Κάθε βράδυ, σαν έφηβος, κοιμάσαι και κάνεις πολλά όνειρα.
Δεν καταλαβαίνεις πώς και πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος.
Ξυπνάς ένα πρωί και συνειδητοποιείς ότι σε κάποια έχεις πετύχει, σε κάποια είσαι κοντά, αλλά είσαι και σε σωστό δρόμο για μερικά άλλα.
Και πως εξακολουθείς να κυνηγάς τα επόμενα. Ή να δημιουργείς νέα.
Το πρωινό της 7ης Σεπτεμβρίου 1997 ξημέρωσε μία άλλη ημέρα για μένα, την οποία περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία.
Είχε φτάσει η ώρα για το επίσημο ντεμπούτο μου με τη Μπαρτσελόνα, στο ισπανικό πρωτάθλημα.
Για εκείνο το ματς, και τη νίκη με 91-77 επί της Μάλαγα στο «Παλάου Μπλαουγκράνα»
Όπως δεν είχα καταλάβει πώς πέρασαν τα πρώτα χρόνια στις Εθνικές ομάδες και στην τετραετία μου στον ΠΑΟΚ, έτσι όλα άρχισαν με ταχύτητα και στη Βαρκελώνη.
Υπήρχαν, όμως, σημαντικές διαφορές τις οποίες αντιλήφθηκα και βίωσα με ευχαρίστηση από τις πρώτες μέρες στην Καταλονία.
Συνάντησα πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις τις οποίες ούτε είχα φανταστεί νωρίτερα.
Η αλήθεια είναι πως, αν και συχνά Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός «ενοχλούσαν» τον ΠΑΟΚ για πιθανή μετεγγραφή μου, δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Πόλύ περισσότερο, όσο κι αν είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου το ΝΒΑ, δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά από την Ελλάδα…
Ήταν μία μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.
Ήμουν 21 ετών.
Από μικρός έζησα κάτω από «ομπρέλα» του ΠΑΟΚ, των μεγάλων, του κόσμου.
Σε συνθήκες που σκέφτεσαι πως τα έχεις όλα λυμένα.
Σε συνθήκες που έχεις βολευτεί, όχι βεβαίως αγωνιστικά.
Στην Ισπανία δεν πήγα σαν παιδάκι, αλλά σαν επαγγελματίας, σαν ξένος στο ρόστερ μίας επαγγελματικής ομάδας που κάνει πρωταθλητισμό.
Κάτι που εύλογα αύξανε την πίεση.
Όλα άλλαξαν άμεσα, μέσα σε ένα καλοκαίρι, μέσα σε λίγες μέρες.
Άλλαξε η δική μου στάση. Άλλαξε και η αντιμετώπιση προς εμένα.
Η ζωή στη Βαρκελώνη ήταν εύκολη, διότι βρέθηκα σε έναν οργανισμό που ξέρει να υποστηρίζει πλήρως τους αθλητές του.
Οι συμπαίκτες μου ήταν εξαιρετικοί, με αγκάλιασαν αμέσως και με βοήθησαν να προσαρμοστώ άμεσα.
Να προσαρμοστώ στην κουλτούρα της περιοχής, στην κουλτούρα του συλλόγου.
Σε μία, γενικότερα, διαφορετική κουλτούρα.
Όταν παίζεις στη Μπαρτσελόνα δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτε άλλο πέρα από το να έχεις τον εαυτό σου καλά, για να είσαι σε θέση να αγωνίζεσαι.
Η ομάδα μπάσκετ είχε και έχει άμεση σχέση με την ομάδα ποδοσφαίρου.
Οι παίκτες και των δύο αθλημάτων μέναμε στην ίδια γειτονιά.
Τρώγαμε στα ίδια εστιατόρια και κινούμασταν στους ίδιους κοινωνικούς χώρους.
Ήμασταν κοντά, δίχως αυτό να είναι υποχρεωτικό.
Απλώς ταίριαζαν οι νοοτροπίες μας. Ταιριάζαμε στη νοοτροπία του κλαμπ.
Παρακολουθούσαμε τους αγώνες του ποδοσφαίρου και οι ποδοσφαιριστές έρχονταν στο «Παλάου Μπλαουγκράνα».
Εγώ πήγαινα σχεδόν κάθε εβδομάδα στο «Καμπ Νου», όταν στο σύλλογο έπαιζαν οι Ριβάλντο, Κλάιφερτ και άλλοι μεγάλοι αστέρες.
Υπήρχαν πολλές εκδηλώσεις που είχαν σκοπό το «δέσιμο» των δύο σπορ.
Μία όμορφη «χημεία».
Η Μπαρτσελόνα είναι στην κυριολεξία μία οικογένεια και οι λέξεις είναι «φτωχές» για να το περιγράψουν.
Όποιος δεν το έχει ζήσει και δεν έχει αγωνιστεί εκεί, δεν μπορεί να το κατανοήσει.
Αυτό που καταλαβαίνω πλέον, έχοντας αποσυρθεί, είναι πως ορισμένοι σούπερ σταρ γίνονται πιο απλοί όσο φτάνουν ψηλότερα.
Ο κόσμος μπορεί να μην το καταλαβαίνει, όμως όλοι εκείνοι οι αστέρες ταίριαζαν στη φιλοσοφία της Μπαρτσελόνα.
Ήταν καλά, απλά παιδιά.
Παιδιά με την ιστορία τους, με το παρελθόν τους, γιατί οι περισσότεροι ξεκινήσαμε δίχως ευνοϊκές συνθήκες και περάσαμε δύσκολα μέχρι να καθιερωθούμε.
Όταν έχεις μεγαλώσει σε μικρές πόλεις, όταν οι περισσότεροι από εμάς τα βγάζαμε πέρα με πολλές δυσκολίες όταν ήμασταν μικροί -γιατί λίγοι είχαν ευκολίες, καλά σχολεία και άνεση-, κατανοούσαμε ο ένας τον άλλον.
Γιατί δημιουργήσαμε τη ζωή μας μέσα από τον αθλητισμό.
Είχαμε πολλά κοινά βιώματα.
Την πρώτη σεζόν μου, το 1997-98, αντίκρισα σε ένα ματς το όνομά μου σε ένα πανό με αρχαία ελληνικά.
Αυτό σου προσδίδει μία ευθύνη, αλλά όχι πίεση.
Καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος εκτιμά αυτό που κάνεις.
Θέλει να σε κάνει να νιώσεις σαν στο σπίτι σου. Γιατί διοίκηση, παίκτες και κοινό βλέπουν την ομάδα σαν το σπίτι τους.
Στη Βαρκελώνη βίωσα απίστευτη στήριξη και από αυτό «φουσκώνεις» ψυχολογικά.
Δεν χρειάζεται να γίνεις αλαζόνας, όμως το ευχαριστιέσαι.
Ο Τύπος και οι άνθρωποι, μάλιστα, σε σέβονται περισσότερο όταν προσπαθήσεις να μάθεις ισπανικά. Ο σύλλογος, οι φίλαθλοι και τα Μ.Μ.Ε. σε εκτιμούν όταν τους μιλάς στη γλώσσα τους και, κυρίως, όχι μόνο στα ισπανικά, αλλά και στα καταλανικά.
Κι εγώ από την πλευρά μου δείχνω ότι έχω σεβασμό όταν επιχειρώ με τη σειρά μου να αγκαλιάσω την κουλτούρα τους, όπως έκαναν από την πρώτη ημέρα κι εκείνοι με εμένα.
Είναι πολύ σημαντικό να βιώνεις αυτό τον σεβασμό και να είναι και αμφίδρομος και αμοιβαίος.
Η ACB ήταν ένας «άλλος κόσμος», πριν γνωρίσω το ΝΒΑ, με το οποίο εξακολουθώ να συνεργάζομαι, ως Πρεσβευτής του στην Ευρώπη.
Αλλά έζησα κι άλλες καταστάσεις εκτός παρκέ.
Δούλεψα με άλλες δομές, χωρίς καμία προχειρότητα, με όραμα, πλάνο και σεβασμό στο παιχνίδι και τον αθλητή.
Η Ισπανία είναι μεσογειακή χώρα, σαν την Ελλάδα.
Το κλίμα είναι θερμό, όμως ο κόσμος είναι πιο διακριτικός.
Στη χώρα μας ανησυχείς μήπως σε δει κάποιος να τρως σε ένα εστιατόριο με έναν αντίπαλο.
Δεν μπορείς, σχεδόν, να έχεις ζωή, διότι η καθημερινότητά σου είναι τόσο συνυφασμένη με τη νίκη και την ήττα.
Στην Καταλονία κατάλαβα ότι μερικές φορές είναι καλύτερο, αν και πιο «ψυχρό» για εμάς τους Έλληνες, να αντιμετωπίζεις απλώς τα πράγματα πιο επαγγελματικά.
Μπορεί να ερχόταν μία ήττα, ακόμη και απρόσμενη, και τόσο οι προπονητές, η διοίκηση όσο και το κοινό είχε τη νοοτροπία και τη σκέψη: «Πάμε για το επόμενο ματς».
Από την Ελλάδα πήρα μαζί μου πολλά πράγματα, όταν μετακόμισα στη Βαρκελώνη.
Πήρα αναμνήσεις, φωτογραφίες, πολλά CD με ελληνική μουσική.
Ωστόσο, άφησα πάρα πολλά άλλα πίσω μου, προς ηρεμία του μυαλού μου…
Στην Ισπανία έγινα και καλύτερος παίκτης και καλύτερος άνθρωπος.
Γνώρισα καινούρια πράγματα και γέμισα με όμορφες εμπειρίες.
Πρώτος προπονητής μου ήταν ο μακαρίτης ο Μανέλ Κομάς, ο οποίος μόλις είχε αντικαταστήσει τον Αΐτο Ρενέσες.
Εξαιρετικός άνθρωπος, αν και πολύ σκληρός, αυστηρός.
Το παρατσούκλι του, άλλωστε, ήταν «σερίφης», λόγω εμφάνισης και αυστηρότητας.
Παλαιάς κοπής κόουτς και συχνά σκληρός χωρίς λόγο.
Όμως ήταν μποέμ τύπος, με απίστευτο χιούμορ.
Στην προπόνηση ήταν αυστηρός, όμως στην καθημερινότητα ήταν αυτό που λέμε με απλά λόγια, ωραίος άνθρωπος.
Το καλοκαίρι του 1998 επέστρεψε ο Ρενέσες.
Με τον Αΐτο δούλεψα πολύ, βελτιώθηκα και μαζί κερδίσαμε τους περισσότερους τίτλους.
Δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης κι εδώ στην Ελλάδα, όπου συνήθως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη λειτουργία μίας ομάδας, επιμένουμε να βάζουμε «ταμπέλες».
Θυμώνω συχνά όταν ακούω και διαβάζω για τη φερόμενη ηττοπάθειά του στα φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Δεν ενοχλούμαι απλώς γιατί δούλεψα μαζί του.
Αλλά, κυρίως, θυμώνω με την ευκολία που έχουμε μάθει να κρίνουμε και να κατακρίνουμε στην Ελλάδα.
Ο Αΐτο δούλεψε σκληρά με πάρα πολλούς νεαρούς, των οποίων η συνέχεια ήταν στο ΝΒΑ.
Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ.
Σκληρός, δύσκολος, αλλά δίκαιος.
Ο Ρενέσες είναι προπονητής που ξέρει πώς θα πάρει το καλύτερο από τον καθένα και γνωρίζει πώς να σε ετοιμάζει τόσο για το επόμενο ματς όσο και για το μέλλον σου.
Σε κάνει να πας στο γήπεδο τη μέρα του αγώνα και να έχεις «δίψα» για να αγωνιστείς.
Να παίξεις για εκείνον, να παίξεις για την ομάδα και να παίξεις όσο το δυνατόν καλύτερα και για τον εαυτό σου, για τη συνέχειά σου.
Η σχέση του Αΐτο με την ομάδα ήταν καταπληκτική.
Εννοώ με το σύνολο, για κάθε λειτουργία του.
Ήξερε να δουλεύει σε μακροπρόθεσμα πρότζεκτ.
Δούλευε σκληρά με τους νέους και τους πρόσφερε τα εφόδια και τις ευκαιρίες για το επόμενο βήμα τους.
Είναι ακριβώς αυτό που λείπει από την Ελλάδα.
Εκείνος δεν δίστασε να δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε παιδιά όπως ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο και ο Πάου Γκασόλ, αν και ήταν μόλις 18 ετών.
Ήταν επίσης αυτός που δεν φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει ως βασικό στη Μπανταλόνα τον 16χρονο Ρίκι Ρούμπιο και να καθιερώσει τον νεαρό, τότε, Ρούντι Φερναντεθ.
Η κατάκτηση της Ευρωλίγκα από τη Μπαρτσελόνα το 2003, αν και με κόουτς τον Σβέτισλαβ Πέσιτς, ήταν μισή δουλειά του Αΐτο, ο οποίος είχε απομακρυνθεί μερικούς μήνες νωρίτερα.
Στη Μπαρτσελόνα πέρασα τα πέντε καλύτερα χρόνια της καριέρας μου!
Μία πενταετία με τίτλους, με χαρές, με λύπες και με τραυματισμούς.
Ένα μεγάλο διάστημα που μένει για πάντα χαραγμένο στην καρδιά και το μυαλό μου.
Κάθε μέρα μάθαινες και κάτι νέο, κάτι διδακτικό.
Είχα τη τύχη στη Βαρκελώνη να παίξω με σπουδαίους παίκτες και, παράλληλα, καταπληκτικά παιδιά.
Το ταλέντο αθλητών όπως οι Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, Σάσα Τζόρτζεβιτς, Μαρσέλο Νικόλα, Ροντρίγκο Ντε Λα Φουέντε και οι τότε πιτσιρικάδες Γκασόλ και Ναβάρο, ήταν εύκολα αντιληπτό με το μάτι.
Όμως πέρα από τις επιδόσεις, το πιο σημαντικό ήταν ότι όλοι τους ήταν ποιοτικοί άνθρωποι.
Παιδιά από καλές και σωστές οικογένειες, με έμφυτη ευγένεια.
Πολλές φορές μένουμε κοντόφθαλμοι και κοιτάζουμε μόνο τι συμβαίνει στο γήπεδο.
Αλλά υπάρχουν πολλά περισσότερα πίσω από τα φώτα.
Τα παιδιά αυτά τα μεγαλώσαμε εγώ με τον «Σάρας», τον Νάτσο Ροντρίγκεθ, τον Ντε Λα Φουέντε, τον Εστεγέρ και ωριμάσαμε περισσότερο κι εμείς μαζί τους.
Οι Γκασόλ και Ναβάρο, πέτυχαν στο Παγκόσμιο Εφήβων του 1999 ό,τι καταφέραμε κι εμείς το 1995 και το διαχειρίστηκαν εξαιρετικά.
Το επιβεβαίωσε αυτό η σπουδαία καριέρα τους.
Ο Ναβάρο αγωνίστηκε για μία σεζόν στο ΝΒΑ, απέδειξε κυρίως στον εαυτό του ότι μπορεί να σταθεί κι εκεί και γύρισε στην αγαπημένη του Βαρκελώνη.
Ήταν τιμή να είμαι δίπλα τους και να βλέπω και πώς εξελίσσουν το ταλέντο τους και πώς ωριμάζουν.
Δεν τρόμαζαν μπροστά σε κανέναν αντίπαλο.
Συχνά δεν κοιτούσαν ποιον έχουν απέναντί τους. Όχι από αλαζονεία, αλλά από απίστευτη αυτοπεποίθηση.
Αμφότεροι είναι η καλύτερη και πιο πρακτική διαφήμιση για την εξαιρετική δουλειά που γίνεται στη Μπαρτσελόνα και στην Ισπανία, γενικότερα.
Ο «Σάρας», αν και δεν θέλω να αδικήσω τον Σάσα, ήταν με διαφορά ο καλύτερος πλέι μέικερ που είχα ως συμπαίκτη.
Έλεγα από τότε πως είναι «η χαρά των ψηλών».
Περίμενα ότι θα γίνει προπονητής. Το έβλεπες από τότε, από τον τρόπο που προσέγγιζε το παιχνίδι.
Η προπονητική ήταν μονόδρομος για το ταλέντο και την ευφυΐα του ως άνθρωπος του μπάσκετ και ως χαρακτήρας.
Δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι άλλο και χαίρομαι που το κάνει ήδη με επιτυχία.
Ο «Σάρας» είναι ιδιοφυΐα σαν μυαλό και αντιλαμβάνεται το άθλημα καλύτερο από τον καθένα.
Υπήρξε παίκτης υψηλού επιπέδου, έχει περάσει από τη θέση του αθλητή και αυτό που έχει πάνω απ’ όλα είναι πως ξέρει να διαχειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο τους παίκτες του και να λαμβάνει το μάξιμουμ απ’ τον καθένα.
Αυτό επιβεβαιώνεται έμπρακτα από την καταπληκτική πορεία της Ζαλγκίρις Κάουνας.
Είναι από τους λίγους κόουτς στην Ευρώπη που έχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να εργαστεί στο ΝΒΑ και να πετύχει!
ΝΒΑ… Από εκεί θα συνεχίσουμε, με το καλό, τις επόμενες αφηγήσεις, στο AthleteStories.gr .
Ο Ευθύμης Ρεντζιάς είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν Πρεσβευτής του ΝΒΑ στην Ευρώπη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Ευθύμη Ρεντζιά