Σαν έφηβος είχα όνειρο να παίξω μπάσκετ. Το πέτυχα και είμαι ευτυχισμένος για αυτό. Όσο αγωνιζόμουν, όμως, με «τράβηξε» πολύ η ψυχολογία και από τα 22 μου είχα ως στόχο κάποια στιγμή να σπουδάσω.
Από την ηλικία των 26 ετών το προγραμμάτιζα περισσότερο, κάνοντας κάποιες οικονομίες, ώστε όταν αποχωρήσω να συνεχίσω σε αυτή την κατεύθυνση.
Μετά το τέλος της καριέρας μου, το 2009, σπούδασα Ψυχολογία. Έκανα ένα Bachelor Ψυχολογίας, πριν πάρω υποτροφία και μεταπηδήσω απευθείας σε Διδακτορικό στη Νευροψυχολογία και την Κοινωνική Γεροντολογία.
Παράλληλα άρχισα να εργάζομαι ως Λέκτορας και αφότου τελείωσα το Διδακτορικό, συνέχισα τη δουλειά μου ως Λέκτορας-Ερευνητής και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων στη σχολή μου.
Πλέον, είμαι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Λινσόπινγκ στη Σουηδία.
Μου λένε συχνά ότι δεν είναι συνηθισμένο αυτό που κάνω.
Ωστόσο, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις των αθλητών/τριών οι οποίοι/ες σπουδάζουν κατά τη διάρκεια της καριέρας τους ή το τόλμησαν μετά το τέλος της. Απλώς, δεν λαμβάνει τόση δημοσιότητα αυτή η δραστηριότητα.
Γνωστό παράδειγμα ο μετέπειτα υπουργός υγείας, Βασίλης Κικίλιας ή ο παλαίμαχος παίκτης του Ηρακλή, Δημήτρης Παπαδόπουλος, που είναι αναισθησιολόγος. Είναι επίσης ο Παντελής Παπαϊωακείμ, ο Μάρκος Κολώκας, αλλά και αρκετοί άλλοι.
Η απόφαση να σταματήσω σχετικά νωρίς δεν ήταν δύσκολη, αν και θα μπορούσα να μην αποχωρήσω πρόωρα, στα 31 μου.
Αλλά από ένα σημείο και μετά πήρα «διαζύγιο» με τον έρωτα που είχα για το μπάσκετ. Δεν ήταν τόσο με το ίδιο το άθλημα, αλλά κυρίως με τον επαγγελματικό αθλητισμό και η αγωνία μου για το τι θα κάνω μετά την αθλητική μου καριέρα.
Ήταν συνειδητή επιλογή, η οποία συνοδεύτηκε από έντονη αγωνία. Η ηλικία μου ήταν κατάλληλη για μια συνέχεια στη ζωή μου με σπουδές και για μία πορεία η οποία μπορεί να κρατήσει χρόνια και να είναι παραγωγική.
Δεν μετάνιωσα ποτέ για την επιλογή μου, ούτε για την χρονική στιγμή που έγινε, αλλά η διαδικασία της μετάβασης από τα σπορ σε μία διαφορετική καριέρα ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Δύσκολη ήταν και για την σύζυγό μου, καθώς η ζωή της επηρεαζόταν πάντα άμεσα από τις αποφάσεις μου (ήμασταν μαζί από τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα ως αθλητής).
Είχα ξεκάθαρα στο μυαλό μου ότι δεν επιθυμώ να παραμείνω στο μπάσκετ και να ασχοληθώ με την προπονητική. Είχα συλλέξει πληροφορίες πως η επαγγελματική αποκατάσταση όσων τερματίζουν την καριέρα τους και συνεχίζουν στον χώρο δεν έχει καλές προοπτικές.
Αντίθετα, το ενδιαφέρον μου για την Ψυχολογία, το να μελετώ τον άνθρωπο και την ανθρώπινη συμπεριφορά -και περισσότερο, τότε, το θεραπευτικό κομμάτι- ήταν πολύ μεγάλο και γνώριζα πως η τελευταία μου μέρα ως επαγγελματίας αθλητής θα ήταν η πρώτη μου στην προσπάθεια να γίνω ψυχολόγος.
Η ενασχόλησή μου με την Αθλητική Ψυχολογία ήρθε ερευνητικά, προσπαθώντας να βγάλω νόημα σε όσα βίωνα εγώ. Και διαπίστωσα νωρίς πως οι δυσκολίες και η αγωνία είναι κοινό βίωμα της συντριπτικής πλειοψηφίας όσων σταματούν την καριέρα τους…
Το κενό στην προετοιμασία και στη στήριξη τερματισμού της καριέρας των αθλητών/τριών υψηλής απόδοσης με θλίβει ακόμα και σήμερα.
Η ειδικότητά μου, αυτό για το οποίο αμείβομαι, δεν είναι πάντως η Αθλητική Ψυχολογία, αλλά η Νευροψυχολογία και η Κοινωνική Γεροντολογία.
Οι Γεροντολόγοι, παρότι ο κόσμος θεωρεί ότι μιλάμε για μελέτη μόνο των ηλικιωμένων, μελετούν την ενήλικη ανάπτυξη από την ηλικία των 20 ετών και έπειτα.
Όντως, εύλογα, ο μεγαλύτερος όγκος της έρευνας είναι σε μεγαλύτερες ηλικίες, κυρίως όσων υποφέρουν από κάποια πάθηση. Αυτός δεν είναι ο δικός μου τομέας έρευνας, καθώς μελετώ κατά κύριο λόγο υγιείς ενήλικες.
Η θέση της ψυχοθεραπείας και της συμβουλευτικής (ψυχικής υγείας) στον αθλητισμό έχει πολλές ομοιότητες με αυτόν που έχει στην γενική ζωή. Πάντα θα ακούσεις κάποιους που δυσφορούν και που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από μια επαγγελματική συμβουλή, όμως διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια.
Η κουλτούρα μας είναι έτσι δομημένη που οι περισσότεροι νομίζουμε, ακούγοντας για ένα ψυχοθεραπευτή, πως πρόκειται για τη θεραπεία μίας πάθησης ή παροχή βοήθειας σε έναν αδύναμο χαρακτήρα. Αυτό δεν είναι αλήθεια.
Έτσι και πολλοί αθλητές δεν είναι εύκολα πρόθυμοι να στραφούν σε κάποιον/α ψυχοθεραπευτή, μια υπηρεσία η οποία επιχειρεί να στηρίξει έναν αθλητή εξατομικευμένα, με βάση τις ανάγκες του.
Ένα απλό παράδειγμα, προσωπικό μάλιστα, και κοιτώντας πίσω στην μπασκετική καριέρα μου, είναι πως λέω ότι θα ήθελα να αγχωνόμουν λιγότερο, ώστε να είχα χαρεί περισσότερο το μπασκετικό ταξίδι μου.
Πέρασα όμορφα, όμως πολλά πράγματα λόγω της πίεσης θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα, αν ήμουν λιγότερο στρεσαρισμένος. Κάθε τέτοια στιγμή ήταν μία χαμένη ευκαιρία. Αν ήμουν τώρα παίκτης, θα φρόντιζα να το ευχαριστηθώ λίγο παραπάνω.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό του υπερβολικού άγχους είναι πως αν ρωτήσεις έναν αγχωμένο άνθρωπο, ανεξάρτητα από την ενασχόλησή του, αν αισθάνεται πιεσμένος, θα σου απαντήσει «όχι».
Οι αθλητές δεν αναγνωρίζουν κατά τη διάρκεια της πορείας τους ότι ζουν σε σωματικά και συναισθηματικά όρια.
Για να φτάσει κάποιος να πει ότι είναι αγχωμένος, σημαίνει ότι βιώνει συμπτώματα που τον/την κάνουν δυσλειτουργικό. Για παράδειγμα, καταλαβαίνει ότι είναι αγχωμένος/η επειδή δεν μπορεί να κοιμηθεί ή δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Ο επαγγελματικός αθλητισμός πορεύεται μαζί με την πίεση και η διαχείριση του άγχους απορρέει από τις συνθήκες, τον χαρακτήρα και τη προσωπικότητα του αθλητή/τριας.
Όταν το άγχος γίνεται μη διαχειρίσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε επαναλαμβανόμενα σε συγκεκριμένες στιγμές, τότε δεν μιλάμε για μια προσωπική αποτυχία, αλλά για το αποτέλεσμα αυτών που έζησε και έμαθε κάποιος/α μέχρι εκείνη την στιγμή.
Κι επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός/η και έχουμε διαφορετικά βιώματα, η αποτελεσματική διαχείριση του άγχους δεν μπορεί να δοθεί στην μορφή ενός «μαγικού χαπιού» ή μιας «μαγικής συμβουλής» που να ταιριάζει σε όλους, ούτε φυσικά να περιοριστεί σε φαρμακολογικές παρεμβάσεις (κάπνισμα, αλκοόλ, κάνναβη, ναρκωτικά, αγχολυτικά).
Όμοια με κάθε σωματικό τραυματισμό, η διαχείριση του άγχους που μας λαβώνει θέλει συστηματική δουλειά με κάποιον/α ειδικό.
Η ανάπτυξη των παιδιών και η παραγωγή ταλέντων είναι κοινωνικό θέμα συζήτησης, μέσα στα πλαίσια θεσμών που ρυθμίζουν τον αθλητισμό και την εκπαίδευση σε εθνικό, ευρωπαϊκό, και παγκόσμιο επίπεδο.
Η ανάπτυξη χαρακτήρων και αθλητών/τριων διαπραγματεύονται μέσα στις αξίες του αθλητισμού, δηλαδή μέσα στη έννοια του αθλητισμού (π.χ. το Ολυμπιακό ιδεώδες και οι αξίες του Ολυμπισμού). Στον τομέα της διαπαιδαγώγησης όμως πρέπει να αναλυθεί περαιτέρω αυτό που προσθέτουν τα σπορ στην ανάπτυξη και τη μετέπειτα καριέρα του αθλητή/τριας.
Στη Γαλλία, τη Γερμανία και τις Η.Π.Α. υπάρχει συστηματικά κουβέντα για αυτό, όμως στην Ελλάδα δεν έχουμε καν ξεκινήσει αυτή τη συζήτηση και αυτό μας φέρνει πολύ πίσω σε σχέση με άλλες χώρες.
Ο δημόσιος διάλογος για τον καθορισμό ενός θεσμικού πλαισίου, βάσει του οποίου οι οργανισμοί και τα σωματεία θα δουλεύουν ώστε η ενασχόληση με τον αθλητισμό να φέρνει όσο το δυνατόν θετικές αλλαγές και όσο το δυνατόν λιγότερες αρνητικές στην ωρίμανση του/της αθλητή/τριας, είναι πολύ σημαντική.
Είναι συνηθισμένη η «χαμένη εφηβεία» και η απώλεια αναμνήσεων και βιωμάτων ανεμελιάς για παιδιά που από την εφηβική ηλικία μεγαλώνουν με υψηλές προσδοκίες γύρω από εκείνα και εκτίθενται πρόωρα στα Μ.Μ.Ε..
Συγκεντρωνόμαστε σε άτομα που θεωρούνται και είναι ελπιδοφόρα στα σπορ, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για ανθρώπους. Πρέπει να ανησυχούμε για την ομαλή ολιστική ανάπτυξή του παίκτη/τριας ως άτομο και όχι μόνο ως αθλητή/τρια.
Όταν έχουμε να κάνουμε με εφήβους, η ευθύνη πέφτει κυρίως στους γονείς, αλλά και τους προπονητές/τριες. Όταν τα παιδιά-αθλητές περνούν την εφηβική ηλικία, οι γονείς και οι προπονητές/τριες αποτελούν σημαντικές φιγούρες στην ζωή τους και η συμβολή των τελευταίων είναι εύλογα ιδιαιτέρως σημαντική.
Όταν αγωνιζόμουν και ήμουν στην εφηβεία, είχα καλές αναμνήσεις από δύο προπονητές μου, τον Γιάννη Σφαιρόπουλο και τον Γιώργο Σφαιρόπουλο. Δεν ξέρω όμως αν αυτά που συζητάμε και αναλύουμε στις μέρες μας, τους ήταν άγνωστα τότε.
Δεν τα διδάχθηκαν και δεν ήταν η κοινή προπονητική τακτική τότε, όπως και σήμερα. Ο Γιάννης και ο Γιώργος κάποια πράγματα μάλλον τα υιοθετούσαν από ένστικτο και επειδή ήταν σύμφωνα με την δική τους λογική για την σχέση του αθλητή/τριας με το σχολείο.
Ερευνητικά ευρήματα έχουν δείξει πως ο/η έφηβος/η που δεσμεύεται σε πρόγραμμα προπόνησης με πολύ υψηλό εργασιακό ήθος, φτάνει κάποια στιγμή στο δίλημμα «σχολείο ή σπορ;».
Όταν είχα πάει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας για να συζητήσω τρόπο να σπουδάσω παράλληλα με την καριέρα μου, κάποιοι καθηγητές μου ήταν ξεκάθαροι πως ή θα είμαι επαγγελματίας αθλητής ή φοιτητής και πίστευαν ότι αμφότερα δεν επιτυγχάνονται μαζί.
Το έκαναν, δυστυχώς, άκομψα και ήταν και άδικο και μη παραγωγικό. Το δίλημμα «αθλητισμός ή μόρφωση;» παραμένει διαχρονικό και στην περίπτωση μου ζημιώθηκα μαθητικά.
Η ταυτόχρονη συμμετοχή στα κλιμάκια, στα σχολικά, εφηβικά και αντρικά πρωταθλήματα, καθώς και στις Εθνικές ομάδες με άφησε πίσω στο σχολείο και απώλεσα βάσεις τις οποίες δεν μπορώ να αποκτήσω ούτε τώρα, τουλάχιστον στην ολότητά τους.
Κάποιοι καταφέρουν να τα ταιριάξουν, ζημιώνοντας την κοινωνική ζωή τους και αυτό δυστυχώς δημιουργεί αναπτυξιακά ελλείμματα. Η κοινωνικοποίηση είναι πολύ σημαντική, και αν ζημιωθεί η κοινωνικοποίηση σε αυτές τις ηλικίες δημιουργούν βιωματικά ελλείμματα που δεν αναπληρώνονται στη συνέχεια, προκαλώντας αναπτυξιακές δυσκολίες.
Αυτά είναι φαινόμενα που χρήσιμο θα ήταν να αποθαρρύνονται μέσα από θεσμικά πλαίσια λειτουργίας σωματείων και πρωταθλημάτων, προπονητικών και εκπαιδευτικών πρακτικών, με γνώμονα την ολιστική ανάπτυξη ενός αθλητή/τριας.
Μία ανάπτυξη που δεν προβλέπει μόνο την αθλητική εξέλιξή, αλλά τον αθλητή/τρια ως άτομο που ωριμάζει και ψυχολογικά και κοινωνικά.
Την ύπαρξη των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών ακαδημιών δεν την θεωρώ ορθή. Διότι, στην ουσία, παιδιά «ξεριζώνονται» από τη ζωή τους, από το σχολείο, τους φίλους, την οικογένεια και αυτό, σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, είναι η χειρότερη πρακτική.
Δεν μπορώ να διακρίνω ότι το κέρδος που έχουν αυτά τα παιδιά αθλητικά, θα υπερκεράσει ποτέ αυτό που χάνουν από τα παιδικά χρόνια τους και την ανάπτυξη τους. Τα πιο προηγμένα προγράμματα παραγωγής παικτών είναι αυτά των ποδοσφαιρικών ακαδημιών στην Ευρώπη, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι από τα 12χρονα παιδιά που γίνονται δεκτά σε αυτά τα αθλητικά προγράμματα, μόλις ένα 2% θα το απορροφήσει ο επαγγελματικός αθλητισμός. Στην καλύτερη περίπτωση, το ποσοστό ανέρχεται στο 10%.
Κοινώς, ένα 90-98% των παιδιών που συνήθως φεύγουν από το σπίτι, από τις χώρες τους, δεν μεταπηδούν στον επαγγελματικό στίβου του ποδοσφαίρου.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα σπορ δεν είναι σοβαρός επαγγελματικός προορισμός, όμως είναι συνάμα και πολύ επίφοβος. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας κακός «τζόγος»…
Δεν εννοώ ότι ο αθλητισμός δεν πρέπει να είναι μέρος της ζωής των παιδιών. Λέω πως καλό θα ήταν να είναι ένα κομμάτι από τη ζωή τους που θα είναι κεφάλαιο και όχι έλλειμμα για την ανάπτυξή τους.
Δεν διαφωνώ απαραίτητα με τη συνεργασία με ατομικό γυμναστή, διατροφολόγο, προπονητή, όμως σαν γνώμονας πρέπει να παραμένει η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Το παιδί πρέπει να έχει χρόνο για το σχολείο, για τον αθλητισμό, αλλά και για τους φίλους και την κοινωνικότητά του. Γιατί τα παιδιά «τρελαίνονται» πια στις υποχρεώσεις. Καλό θα ήταν σπορ, μόρφωση και κοινωνικότητα να βρίσκονται σε ισορροπία.
Μόνο αν υπάρχει η παραπάνω ισορροπία μπορεί ο αθλητής να ολοκληρωθεί και σαν άνθρωπος. Αν δεν πετύχουμε την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του έφηβου και την ομαλή συνέχεια της καριέρας του, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε ελλείμματα αναπτυξιακά.
Το φαινόμενο ενός παιδιού που ακολουθεί το όνειρο του γονιού δεν είναι ελληνικό, αλλά φαινόμενο της ανθρώπινης φύσης.
Υπάρχουν δύο τρόποι γι’ αυτό. Μέσω πίεσης, με διάφορους τρόπους όπως να αναπτυχθούν ενοχές ή οίκτος στο παιδί για τη χαμένη νιότη του γονιού, ή να υποτιμήσει ο γονέας οποιαδήποτε εναλλακτική δραστηριότητα του παιδιού.
Όμως η πορεία κάθε παιδιού είναι να ζήσει τη δική του ζωή, όχι των γονιών του. Είναι δύσκολο, στην εφηβική ηλικία, να ξέρεις τι θέλεις και τα περισσότερα παιδιά δοκιμάζουν, ψάχνονται.
Η άνευ όρων παροχή στήριξής σε αυτή την αναζήτηση, κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο, είναι πολλή σημαντική.
Οι ίδιες αμφιβολίες και αναζητήσεις, συχνά, εκφράζονται και αργότερα, στο τέλος της καριέρας ενός αθλητή.
Ένα ποσοστό 3% ή και ίσως και χαμηλότερο ολοκληρώνει τον επαγγελματικό αθλητισμό με χρήματα που του εξασφαλίζουν μία ζωή δίχως να χρειαστεί να εργαστεί πάλι.
Η συντριπτική πλειοψηφία καλείται να ακολουθήσει μία δεύτερη καριέρα και πολύ συχνά μακριά και από το άθλημα τους, αφού μόλις το 10%-20% ακολουθεί μία νέα πορεία στον αθλητισμό.
Η μεγάλη αξία της εκπαίδευσης είναι πως βοηθά έναν αθλητή/τρια να καταλάβει τι άλλο του αρέσει, σε τι είναι παραγωγικός/η εκτός σπορ. Ώστε όταν αποσύρεται και πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται σε κάτι άλλο που να μπορεί και να τον/την ευχαριστεί, να τον γεμίζει, να δίνει νόημα στην ζωή του/της.
Αν κάποιος/α εκπαιδευτεί κατά τη διάρκεια της καριέρας του/της, μπορεί να αναπτύξει μία άλλη ταυτότητα, εκτός της αθλητικής, που προσφέρει εναλλακτικές στη συνέχεια. Εκπαίδευση δε σημαίνει μόνο σπουδές. Είναι μία τέχνη, κατάρτιση, κάτι πρακτικό, είναι το «επιχειρείν».
Για παράδειγμα, το «επιχειρείν» είναι ικανότητα που αναπτύσσεται και δεν είναι απλώς η διαθεσιμότητα ενός ποσού στην τράπεζα.
Λίγοι αθλητές/τριες το ξέρουν αυτό, καθώς και πως τον πρώτο χρόνο λειτουργίας μίας νέας επιχείρησης, οι εννέα στις δέκα κλείνουν… Μιλάμε για «επιβίωση» ενός 10% και αυτά είναι στοιχεία από το 2009, προ κρίσης. Ενώ, πλέον λόγω Covid-19, η συγκυρία επιφέρει περισσότερα προβλήματα.
Αυτή η άγνοια στοιχείων, ικανοτήτων και ενημέρωσης, μαζί με την επιπολαιότητα, οδηγεί τακτικά στις χρεοκοπίες ανθρώπων που έχουν κερδίσει πολλά χρήματα από την αθλητική ιδιότητά τους. Και μάλλον είναι ένα ακριβό μάθημα για το επιχειρείν που θα μπορούσε να αποφευχθεί μέσα από την κατάρτιση.
Ως πρόεδρος του Π.Σ.Α.Κ., το 2009, είχαμε διοργανώσει μία ημερίδα σχετικά με την ενημέρωση για την παράλληλη εκπαίδευση των αθλητών/τριων με την καριέρα τους (Dual career).
Είχαμε κάνει και μία έρευνα σε αθλητές, ώστε να υπάρχει ένα δείγμα και κάποια πρώτα ενδεικτικά στοιχεία. Την ημερίδα, την οποία θεωρήσαμε μια καλή πρώτη προσπάθεια, είχε παρουσιάσει και προλογίσει ο δημοσιογράφος Βασίλης Σκουντής.
Μονάχα που στην εκδήλωση παραβρέθηκαν μόλις τέσσερις παίκτες και κανένας παράγοντας… Προφανώς, γιατί για τον εν ενεργεία αθλητή/τρια, το θέμα της απόσυρσης και δεύτερης καριέρας δεν φτάνει στο επίπεδο του επείγοντος. Δεν είναι κάτι που θεωρώ ότι ανησυχεί τους αθλητές/τριες σε μεγάλο μέρος της πορείας του, κυρίως προς το τέλος.
Όσο είχα υπηρετήσει τον σύνδεσμο των παικτών, πάντως, παρατήρησα ότι το έδαφος μεταξύ Π.Σ.Α.Κ. και Ε.Ο.Κ. ή ΕΣΑΚΕ -και κυρίως μεταξύ της ομοσπονδίας και της διοργανώτριας αρχής του πρωταθλήματος- δεν είναι «γόνιμο».
Κάτι που σημαίνει πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άμεσα για το θέμα που συζητάμε. Στον ΕΣΑΚΕ, άλλωστε, εξ ορισμού αφού πρόκειται για τους ιδιοκτήτες των ομάδων, το ζήτημα δεν αποτελεί προτεραιότητα. Δεν είναι άμεσα «δικό τους» πρόβλημα το τι θα κάνει ο παίκτης μετά την καριέρα του.
Για την ΕΟΚ, όμως, ως θεσμικός φορέας που προστατεύει το άθλημα και υπάγεται στη Γ.Γ.Α. που με τη σειρά της υπάγεται στο υπουργείο πολιτισμού, θα ήταν καλό να ξεκινήσει μία συζήτηση πάνω σ’ αυτό και να γίνουν οι πρώτες ενέργειες τώρα. Είναι μια ευκαιρία που δεν κοστίζει.
Στην καριέρα μου συνάντησα πολλούς αθλητές οι οποίοι μου εκμυστηρεύτηκαν ότι έχουν σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Μπορώ να αναφερθώ εδώ βέβαια μόνο σε αυτούς που αποκάλυψαν το πρόβλημά τους δημόσια.
Ο Ντέιβιντ Βον, συμπαίκτης μου στη Νήαρ Ηστ, είχε αποκαλύψει δημόσια την κατάσταση του και είχε αναφέρει πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κοιμόταν τα βράδια στο αυτοκίνητό του…
Αυτές οι ιστορίες δεν αποτελούν «καμπανάκι» για τους υπόλοιπους και ο λόγος είναι απλός, η ανθρώπινη φύση. Να το εξηγήσω.
Ο κόσμος ξέρει ότι το κάπνισμα κάνει κακό; Το γνωρίζει. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι καπνίζουν, γιατί τους φέρνει ευχαρίστηση άμεσα, ενώ το όφελος αν το κόψεις έρχεται πολλά χρόνια μετά.
Αυτό το «πολλά χρόνια μετά» δεν είναι ένα δυνατό κίνητρο, η άμεση ευχαρίστηση (ή η άμεση αποφυγή του δυσάρεστου συνδρόμου στέρησης) είναι.
Το ίδιο συμβαίνει και με την προετοιμασία για την μετά-αγωνιστική ζωή. Ο αθλητής/τρια θα χρειαστεί να αφιερώσει χρόνο και προσπάθεια, να ψάξει πώς θα δομήσει τη ζωή του, να εκπαιδευτεί και αυτό έχει κόστος τώρα, αλλά θα έχει αποτέλεσμα έπειτα από χρόνια.
Η αποφυγή της άμεσης κούρασης για τους αθλητές/τριες είναι κίνητρο μεγαλύτερο από τα οφέλη που θα έχουν στο μέλλον.
Είναι επίσης και κάτι άλλο. Κατά το «γνωρίζω κάποιον που καπνίζει και έφτασε 100 ετών» -μια αισιόδοξη εκλογίκευση της κατάστασης πολλών καπνιστών- το θέμα της πιθανής χρεοκοπίας μετά την αθλητική καριέρα δεν τρομάζει, γιατί όλοι ξέρουμε αυτόν τον αθλητή (το παράδειγμα είναι κατά κανόνα άντρας) που δεν καταρτίστηκε και συνέχισε να κερδίζει πολλά χρήματα μετά το τέλος της καριέρας του.
Οι αριθμοί βέβαια για τους καπνιστές ή για τους αθλητές δεν δείχνουν ένα τόσο αισιόδοξο σενάριο και, παρόλα αυτά, ο αθλητής/τρια δεν πιστεύει ότι θα τύχει το κακό σε εκείνον/η και λειτουργεί με αισιοδοξία.
Πιστεύει πως τα άσχημα μετά το τέλος της καριέρας είναι μία «αλήθεια» μόνο των άλλων…
Σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της αθλητικής καριέρας παίζει και το υπόβαθρο. Στην Αμερική συναντάμε πολλές ιστορίες παικτών που δεν έχουν την ικανότητα ή τη διάθεση να διαχειριστούν τα χρήματά τους.
Είναι αθλητές όπως ο Άλεν Άιβερσον, ο Λαμάρ Όντομ, ο Ντένις Ρόντμαν, που έζησαν δύσκολα παιδικά χρόνια. Όποιος δεν έχει περάσει στιγμές σαν εκείνους μπορεί να τους κρίνει εύκολα για το πού βρίσκονται μετά την καριέρα τους.
Αν με ρωτούσατε για αυτό το θέμα πριν σπουδάσω, θα έλεγα πως δεν μπορώ να το αντιληφθώ και πως είναι προσωπική αποτυχία αυτών των ατόμων. Δεν είναι, όμως, έτσι. Το κατάλαβα όταν άρχισα να μελετώ τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ένα εύπεπτο παράδειγμα που έχω στο μυαλό είναι ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Όταν είχε μπει στο νοσοκομείο και κινδύνευε η ζωή του, λόγω των καταχρήσεων, είχε γίνει μια σχετική συζήτηση σε ένα πάνελ στη γερμανική τηλεόραση.
Η ερώτηση ήταν «πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, από τόσο ψηλά να φτάσει εκεί που έφτασε;».
Η απάντηση ενός ψυχολόγου που είχε προσκληθεί ήταν απλή: «Παίρνετε ένα παιδί, από μία φτωχογειτονιά, όπου έφτιαχναν μπάλες από ρούχα και τις κλωτσούσαν δρόμο…
»Το παίρνετε από αυτό το περιβάλλον και το τοποθετείτε σε ένα περιβάλλον με εκατομμύρια. Πιστεύετε ότι αυτό το παιδί ήταν ώριμο, είχε τα εφόδια ώστε να διαχειριστεί την αλλαγή κουλτούρας και κοινωνικού στάτους;».
Στο ΝΒΑ, από το NCAA κιόλας, δίνονται ευκαιρίες σε νέους από γκέτο να σπουδάσουν και να γίνουν επαγγελματίες αθλητές, όμως τους μεταφέρουν άδηλα πως «το σημαντικό δεν είναι οι σπουδές σας, αλλά το άθλημα».
Συνεπώς, τους υποχρεώνουν να ωριμάσουν και να ξεχωρίσουν ως αθλητές και όχι ως φοιτητές. Πώς θα καταλάβουν τι χρειάζεται καθώς θα μεγαλώνουν και δεν θα είναι πια αθλητές;
Εγώ δεν μεγάλωσα, για παράδειγμα, σε ένα περιβάλλον βίας και δεν ήμουν αναγκασμένος να οπλοφορώ. Δεν έζησα φτώχεια και είχα γονείς μορφωμένους.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που μπόρεσα να αποφύγω την κατάρρευση, ή τέλος πάντων να επανέλθω μετά από τις δυσκολίες που βίωσα. Και αυτό δεν είναι προσωπική επιτυχία, αλλά τύχη που βρέθηκα σε αυτό το περιβάλλον.
Στην Ελλάδα δεν υφίσταται μεν τόσο μεγάλο πρόβλημα με την γκετοποίηση, όπως στην Αμερική, ωστόσο στη χώρα μας δεν υπάρχουν προγράμματα ενημέρωσης παιδιών, γονέων, ή κατάρτισης προπονητών για την ολιστική ανάπτυξη του αθλητή/τριας.
Στη Γαλλία και τη Γερμανία εφαρμόζουν αντίστοιχα προγράμματα στήριξης εφήβων αθλητών, όμως οι λίγκες δεν έχουν τα αντίστοιχα για ενήλικες παίκτες.
Κάποιες Ενώσεις Παικτών προσπαθούν να προωθούν το θέμα σπουδών κατά τη διάρκεια της καριέρας, αλλά το θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ακόμη κατάλληλο για να επιτευχθεί μια πρώτη λύση μέσα από ευέλικτα προγράμματα με online ή καλοκαιρινά μαθήματα.
Για παράδειγμα, υπάρχουν κόουτς που θεωρούν ότι ο παίκτης μένει πίσω αν χάσει κάποιες προπονήσεις, κάτι που δεν στηρίζεται σε επιστημονικά ευρήματα. Από την άλλη υπάρχουν καθηγητές που δεν θέλουν να εξισώνουν τα πτυχία με μαθήματα εξ αποστάσεως –αν και στις μέρες του κορονοϊού, είδαμε ότι και η καθολική online εκπαίδευση είναι εφικτή αν γίνει ανάγκη.
Άρα, το πεδίο για δράση είναι ακόμη πολύ μικρό και όπως κι εμένα μου είπαν κάποτε πως αυτά τα δύο δεν συμβαδίζουν, έτσι σκέφτονται ακόμη πάρα πολλοί.
Μετά το τέλος της καριέρας τους, πολλοί παίκτες/τριες αναφέρουν πως φοβούνται τη ρουτίνα. Είναι άτοπο, καθώς ο αθλητισμός είναι μία δύσκολη και συστηματική ρουτίνα γεμάτη προπονήσεις με μονότονα επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Εκτιμώ πως αυτή η φοβία της ρουτίνας εκτός αθλητισμού είναι ο φόβος της απώλειας έντονων συγκινήσεων που προσφέρουν τα σπορ. Αυτό συμβαίνει διότι σαν αθλητές μέσα στην αθλητική ρουτίνα δεν ζήσαμε άλλες, μη-αθλητικές συγκινήσεις και πιστεύουμε ότι μόνο στα γήπεδα τις βιώνουμε.
Ακούμε, πάντως, και εκπληκτικές εναλλακτικές δηλώσεις. Όταν οι Τορόντο Ράπτορς κατέκτησαν το 2019 τον τίτλο του ΝΒΑ, ρώτησαν τον Μαρκ Γκασόλ αν αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του και αποκρίθηκε «όχι. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή είναι η γέννηση των παιδιών μου!».
Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους είχε αφήσει έναν παίκτη του εν μέσω ημιτελικών στη Λιθουανία να ταξιδέψει στη Βραζιλία για τη γέννηση του παιδιού του.
Όταν τον επέκρινε σχετικά ένας δημοσιογράφος, του απάντησε «ότι άλλα πράγματα είναι πιο σημαντικά στη ζωή και αν κάνεις ποτέ παιδιά, θα καταλάβεις».
Είναι ωραίο να βλέπεις πως υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων του αθλητισμού που έχουν μεν «απομονωθεί» στα σπορ, αλλά έχουν την ωριμότητα να βλέπουν και τη σημασία άλλων καταστάσεων στη ζωή, και αυτό είναι σημάδι ψυχολογικής ωριμότητας και ολοκλήρωσης.
Πολλοί αθλητές φοβούνται, επίσης, την εικόνα του «κοινού θνητού». Τρομάζουν στην ιδέα να σταθούν στην ουρά στην τράπεζα ή στο σούπερ μάρκετ, ως ανώνυμοι και όχι ως γνωστοί παίκτες.
Αυτό συμβαίνει γιατί όταν ήμασταν παιδιά αρχίζουμε να «χτίζουμε» την ταυτότητά και δίνουμε αξία σε αυτή. Αν είμαι ο αθλητής, έχω αξία αν είμαι καλός αθλητής. Αν είμαι ο όμορφος, έχω αξία αν είμαι ο όμορφος της παρέας. Παρατηρούμε ανθρώπους που υπέρ-επενδύουν στην σημασία της εξωτερικής εμφάνισης για την αξία που προσδίδουν στον εαυτό τους, και πανικοβάλλονται όταν η ομορφιά τους φθίνει με τον χρόνο.
Το ίδιο παρατηρούμε (κατά κανόνα) και σε αθλητές/τριες -ο τερματισμός της αθλητικής καριέρας συνοδεύεται με την κατάρρευση της αθλητικής ταυτότητας, και συνεπώς με την αξία που προσδίδουν στον εαυτό τους ως άτομα.
Γι’ αυτό και έχει σημασία για τους αθλητές/τριες, επενδύοντας στην ομαλή κοινωνικοποίηση και κατάρτιση/εκπαίδευση, να αποκτήσουν παράλληλα με την αθλητική, μία εναλλακτική ταυτότητα. Αυτή του προπονητή, του επιχειρηματία, του επαγγελματία σε άλλους τομείς.
Μπορούν με αυτόν το τρόπο να προστατευτούν από την κατάρρευση της αθλητικής ταυτότητας τους στο τέλος της αθλητικής τους καριέρας, επενδύοντας στην εναλλακτική και έτσι να συνεχίζουν να προσδίδουν αξία στον εαυτό τους.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ψυχολογική και οικονομοτεχνική προετοιμασία του επαγγελματία παίκτη/τριας.
Στο ΝΒΑ, η ένωση των παικτών προσπαθεί να μάθει στους παίκτες οικονομοτεχνικές λεπτομέρειες, όπως τη οικονομική ρευστότητα, την αξία των επενδύσεων και τα δύο-τρία σενάρια μίας επένδυσης.
Στην οικονομοτεχνική προετοιμασία περιλαμβάνεται και έρευνα, μελέτη ενός παίκτη σχετικά με το πόσα ξοδεύει ο ίδιος και η οικογένειά του, ώστε, ανάλογα με τα έσοδα και τις επενδύσεις του, να προβλεφθεί ένα διάστημα σωστής προετοιμασίας για την δεύτερη, μη αθλητική καριέρα του.
Η προσπάθεια αυτή απαιτεί κυριολεκτικά ο αθλητής/τρια να βγάλει μολύβι και χαρτί και να σημειώνει ατελείωτα νούμερα και να κάνει μαθηματικές πράξεις.
Ο βασικός κανόνας, επίσης, των αθλητών με υψηλά συμβόλαια, είναι η ανησυχία και η φοβία ότι τόσο η οικογένεια όσο και οι φίλοι και γνωστοί τούς πλησιάζουν μόνο με σκοπούς συμφέροντος.
Στην περίπτωση της οικογένειας είναι συχνές οι «ενοχλήσεις» για επενδύσεις. Κάτι που περιλαμβάνει μεγάλο ρίσκο, διότι αν «χαλάσει» η δουλειά, θα φέρει τριβές και στην οικογένεια.
Αν κάποιος επενδύσει όλη την περιουσία του σε μία επιχείρηση, είναι ρίσκο και λάθος. Ένας από τους κυριότερους λόγους χρεοκοπίας των αθλητών στην Αμερική είναι οι επενδύσεις σε ιδέες συγγενών.
Και ακόμη και για την εστίαση, που στην Ελλάδα θεωρείται εύκολη λύση, πρέπει να υπάρχει πληροφορία, προετοιμασία, κατάρτιση, η οποία είναι πολύτιμη, και όχι απλώς μία πρόχειρη λύση.
Θεωρητικά, η αφοσίωση που δείχνει ένας αθλητής/τρια στον στόχο του/της, θα έπρεπε να αποτελεί οδηγό για τις μελλοντικές αποφάσεις του/της. Μονάχα που ο τρόπος που κοινωνικοποιούμαστε μετά τον τερματισμό της καριέρας οφείλει να ξεφύγει από τον κώδικα που έχει αναπτυχθεί στον (ή από τον) αθλητισμό.
Αποχωρώντας από την ενεργό δράση, ο/η αθλητής/τρια παρατηρεί ίσως για πρώτη φορά έναν μη αθλητικό κώδικα επικοινωνίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ο οποίος απαιτεί αυτο-επαναπροσδιορισμό και ενεργοποίηση μίας εναλλακτικής μη-αθλητικής ταυτότητας για την επιτυχή ενσωμάτωση στο κοινωνικό σύνολο.
Όσο πιο νωρίς έχει αρχίσει αυτή τη διαδικασία, τόσο πιο εύκολη θα είναι η μετάβασή του/της στη δεύτερη καριέρα, στη δεύτερη ζωή. Και από εμπειρία μπορώ να πω ότι είναι εξίσου ωραία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Παυλίδης: «Το στίγμα του αντί-ντόπινγκ»
Τάκης Καρατζουλίδης: Εναλλακτικές προτάσεις σπουδών μέσω αθλητισμού
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Ψυχοθεραπεία» / Εβίνα Μάλτση: «Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει;»
Ευθύμης Ρεντζιάς: «Να έκλεβα λίγο χρόνο»
Κώστας Κασταμονίτης: «Μην πυροβολείτε τον αθλητή!»