Φωτογραφία της στιγμής. Εικόνα, τότε, πρόδηλη των μελλούμενων. Της αλλαγής εποχής όχι μόνο της Ρεάλ αλλά ολόκληρου του ποδοσφαίρου, της football business.
Από τη μία λοιπόν πλευρά στις εκλογές για τον προεδρικό θώκο της «Βασίλισσας» το καλοκαίρι του 2000 ήταν ο Φλορεντίνο Πέρεθ. Νέος, ορμητικός, μέσα στα κόλπα, σε όλα τα κόλπα, δημοσιοσχετιστάς, λομπίστας, διαδρομιστής.
Γι’ αυτόν μετρούσε το αποτέλεσμα, όχι ο τρόπος. Κάτι που ποδοσφαιρικά, επιχειρηματικά, μεταφραζόταν σε «Galácticos», με τον πρώτο να τον τάζει κιόλας προεκλογικά σε περίπτωση που κέρδιζε το χρίσμα. Και δεν ήταν όποιος κι όποιος αλλά η σημαία των… άλλων, της Μπαρτσελόνα, ο Λουίς Φίγκο.
Αντίπαλός του ήταν ο επί πενταετία διοικητικός ηγέτης, Λορένθο Σανθ. Συστημικός, θεσμικός, “βασιλικός” ως το κόκκαλο, με την παγιωμένη πεποίθηση πως ποδοσφαιρικά -και όχι μόνο- φτάνει η επίδειξη του στέμματος για να εμπνεύσει, να πείσει, να προσελκύσει, να καθοδηγήσει.
Δική του προεκλογική υπόσχεση ήταν ένας επιθετικός της Μαγιόρκα, ο οποίος στα 24 του προερχόταν από την παρθενική σεζόν της επαγγελματικής καριέρας του στη La Liga.
Ναι, τα είχε “σπάσει”, αλλά ήταν ένας 24χρονος, γηγενής, που λίγο ως πολύ αντιμετωπιζόταν ως κομήτης, έχοντας ως αντίπαλο δέλεαρ τα… πάντα όλα της Μπαρτσελόνα, την ονείρωξη κάθε Μαδριλένου.
Πού πας, ρε Καραμήτρο…
Το εντυπωσιακό -και ανάγλυφο της επιφυλακτικότητας στο άγνωστο, παρότι υποσχόμενα μαγικό, του εκλογικού σώματος- ήταν πως ο… Καραμήτρος μπόρεσε και πήρε το 45%. Το ενδεικτικό πως στις αμέσως επόμενες εκλογές, αυτές του 2004, ο Πέρεθ, εφαρμόζοντας πια απόλυτα την γεμάτη αστερόσκονη ποδοσφαιρική φιλοσοφία του, εκλέχτηκε ξανά με το αδιανόητο 94%.
Τότε ίδιον του ανδρός -και ισχύον για πολλά χρόνια αργότερα- ήταν να μην αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Ακόμα και αν είχε να κάνει με μια προεκλογική υπόσχεση ενός ηττημένου αντιπάλου. Ακόμα και αν δεν είχε την απαραίτητη χρυσόσκονη. Ως νέος Πρόεδρος λοιπόν της Ρεάλ, ο Πέρεθ συναντήθηκε με εκείνον τον (συμφωνημένο από τον Σανθ) επιθετικό της Μαγιόρκα.
Είχε ενημερωθεί για τον αλέγρο χαρακτήρα του (Σεβιγιάνος γαρ…), την όχι και τόσο ιδιαίτερη κάψα του για οτιδήποτε σύμφυτο με έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή, αλλά αντίθετα γνώριζε άριστα την έφεσή του να απολαμβάνει τα όσα πήγαιναν κόντρα στον επαγγελματισμό.
-«Είναι αλήθεια πως βγαίνεις τα βράδια; Πως βγαίνεις πολύ»;
-«Ποδοσφαιριστή ζητάτε ή καλόγρια»;
Και κάπως έτσι, μετά από αυτόν τον διάλογο, ο Φλορεντίνο Πέρεθ βρήκε τη δικαιολογία που αναζητούσε ώστε τελικά να είναι εκείνο το προεκλογικό τάμα του Σανθ αυτό που άφησε να πέσει κάτω και να μην υπογράψει τον Ντιέγκο Τριστάν.
Κύκλους η μπαλίτσα κάνει
Δεν μπορεί να θεωρηθεί δημοσκόπηση. Ναι, η Ντεπορτίβο Λα Κορούνια από τα 90s ως και τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα αποτελούσε πρωταγωνιστικό πόλο στο Ισπανικό Πρωτάθλημα, διεκδικώντας και κερδίζοντας τίτλους και σαγηνεύοντας με το ποδόσφαιρο που παρουσίαζε, αλλά δεν ήταν ποτέ σε θέση να πάρει ποδοσφαιριστή από τους παραδοσιακά (και τότε) “μεγάλους” της La Liga.
Οπότε, η απόφαση της «Ντέπορ» να ανακοινώσει, μια μέρα πριν εκείνες τις ιστορικές εκλογές για την Προεδρία της Ρεάλ, έναν 28χρονο Βραζιλιάνο επιθετικό, τον Κατάνια, με αγορά από τη Μάλαγα (έναντι 2.3 δις πεσετών), προφανώς και δεν μπορούσε να συνδεθεί σε τίποτα ούτε με το επερχόμενο αποτέλεσμα των εκλογών ούτε -πόσο μάλλον- με την εξ αυτού καθορισμένη μοίρα του Ντιέγκο Τριστάν.
Μόνο και μόνο που είχε γίνει κομμάτι του συστήματος Ρεάλ, έφτανε και περίσσευε για να τον βγάλει εκτός ορίων της Ντεπορτίβο. Look, but don’t touch. Για την ακρίβεια, ούτε να… κοιτούσαν σκέφτονταν οι Γαλιθιάνοι. Τέτοια και τόση ήταν η διαφορά που τους χώριζε στο οικονομικό επίπεδο αλλά και σε αυτό του στάτους.
Ναι, ήταν η ομάδα της εποχής, η οποία ενθουσίαζε στο γήπεδο, τραβούσε προσοχή, πρωτοσέλιδα, κέρδιζε φίλους και πόντους εγχώρια και διεθνώς, αλλά στην αγορά παρέμενε μια ταπεινή επαρχιώτισσα, η οποία ήταν αδύνατον να διεκδικήσει (πόσο μάλλον να κερδίσει) κάποιον ισότιμα από κοτζάμ Ρεάλ.
Πόσο μάλλον από την στιγμή που από μια άλλη επαρχιώτισσα προερχόταν και ο Τριστάν, ακόμα μάλιστα μικρότερη, χωρίς μάλιστα η Μαγιόρκα να διεκδικεί ουσιαστικά τίποτα στη La Liga. Πόσο μάλλον από την στιγμή που και ο ίδιος οπαδός της Ρεάλ δήλωνε.
Η διαδρομή του ως τις Βαλεαρίδες ήταν σύντομη. Λίγο μετά την ενηλικίωση, καθυστερημένα προφανώς, αλλά κι αυτό ενδεικτικό είναι, δοκιμάστηκε στη Σεβίλλη. “Κόπηκε” λόγω ύψους. Βρήκε διέξοδο στην άλλη της πόλης, την Μπέτις, αλλά στα τρία χρόνια που φόρεσε τα «Verdeblancos» δεν έπεισε ποτέ τον Λουίς Αραγονιές να τον ανεβάσει στην πρώτη ομάδα, μένοντας μόνιμα στη δεύτερη των Ανδαλουσιάνων.
Και για τη δεύτερη της Μαγιόρκα έφυγε, όταν τελείωσε το συμβόλαιο του. Ξανά μανά τα ίδια. Ο Έκτορ Ραούλ Κούπερ, τότε προπονητής των νησιωτών, ούτε που τον “έβλεπε”, αγνοώντας τα όσα καλά και αποτελεσματικά όντως έκανε στις μικρές κατηγορίες. Ίσως και από γινάτι, μιας και ο Τριστάν, όποτε έβρισκε ευκαιρία, ξεσπάθωνε κατά του Αργεντινού που δεν του έδινε αυτή την ευκαιρία.
Ένας… πουθενάς, ο οποίος ως τα 22 του βολόδερνε στην άγονη γραμμή του ισπανικού ποδοσφαίρου, εξαργύρωνε το πεντάλεπτο (και πολύ ήταν) της όποιας αναγνωρισιμότητάς του, βάλλοντας κατά του προπονητή της ομάδας στην οποία φιλοδοξούσε να προαχθεί και να παίξει. Άντε βρες άκρη…
Η άκρη τελικά βρέθηκε με το φευγιό του Κούπερ για την Βαλένθια. Ο Τριστάν ανέβηκε στην πρώτη ομάδα και στην παρθενική του σεζόν στα σαλόνια δικαιολόγησε τα όσα επιτακτικά ισχυριζόταν, σημειώνοντας 18 γκολ, και έτσι αυτομάτως μπήκε στο κάδρο όλων των “μεγάλων” (ακόμα-ακόμα και αυτής της Βαλένθια, του Κούπερ. Κι όμως…).
Ακόμα λοιπόν και μετά την τροπή που πήραν τα πράγματα στη Ρεάλ, το καλοκαίρι του 2000, άπαντες εκτιμούσαν πως ήταν θέμα χρόνου να βρεθεί κάτι αν όχι ανάλογο αλλά σίγουρα ταιριαστό του ντόρου που είχε ήδη προλάβει να κάνει και της δυναμικής που προδιέγραφε.
Δεν βρέθηκε όμως, μιας και την αδιαμφισβήτητη αγωνιστική εξέλιξή του ακολουθούσε και η πληροφόρηση πλέον για τη εξωγηπεδική του ζωή.
Πληροφόρηση που δεν είχε μόνο ο Φλορεντίνο Πέρεθ.
Κανείς άλλος λοιπόν δεν του χτύπησε την πόρτα. Ούτε καν η Ντεπορτίβο, η οποία προσπάθησε να αποκτήσει τον συμπαίκτη του στο δεύτερο τέρμινο της προηγούμενης σεζόν, τον Σάμουελ Ετό. Η ειρωνεία; Ο Καμερουνέζος, 19 χρόνων τότε, αγωνιζόταν δανεικός από τη Ρεάλ και, αποτελώντας -και αυτός- επιλογή Σανθ, στάλθηκε στο πυρ το εξώτερον, μόλις ανέλαβε την Προεδρία ο Πέρεθ.
Η Ντεπορτίβο προσπάθησε να τον αγοράσει, αλλά ο Ετό φρόντισε να γειώσει άμεσα την προσπάθεια: «Ούτε τρελός δεν πάει στη Γαλικία», η ατάκα του. Απελπισμένος πάει όμως; Ο Τριστάν δεν έμοιαζε ακόμη με τέτοιον, αλλά πλησίαζε.
Και έτσι όμως αποτελούσε πλέον ρεαλιστική προοπτική για τους Γαλιθιάνους, οι οποίοι τρεις εβδομάδες μετά το από το ραντεβού που είχε με τον Φλορεντίνο Πέρεθ τον απέκτησαν στο 1/4 του αντιτίμου που είχε συμφωνήσει ο Σανθ με τη Μαγιόρκα, αδιαφορώντας προφανώς για το αν αγόραζαν καλόγρια ή ποδοσφαιριστή.
Πόσο μάλλον από την στιγμή που κατέβαλαν ακριβώς το ίδιο ποσό που είχαν ανακοινώσει στην αγορά του Καμάνια, αγορά η οποία, αμέσως μετά τη συμφωνία με Μαγιόρκα και Τριστάν, ακυρώθηκε.
Κύκλους η μπαλίτσα κάνει.
…Έρχεται ο Ντιέγκο…
«Mira lo que se avecina a la vuelta de la esquina viene Diego rumbeando
Con la luna en las pupilas y en su traje agua marina van restos de contraband»
Είναι το εναρκτήριο κουπλέ του «Asereje», του καλοκαιρινού hit του 2003
«Κοίτα τι συμβαίνει, έρχεται ο Ντιέγκο και χορεύει ρούμπα
με το φεγγάρι στα μάτια του και με το τουρκουάζ μαγιό του, φαίνεται σαν ένας παράνομος»
Τυχαιότητα εννοείται η επιλογή του ονόματος Ντιέγκο από τους Las Ketchup, οι οποίοι συνέθεσαν το άσμα. Όχι για το κοινό του Riazor όμως, το οποίο και βρήκε την τέλεια ηχητική συνοδεία, το απόλυτα ταιριαστό τραγούδι, τους φωτογραφικούς θαρρείς στίχους για τον δικό του Ντιέγκο.
Pirámide, Garibaldi, Fundación. Αλήθεια είναι πως η Κορούνια, μια θαλασσοδαρμένη πόλη στο βορειότερο άκρο της ιβηρικής, δεν διακρίνεται για την κοσμικότητά της. Κάθε άλλο. Αυτά όμως ήταν -και κάποια εξ αυτών παραμένουν- τα πετράδια της νυχτερινής της ζωής.
Τα έχτισε όλα. Ξημεροβραδιαζόταν εκεί, κερνώντας ως το ξημέρωμα, κάθε ξημέρωμα, Rioja 904, το αγαπημένο του κρασί.
Και δεν ήταν τα μόνα που έχτισε. Μαζί και την…. Ψαρρού της Κορούνια, την περίφημη παραλία Orzán. Μπορεί να μην ήταν πάντα προσβάσιμη, να μην είχε πάντα ήλιο, αλλά είχε ανακηρύξει τον δικό της βασιλιά. Rey del Orzán. Κι όλοι καταλάβαιναν ποιος ήταν.
Χωρίς να είναι το μόνο βασίλειό του. Το καζίνο της πόλης σπίτι του. Υποχρεωτικά κάθε έξοδος, χωρίς απαραίτητα να είναι νυχτερινή, περιλάμβανε στάση. Ολιγόλεπτη ή πολύωρη σημασία δεν είχε. Εξαρτώταν από την κάβα και τη ρέντα.
Πάντα τζογάροντας σε black jack, πάντα με -εντεταλμένο refill- ποτό στο χέρι, πάντα στο ίδιο τραπέζι, πάντα αδειάζοντάς το από οποιονδήποτε άλλον έπαιζε, γιατί το κέφι του ήταν να δοκιμάζει, κορ α κορ, με τον γκρουπιέρη, μετρώντας το κάθε φύλλο, το κάθε του ποντάρισμα σε χιλιάδα του ευρώ.
Τα ήξερε η κερκίδα. Και γι’ αυτό λες και έγινε παραγγελιά, του τραγουδούσε ρυθμικά από τα μέσα της θητείας του στην Ντεπορτίβο το συγκεκριμένο, πρώτο, τετράστιχο. Ήδη όμως είχε προλάβει να φτάσει στην κορυφή. Και πλέον είχε ξεκινήσει την κατάβαση.
Σε μια γεμάτη επιθετική γραμμή, με Μακάι και Παντιάνι να τον ανταγωνίζονται για τη συνήθως μια θέση του φουνταριστού στην ενδεκάδα του Χάμπο Ιρουρέτα, στην πρώτη του χρόνια πέτυχε 19 γκολ.
Επίδοση που βελτίωσε κατά δύο στην επόμενη (2001-2002) κερδίζοντας τον τίτλο του πρώτου σκόρερ.
Αυτός, ο Ντάνιελ Γουίθα και ο Ραούλ είναι οι μόνοι Ισπανοί που έχουν αναγορευτεί Pichichi στον 21ο αιώνα. Γινόταν και καλύτερο. Κατέκτησε εκείνη την χρονιά το Κύπελλο (κέρδισε και άλλα δύο εγχώρια Super Cup), με την «Ντέπορ» να κερδίζει τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Τη Ρεάλ Μαδρίτης. Την ομάδα που υποστήριζε από παιδί. Τη Ρεάλ Μαδρίτης. Του Φλορεντίνο Πέρεθ, ο οποίος τον είχε “κόψει”. Τη Ρεάλ Μαδρίτης, μέσα στο “σπίτι” της, στο Bernabéu, σημειώνοντας μάλιστα και το δεύτερο γκολ της νίκης της Ντεπορτίβο, το τελευταίο του από τα συνολικά 32 που πέτυχε σε όλες τις διοργανώσεις εκείνη τη σεζόν.
… Πού πας Τριστάν;
Επίδοση ικανή όχι απλώς να τον φέρει στην Εθνική Ισπανίας αλλά να θεωρείται -καθολικά πλέον- ως το καταλληλότερο συμπλήρωμα του πριγκιπόπουλου της «Βασίλισσας», της «Roja», ολάκερου του ισπανικού ποδοσφαίρου, του Ραούλ. Οι δυο τους ξεκίνησαν στα δύο πρώτα παιχνίδια των Ιβήρων στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, ένας τραυματισμός όμως στην αρχή του δεύτερου κόντρα στην Παραγουάη τερμάτισε πρόωρα τη δική του παρουσία στα γήπεδα της Άπω Ανατολής.
Και παράλληλα αποτέλεσε ακριβώς το σημείο καμπής της καριέρας του. Ήταν ο πρώτος σοβαρός τραυματισμός που υπέστη, από τότε όμως αυτοί έγιναν συχνοί. Όσο πήγαινε στον… αυτόματο ο τρόπος ζωής του, δεν επηρέαζε. Όταν όμως χρειάστηκε να αλλάξει ρουτίνα για να διατηρηθεί ανταγωνιστικός, χάθηκε η μπάλα.
Χωρίς να είναι απλώς φήμες πια. Ήταν πραγματικότητα. Αποδεδειγμένη. Καθημερινά τα παράπονα -και εφεξής, σε κάθε ανάλογο πρόβλημα, σταθερά- του ιατρικού επιτελείου της Ντεπορτίβο για την παντελή ασυνέπεια του Τριστάν σε οποιοδήποτε πρόγραμμα αποθεραπείας.
(Ενδεικτικά, σε κάποιον από τους μετέπειτα τραυματισμούς του) Δημοσιογράφοι τοπικής εφημερίδας περίμεναν κάθε μέρα έξω από το φυσικοθεραπευτήριο κρυφά, μόνο μόνο για να καταγράφουν τα non shows του Τριστάν. Και, όποτε πήγαινε, τις πολύωρες καθυστερήσεις του.
Μετά από εκείνον τον τραυματισμό, τον πρώτο, που άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, ήρθε η καλύτερη σεζόν της καριέρας του Ρόι Μακάι και έτσι περιορίστηκε, σχεδόν μόνιμα πια σε δεύτερο πλάνο, ως εναλλακτική επιλογή. Ρόλος και θέση που δεν άλλαξαν, ίσα-ίσα που έγινε χειρότερα, παρά την πώληση το αμέσως επόμενο καλοκαίρι (2003) του Ολλανδού στην Μπάγερν.
Η εξέδρα τού συγχωρούσε τα πάντα. Ακόμα και ο στριφνός Βάσκος προπονητής της «Súper Dépor», ο Ιρούρετα, επίσης. Γιατί ήταν το «9». Γιατί είχε γίνει κομμάτι της πόλης, της Γαλικίας, της «Ντέπορ», φτάνοντας να φοράει μέχρι και το περιβραχιόνιό της.
Γιατί ακόμα και σε αδιανόητες συντριβές, όπως εκείνο το 8-3 από τη Μονακό στο Champions League τον Νοέμβριο του 2003, σκαρφιζόταν ποιήματα, σαν το δεύτερο γκολ που πέτυχε κόντρα στους Μονεγάσκους σε εκείνο το ιστορικό παιχνίδι του Louis II.
Γιατί τον ήθελε η Ρεάλ. Και δεν πήγε, έστω και αν δεν έκανε στη «Βασίλισσα». Γιατί προσωποποιούσε την ελπίδα της εξέδρας να δει από την «Ντέπορ» να κάνει το βήμα (ή τα βήματα) που της έλειπε για να αλλάξει στάτους, να μονιμοποιηθεί πια στην ελίτ.
Γιατί από «Súper Dépor» με δαύτον στην ομάδα, έστω και σε δεύτερο πλάνο, βίωσε και την «Euro Dépor», η οποία έφτασε μιαν ανάσα από τον Τελικό του Champions League, λίγους μήνες μετά από εκείνη την “οκτάρα” από τη Μονακό, αποκλείοντας κατά σειρά Γιουβέντους και Μίλαν (στην ανεπανάληπτη ανατροπή του 1-4 του San Siro με το 4-0 της ρεβάνς του Riazor στα προημιτελικά).
Ξεχνώντας τα παραστρατήματα, συγχωρώντας ως και καταλαβαίνοντας ακόμα και τη μουρμούρα τού γιατί δεν έπαιζε, αποθεώνοντας ακόμα και την παραδοχή του -κάποια στιγμή- πως δεν γινόταν να παίζει. Σίγουρα δεν μπορούσε, όταν ο Ιρούρετα έφυγε και ανέλαβε ο απολυταρχικός Χοακίν Καπαρός. Εβδομάδες, μέρες συμβίωσαν, προτού φύγει, 30άρης πια αλλά ουσιαστικά ήδη παλαίμαχος.
Συνέχισε για τέσσερα χρόνια ακόμα, σε τέσσερεις διαφορετικές ομάδες, τεσσάρων διαφορετικών πρωταθλημάτων και τριών διαφορετικών χωρών, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να παρατείνει την επίσημη αποχώρησή του από τα γήπεδα.
Δεν ήταν ο πιο γρήγορος επιθετικός. Δεν ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο αλτικός, ο πιο κυνικός και ομαδικός. Δεν ήταν πολυσύνθετος. Δεν ήταν ο πιο φαντεζί. Σίγουρα δεν είχε διάρκεια. Τέσσερα χρόνια; Τρία σε κορυφαίο επίπεδο; Αυτά ήταν τα καλύτερά του. Ήταν όμως τόσο καλά που μνημονεύονται ακόμη. Που -στο Riazor- νοσταλγούνται ακόμη.
«Adónde vas Tristán»?
«Πού πας, Τριστάν»;
Ήταν το συνθηματικό των οπαδών της Ντεπορτίβο που σύνδεε τα δύο κουπλέ του «Asereje», αυτό που έκανε πια το τραγούδι που είχε το όνομά του, χωρίς να απευθύνεται σε αυτόν, καταδικό του πια.
Το δεύτερο στιχάκι ήταν αυτό που έδινε την απάντηση αλλά και την άφεση, την τυφλή αποδοχή της εξέδρας για τον mago de La Algaba (η γενέτειρά του), για τον τρόπο ζωής, για ό,τι αποτελούσε ο βασιλιάς όχι απλώς της Orzán αλλά όλης της Κορούνια. Νυχτερινής ή ημερήσιας, ποδοσφαιρικής ή κοινωνικής, καθώς πρέπει ή αλανιάρικης.
«Y el Dj que lo conoce Toca el ritmo de las doce Para Diego y la canción más deseada Y la baila Y la goza Y la canta…»
«Και ο DJ που τον γνωρίζει παίζει το τραγούδι του μεσονυχτίου, του αγαπημένου ρυθμού του Ντιέγκο, αυτόν που λαχταράει πιο πολύ, και τον χορεύει, τον διασκεδάζει, τον τραγουδά…»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζαλμίνια: Ο δαίμονας μου, ο άγγελός μου
Η δολοφονία χαρακτήρα του Βίκτορ Σάντσεθ
Πέδρο Παουλέτα: Δεν χαμήλωσε ποτέ φτερά
Χουάν Κάρλος Βαλερόν, o Γκουάντσε της ποδοσφαιρικής μαγείας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη