Οι στιγμές της καραντίνας στο Όρενμπουργκ της Ρωσίας έφεραν και πάλι στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες που περιμέναμε υπομονετικά να έρθει να μας παραλάβει ένα ελληνικό αεροπλάνο από το Σεράγεβο, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, την άνοιξη του 1992.
Σαφώς και είναι διαφορετικές, πλέον, οι συνθήκες, όμως θυμήθηκα πάλι εκείνη την ιστορία στη Βοσνία.
Αγωνιζόμουν και σπούδαζα εκεί, αφού αρχικά είχα πάει στο Κοσσυφοπέδιο, όπου και φοιτούσα σε πανεπιστήμιο και έπαιζα και μπάσκετ. Όταν άρχισε η κατάσταση να μυρίζει μπαρούτι στο Κόσοβο, λόγω του πολέμου, αποφάσισα να πάω σε ένα πιο ήρεμο μέρος.
Στο Σεράγεβο, στην K.K. Famos, είχα προπονητή τον Ζέλικο Λούκαϊτς, ο οποίος το 1996 πέρασε και από την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ και τώρα ζει μόνιμα στο Βρσατς, πόλη της Χέμοφαρμ, στην οποία εργάστηκε πολλές φορές.
Εκείνη την εποχή είχα κάνει μία αρθροσκόπηση στο μηνίσκο και δεν ήμουν στα καλύτερά μου, αγωνιστικά.
Εκτός γηπέδου, όλοι μας έλεγαν για καιρό ότι θα ξεσπάσει ο πόλεμος, όμως εμείς που ζούσαμε στην πόλη δεν βλέπαμε να έρχεται κάτι τέτοιο.
Ακόμη και οι ίδιοι οι κάτοικοι επέμεναν ότι για πολλά χρόνια ζούσαν αρμονικά στο Σεράγεβο Σέρβοι, Κροάτες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, χωρίς κανένα πρόβλημα.
«Είμαστε γείτονες, φίλοι», ήταν η χαρακτηριστική έκφραση που είχαν.
Υπήρχαν ζευγάρια από διαφορετικές θρησκείες, οικογένειες που είχαν βαφτίσει το ένα παιδί τους ορθόδοξο και το άλλο μουσουλμάνο.
Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί δεν έβλεπαν τι έρχεται. Κι όμως, έκαναν λάθος…
Όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες, βρεθήκαμε για αρκετές ημέρες εγκλωβισμένοι στην πόλη.
Δεν μπορούσαμε να φύγουμε και ήμασταν σε διαρκή επικοινωνία με την πρεσβεία και τον τότε υπουργό εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος είχε μεριμνήσει για την υπόθεση.
Όλο το διάστημα που μέναμε υποχρεωτικά στα σπίτια μας, κυκλοφορούσαμε κάτω από το επίπεδο του παραθύρου, διότι είχαν τοποθετήσει παντού ελεύθερους σκοπευτές, οι οποίοι πυροβολούσαν αδιακρίτως.
Έβλεπα από το παράθυρο τις ουρές του κόσμου για να αγοράσει ψωμί και τρελαινόμουν… Ουρές χιλιομέτρων.
Αναμονή με φόβο μην σκάσει δίπλα σου κάποια οβίδα, κάτι που συνέβη μία ημέρα στο κέντρο της πόλης, με μία βόμβα σε μία ουρά πελατών.
Πολλές φορές παρακαλούσαμε τον φούρναρη να μας δώσει ψωμί, καθώς συνήθως έλεγαν ότι δεν έχουν άλλα αποθέματα.
Βλέπαμε από τα παράθυρά μας, νύχτα και μέρα, τις οβίδες να πέφτουν, τα τροχιοδεικτικά να περνούν από πάνω μας. Ο γείτονας από το διπλανό διαμέρισμα ήταν ελεύθερος σκοπευτής, γιατί τον ακούγαμε να πυροβολεί!
Δεν τολμούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας, μέχρι να δοθεί το σύνθημα ότι μπορούμε να φύγουμε και να επιστρέψουμε στην Ελλάδα.
Η επιστροφή μας ήταν επεισοδιακή.
Λάβαμε ένα μήνυμα να συναντηθούμε όλοι οι φοιτητές από κάθε σχολή στη γυμναστική ακαδημία, ώστε να μας παραλάβουν λεωφορεία.
Μία απόσταση 30 λεπτών ως το αεροδρόμιο την διανύσαμε σε έξι ώρες!
Μάλιστα, δεν καθόμασταν στις θέσεις του πούλμαν. Ήμασταν ξαπλωμένοι στους διαδρόμους, γιατί φοβόμασταν τους ελεύθερους σκοπευτές, οι οποίοι δεν είχαν συγκεκριμένες εντολές για στόχους και συχνά απλώς πατούσαν τη σκανδάλη για να προκαλέσουν ταραχή. Πολλές φορές απλώς πυροβολούσαν προς όπου επιθυμούσαν οι ίδιοι…
Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, διαπιστώσαμε ότι ο χώρος ήταν άδειος από υπαλλήλους και γεμάτος από στρατιώτες και ανθρώπους που περίμεναν να υπάρξει διαθεσιμότητα σε κάποιο αεροπλάνο, ώστε να φύγουν από τη χώρα.
Το αεροδρόμιο ελεγχόταν από τη σέρβικη πλευρά. Λέγαμε μεταξύ μας ότι «επιτέλους, φτάσαμε».
Αναμέναμε ειδοποίηση για την πύλη από την οποία αναχωρούσαμε, όμως δεν εργαζόταν κανένας εκεί. Κάποια στιγμή μάς είπαν να περάσουμε στην πύλη 6.
Τη στιγμή που αρχίζαμε να ηρεμούμε, περιμένοντας την επιβίβαση, κόσμος, κυρίως πρόσφυγες, άρχισε να τρέχει από τα λιβάδια γύρω από τους αεροδιαδρόμους, προσπαθώντας να χωρέσει σε κάποιο αεροσκάφος.
Ήμουν μαζί με τον Βαγγέλη Ανυφαντή, μετέπειτα γυμναστή σε όλες τις ομάδες μου και φωνάζαμε ο ένας στον άλλον «τρέξε!». Μπροστά στη σκάλα του αεροπλάνου υπήρχαν στρατιώτες και μας έσπρωχναν.
Όσοι προλάβαιναν, προλάβαιναν… Εγώ είχα κάνει και πρόσφατα την επέμβαση στον μηνίσκο και κούτσαινα. Σχεδόν σκαρφαλώσαμε για να μπούμε στο αεροπλάνο.
Με το που μπήκαμε, έκλεισε η πόρτα.
Το αεροπλάνο δεν είχε θέσεις. Ήταν τύπου C-130 και κρέμονταν μόνο σχοινιά από πάνω και από τα οποία έπρεπε να κρατηθείς.
Στην απογείωση και την προσγείωση κρατιόμασταν και ο ένας με τον άλλον, ώστε να μην βρεθούμε στην άλλη άκρη.
Φτάσαμε στο Βελιγράδι, από όπου μας παρέλαβε ένα επιβατικό αεροσκάφος της Ολυμπιακής, για να επιστρέψουμε στην Αθήνα.
Εκεί καταλάβαμε ότι από τους 350-400 Έλληνες που επρόκειτο να εγκαταλείψουμε το Σεράγεβο, έλειπαν σχεδόν 50. Ήταν εκείνοι που δεν κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ξέμειναν στο Σεράγεβο και πέρασαν τη νύχτα σε ένα φθηνό ξενοδοχείο, δίπλα στο αεροδρόμιο.
Την επόμενη ημέρα, τους παρέλαβαν με μία παρόμοια επιχείρηση και το βράδυ, όταν έφυγαν, βομβαρδίστηκε το ξενοδοχείο…
Ήταν μία δραματική ιστορία η οποία ευτυχώς δεν μας άφησε σημάδια όπως στους ανθρώπους που πραγματικά έζησαν όλη τη φρίκη του πολέμου. Σημάδια που δεν καλύπτονται εύκολα και εμείς αρχίσαμε να τα ξεχνάμε, καθώς έχουν περάσει πια 27-28 χρόνια από τότε.
Η απομόνωση στα σπίτια μας, στο Σεράγεβο, κράτησε περίπου 20 μέρες. Η επικοινωνία με τους συγγενείς μας στην Ελλάδα δεν ήταν τακτική.
Μία ημέρα, ο πατέρας μου με κάλεσε στο τηλέφωνο και ο συγκάτοικός μου, ο Βαγγέλης Ανυφαντής, το σήκωσε και του είπε ότι ήμουν κάτω, στην είσοδο της πολυκατοικίας, και… φυλούσα σκοπιά.
Κάθε κτίριο είχε οργανωθεί και ένας, ανά βάρδια, φυλούσε σκοπιά με όπλο μέσα από την εξώπορτα, καθώς πολλά μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων προσπαθούσαν να εισβάλουν σε πολυκατοικίες, για να επιτάξουν και κόσμο.
Ο πατέρας μου τρελάθηκε όταν το έμαθε και μόλις γύρισα στην Ελλάδα, από την τόση πίεση που είχε βιώσει όλες αυτές τις ημέρες της αβεβαιότητας, υπέστη καρδιακή προσβολή…
Εξηγούσα στους δικούς μου, όταν έφτασα, πως κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά σε δύσκολες καταστάσεις. Όσοι Έλληνες βρεθήκαμε εκεί ήμασταν πολύ ψύχραιμοι. Ίσως ήταν, πάντως, και το νεαρό της ηλικίας. Τότε ήμουν 20-21 ετών, το αίμα «έβραζε», όμως ήμασταν ψύχραιμοι.
Τα πιο πολλά «βγήκαν» όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα. Άκουγα έναν απότομο θόρυβο, όπως για παράδειγμα κάτι να πέφτει από το τραπέζι, και πεταγόμουν. Για περίπου έναν μήνα από την επιστροφή, ήμουν περίπου έτσι.
Λίγο αργότερα ήρθε και το Πάσχα, έπεφταν βεγγαλικά και έκλεινα τα μάτια και απορούσα από μέσα μου αν είμαι εδώ ή ακόμη εκεί… Αυτά, βεβαίως, δεν είναι τίποτα μπροστά στα σημάδια που ο εμφύλιος άφησε στους κατοίκους του Σεράγεβο.
Δεν έγινε κάτι δραματικό σε εμάς, που να μας «σημαδέψει» στο σώμα ή την ψυχή που να σκεφτούμε, π.χ. να ζητήσουμε βοήθεια από ειδικούς ή να αρχίσουμε θεραπεία.
Δεν σκοτώθηκε κόσμος μπροστά στα μάτια μας, δεν πάθαμε εμείς οι ίδιοι κάτι άσχημο, αν και υπήρχαν παιδιά που αντέδρασαν πιο άσχημα, γιατί ο φόβος κυριάρχησε στο μυαλό και την ψυχή τους.
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, άρχισα να βλέπω γνωστούς… Είδα τον καθηγητή μου στον στίβο, ως γυμναστή στην ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ. Τρελάθηκα από την χαρά μου!
Είδα κάποιον που κάτι που θύμιζε. Έναν προπονητή που χάζευα σε ατελείωτες μπασκετικές συζητήσεις. Ναι… Ο Μλαντεν Όστοϊτς, συνεργάτης του Ηλία Ζουρου σε Πανιώνιο και Ολυμπιακο. Με θυμήθηκε κι αυτός και έχουμε ακόμη επικοινωνία.
Μία ημέρα συνάντησα έναν επαίτη στη γωνία της πλατείας της Νέας Σμυρνης, στον οποίο παντα κάτι του έδινα γιατι ήταν Σερβοβόσνιος. Κάποια στιγμή πήγα με τις φόρμες και πετάχτηκε… «Εσύ δεν είσαι ο Έλληνας που έπαιζε στη Famos και στο Kosovo Polje; Σε θυμάμαι, εγώ ήμουν ο αντιπρόεδρος της τάδε ομάδας», μου είπε και μου έδειξε φωτογραφίες του με κουστούμι και την ομάδα του. Ο αντιπρόεδρος ήταν ζητιάνος, πια…
Κάποιοι συμπαίκτες μου από το Σεράγεβο χάθηκαν. Για αρκετά χρόνια δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας, γιατί ακόμη και όταν αναπτύχθηκαν οι νέοι τρόποι, στη Βοσνία δεν είχαν όλοι πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Δεν υπήρχαν τότε και κινητά τηλέφωνα και ενημερωθήκαμε αργότερα ότι κάποιοι σκοτώθηκαν και άλλοι εξαφανίστηκαν και δεν μάθαμε ποτέ τι απέγιναν. Μάθαμε ιστορίες για άτομα τα οποία αλλοιώθηκαν, έγιναν εγκληματίες πολέμου αν και δεν θα το περίμενες ποτέ από αυτούς…
Για άτομα που αναγκάστηκαν να φυγαδευτούν σε άλλα κράτη, όπως το Βέλγιο, για να κρυφτούν και να γλιτώσουν. Παρακολουθώ ακόμη με ενδιαφέρον πολεμικά ντοκιμαντέρ και ταινίες σέρβικες και κροατικές, βοσνιακές, γύρω από εκείνη την εποχή και το μίσος που μαίνονταν.
Όλα αναφέρονται σε ένα γεγονός, ότι κανένας δεν ήταν έτοιμος να πολεμήσει. Ωστόσο, από τη στιγμή που έμαθε, ή έτσι του είχαν πει, πως ο γείτονας έπιασε όπλο στα χέρια του και σκότωσε ακόμη και αλλόθρησκους συγγενείς, αυτόματα ήταν έτοιμος να πολεμήσει και να εκδικηθεί.
Πολλά βασίζονταν τότε σε φήμες, σε προπαγάνδα. Ένα άλλο ντοκιμαντέρ παρουσίαζε ακριβώς το τι έλεγε η σέρβικη και η κροατική τηλεόραση. Η γλώσσα είναι ίδια κατά 99%. Η εκπομπή αποτύπωνε με ακρίβεια τι ανέφερε η κάθε πλευρά, το οποίο ήταν ακριβώς ίδιο με της απέναντι, αλλά με άλλες λεπτομέρειες.
Λες και κάποιος, όποιος τέλος πάντων «διηύθυνε» εκείνον τον πόλεμο, τους είχε υποδείξει επ’ ακριβώς τι θα λένε και σε τι θα πιστεύουν. Μιλάμε για καθημερινές ειδήσεις. Όλα ήταν ίδια και στις κατηγορίες η μία πλευρά χρησιμοποιούσε τη λέξη «Σέρβοι» και η άλλη τη λέξη «Κροάτες».
Στο Κοσσυφοπέδιο βρέθηκα μετά το λύκειο, τότε που όλοι είχαμε στο μυαλό μας την πιθανότητα να παίξουμε σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο. Δεν ήμουν ο παίκτης που θα είχα πολλές προτάσεις από τις Η.Π.Α., σαν άλλα παιδιά της φουρνιάς μου, όπως ο Νάσος Γαλακτερός και ο Χρήστος Μαργέλης.
Κοίταξα τις επιλογές μου, όμως ο συμπαίκτης μου στην Εθνική Παίδων, Φώτης Λιάβας, που αγωνιζόταν στον Παναθηναϊκό, έκανε την πρώτη επαφή για μένα με κολέγιο στο Κόσοβο. Βρέθηκα εκεί για να σπουδάσω και να παίξω, έγινε και η πρώτη επικοινωνία με ομάδα που αγωνιζόταν στην Α2 και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Όταν ήμουν δευτεροετής στο Κοσσυφοπέδιο, έγινε και η πρώτη απόπειρα προπονητικής, στα τμήματα ακαδημιών της ομάδας μου. Είχα μία τάση στο ενδιαφέρον για το τι κάνει ένας κόουτς και συνεχώς ρωτούσα τους προπονητές μου.
Ζητούσα χαρτιά από σε σεμινάρια, μόνο έντυπα, και βιβλία από μία πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη της χώρας. Αφού στην Ελλάδα είχαμε τότε μόνο τα, ποιοτικά, βεβαίως, βιβλία του Αναστασιάδη.
Θυμάμαι ότι στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχαν εξελίξει τόσο πολύ το θέμα της επιμόρφωσης που από το 1987 υπήρχε βιβλίο σχετικά με τη διαδικασία επιλογής παικτών μέσα από τα αθλητικά σχολεία. Επιλογή σχετικά με τον σωματότυπο του παίκτη, το υπόβαθρό του.
Στην ίδια βιβλιοθήκη έβρισκες επίσης πολλά ρώσικα βιβλία τα οποία είχαν μεταφραστεί. Είχα μεγάλο ενδιαφέρον για την προπονητική, ανέπτυξα σχέσεις με κόουτς.
Οι προπονητές στην Γιουγκοσλαβία είναι μία μεγάλη κλίκα και στις διαφωνίες τους δεν έχουν πρόβλημα για διαμάχη πρόσωπο με πρόσωπο.
Συχνά, στις συναντήσεις τους, έπαιζαν το λεγόμενο «μπάσκετ-σκάκι». Δηλαδή, έλεγε ο ένας τι κίνηση θα έκανε σε ένα ματς και ο άλλος, ανάλογα με αυτή, απαντούσε με τη δική του κίνηση. Εγώ όλα αυτά τα άκουγα και τα «έπιανα». Πολλοί προπονητές το εκτίμησαν αυτό και όταν άνοιξε η πρώτη θέση στις ακαδημίες και την ζήτησα, την έλαβα.
Σε αυτή τη χώρα, όταν δουν κάποιον να έχει «δίψα», διάθεση, είτε είναι παίκτης είτε προπονητής, θα του δώσουν την ευκαιρία και μάλιστα με μεγάλη βοήθεια.
Ο Τζώρτζης Δικαιουλάκος είναι προπονητής μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Αθηναϊκός, η εξωπραγματική εξαίρεση στον κανόνα
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Σκοπιά στο Σεράγεβο
Τζώρτζης Διακιουλάκος: Σκάουτινγκ, Μάθε τον αντίπαλο και τον εαυτό σου