος Δερμιτζάκης: Οικογενειακή υπόθεση