Τα τεράστια πόδια του ανοίγουν και στο διάβα τους, με λίγους μόνο τρομακτικούς διασκελισμούς, αφήνουν πίσω τους αχανείς εκτάσεις, ολόκληρα δάση, βουνά και πεδιάδες.
Ένα έξαλλο στοίχημα, μια τρελή αποστολή εκατοντάδες αιώνες πριν. Βαθιά στα δάση του Βορρά στην Κίνα -και τη μυθολογία της- ο Κουά Φου, ένας παντοδύναμος γίγαντας, λέγεται πως βρήκε το θάρρος να τα βάλει με τον Ήλιο. Κάποτε, εξοργισμένος με τις δυνατές του αχτίδες που έκαιγαν κάθε μορφή βλάστησης και εξαφάνιζαν κάθε στάλα νερού από λίμνες και ποτάμια, αποφάσισε να τον κυνηγήσει. Να κυνηγήσει, να πιάσει και να δαμάσει τον Ήλιο. Έτρεχε από πίσω του εννέα μερόνυχτα, σπρίνταρε προς τον ουρανό και άπλωνε τα γιγαντιαία του χέρια του για να τον φτάσει. Μα η τρελή, απέλπιδα, προσπάθειά του δεν θα μπορούσε να τον βγάλει νικητή. Όσο πλησίαζε τον Ήλιο, ο Κουά Φου έλιωνε, ένιωθε την καυτή “ανάσα” του πάνω στο κορμί του, ώσπου δεν άντεξε. Εξουθενωμένος από το κυνήγι, καταβεβλημένος από τη ζέστη κι απογοητευμένος, σωριάστηκε στο έδαφος και πέθανε από τη δίψα του, χωρίς να καταφέρει ποτέ να δαμάσει τον Ήλιο. Έζησε όμως στους κινέζικους θρύλους, στις ιστορίες που μέχρι σήμερα ακούν τα παιδιά από τους μεγαλυτέρους.
Και κάπως έτσι τα κατάφερε, δίχως να τα καταφέρει. Έμεινε αιώνιος, για πάντα ανεξίτηλος στη μυθολογία ενός λαού, χωρίς καν να πετύχει. Όπως έκανε ακόμα ένας γίγαντας κάτι χιλιετίες μετά στον Βορρά της Αγγλίας. Ένας τύπος που επίσης τα κατάφερε, δίχως να τα καταφέρει. Ο Ντιβόκ Οριγκί.
Ο παίκτης που δεν χρειάστηκε να πετύχει για να γίνει θρύλος και να αποτυπωθεί στο διηνεκές στη μυθολογία της Λίβερπουλ. Χρειάστηκε απλώς να είναι αυτός που ήταν, χαμένος για καιρό μα “εκεί” στις στιγμές της συμπυκνωμένης σπουδαιότητας, οι οποίες ήταν αρκετές για να κλειδώσουν το όνομά του στις κόκκινες καρδιές και να πετάξουν το κλειδί. Για χάρη του τύπου που δεν κατάφερε -σχεδόν- τίποτα. Και ταυτόχρονα τα πάντα.
Τα φώτα στο wonderkid
Εκείνο το πανύψηλο για την ηλικία του παιδί έψαχνε καλά στις πρώτες του αναμνήσεις, κάθε φορά που μια μπάλα βρισκόταν στα πόδια. Και σε αυτές έβρισκε πάντα τον μπαμπά του. Ήταν μόλις τριών ετών, μα οι εικόνες αποτυπώθηκαν καλά μέσα του.
Ο ίδιος λέει μέχρι σήμερα πως, αν δεν είχε δει τον μπαμπά του να οδηγεί την Γκενκ στο πρώτο Πρωτάθλημα της ιστορίας της, πιθανότατα δεν θα είχε γίνει καν ποδοσφαιριστής.
Ο Μάικ Οριγκί άφησε την Κένυα για να κυνηγήσει το ποδοσφαιρικό του όνειρο και κατέληξε στο Βέλγιο. Εκεί όπου σκόραρε ασταμάτητα κι εκεί που είδε τον γιο του να έρχεται στη ζωή, ήδη προσβεβλημένο από το μικρόβιο της μπάλας. Μάλλον δεν υπήρχε καν επιλογή για τον μικρό Ντιβόκ.
Ο πατέρας του ήταν ποδοσφαιριστής, το ίδιο και οι τρεις θείοι του. Πώς θα μπορούσε να μην ακολουθήσει κι αυτός τον ίδιο δρόμο;
Η Γκενκ τού έδωσε το πρώτο του ποδοσφαιρικό “σπίτι”, με την ελπίδα πως θα γίνει τόσο καλός όσο ο μπαμπάς του. Μα γρήγορα φάνηκε πως οι προσδοκίες της ήταν πολύ ταπεινές. Τόσο που η Λιλ αποφάσισε μόλις στα 15 του να τον κάνει δικό της, να τον δουλέψει από νωρίς για να τον εκτοξεύσει. Σύντομα θα άρχιζε να δικαιώνεται. Ο Ντιβόκ θα ζωγράφιζε το μοτίβο ολόκληρης σχεδόν της καριέρας του ήδη από το ντεμπούτο του.
Ήταν 16 χρόνων, όταν ο Ρούντι Γκαρσιά αποφάσισε να του δώσει το βάπτισμα του πυρός σε ένα παιχνίδι που είχε στραβώσει κόντρα στην Τρουά. Έξι λεπτά μετά ο Οριγκί κάρφωνε την μπάλα στα δίχτυα με το κεφάλι, για να σώσει την κατάσταση με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Όπως θα έκανε πάντα. Ο μικρός είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του προπονητή του, αφού ο Γκαρσιά έβλεπε σε εκείνον ένα υπερταλαντούχο παιδί που μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα οποιουδήποτε παιχνιδιού, ερχόμενος από τον πάγκο. Άλλωστε, αυτή του η ικανότητα σε συνδυασμό με τις πολλές του συμμετοχές με τη Λιλ μόλις στα 17 του αποτέλεσαν το διαβατήριό του για τα γήπεδα της Βραζιλίας και το Μουντιάλ του 2014.
Όποιος είχε αγνοήσει την ανάδυσή του από το Γαλλικό Πρωτάθλημα δεν είχε πλέον επιλογή παρά να του δώσει σημασία.
Ήταν ώριμος, πιο σύνθετος από ένα φορ περιοχής, γρήγορος και δυνατός και οι εμφανίσεις του με την Εθνική του ομάδα τού κόλλησαν την ταμπέλα του «wonderkid».
Πράγματι, οι υποσχέσεις ήταν εκεί. Είχε πίσω του μια πολύ καλή σεζόν με τη Λιλ και έκανε τη διαφορά και στη διεθνή σκηνή. Τα καλύτερα φαινόταν να είναι μπροστά του, η Λίβερπουλ πείστηκε πως μπορεί πάνω του να βασίσει το μέλλον της και τον έντυσε στα κόκκινα. Το όνομά του πλέον βρισκόταν σε τίτλους και πρωτοσέλιδα, τα οποία μιλούσαν για το Next Big Thing των «Reds» και ο ίδιος κλήθηκε να προσαρμοστεί στις προσδοκίες, να σηκώσει το βάρος του potential του.
Από τη διάσωση του Κλοπ στον πάτο της Γερμανίας
Πριν καν πάντως ο καιρός κυλήσει, ο Οριγκί έδειξε πως δεν θα βαδίσει στα βήματα του ξεπετάγματός του. Ίσως λόγω της πίεσης, ίσως επειδή όσα περίμεναν από εκείνον ήταν μάλλον υπερβολικά. Το μόνο σίγουρο ωστόσο ήταν πως αυτή η ταμπέλα του «wonderkid» που καλούταν να κουβαλήσει δεν τον βοήθησε.
Αφού τον αγόρασε, η Λίβερπουλ τον άφησε με δανεισμό στη Λιλ, προκειμένου να πάρει ακόμα περισσότερα παιχνίδια στα πόδια του. Τα πήρε, μα μαζί πήρε και την κατηφόρα. Ο Οριγκί δεν θύμιζε σε κάτι το παιδί που είχε κερδίσει την προσοχή του κόσμου και συμβιβάστηκε με παρενθέσεις λάμψης που δύσκολα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επένδυση της Λίβερπουλ.
Κι όμως τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα πιο δύσκολα για τον Ντιβόκ. Γιατί, όταν εν τέλει εγκαταστάθηκε στο Anfield, βρήκε ένα περιβάλλον που δεν θα μπορούσε σε τίποτα να βοηθήσει ένα παιδί να γίνει η καλύτερη έκδοση του εαυτού του. «World class», είχε πει για εκείνον ο Μπρένταν Ρότζερς, αλλά στην πράξη δεν φάνηκε να τον εμπιστεύεται ούτε στο ελάχιστο.
Ο Βορειοιρλανδός κόουτς δεν ήταν διατεθειμένος να ενδιαφερθεί για την εξέλιξη του Ντιβόκ, του έδινε μόνο κάποια σκάρτα ελάχιστα λεπτά συμμετοχής, ωστόσο σύντομα θα γινόταν παρελθόν και στη θέση του θα ερχόταν ο άνθρωπος που θα άλλαζε τα πάντα. Τόσο για τη Λίβερπουλ όσο και για τον Οριγκί.
Ο Γιούργκεν Κλοπ κατέφτασε στο Anfield και σχεδόν άμεσα έδωσε φτερά στα πόδια του Βέλγου φορ, όπως μόνο εκείνος ξέρει να κάνει με τους ποδοσφαιριστές του. Ο Ντιβόκ άρχισε να παίζει κι έπειτα να σκοράρει. Να παίζει και να σκοράρει ξανά και ξανά, να γίνεται σημαντικός και να δικαιώνει τον προπονητή του. Για πρώτη -και ίσως και τελευταία φορά- ο τίτλος του «wonderkid» φαινόταν πως μπορεί τελικά να είχε ουσία κι ένας «wonderman» να βρίσκεται στο μέλλον αυτού του παιδιού. Του παιδιού που ήδη είχε αρχίσει να χτίζει μια ξεχωριστή σχέση με μια από τις πιο ξεχωριστές κερκίδες του κόσμου.
Εκείνος ήταν εκεί στις πιο σημαντικές στιγμές, είχε ρόλο και γκολ εντός κι εκτός έδρας απέναντι στην Ντόρτμουντ, σε εκείνα τα τρελά προημιτελικά και την ανατροπή του Anfield, είχε γκολ απέναντι στην άσπονδη αντίπαλο, Έβερτον. Μα στο ίδιο ματς, στο ντέρμπι του Μέρσισαϊντ, το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί συνέβη. Ο Φούνες Μόρι πάτησε πάνω στον αστράγαλό του με τα εξάταπά του και τον διέλυσε.
Ενώ όλα έδειχναν σαν όμορφος πρόλογος των ακόμα ομορφότερων που μπορούσαν να ακολουθήσουν, ο Οριγκί αναγκάστηκε να πει “αντίο” στη σεζόν από την άνοιξη και επί της ουσίας να επιστρέψει σχεδόν στα μέσα της επόμενης χρονιάς. Τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ήταν σαν ο Ντιβόκ να είχε χάσει το τρένο της αλλαγής, να είχε μείνει πίσω, προτού προλάβει να επιταχύνει μαζί του.
Η νέα Λίβερπουλ χτιζόταν κι εκείνος προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του, περιορισμένος στον ρόλο της χρυσής αλλαγής, η οποία στο τέλος δεν αποδεικνυόταν και τόσο χρυσή. Οι «Reds» άλλαζαν επίπεδο και ο Οριγκί δεν ανήκε σε αυτό.
Θέλοντας απλώς να παίζει, το επόμενο καλοκαίρι κυνήγησε τον δανεισμό του και κατέληξε στη Βόλφσμπουργκ. Μα ούτε εκεί εντυπωσίασε. Σκόρπια γκολ, περίοδοι ξηρασίας, παρά το ενθαρρυντικό ξεκίνημα. Μετριότητα. Όσο οι συμπαίκτες του στη Λίβερπουλ έφταναν μια ανάσα από το Champions League στον Τελικό του Κιέβου κόντρα στη Ρεάλ, εκείνος βρισκόταν στη ζώνη του υποβιβασμού με τους «Λύκους».
Η επιστροφή αυτού του Ντιβόκ σε αυτή την ομάδα έδειχνε να είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Μα ποιος να μπορούσε να φανταστεί πως η επιστροφή των «Reds» στον ευρωπαϊκό τους θρόνο θα περνούσε από τα πόδια αυτού του τύπου, ο οποίος έναν χρόνο πριν ζοριζόταν στον πάτο της Γερμανίας;
Ο οιωνός του τελειωμένου
Κανείς δεν ξέρει αν ευθύνεται η μοίρα, η ιστορία ή κάποια άγνωστη συμπαντική δύναμη. Είναι στιγμές που είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Έχουν μια σημασία που αρχικά είναι απόλυτα θολή, την ώρα που ξεδιπλώνονται είναι σχεδόν απίθανο να διακρίνει κανείς την πραγματική τους αξία. Περνούν κάτω από τα ραντάρ, μα στην πραγματικότητα προοικονομούν το μέλλον. Και τα πάντα βγάζουν νόημα αργότερα, όταν όλες οι τελείες έχουν συνδεθεί.
Όπως εκείνο το γκολ. Τελευταία δευτερόλεπτα, το Anfield στο πόδι στο ντέρμπι με την Έβερτον. Δεν παίζεται μόνο το κύρος. Ήταν φανερό πως Μάντσεστερ Σίτι και Λίβερπουλ θα το πάνε μέχρι τέλους στην κούρσα του τίτλου. Κάθε βαθμός μετράει, κάθε απώλεια μπορεί να αποβεί μοιραία. Ειδικά απέναντι στους «Πολίτες» του Γκουαρδιόλα. Οι «Reds» ψάχνουν το γκολ στην τελευταία φάση του ματς που ως τότε δεν είχε σκορ, μα ο Φαν Ντάικ κάνει τραγικό βολέ και στέλνει την μπάλα στον ουρανό. Ο αρχηγός της Λίβερπουλ γυρνάει αμέσως την πλάτη του προς το τέρμα και στο εξοργισμένο πρόσωπό του αποτυπώνεται η απογοήτευση, η χαμένη πίστη ολόκληρου του γηπέδου.
Ολόκληρου του Anfield πλην ενός. Αυτού με το «27» στην πλάτη. Πλησιάζει στο τέρμα σιγά-σιγά, παρακολουθώντας την μπάλα που έχει εκτοξευθεί στον ουρανό, ο Πίκφορντ προσπαθεί να υπολογίσει την πορεία της, μα τη χάνει και ξαφνικά τη βλέπει να καταλήγει στα δίχτυα του. Έχει μεσολαβήσει ένα δοκάρι και το κεφάλι του Ντιβόκ Οριγκί, ο οποίος κυνήγησε την πιο σκοτωμένη φάση για το πιο “Οριγκί” γκολ. Το πιο απρόσμενο τέρμα για τον πιο απρόσμενο ήρωα. Το γκολ που έδωσε τον τόνο μιας ολόκληρης σεζόν.
Ο Βέλγος δεν είχε θέση στη Λίβερπουλ, ο Κλοπ δεν μπορούσε να του υποσχεθεί τίποτα. Ήξερε όμως ότι απευθυνόταν σε έναν παίκτη που ποτέ δεν θα έβαζε τον εαυτό του πάνω από την ομάδα, κάποιον που δεν θα σταματούσε να παλεύει. Κανείς δεν πίστευε στον Οριγκί.
Κανείς εκτός από τον Ντιβόκ. Ήταν Δεκέμβριος. Εκείνο το γκολ απέναντι στην Έβερτον ήταν το πρώτο του στη σεζόν. Δεν έπαιζε και ρεαλιστικά δεν θα μπορούσε να παίζει, όταν μπροστά του είχε τους Μανέ, Φιρμίνο και Σαλάχ στην πιο φονική τους εκδοχή. Ήταν όμως εκεί, όπως πάντα, όταν η Λίβερπουλ τον χρειαζόταν.
Και η επόμενη φορά που συνέβη αυτό έμελλε να συνδεθεί με ένα ανεπανάληπτο έπος, δύο γκολ και τρεις λέξεις: «Corner taken quickly».
Το σώμα θυμάται καλύτερα με την καρδιά
«Ο κόσμος θα γράψει βιβλία για εκείνον. Αν δεν το κάνει, θα γράψω εγώ», είπε για χάρη του ο Γιούργκεν Κλοπ. Για τον απροσδόκητο ήρωα που έδωσε το έναυσμα της χρυσής εποχής του Γερμανού στους «Reds», ορίζοντας με τα δικά του πόδια τον ρου της ιστορίας, πρωταγωνιστώντας με τον πιο παρανοϊκό τρόπο στον πρώτο τίτλο του Κλοπ στη Λίβερπουλ.
Μα ο πιο παρανοϊκός τρόπος έγινε συνώνυμος του πιο “Οριγκί” τρόπου. Το έπος του Anfield κόντρα στην Μπαρτσελόνα, εκείνη η ασύλληπτη ανατροπή και τεσσάρα, το εισιτήριο για τον Τελικό της Μαδρίτης, ήταν η δική του στιγμή.
Βρέθηκε από το πουθενά στην αρχική ενδεκάδα μιας σμπαραλιασμένης από τραυματισμούς Λίβερπουλ. Άναψε τη φλόγα της πίστης κι έπειτα την εξαπέλυσε προς τους σοκαρισμένους «Blaugrana». Με δύο σουτ. Τα δύο πρώτα του σουτ σε όλη τη διοργάνωση. Ένα στο 7′ κι ένα στο 79′, όταν μόνο εκείνος διαισθάνθηκε τη στιγμή ευφυίας του Αλεξάντερ-Άρνολντ και μετέτρεψε το -iconic πια- «corner taken quickly» του Στιβ Χάντερ σε άναρθρες κραυγές ποδοσφαιρικής ηδονής, σε απόλυτα τρελή ευτυχία για την πιο σοκαριστική ανατροπή στην ιστορία του Champions League.
Ήταν το γκολ που έβαλε για πάντα το όνομά του στα βιβλία της ιστορίας των «Reds», το γκολ που τους έστειλε στον Τελικό απρόσμενα, το γκολ που ψηφίστηκε από τους φίλους τους ως το σπουδαιότερο στα 130 χρόνια του συλλόγου. Το δεύτερο τέρμα του με δύο σουτ σε όλο το Champions League.
Τι έκανε με το τρίτο του σουτ; Κλείδωσε το έκτο για τη Λίβερπουλ, περνώντας ως αλλαγή στη Μαδρίτη, για να σκοτώσει τα όνειρα της Τότεναμ και να πραγματοποιήσει αυτά των «Reds».
Έναν χρόνο πριν δεν υπήρχε στο μυαλό των περισσότερων φίλων της Λίβερπουλ και τώρα δεν έβγαινε από τα χείλη τους.
Γιατί ήταν εκεί, ο πιο απρόσμενος ήρωας στις πιο απρόσμενες στιγμές. Στιγμές συμπυκνωμένης σπουδαιότητας, στιγμές που γύρισαν την πλάτη τους στη συνέπεια, ήταν υπεραρκετές για να τον καταστήσουν θρύλο του συλλόγου. Υπεραρκετές για να τον κλειδώσουν για πάντα στις κόκκινες καρδιές.
Και το σώμα, ο άνθρωπος (ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με ποδόσφαιρο), θυμάται πάντα καλύτερα με την καρδιά. Θυμάται αυτά που νιώθει καλύτερα από αυτά που σκέφτεται και βλέπει τα συναισθήματα να ξεπερνούν τη λογική.
Όπως ο ίδιος ο Οριγκί ξεπέρασε τη λογική. Εκείνος δεν κυνήγησε μια πύρινη σφαίρα όπως ο Κουά Φου αλλά το όνειρό του. Και η αλήθεια είναι πως δεν έφτασε ποτέ σε αυτό, δεν έγινε ποτέ ο καλύτερος επιθετικός στον πλανήτη, δεν μπήκε καν στη σχετική κουβέντα, δεν μπόρεσε ποτέ να πρωταγωνιστήσει με διάρκεια σε οποιοδήποτε επίπεδο. Όπως ο Κουά Φου δεν μπόρεσε να δαμάσει τον Ήλιο. Μα και ο Ντιβόκ τα κατάφερε. Δίχως ακριβώς να τα καταφέρει. Γιατί είδε το όνομά του να γίνεται ολόκληρο κεφάλαιο στη μυθολογία ενός τεράστιου συλλόγου και ακροβάτησε ανάμεσα στο τίποτα και τα πάντα.
Τα 41 γκολ του σε 175 εμφανίσεις πιθανότατα δεν λένε τίποτα, μα το όνομά του ακόμη σημαίνει -και θα σημαίνει- τα πάντα για αμέτρητους οπαδούς της Λίβερπουλ. Με τον ίδιο τρόπο που ο Ντιβόκ Οριγκί δεν κατάφερε -σχεδόν- τίποτα. Και ταυτόχρονα τα πάντα. Ακριβώς επειδή θα μείνει για πάντα χαραγμένος στις κόκκινες καρδιές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: