Στον λόγο της ορκωμοσίας του ως Πρόεδρος της Ιταλίας, τον Μάιο του 1999, ο Κάρλο Ατζέλιο Τσάμπι είχε αναφέρει: «Η Ιταλία είναι συνισταμένη πολλών χωρών και πόλεων, ενωμένη από τις διαφορές τους».
Ερμηνεύτηκε και ήταν μια επίκληση στην ενότητα, σε μια εποχή που (και) τότε ο διχαστικός λόγος, αν δεν κυριαρχούσε, τουλάχιστον κέρδιζε έδαφος.
Δεν είχε άδικο, παρότι για προφανείς λόγους εξευγένιζε τον έντονο τοπικισμό, επιδιώκοντας να βάλει σε πρώτο πλάνο την μεγάλη εικόνα και όχι την κατά τόπους. Αυτή όμως, ακριβώς αυτή, η κατά τόπους θεώρηση και αίσθηση της πατρίδας, της χώρας, του κράτους, είναι η ραχοκοκαλιά -καλή ή κακή, χρήσιμη ή όχι- της Ιταλίας.
Ένας Λομβαρδός δεν είναι και δεν νιώθει το ίδιο με έναν Βενετό ή έναν Ρωμαίο. Με έναν Εμιλιανό ή Σικελό. Κάθε ένας, από όπου και αν προέρχεται, νιώθει την χώρα δική του, αποκλειστικής διάθεσής του, με μια ως και αλαζονική αίσθηση κτήσης της έννοιάς της και μια άλλη, ακόμα πιο ισχυρή, πως η απώλεια, η αφαίρεση, για οποιονδήποτε λόγο του κομματιού που εκπροσωπεί αυτομάτως καταλύει τη χώρα.
Το δεύτερο, ακόμα χαρακτηριστικότερο κοινό, είναι ο μεγαλύτερος, γεωγραφικά αρχικά, διαχωρισμός. Η γραμμή που ξεχωρίζει Βορρά και Νότο και σε αυτό το πλαίσιο εντάσσει όσους ανήκουν στο ένα ή στο άλλο κομμάτι, ξεχωρίζοντας, ευδιάκριτα πλέον παντού, δύο Ιταλίες. Που η μία αντιπαθεί την άλλη, μισεί την άλλη, αλλά είναι και αδύναμες να αυτοπροσδιοριστούν χωρίς την ύπαρξη αυτής της διαχωριστικής γραμμής.
Χαρακτηριστικές της διάκρισης και της εικόνας Βορρά και Νότου το Πιεμόντε και η Καμπάνια αντίστοιχα. Εκβιομηχάνιση, τάξη κοινωνική και οικονομική, “κουτάκια” σε κάθε επίπεδο της ζωής, ανεπιτήδευτο, θαρρείς πλέον γονιδιακά μεταφερόμενο, αίσθημα ανωτερότητας, η κληρονομικά συνεχιζόμενη δυναστεία των Ανιέλι. Και η Γιουβέντους.
Χάος, οι άγραφοι κανόνες και νόμοι να υπερβαίνουν τους όποιους της (μη αναγνωρίσιμης παρά μόνο στην τυπικότητά της) κεντρικής εξουσίας, η φτωχοποίηση, η αίσθηση πως ανά πάσα ώρα και στιγμή, κάθε στιγμή, το κακό, το οποιοδήποτε κακό, πλανάται πάνω από τα κεφαλιά όσων ζουν εκεί, έτσι, μόνο και μόνο γιατί ζουν εκεί, η χαμένη στον χρόνο ανηλεής και αέναη πάλη για εξουσία των φαμιλιών της επικυριαρχίας της Καμόρα. Και η Νάπολι.
Οι διαφορές των πόλεων, Τορίνο και Νάπολι, οι διαφορές των περιοχών τους, Πιεμόντε και Καμπάνια, οι διαφορές Βορρά και Νότου, καθρεφτίζονται στις ποδοσφαιρικές ομάδες. Η Γιουβέντους, κομψή, σικάτη, απόμακρη, καθεστωτική, καθ’ έξιν νικήτρια και κυρίαρχη, δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει έδρα τη Νάπολι. Και το αντίθετο. Οι περιθωριακοί, οι αναρχοαυτόνομοι, οι βιοπαλαιστές, οι επαίτες νικών, επιτυχιών και τίτλων, οι μαφιόζοι, οι Ναπολιτάνοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να εδρεύουν στο Τορίνο.
Αμφότερες συμβολίζουν ότι η μια πλευρά της διαχωριστικής γραμμής της Ιταλίας έχει από την πλευρά της μάθει ν’ αγαπά και για την άλλη να μισεί. Αυτονόητες συνεπώς οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές καταβολές της αντιπαλότητας, της έχθρας, του μίσους. Δεν εδράζουν στο ποδόσφαιρο, σε αυτό όμως, στο πεπερασμένο πλαίσιο ενός γηπέδου, στις ζυγιασμένες διαστάσεις και ευκαιρίες των κανόνων του αθλήματος, εκτονώνονται, εκφράζονται, αναπαράγονται.
Μέχρι τέτοια μέρα το 1985, οι Νότιοι, οι Ναπολιτάνοι, και ποδοσφαιρικά ήταν υπό των Βορείων, των Τορινέζων. Χρειαζόταν κάτι που αψήφησε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και γνώσης, ώστε έτσι να αρχίσει να αψηφάται η επιβληθείσα για δεκαετίες νόρμα που, ποδοσφαιρικά, είχε επιβάλει η Γιουβέντους. Χρειάστηκε το «goal impossibile», το «αδύνατο γκολ», η «punizione divina», η «θεία τιμωρία», όπως αποκλήθηκε μια αδιανόητη εκτέλεση ενός έμμεσου φάουλ από τον Ντιέγκο Μαραντόνα που χάρισε στη Νάπολι τη νίκη επί της Γιουβέντους εκείνη τη μέρα.
Δεν άλλαξε κάτι στην οικονομία εκείνου του Πρωταθλήματος. Η «Vecchia Signora» το κατέκτησε. Αυτό όμως το χτύπημά Του αποτέλεσε την απαρχή μιας διαφορετικής θεώρησης της Ιταλίας. Έστω, πρόσκαιρης, έστω ποδοσφαιρικά. Με τον Νότο πλέον στον πυρήνα και τη Νάπολι του Ντιεγκίτο κυρίαρχη.
Core ‘ngrato
Οι ρίζες της μεταφοράς στο χορτάρι και στην εξέδρα αυτής της αντιπαλότητας χάνονται στον χρόνο. Συμβατικά και μόνο θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην άνοδο της Νάπολι στη Serie A στα μέσα των 60s.
Οι «Partenopei», εκμεταλλευόμενοι την κόντρα του Όμαρ Σίβορι με τον τότε τεχνικό της Γιουβέντους, Χεριμπέρτο Χερέρα, έφεραν τον Αργεντινό στο San Paolo και, παίρνοντας από τη Μίλαν και τον (επίσης εμβληματικό) Ζοσέ Αλταφίνι, μετατράπηκαν με το καλημέρα τους στα σαλόνια σε διεκδικητές του scudetto.
Μία από τις πρώτες σπίθες της αναζωπύρωσης του μίσους δόθηκε στο παιχνίδι των δύο ομάδων στη Νάπολι, πρωτομηνιά του Δεκεμβρίου του ‘68. Ο Σίβορι δεινοπάθησε από το σκληρό προς εκείνον παιχνίδι των αλλοτινών συμπαικτών του. Αγανάκτησε, έχασε την ψυχραιμία του και απάντησε με ένα δολοφονικό μαρκάρισμα στον Ερμίνιο Φαβάνι, το οποίο και προκάλεσε γενικευμένη σύρραξη στον αγωνιστικό χώρο.
Η κατάληξη ήταν να τιμωρηθεί ο Αργεντινός με τιμωρία έξι αγωνιστικών, η οποία όμως απλώς επίσπευσε το αντίο του από τα γήπεδα, μιας και τρεις μόλις μέρες μετά την επιβολή της ο Σίβορι, μόλις στα 33 του, κρέμασε τα παπούτσια του.
Δεύτερο αξιοσημείωτο ιστορικά επεισόδιο το καλοκαίρι του 1972. Οι Ναπολιτάνοι -τι πρωτότυπο- αντιμετώπιζαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα, φτάνοντας στο χείλος της χρεοκοπίας. Για να την αποφύγουν, αναγκάστηκαν να εκποιήσουν τα τότε μεγαλύτερα περιουσιακά τους στοιχεία, τον Πρωταθλητή Ευρώπης με τους «Azzurri» εκείνο το καλοκαίρι, θρυλικό Ντίνο Τζοφ, και τον Αλταφίνι. Η Γιουβέντους ήταν αυτή που καιροφυλακτούσε, χωρίς οι Ναπολιτάνοι τιφόζι ποτέ να θεωρήσουν τα χρήματα που έδωσαν οι «Bianconeri» σωτήρια. Κάθε άλλο.
Τη σεζόν 1974-1975, η Νάπολι είχε επιστρέψει στη διεκδίκηση του τίτλου. Έχοντας αντίπαλο -ποια άλλη- τη Γιουβέντους. Στο παιχνίδι του πρώτου γύρου στο San Paolo οι Τορινέζοι υποχρέωσαν τους Ναπολιτάνους σε μια από τις χειρότερες εντός έδρας ήττες της ιστορίας τους, συντρίβοντάς τους με 6-2 (στο παιχνίδι που έθεσε το ρεκόρ προσέλευσης στην ιστορία της Serie Α με 90.736 θεατές στις εξέδρες). Δεν τους εκτροχίασαν όμως.
Τόσο που στο παιχνίδι του δεύτερου γύρου, στην 25η αγωνιστική, στο Τορίνο απείχαν μια νίκη (2 βαθμούς δηλαδή τότε) μακριά από τη Γιουβέντους. Μέχρι το 88’ διατηρούσαν έστω την απόσταση και την ελπίδα, κρατώντας την ισοπαλία. Τότε όμως ο Αλταφίνι, ερχόμενος από τον πάγκο της «Κυρίας», σκόραρε και χάρισε τη νίκη και ουσιαστικά τον τίτλο στους «Bianconeri», οι οποίοι κράτησαν το +4 ως και την προτελευταία αγωνιστική, οπότε και στέφθηκαν τυπικά Πρωταθλητές.
Από τότε ο Αλταφίνι έχει μείνει στο θυμικό των Ναπολιτών ως «Core ‘ngrato», ως μια «αχάριστη καρδιά». Πρόκειται για ομώνυμο τραγούδι του 1911 από τον μετανάστη στις ΗΠΑ, Ναπολιτάνο συνθέτη, Σαλβατόρε Καρντίγιο.
«Core, core ‘ngrato, te haie pigliato ‘a vita mia! Tutt’ è passato, e nun nce pienze cchiù!» (ακούγεται σε παραδοσιακή εκτέλεση στο τελευταίο επεισόδιο του τρίτου κύκλου της διάσημης αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς των αρχών του 2000, «The Sopranos»). «Αχάριστη καρδιά, μου έκλεψες τη ζωή. Τα πάντα τελείωσαν και εσύ δεν το σκέφτεσαι πια». Τέτοιος και τόσος ο πόνος που προκάλεσε ο Ιταλοβραζιλιάνος στους Ναπολιτάνους.
Πέντε χρόνια αργότερα, η Νάπολι επέστρεψε διεκδικητικά, πρωταγωνιστικά. Όπως και το ριζικό της. Στην προτελευταία αγωνιστική της σεζόν 1980-1981 υποδέχτηκε τη Γιουβέντους. Κούρσα για τρεις ως τότε το Πρωτάθλημα, με την «Κυρία» πρωτοπόρο με 40 βαθμούς, τη Ρόμα δεύτερη με 39 και τη Νάπολι να ακολουθεί με 38. Δεν χρειάστηκε να… πονέσουν στο φινάλε της χρονιάς οι «Partenopei», μιας και εξαιτίας ενός αυτογκόλ του Μάριο Γκουιντέτι ηττήθηκαν με 1-0 και κατέληξαν στην τρίτη θέση (με τη Γιουβέντους και πάλι Πρωταθλήτρια).
«Μην ανησυχείς. Γκολ είναι».
Η αίσθηση ήταν πως κάτι άλλαζε. Κάποιος το άλλαζε. Δεν είχε φανεί στην πρώτη χρονιά του Ντιέγκο στις παρυφές του Βεζούβιου, με τη Νάπολι μόλις και μετά βίας να τερματίζει στην όγδοη θέση του Campionato. Ξεχώριζε αχνά στο ξεκίνημα της σεζόν 1985-1986. Στις πρώτες οκτώ αγωνιστικές οι «Partenopei» είχαν 10 βαθμούς.
Και περίμεναν στην ένατη τους απόλυτους, με οκτώ νίκες, «Bianconeri». Την Πρωταθλήτρια Ευρώπης (στο αιματοβαμμένο Heysel) λίγους μήνες νωρίτερα Γιουβέντους, την επερχόμενη Πρωταθλήτρια Κόσμου (έναν μήνα αργότερα επικράτησε της Αρχεντίνος Τζούνιορς – της πρώτης ομάδας του Pibe de Oro – κατακτώντας το Διηπειρωτικό Κύπελλο), του τρις εστεμμένου με την Χρυσή Μπάλα, Μισέλ Πλατινί, του Μίκαελ Λάουντρουπ, του Γκαετάνο Σιρέρα, του Αντόνιο Καμπρίνι και του νεωτεριστή του κάλτσιο, Τζιοβάνι Τραπατόνι, στον πάγκο.
Δεν έβραζε όμως ο Βεζούβιος εκείνο το απόγευμα αλλά το κατάμεστο San Paolo. Πρώτα άλλωστε τα τσιμέντα των γηπέδων είναι αυτά που νιώθουν τις δονήσεις, τις αλλαγές, τα μελλούμενα που έπονται στο χορτάρι. Και οι Ναπολιτάνοι τις ένιωθαν να έρχονται. Και, φυσικά, ήταν και η Γιουβέντους που ερχόταν στην πόλη τους. Στον Νότο.
Δεν ήταν οι μόνοι που το αισθάνονταν όμως. Όταν, φτάνοντας στο γήπεδο, το μικρόφωνο της «RAI» στάθηκε μπροστά στον Πλατινί για να τον ρωτήσει για το παιχνίδι, την αντίπαλο, το μόνο που είπε, λες και δεν άκουσε την ερώτηση, λες και δεν τον ενδιέφερε, απλώς εξωτερικεύοντας τα μύχια που τον έκαιγαν εκείνη την στιγμή, ήταν: «Ντιέγκο».
Το παιχνίδι, αναμενόμενα για την εποχή, σκληρό. Δεν έπεφτε μόνο βροχή μα και ξύλο. Πολύ ξύλο. Από το 39’ κιόλας οι δύο ομάδες είχαν μείνει με 10 στο γήπεδο λόγω αποβολής των Σαλβατόρε Μπάνι και Σέρτζιο Μπρίο.
Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που είχε τις δύο μεγαλύτερες ευκαιρίες των Ναπολιτών και αυτός που στο 70’ έγινε έξαλλος, όταν ο διαιτητής Τζιανκάρλο Ρεντίνι αντί για πέναλτι καταλόγισε έμμεσο λίγα μέτρα μόνο από την εστία του Τακόνι, στη νοητή προέκταση του αριστερού δοκαριού του τερματοφύλακα της Γιουβέντους.
Τα νεύρα των Ναπολιτάνων ενισχύθηκαν και από το πού στήθηκε το τείχος των Πρωταθλητών Ευρώπης. Ζήτημα να ήταν στα πέντε μέτρα απόσταση και, όσο και αν φώναξαν στον διαιτητή, εκεί παρέμεινε. Καλά-καλά βέβαια, δεν υπήρχε χώρος για να τηρηθεί η προβλεπόμενη απόσταση. Αποτελούνταν από τέσσερεις ποδοσφαιριστές και δίπλα τους, έτοιμοι, ήταν ο Καμπρίνι με τον Σιρέα, έχοντας ανάμεσά τους έναν ακόμα Ναπολιτάνο.
Επτά δηλαδή στο σύνολο στα τρία μέτρα από την γραμμή του τέρματος και στα σκάρτα πέντε από την μπάλα. Από πάνω της στέκονταν ο Μαραντόνα και ο Εράλντο Πέτσι. Ο δεξιός μπακ της Νάπολι, Τζιουζέπε Μπρουσκολότι, δεν είχε σταματήσει να διαμαρτύρεται, ζητώντας από τον Αργεντινό να συμμετάσχει, περισσότερο, κι αυτός.
-«Ντιέγκο, πώς είναι δυνατόν να μην μας έχει δώσει πέναλτι»;
-«Μη σε νοιάζει Μπέπε. Γκολ θα είναι και αυτό».
Ο Πέτσι άκουσε και η αλήθεια είναι πως περισσότερο ανησύχησε παρά τονώθηκε. Και δεν το έκρυψε, όταν ο Μαραντόνα του το ξεστόμισε, απευθυνόμενος πλέον σε αυτόν.
-«Εράλντο, απλώς ακούμπησε την μπάλα».
-«Είσαι τρελός, Ντιέγκο; Πώς θα την περάσεις»;
-«Δώσ’ την μου με την τάπα, απαλά».
-«Ντιέγκο, ποτέ δεν θα περάσει από εδώ».
-«Μην ανησυχείς. Γκολ είναι».
Το γήπεδο, βαρύ από την βροχή και τις πατημασιές ολούθε. Η μπάλα ασήκωτη από το νερό. Η απόσταση ελάχιστη. Το τείχος να κρύβει κάθε γωνία και οι δύο που περίμεναν το άγγιγμα του Πέσι, ο Καμπρίνι και ο Σιρέα, να πλησιάζουν αμέσως με το που έγινε αυτό στο μισό μέτρο, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε φιλοδοξία.
Αυτό που ακολούθησε αμφισβητεί τα πάντα. Τα πάντα που ξέρουμε, που μπορούμε μαθηματικά, φυσικά, ποδοσφαιρικά, εμπειρικά να εξηγήσουμε. Η μπάλα σηκώθηκε τόσο ώστε να περάσει το τείχος αλλά και να μην πάρει παραπάνω ύψος και να καρφωθεί, απαλά, όπως την πήρε ο Μαραντόνα, στο αριστερό “παραθυράκι” του Τακόνι.
Το τίναγμα του ζερβού ποδιού του, αφού ο Ντιεγκίτο ακουμπάει την μπάλα, που παραμένει ζωντανό, θαρρείς ανεξάρτητο, ξεκομμένο από το υπόλοιπο κορμί, χωρίς να ακουμπάει στο χορτάρι, λες και έχει την μπάλα δεμένη για να την πάει όπου και όπως χρειάζεται, και μόνο τότε να ηρεμεί και να επιστρέφει στη γη, καθηλωτικό.
«Ήμουν λίγα μέτρα μακριά τους. Άκουγα τον Πέσι να μην θέλει να δώσει την πάσα. Σκεφτόμουν πως δεν μπορεί να γίνει. Και ήμουν ήρεμος, γιατί ήξερα πως δεν θα κινδυνεύσουμε. Αυτό που έγινε όμως αμφισβήτησε τους νόμους της φυσικής. Τότε όμως καταλάβαμε όλοι πως ο Ντιέγκο ήταν ο νόμος του ποδοσφαίρου. Και ξεπερνούσε κάθε τι άλλο». Τι άλλο να πει ο χαφ της Γιουβέντους, Μάσιμο Μάουρο;
«Ήταν αδύνατον. Είναι από τις στιγμές που νιώθεις τυχερός που ήσουν παρών και μπορείς να την εξιστορείς στα παιδιά και τα εγγόνια σου. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς κατάφερε να δώσει αυτήν την καμπύλη στην μπάλα. Εγώ ούτε καν μπορούσα να δω πού είναι και από πού έρχεται η μπάλα. Ιδιοφυές, ασύλληπτο», το σχόλιο του Στέφανο Τακόνι, του τερματοφύλακα, ο οποίος μπήκε στο κάδρο της αιωνιότητας μόνο και μόνο χάρη στη θεία εκτέλεση.
Ο Τραπατόνι μετά το παιχνίδι αναρωτήθηκε αν κάποιος κατέγραψε τον αριθμό κυκλοφορίας του… ιπτάμενου αντικειμένου που έστειλε την μπάλα στα δίχτυα της ομάδας του, ενώ ένας άλλος καλλιτέχνης, ο Λάουντρουπ, με τα σπαστά του ιταλικά επαναλάμβανε μονότονα «Βellissimo».
Ο Πέτσι χρόνια μετά ζήλεψε και αυτός τη δόξα του Έκτορ Ενρίκε, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα από εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου, στα γήπεδα του Μεξικό πια, ήταν αυτός που έδωσε την… ασίστ στον Ντιέγκο, προτού περάσει όλη την Αγγλία και σημειώσει το «Γκολ του Αιώνα» στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ισχυριζόμενος πως με την… πάσα του έκανε διάσημο τον Αργεντινό.
Και από την στιγμή που με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο αλλά και εμπειρική (πολλοί έκτοτε, κατόπιν δημόσιας παραδοχής, επιχείρησαν να αντιγράψουν την εκτέλεση, κανείς όμως ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως είχε ανάλογο αποτέλεσμα) απλώς υπογραμμίστηκε το αδύνατον της επανάληψης, επιστρατεύτηκαν πλέον λογιών-λογιών φιλοσοφικές ακόμα και μεταφυσικές ερμηνείες.
Κατά τον Δανό υπαρξιστή θεολόγο του 19ου αιώνα, Σόρεν Κίρκεργκααρντ, η ιδιοφυία δεν ερμηνεύεται, δεν εξηγείται, απλώς καταγράφεται ως κάτι που υπερβαίνει τα νοητά και φυσικά θεσμοθετημένα. Ο προγενέστερός του Γάλλος συγγραφέας, Σαρλ Περό, θεωρούσε από τον 17ο αιώνα κιόλας πως η μεγαλοφυία δεν (μπορεί να) στοχεύει μόνο στη δημιουργία αλλά και στη συνειδητοποίηση της δημιουργίας, την απόλυτη πεποίθηση πως οι πράξεις διάνοιας θα έχουν έναν πανίσχυρο αντίκτυπο.
Εκείνο το γκολ, εκείνο το «αδύνατο γκολ», εκείνη η «θεία τιμωρία», είχε σημάνει την αλλαγή του προαιώνιου κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι στην Ιταλία, την αντιστροφή των πόλων επιρροής του κάλτσιο, είχε -για λίγα χρόνια έστω- καταργήσει στερεότυπα και συμπεριφορές που ξεπερνούσαν κατά πολύ το άθλημα, το τόπι, τα γήπεδα, είχε αλλάξει, έστω για λίγο, το status quo της χώρας, μεταβάλλοντας τον ποδοσφαιρικό (και όχι μόνο) πυρήνα της.
Η Νάπολι το κέρδισε εκείνο το παιχνίδι. Τερμάτισε τρίτη, βλέποντας τη Γιουβέντους να κατακτάει ένα ακόμα scudetto. Το επόμενο όμως ήταν δικό της. Το πρώτο της ιστορίας της. Το πρώτο από τα δύο που πανηγύρισε στα χρόνια της κοινωνίας της θείας διάνοιας του Μαραντόνα.
«Με εκείνο το γκολ κέρδισα τις καρδιές των Ναπολιτάνων».
Με εκείνο το γκολ κέρδισε τις ψυχές τους, γιατί τις γέμισε με ελπίδα. Και αυτές, έτσι, μένουν κερδισμένες αιώνια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Εμίρ Κουστουρίτσα – Ντιέγκο Μαραντόνα: Η Αλήθεια της Ζωής είναι στο Ψέμα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη