Είναι εξαιρετικό η αρμονία των καταστάσεων να πηγάζει από μέσα σου. Ανεξάρτητα από συγκυρίες, συνθήκες, προϋποθέσεις ή ακόμη και τύχη, είναι ιδανικό η πορεία σου να είναι οι αποφάσεις σου.
Η προπονητική προέκυψε μέσα μου από νεαρή ηλικία και το καταλάβαινα. Από 15 ετών αισθανόμουν ότι ήθελα να γίνω κόουτς.
Έπαιζα μπάσκετ από μικρός και ήμουν πάντα παίκτης που μου άρεσε να «διαβάζω» το παιχνίδι, να παρατηρώ και να δίνω συμβουλές στους συμπαίκτες μου. Έδωσα πανελλαδικές εξετάσεις και πέρασα στα ΤΕΦΑΑ, ώστε να φτάσω στο όνειρό μου με «κανονικό» τρόπο.
Όσο ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκα ως πρώτος προπονητής σε ομάδες τοπικών πρωταθλημάτων. Είχα αυτή τη φθορά από πιτσιρικάς και μου άρεσε.
Λόγω της συγγενικής σχέσης με τον Κώστα Φλεβαράκη παρακολουθούσα προπονήσεις του και απέκτησα εικόνες από μπάσκετ υψηλού επιπέδου. Αυτό, όταν τελείωσα τη σχολή, μου έδωσε μία δυνατότητα να εργαστώ στον Μακεδονικό τη σεζόν 2006-2007 και να βρεθώ στην Α1 ως βοηθός, σε ηλικία 22 ετών.
Σαν «σφουγγάρι» είχα αποφασίσει να «απορροφώ» κάθε πληροφορία και είχα τη νοοτροπία να κάνω δέκα πράγματα ακόμη κι αν μου ζητούσαν ένα.
Έτσι εκμεταλλεύτηκα κάθε ευκαιρία μου βρέθηκε στον δρόμο μου.
Ως χεντ κόουτς τοπικών πρωταθλημάτων, στα 19 μου, δεν είχα πρόβλημα να «επιβληθώ» σε αρκετά μεγαλύτερους από μένα παίκτες. Αν και δεν υπήρχε και θέμα επιβολής.
Έχω μεγαλώσει με δημιουργική αυστηρότητα και πολλές φορές μπορώ με τον δικό μου τρόπο να περάσω αυτό που θέλω στον αθλητή, είτε με τεχνοκρατικό τρόπο είτε με ένα είδος πατρικής στοργής.
Οι καταστάσεις δεν ήταν πολύ διαφορετικές στην πρώτη επαγγελματική εργασία μου στον Μακεδονικό, όμως είχαν το δικό τους ενδιαφέρον.
Ο τρόπος που μιλούσα στους παίκτες δεν χρειαζόταν να έχει κάτι το επιτηδευμένο, λόγω του νεαρού της ηλικίας μου.
Οι αθλητές δεν είναι χαζοί και μπορούν να καταλάβουν γρήγορα ποιος είσαι από το τρόπο που κινείσαι στον πάγκο και από τον αντίστοιχο που τους μιλάς ή αντιδράς, αλλά και πώς τους μεταφέρεις πράγματα. Μπορούν να σε ψυχογραφήσουν με ευκολία και να διαπιστώσουν αν εσύ είσαι εκεί για κάποιο λόγο ή για κανέναν λόγο. Κατανοούν με άνεση αν έχεις να τους προσφέρεις κάτι.
Ποτέ μου δεν αντιμετώπισα πρόβλημα συμπεριφοράς από μεγαλύτερο σε ηλικία παίκτη και αυτό που έδωσε επιπλέον αυτοπεποίθηση για τον τρόπο προσέγγισής τους, είτε με αυστηρό είτε με πιο «μαλακό» τρόπο.
Ο κόουτς Φλεβαράκης, χωρίς κανένα ίχνος ασέβειας προς άλλους συναδέλφους, είναι από τους πιο αδικημένους προπονητές στην Ελλάδα.
Όσο κι εγώ ήμουν στο πλάι του, δεν θεωρώ ότι πήραμε μία ευκαιρία με προοπτική, ώστε να κοουτσάρουμε μία ομάδα χωρίς προβλήματα. Βρεθήκαμε σε μεγάλους συλλόγους όπως η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ, αλλά σε περιόδους με δυσκολίες και για τις δύο ομάδες.
Μεγάλωσα δίπλα στον Κώστα Φλεβαράκη, ασχέτως αν είχαμε ή αναπτύξαμε στην πορεία διαφορετικές ιδέες και αυτό ήταν το «ταιριαστό» στην επαγγελματική σχέση μας.
Υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν δίπλα σε καταξιωμένους κόουτς, όπως ο Γιώργος Βόβορας με τον Αργύρη Πεδουλάκη και είναι εύλογο και λαμβάνουν τις πρώτες βασικές αρχές αυτών των προπονητών.
Με τον κόουτς Φλεβαράκη είχαμε κοινή βάση, αλλά με διαφορετικές αντιλήψεις και όλο αυτό γινόταν πολύ ενδιαφέρον και βοηθά κυρίως εσένα να γίνεσαι καλύτερος, ώστε να βελτιώνεται και η ομάδα.
Πάνω απ’ όλα, ο κόουτς είναι συνεργάτης και όχι «μπαμπούλας», αν και αυτό κάθε αφορά έχει άμεση σχέση με την ομάδα στην οποία εργάζεσαι, ποιος είναι ο αρχικός ρόλος σου και ποιο το πλαίσιο της συνεργασίας σας.
Πλάι στον Φλεβαράκη δεν αισθάνθηκα ποτέ βοηθός, αλλά συνεργάτης του.
Γνωρίζω ότι στο ΝΒΑ υπάρχει συγκεκριμένη προσέγγιση στη σχέση χεντ και ασίσταντ και το διαπίστωσα και τον Μάιο του 2020, από την πρώτη επικοινωνία που είχα με τον ιδιοκτήτη της ομάδας της Μπραουνσβάιγκ και νέο γκαρντ των Λέικερς, Ντένις Σρέντερ, και από το ρόλο που ζήτησε να έχω στην πρώτη του χρονιά σαν παράγοντας.
Πάντως, δεν θυμάμαι να μου έχει τύχει ποτέ να δουλέψω πλάι σε έναν πρώτο προπονητή ο οποίος να έχει τελείως διαφορετική αντίληψη στο μπάσκετ από εμένα.
Δεν χρειάστηκε, δηλαδή, να έρχονται «αντιμέτωπες» αντίθετες φιλοσοφίες και, επομένως, δεν υποχρεωθήκαμε να «παντρέψουμε» όλο αυτό και να το κάνουμε -προφανώς με δυσκολία- ένα. Με τον Κώστα Φλεβαράκη δεν είχαμε ποτέ αυτό το πρόβλημα, ήμασταν πάντα στο ίδιο μήκος κύματος και βλέπουμε το άθλημα με τον ίδιο τρόπο.
Με τον ίδιο τρόπο που το προσεγγίζουν, άλλωστε, οι περισσότεροι Έλληνες κόουτς. Ήμουν και παραμένω οπαδός και θαυμαστής όλων των Ελλήνων προπονητών.
Είναι σημαντικό, και το αισθάνομαι από τα αρκετά χρόνια εργασίας στο εξωτερικό, να πηγαίνουν καλά, να προοδεύουν και να ανοίγουν τους ορίζοντές τους.
Είναι εξαιρετικό να βρίσκομαι στην προπόνηση της Μπραουνσβάιγκ την επομένη αγώνων Ευρωλίγκας και να έχουν κερδίσει ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, αλλά και η ΤΣΣΚΑ Μόσχας του Δημήτρη Ιτούδη και η Μακάμπι Τελ Αβίβ του Γιάννη Σφαιρόπουλου.
Αυτό δίνει και σε μένα άλλον «αέρα».
Το πρώτο βήμα για το εξωτερικό, όταν με τον κόουτς Φλεβαράκη αποχωρήσαμε από τον Μακεδονικό λόγω πολλών προβλημάτων, έγινε στην Πολωνία.
Ήμουν τυχερός εκείνο το διάστημα, καθώς ως νεαρός προπονητής ο κόουτς θα μπορούσε να επιλέξει κάποιον πιο έμπειρο. Ωστόσο, βρέθηκα από πολύ νέος σε ρόλο πρώτου βοηθού.
Δεν αισθανόμουν φόβο, παρά το αντιμετώπισα ως πρόκληση. Ενδεχομένως ένας λόγος να ήταν η ηλικία και ο τρόπος με τον οποίο είχα αρχίσει να εργάζομαι με μεγάλους σε ηλικία παίκτες. Είχα άγνοια κινδύνου, αυτοπεποίθηση και δεν είχα ποτέ κανέναν δισταγμό να δουλέψω στο εξωτερικό.
Κάθε χώρα έχει πολύ διαφορετική κουλτούρα. Αυτό που έχω διαπιστώσει για τα καλά όλα αυτά τα χρόνια στο εξωτερικό είναι η διαφορά στον τρόπο σκέψης του κόσμου σε κάθε μέρος.
Όταν είσαι εκτός Ελλάδας, οφείλεις εσύ πρώτος να αφομοιώσεις τη δική τους κουλτούρα, ώστε να τους φέρεις και πιο κοντά στη δική σου και όχι να επιβάλεις τα δικά σου θέλω και πιστεύω.
Αυτό είναι μεγάλο μάθημα, μαζί με την αυτοπεποίθηση που έχεις επειδή σε έχει επιλέξει κάποιος να εργαστείς μακριά από την πατρίδα σου. Πρέπει να καταλαβαίνεις πώς έχουν οι καταστάσεις εκεί έξω, πώς σκέφτεται το κοινό, πώς θέλει να βλέπει την ομάδα.
Για παράδειγμα, από τον πρώτο καιρό που βρεθήκαμε με τον κόουτς Φλεβαράκη στη Μπραουνσβάιγκ, διαπιστώσαμε πως είναι διαφορετικός ο λόγος που πηγαίνει ο Γερμανός φίλαθλος στο γήπεδο, από τον αντίστοιχο του Έλληνα ή του Ρώσου.
Δεν μπορεί κάποιος να πει με απόλυτο τρόπο ότι η δουλειά στο εξωτερικό είναι πιο εύκολη, πάντως.
Πουθενά δεν είναι εύκολη η δουλειά, γιατί η πίεση μπορεί να έρθει από εξωγενείς παράγοντες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και από μέσα σου, από εσένα τον ίδιο.
Συχνά, εμείς οι προπονητές είμαστε «παίκτες». Παίζουμε κι εμείς στον αγώνα και έχουμε την ίδια ένταση και αγωνία με τον αθλητή.
Ζητάμε πάντα τη νίκη, προκειμένου να προχωράμε και να προοδεύουμε.
Όταν, όμως, κρίνεσαι με βάση έναν λογικό χρόνο και υπό λογικές καταστάσεις, η πίεση είναι σαφώς μικρότερη από την Ελλάδα.
Στα μέρη μας, βεβαίως, η πίεση συνήθως είναι υπερβολική και ενώ οι διοικήσεις κρίνουν αυστηρά, δεν δίνουν στους κόουτς ή τους παίκτες τις απαιτούμενες βάσεις για να δουλέψουν και να κριθούν, φυσικά, αυστηρά.
Και πάντα σκέφτεσαι, όπου κι αν εργάζεσαι, ότι σήμερα κάποιος απολύεται αδίκως, όμως αύριο μπορεί να είσαι εσύ σε αυτή τη θέση.
Μιλάμε για έναν άδικο κύκλο για τους προπονητές, αλλά και για έναν κύκλο που στο τέλος της ημέρας είναι τελικά άδικος για την ίδια την ομάδα.
Αυτό που με εξέπληξε στο εξωτερικό είναι ο τρόπος αντιμετώπισης στη Ρωσία και στο Καζακστάν, όταν με τον κόουτς Φλεβαράκη εργαστήκαμε στην Αστάνα.
Θυμάμαι ότι ο σύλλογος επέμενε να αντικατασταθεί ένας παίκτης, δίχως να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος και μάλιστα έπειτα από νίκη επί ενός καλύτερου και πιο πλούσιου αντιπάλου.
Η απόφαση ήταν ειλημμένη και αυτό μου έκανε εντύπωση. Παρότι δεν ήμασταν σύμφωνοι με την κίνηση, αναγκαστήκαμε να την ακολουθήσουμε.
Όλοι οι Έλληνες προπονητές σκεφτόμαστε πάντα το «12» και όχι ατομικά. Κοιτάζουμε την ομάδα, το σύνολο και όταν σε υποχρεώνουν να αλλάξεις έστω και ένα κομμάτι αυτής της 12αδας -και κυρίως χωρίς τη δική σου θέληση ή εισήγηση- ξέρουμε πως πρέπει να «χτίσουμε» από την αρχή τη χημεία.
Παρόλα αυτά, στην Ελλάδα επιμένω ότι η πίεση είναι μεγαλύτερη και όλη η ατμόσφαιρα σε «σπρώχνει» να φύγεις, αν και φυσικά δεν το κάνεις με χαρά. Σου λείπει.
Στη χώρα μας υπάρχει ακόμη προοπτική και όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, θα έχουμε πάντα ένα από τα καλύτερα πρωταθλήματα στην Ευρώπη, γιατί πολύ απλά ξέρουμε μπάσκετ.
Στον ΠΑΟΚ, τη σεζόν 2019-2020, δημιουργήσαμε ένα ρόστερ σε λίγες ημέρες και με σχεδόν 220.000 ευρώ και η ομάδα, ό,τι κι αν έγινε, στάθηκε και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Το γερμανικό πρωτάθλημα, στο οποίο εργάζομαι και πάλι, δεν στηρίζεται τόσο στην -όσο τουλάχιστον στην Ελλάδα- τακτική, όμως διαθέτει εξαιρετικούς παίκτες και είναι πολύ καλό πρωτάθλημα. Δεν είναι θέμα πολλών χρημάτων, όμως η οργάνωση είναι καταπληκτική.
Πάντως, το ελληνικό πρωτάθλημα μού λείπει. Μου έχει λείψει το σασπένς της Α1, αν και δεν είμαι αντικειμενικός, διότι παραμένω φαν της ελληνικής λίγκας.
Το 2015, όταν ο κόουτς Φλεβαράκης αποχώρησε από τα Τρίκαλα, για την Πολωνία, πήρα την πρώτη ευκαιρία μου ως χεντ κόουτς στην Α1 ενώ είχα κλείσει μόλις τα 30 μου. Δεν λέω ποτέ στον εαυτό μου ότι είμαι έτοιμος, γιατί επιθυμώ να παραμένω σε εγρήγορση και να είμαι έτοιμος.
Τότε ήμουν ήδη στην όγδοη σεζόν μου ως βοηθός σε επαγγελματικό επίπεδο και ο Ευθύμης Ρεντζιάς, τότε παράγοντας στην ομάδα, μου έδωσε με τη διοίκηση τη δυνατότητα να καθοδηγήσω την ομάδα. Είχα την αίσθηση ότι δεν υπήρχε καν ερωτηματικό για τη συνέχεια. Δεν άκουσα κόσμο να λέει «τώρα τι κάνουμε;», όταν έφυγε ο Κώστας.
Αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση και με γέμισε χαρά. Εκτός από τον Ρεντζιά, είχα τη στήριξη του αδερφικού φίλου και κουμπάρου, Χρήστου Τσέκου και του ιδιοκτήτη, του κ. Ρουσιαμάνη.
Όλα αυτά σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι κάποιοι προσέχουν τη δουλειά σου, ακόμη και πίσω έναν χεντ κόουτς. Αυτή η ευκαιρία δεν μου έφερε καθόλου πίεση, καθώς και οι παίκτες ήθελαν την συνεργασία μας.
Η δουλειά του πρώτου συνεργάτη, του ανθρώπου που είναι πίσω από τον χεντ κόουτς, επιλεγμένος από εκείνον, είναι δύσκολη.
Επειδή διετέλεσα και πρώτος προπονητής, ομολογώ ότι ως χεντ κόουτς μάλλον ένιωσα πιο άνετα, πιο ελεύθερα.
Όταν είσαι πίσω από ένα προπονητή που πολύ συχνά είναι και δικός σου άνθρωπος, πρέπει πολύ γρήγορα να του λες την άποψή σου, είτε σε ρωτάει είτε όχι. Και οφείλεις να του πεις αυτό που ακριβώς έχεις στο μυαλό σου, χωρίς μέσες άκρες ή αυτό που πιθανότατα να θέλει να ακούσει εκείνος.
Επίσης, ο πρώτος βοηθός πρέπει να προσαρμόζεται άμεσα στον κόουτς που είναι μπροστά του.
Για παράδειγμα, μία μέρα στην προπόνηση που ο χεντ κόουτς είναι ιδιαιτέρως αυστηρός και οι παίκτες περιμένουν από εσένα να «γεφυρώσεις» την κατάσταση, μπορεί να χρειαστεί να πάρεις τη μεριά του προπονητή.
Ή μπορεί να είναι η μέρα που χρειάζεται, σε λεπτές ισορροπίες, να βρεθείς στην πλευρά του παίκτη, με μία πιο ήρεμη προσέγγιση.
Ο καλός, ο αξιόλογος και εργατικός συνεργάτης είναι κάτι σημαντικό για τον πρώτο προπονητή κι εγώ, ως χεντ κόουτς ένιωσα πιο απελευθερωμένος και οι αποφάσεις μου έρχονταν πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Ίσως ήταν θέμα ευθύνης.
Η μετάβαση τόσο από ασίσταντ σε πρώτος όσο και από χεντ πάλι σε ρόλο βοηθού είναι θέμα ατόμου.
Γνωρίζω άτομα, όπως για παράδειγμα ο κόουτς Γιάννης Σφαιρόπουλος, ο οποίος ήταν πρώτος προπονητής στον Απόλλωνα Καλαμαρίας και εργάστηκε ως βοηθός και ως χεντ κόουτς στον ΠΑΟΚ.
Στη συνέχεια ήταν ασίσταντ στον Ολυμπιακό, πρώτος στον Κολοσσό και δούλεψε και ως βοηθός του Γιόνας Καζλάουσκας στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, πριν εργαστεί ως πρώτος σε Πανιώνιο και Ολυμπιακό και συνεχίσει, πλέον, στη Μακάμπι Τελ Αβίβ.
Ως κόουτς σε Ολυμπιακό και Μακάμπι βρέθηκε σε δύο από του απαιτητικούς πάγκους της Ευρώπης, όμως είναι θέμα χαρακτήρα, προσωπικότητας και διάθεσης να στηρίζεις όποια απόφαση κι αν λαμβάνεις για τον εαυτό σου.
Μετά τη θητεία μου ως χεντ κόουτς στα Τρίκαλα, θα μπορούσα να συνεχίσω εκεί ως πρώτος.
Ωστόσο πήρα μία απόφαση η οποία δεν είχε να κάνει με το αν είμαι έτοιμος ή όχι, αλλά με το ότι έχω υπομονή να πάρω και στο μέλλον ίσως μια καλύτερη ευκαιρία.
Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι αν έκανα τότε τη σωστή επιλογή, όμως είναι σημαντικό για έναν προπονητή να περιμένει την κατάλληλη συνθήκη για το επόμενο βήμα.
Είναι σημαντικό να έχεις και ευκαιρίες και εμπειρίες. Μία σημαντική εμπειρία για μένα ήταν και το The Basketball Tournament (TBT) στην Αμερική, το 2017.
Το TBT είναι ένα τουρνουά ανεξάρτητων ομάδων το οποίο προσφέρει χρηματικό έπαθλο από ένα έως δύο εκατομμύρια δολάρια για την πρωταθλήτρια ομάδα και διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι σε διάφορες πόλεις των Η.Π.Α..
Αποτελείται από επαγγελματίες παίκτες, από αθλητές που έχουν σταματήσει προσφάτως την καριέρα τους και από νεαρούς που αναζητούν μία ευκαιρία.
Στο παρελθόν έχει αγωνιστεί εκεί ο άλλοτε παίκτης του Παναθηναϊκού, Τζέιμς Γκιστ, ο νυν φόργουορντ του Προμηθέα Πάτρας και πρώην της ΑΕΚ, Ντελρόι Τζέιμς, ενώ το 2020 πολυτιμότερος παίκτης αναδείχθηκε ο Ντάριους Τζόνσον-Όντομ, που έχει αγωνιστεί στον Ολυμπιακό.
Η συμμετοχή το 2017 μία μεγάλη εμπειρία, την οποία οφείλω στον Μάικ Πορίνι, έναν πρώην παίκτη μου στα Τρίκαλα, ο οποίος όταν έγινε τζένεραλ μάνατζερ στην ομάδα Mid American Unity και μου πρότεινε τη θέση του χεντ κόουτς.
Υπήρχε μία αλληλοεκτίμηση που μου έδωσε τη δυνατότητα να ζήσω αυτή την εμπειρία στο τουρνουά.
Αποδέχθηκα την πρόταση και ταξίδεψα στις Η.Π.Α. έναν μήνα πριν. Κάναμε τέσσερις εβδομάδες προπονήσεις στο γήπεδο του Κεντ Στέιτ, στο Οχάιο, αλλά και στην έδρα του γυμνασίου όπου έπαιξε στο Άκρον ο ΛεΜπρον Τζέιμς, το οποίο φέρει και το όνομά του.
Ήταν μία τεράστια τιμή, διότι είχα και την ευκαιρία να γνωρίσω και τον κόουτς που είχε στο high school, τον Ντρου Τζόις.
Μαζί μιλήσαμε πολύ για μπάσκετ, για το στυλ στην Αμερική και την Ευρώπη αλλά και τις διαφορές και αυτή ήταν μία πρώτη σημαντική εμπειρία, πριν από τους αγώνες του TBT.
Κατανόησα την κουλτούρα των Αμερικανών παικτών και προπονητών και πώς ζουν τις προπονήσεις και την κατάσταση στο δικό τους σπίτι.
Είναι πολύ διαφορετικό να προπονείς αποκλειστικά δέκα Αμερικανούς στη χώρα τους και κάτι άλλο να τους κοουτσάρεις στην Ευρώπη, σε μία επαγγελματική ομάδα, με μίξη με Ευρωπαίους. Σαν τουρνουά, το TBT ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Είχαμε την ατυχία να παίξουμε στην πρεμιέρα με την ομάδα που φιλοξενούσε τον πρώτο γύρο της περιφέρειας και χάσαμε στο τέλος με ένα καλάθι.
Αγωνιστήκαμε στο πανεπιστήμιο Μπράντλεϊ, στο Ιλινόι, σε ένα γήπεδο πολύ όμορφο, αλλά με 3.500 κόσμο εναντίον μας.
Θυμάμαι σαν τώρα την πρώτη συζήτηση που είχα με τον υπεύθυνο επικοινωνίας του TBT. Έμοιαζε λίγο περίεργο για εκείνους να υπάρχει Ευρωπαίος χεντ κόουτς στο τουρνουά. Αναρωτήθηκε αν, εκτός του Ντέιβιντ Μπλατ, είχε ξαναδεί σε τηλεοπτικό ματς του δικτύου ESPN μη Αμερικανό προπονητή να κοουτσάρει σε αγώνα πανεθνικής μετάδοσης.
Μετά τον αγώνα, στην πρώτη παρουσία μας στο TBT και κόντρα στην προηγούμενη πρωταθλήτρια της περιφέρειας, δεχθήκαμε συγχαρητήρια διότι θεωρητικά ήμασταν μία αδύναμη ομάδα και χάσαμε στο τελευταίο σουτ.
Μιλήσαμε με τους διοργανωτές για τις διαφορές της ομάδας μας και το κατά πόσο εφαρμόσαμε έναν πιο ευρωπαϊκό τρόπο παιχνιδιού, σε σχέση με το μπάσκετ που παίζεται στην Αμερική.
Από μικρός ήμουν πολύ ρεαλιστής. Δεν έλεγα στον εαυτό μου ότι αφού γίνω προπονητής, θα φτάσω οπωσδήποτε μέχρι το ΝΒΑ, για παράδειγμα.
Για ένα παιδί που είχε μεγαλώσει στην Τούμπα και πολλές Κυριακές πήγαινε σε ένα γήπεδο με 40.000 κόσμο, πριν από την προπόνηση την επομένη στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ, το να καθίσω το 2007 στον πάγκο του ήταν ξεχωριστό.
Καθόμουν δίπλα στον Αχιλλέα Μαματζιόλα, τον οποίο έβλεπα να παίζει και τον μιμούμουν. Ήμουν στα 23 μου στον πάγκο του ΠΑΟΚ και πλάι μου ήταν ο Ιμπραΐμ Κουτλουάι και ο Ντιαρά!
Όσα περίεργα και να έγιναν τότε, εκείνη η θητεία δεν ξεχνιέται.
Αν και με τον ΠΑΟΚ είχα σχέση από μικρός, ήρθα πολύ κοντά και με τους ανθρώπους της ΑΕΚ. Έχω κρατήσει φίλους, οπαδούς της ομάδας και ο κόσμος και εμένα και τον κόουτς Φλεβαράκη μάς αγκάλιασε αμέσως.
Το κοινό της ΑΕΚ έχει μία ιδιαίτερη, περίεργη ενέργεια. Κάποιους ενδεχομένως να μην τους δει με καλό μάτι από την αρχή. Άλλους, όμως, αν τους αγαπήσει, τους αγαπά για πάντα.
Η πρώτη χρονιά στο κλειστό του Σπόρτιγκ ήταν «μαγική»! Γεμάτο γήπεδο, απίστευτη στήριξη, παρότι χάσαμε την όγδοη θέση των πλέι οφς την τελευταία αγωνιστική από τον ΠΑΟΚ, ο οποίος νίκησε τον Παναθηναϊκό.
Όμως, ήταν μία καταπληκτική εμπειρία σε ένα πάγκο δίπλα σε συνεργάτες όπως ο Δημήτρης Πρίφτης και παίκτες όπως ο Νίκος Χατζής, ο Δημήτρης Παπανικολάου, ο Χρήστος Ταπούτος και ο Μάικλ Άντερσεν.
Η σύνδεση με τον κόσμο ήταν απίστευτη. Θυμάμαι το ματς με τον Ολυμπιακό στα Πατήσια, όταν κάποια στιγμή σταμάτησε το παιχνίδι γιατί ένας οπαδός είχε ανέβει πάνω στο ταμπλό!
Ήταν πολύ ιδιαίτερη η σχέση με την ΑΕΚ και παραμένει ακόμη και τώρα.
Δεν ξεχνώ επίσης την τριετία στα Τρίκαλα. Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο που είχε την τύχη να βρίσκεται από μικρός σε υψηλό επίπεδο, να ξεχωρίσει όλες τις στιγμές που έζησε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Κάθε ρίσκο είναι η επόμενη εμπειρία σου και θα είναι πάντοτε πολύτιμη.
Κάθε εμπειρία και ανάμνησή μου είμαι «εγώ» και είναι ταυτόχρονα η παρακαταθήκη και ο δρόμος για τη συνέχειά μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κώστας Παπάζογλου: «Η εμπιστοσύνη του Ντένις Σρέντερ»
Ηλίας Ζούρος: «Ο Πάγκος Της Παράνοιας» / «Η ανταμοιβή του Μάικ Μαλόουν»
Γιώργος Κετσελίδης: «Η Απλότητα Του Μεγαλείου» / «Μπάσκετ και… Αστροφυσική, στον Λίβανο»
Αλέξανδρος Άνθης: «Οι Δαίμονες Του Coach-G» / Γιάννης Σιούτης: «Ο πρώτος μου κόουτς»
Τα γράμματα του Φρανκ Βόγκελ στον Ρικ Πιτίνο έγιναν οι συστατικές επιστολές του
Το «buona fortuna» δεν ήταν ευχή για τον Έτορε Μεσίνα, αλλά αποστολή
Το Τορόντο είναι η «Ιθάκη» της μπασκετικής «Οδύσσειας» του Νικ Νερς