Εφτά σε παίρνει αριστερά μην το ζορίζεις, μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη. Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις. Κι ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι. Ο μικρός…
Ο Ζοάο εκείνο το πρωί είχε περάσει να πάρει το μικρό Κάρλος και να τον πάει στα ερείπια του Σάο Μιγκέλ ντας Μισόες, το μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς στη νοτιότερη πολιτεία της Βραζιλίας, το Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Το Ιζούι τότε ήταν ακόμη η γη της πολυπολιτισιμικότητας. Δεκάδες κουλτούρες αναμειγνύονταν μεταξύ τους, πολλές φορές ανοίκειες και παράταιρες. Λιθουανοί, Ουκρανοί και Πολωνοί εμιγκρέδες, Ισπανοί που ξώμειναν από τα λιμάνια, Ιταλιάνοι που μπήκαν στο πρώτο υπερωκεάνιο για να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια, Γερμανοί που το έβαλαν στα πόδια μπροστά στη θηριωδία ενός πολέμου που δεν ήταν δικός τους.
Η φαμίλια των Βέρι κρατούσε από το Πιεμόντε, μετανάστευσαν στο Πόρτο Αλέγκρε για, τι άλλο, μια καλύτερη τύχη. Από το κρύο και τη σκοτείνια της βόρειας Ιταλίας στη διασταύρωση πολιτισμών του Ρίο Γκράντε. Μετανάστες, ναυτικοί, ταξιδιώτες, άνθρωποι που αποφάσισαν να ξεκινήσουν απ’ το μηδέν. Στη Δύση η Αργεντινή, στο Νότο η Ουρουγουάη, μπροστά μονάχα ο ωκεανός. Δεν ήταν αμιγώς Βραζιλία στη δεκαετία του ’60 και του ’70 το Ρίο Γκράντε. Ήταν κάτι άλλο, κι αυτό καθρεφτιζόταν και στη συμπεριφορά και τη νοοτροπία των ανθρώπων του.
Ο αδερφός του Ζοάο, ο Εντελσέου, αγάπησε μια γερμανικής καταγωγής κοπέλα, τη Μαρία. Καρπός του έρωτά τους ήταν εκείνος ο μικρός, ο Κάρλος. Κάρλος Καετάνο Μπλέντορν Βέρι, όλοι όμως τον φώναζαν «μικρό», όπως ο θείος του. «Μικρούλη», όπως ο νάνος απ’ το παραμύθι της Χιονάτης, «ντούνγκα» στην τοπική slang.
Άργησε να αναπτυχθεί πολύ ο «ντούνγκα». Λιγομίλητος, προσεκτικός, τακτικός, καχύποπτος. Ευρωπαϊκή μορφή, δυτικοευρωπαϊκή νοοτροπία, θαρρείς και έπρεπε να κουβαλήσει το dna της οικογενείας του.
Επιμελής μαθητής, μέχρι τις τελευταίες τάξεις δεν του ‘χε περάσει καν η σκέψη να ασχοληθεί σοβαρά με τη μπάλα. Τη δεκαετία του ’70 όμως, ειδικά μετά τον μυθικό Τελικό του Azteca, ήταν αδύνατον για οποιοδήποτε παιδί να μην ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο.
Κάθε παιδικό κι εφηβικό δωμάτιο είχε σε περίοπτη θέση τη φωτογραφία “εκείνης” της Εθνικής Βραζιλίας. Της καλύτερης Βραζιλίας όλων των εποχών. Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Τοστάο, Ζέρσον, Κάρλος Αλμπέρτο, η λίστα ατέλειωτη. Το πρώτο έγχρωμο Μουντιάλ στην ιστορία, το κατά κοινή ομολογία καλύτερο και πιο επιδραστικό τουρνουά στην Καινή Διαθήκη του σπορ.
Τού ‘μεινε το «ντούνγκα» του Κάρλος, έτσι συστήθηκε την πρώτη του μέρα στο Μπέιρα Ρίο, το καινούριο και φανταχτερό γήπεδο της Ιντερνασιονάλ στις όχθες του ποταμού Γκουάιμπα. Είχε ξεπεράσει το 1.70μ., μπορούσε κάλλιστα να αποτινάξει από πάνω του το παρατσούκλι, αλλά του άρεσε και το διατήρησε σε όλες του τις δραστηριότητες. «Είμαι ο μικρός και παίζω στο κέντρο». Έκανε εντύπωση στους προπονητές η συμπεριφορά του, η ψυχραιμία του, η αυτοπεποίθησή του.
Δεν ήταν εντυπωσιακός, δεν ήταν φαντεζί, δεν έκανε τρίπλες, δεν είχε τίποτα το “βραζιλιάνικο” επάνω του. Διηύθυνε όμως με μαγικό τρόπο τους υπολοίπους, τους “τακτοποιούσε”, ηρεμούσε το τέμπο, είχε αντιστρόφως ανάλογη με τα τεχνικά του προσόντα αντίληψη του παιχνιδιού. Πρωτοεμφανιζόμενο τάλαντο εκείνη την εποχή η “εγκεφαλικότητα” στη μεσαία γραμμή και στα μετόπισθεν. Μπεκενμπάουερ, Κρολ, Πασαρέλα. Αρκούσε μια παλάμη για να τους μετρήσεις όλους.
Επί της ουσίας, ο «μικρός» ήταν ένας μοντέρνος σέντερ χαφ, ένας λίμπερο στη μεσαία γραμμή. Η συγκεκριμένη θέση στο ποδόσφαιρο απαιτεί εμπειρία, παραστάσεις, απόλυτη γνώση καταστάσεων. Εκείνος ήταν 17 χρόνων, άγουρος, άπειρος, δίχως ταχύτητα για να καμουφλάρει τις ελλείψεις του. Κι όμως οι λοιποί πιτσιρικάδες τον άκουγαν ευλαβικά, εκτελούσαν στο ακέραιο τις παραινέσεις του.
Ο Ντούνγκα ήταν από εκείνους τους ποδοσφαιριστές που έδειχναν με το χέρι στους συμπαίκτες τους πού πρέπει να πάνε για να υποδεχθούν τη μπάλα, πώς θα κινηθούν για να εξυπηρετηθεί το τακτικό πλάνο της ομάδας, γιατί πρέπει να καθυστερήσουν την ανάπτυξη, πότε πρέπει να κερδίσουν μέτρα στο γήπεδο. Τρόπον τινά ένας εκκολαπτόμενος οιονεί αρχηγός, μια φιγούρα ταγμένη να φορέσει περιβραχιόνιο, όταν οπλιστεί με εμπειρία και παραστάσεις.
Δεν έπαιξε πολύ μια τετραετία στην Ιντερνασιονάλ. Καθόταν στον πάγκο, παρατηρούσε, την περισσότερη δουλειά την έβγαζε στις προπονήσεις. Και το λίγο του όμως ήταν πολύ για τους scouts της Φιορεντίνα στο Πόρτο Αλέγκρε. Αγοράστηκε στο πλαίσιο της μεταγραφής του σπουδαίου Σόκρατες, πριν κλείσει τα 21, ενόσω είχε σκάρτη ντουζίνα συμμετοχών στο Πρωτάθλημα. Οι Τοσκάνοι τον είχαν δει όμως στο Μεξικό, στο Παγκόσμιο Νέων του ’83. Ο Ντούνγκα το είχε σηκώσει μέσα στο Azteca, το στάδιο των ονείρων της παιδικής του ηλικίας.
Όταν το καλοκαίρι του ’84 εκπροσώπησε ξανά τα Εθνικά χρώματα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, ανήκε ήδη στο δυναμικό των «Βιόλα». Οι πιτσιρικάδες Βραζιλιάνοι και εκεί έφτασαν ψηλά, κατέκτησαν το Αργυρό μετάλλιο, παίζοντας εντυπωσιακό ποδόσφαιρο. Οι 10 στους 11.
Γιατί ο Ντούνγκα ήταν ο μοναδικός που έκανε τη βρώμικη δουλειά, ο μοναδικός που, αντί να σκέπτεται την επίθεση και το κοινό που διψούσε για τρίπλες και κόλπα, προσέθετε σκοπιμότητα στο joga bonito. Από τότε, από τα 21 του, ήταν ένεση ρεαλισμού στο μυαλό ενός αλλόφρονου ποδοσφαιρικού μοντέλου που είχε μείνει κολλημένο στα ένδοξα 70s και το κλέος του Azteca.
Η «Φιόρε» αποφάσισε να τον αφήσει να παίξει στην πατρίδα του, προκειμένου να κάνει το μεγάλο ταξίδι έτοιμος. Η πρόσκρουση με το ιταλικό ποδόσφαιρο, την ευρωπαϊκή εκδοχή του σπορ, θα ήταν συντριπτική. Στο άναρχο Βραζιλιάνικο Πρωτάθλημα, η εμπειρία του Κάρλος ήταν υπεραρκετή, το τακτικό και σκληρό Campionato της δεκαετίας του ’80 θα τον κατάπινε μεμιάς.
Πηγαίνει δανεικός στην Κορίνθιανς, στην Τιμάο σκοράρει το παρθενικό του γκολ στο Πρωτάθλημα. Είναι γεγονός ότι σκοράρει και μετέχει στο επιθετικό παιχνίδι ελάχιστα, δεν ενθουσιάζει το κοινό, δεν “γεμίζει το μάτι” σε κανέναν. Νέος δανεισμός στο Σάο Πάουλο, στη Σάντος, «την ομάδα του Πελέ». Οι ειδικοί κάνουν λόγο ότι έχει μείνει στάσιμος, ότι η έλλειψη ταχύτητας και φαντασίας τον καθιστά ανήμπορο να παρακολουθήσει τους ρυθμούς ενός ποδοσφαίρου που αλλάζει.
Η Ευρώπη έχει κάνει στροφή στους αρτίστες. Μαραντόνα, Πλατινί, Ζίκο. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα έχουν ερωτευτεί την τέχνη του περιττού, κυνηγούν τα αστέρια που γεμίζουν τα γήπεδα. Ο Ντούνγκα το περιττό το θεωρούσε σπατάλη, στο νου του ήταν η καταστροφή του, όχι η ανάδειξή του. Τα χρόνια φάνταζαν χαμένα, στην ουσία θωράκιζε την πανοπλία του, γέμιζε εμπειρίες. Τελευταίος σταθμός πριν την άφιξη στη “μπότα”, η Βάσκο Ντα Γκάμα.
Ξανά ισχνή παρουσία, ξανά μονοδιάστατο, “σκεπτόμενο” ποδόσφαιρο, εκείνο που λατρεύουν οι τακτικιστές και μισεί ο κόσμος.
Ο Ντούνγκα διέθετε το καταπληκτικό ρεκόρ να μην αγωνίζεται πολύ στο εθνικό Πρωτάθλημα, αλλά να καλείται αδιάκοπα στην Εθνική ομάδα. Εκτός από ανήκουστο ήταν και παράλογο για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής.
Κι όμως, στα αποδυτήρια τον σέβονταν όλοι, υπάκουαν σαν να επρόκειτο για τον προπονητή τους, τον ρωτούσαν για την ανάγνωση του παιχνιδιού. Ο σεβασμός εμπνέεται, δεν απαιτείται. Κι ο «μικρούλης» είχε πια πατήσει τα 24 και φαινόταν ήδη 30. Έφτασε στην Τοσκάνη χωρίς τυμπανοκρουσίες, πιο πολύ σαν τελειωμένη ιστορία, σαν υποχρέωση που έπρεπε να βγει. Η «Φιόρε» τον έστειλε ξανά δανεικό, αυτή τη φορά στην Πίζα.
Κοντά δυο ώρες δρόμο, για να μπορεί να τον παρακολουθεί στενά και να αξιολογήσει εάν μπορεί να ανταπεξέλθει. Ο Τζουζέπε Ματεράτσι από τον πρώτο μήνα δεν πίστευε ότι είχε ένα τέτοιο διαμάντι στο θησαυροφυλάκιό του. Ήταν ο μοναδικός που δεν εξεπλάγη από τις εμφανίσεις του Ντούνγκα, επειδή τον ζούσε καθημερινά στις προπονήσεις.
Ο Ντούνγκα όχι απλώς προσαρμόστηκε αμέσως στο Ιταλικό Πρωτάθλημα αλλά έγινε αμέσως ο ηγέτης των «κυανόμαυρων». Η Πίζα έπαψε να είναι γνωστή μονάχα για τον στραβό Πύργο της, πλέον καμάρωνε για την ομάδα της. Από καταδικασμένη εκ των προτέρων εις.. δις θάνατον λόγω της εμφανούς έλλειψης ποιότητας και ταλέντου, η Πίζα, καθοδηγούμενη από έναν εκπληκτικό Ντούνγκα, σώθηκε άνετα, υπηρετώντας το πιο “ιταλικό” ποδόσφαιρο σε ολόκληρο το Campionato.
Η πυκνότητα του παιχνιδιού του Ντούνγκα, η κανονικότητα των επιδόσεών του, η ηγετική του παρουσία τον ανέδειξαν κορυφαίο ξένο του Πρωταθλήματος, πολυτιμότερο παίκτη και αποκάλυψη μιας ολόκληρης σεζόν. Προστατεύει την άμυνα με μαεστρικό τρόπο, ανακτά μπάλες σε απίστευτη ποσότητα, είναι η ιδανικότερη άγκυρα στο παιχνίδι των Πιζάνων. Τα κάνει όλα μ’ εκείνο το ήρεμο, πράο στυλ, με εκείνη την εκνευριστική φυσικότητα που δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας σε ολόκληρη την ομάδα.
Στη Φιορεντίνα έχουν ήδη μετανιώσει για το δανεισμό του, είναι πεπεισμένοι ότι άργησαν, στην ουσία όμως άθελά τους είχαν ήδη δημιουργήσει ένα είδωλο, πριν καν ο Κάρλος πατήσει το πόδι του στο χορτάρι του Franchi. Στη Φλωρεντία οι οπαδοί ουδέποτε τον αγνόησαν ή δυσανασχέτησαν με το “τετράγωνο” ποδόσφαιρο που πρέσβευε.
Επιβλήθηκε γιατί γι’ αυτό ήταν φτιαγμένος, για να ηγείται.
Έμφυτη τακτική ευφυΐα, εξαιρετικές ικανότητες στο build up της εποχής, πάνω απ’ όλα αμέτρητες ανακτήσεις μπάλας και καθορισμός του ρυθμού. Αυτά σήμερα τα θεωρούμε δεδομένα, στο ποδόσφαιρο εκείνων των καιρών ήταν πολυτέλειες και αδύνατον να μετουσιωθούν από έναν και μόνο ποδοσφαιριστή στον αγωνιστικό χώρο και τα αποδυτήρια.
Ο Ντούνγκα, όπου χρειαζόταν, σήκωνε αντιπάλους στον αέρα, δεν υπήρχε αστράγαλος αντιπάλου που δεν υπέφερε, όταν το ματς στράβωνε και η Φιορεντίνα έπρεπε να “ξυπνήσει”. Με τον κρίνο στο στήθος έγινε είδωλο, πού και πού χάριζε και μερικές μεγάλες πάσες με το εξωτερικό, απ’ εκείνες που κάνουν το κοινό να ανοίξει το στόμα και να βγάλει ασυναίσθητα το απόλυτα γηπεδικό «ω», ένα επιφώνημα που δεν θα πεθάνει ποτέ στο ποδόσφαιρο.
Το θράσος, η αγωνιστική κακία, η επιβολή στα αποδυτήρια του χάρισαν αυτοδικαίως το περιβραχιόνιο. Ο πιο σκληρός αρχηγός, ο αδηφάγος τύπος που βάζει τα πόδια στη φωτιά με κατεβασμένες κάλτσες και άγνοια κινδύνου.
Είχε εγκαθιδρύσει το νόμο του, όπως ακριβώς και στην Εθνική Βραζιλίας. Ναι, η Εθνική.
Υπάρχει ένας διαχωρισμός στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο που κρατάει ακόμη, παρότι έχει σκονιστεί από την πάροδο των ετών. «Era Dunga», η «Εποχή του Ντούνγκα», είναι οι λέξεις που καταδεικνύουν μια συγκεκριμένη εποχή στο ποδόσφαιρο της χώρας του καφέ, την εποχή που και ο Σεμπαστιάο Λαζαρόνι και ο Τέλε Σαντάνα τον επέλεξαν ως προμετωπίδα της “μεγάλης στροφής” στο κυνικό ποδόσφαιρο, το πιο αμυντικογενές και τακτικό, προκειμένου να ξανακυματίσει η χρυσοπράσινη σημαία στο υψηλότερο βάθρο.
Η Βραζιλία ενέταξε στο παιχνίδι της τη σκοπιμότητα, έγινε σκληρή, αδίστακτη, υπολογίστρια και χειρουργικά αποτελεσματική. Αρχηγός της ήταν αυτός. Πολύ απλά γιατί δεν γινόταν να είναι άλλος. Κι αν στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας το μοντέλο δεν στέφθηκε με επιτυχία, το ’94 στην Αμερική ο Ντούνγκα επέβαλε το νόμο του και το χρυσό Κύπελλο επέστρεψε στα ανοιχτά χέρια του Ιησού στο Ρίο.
Ο Ντούνγκα είχε αποχωρήσει ήδη μια διετία από τη Φιορεντίνα, οι κόντρες του με τον νέο ιδιοκτήτη, Βιτόριο Τσέκι Γκόρι, έχουν γραφτεί στα βιβλία ιστορίας του ιταλικού calcio. Ο κινηματογραφικός παραγωγός και μιντιάρχης, Τσέκι Γκόρι, ήθελε επισταμένα ανανέωση, ποδόσφαιρο “διασκέδασης”, χαμογελαστό κόσμο στα γήπεδα. τον κυνισμό και το αδηφάγο κυνήγι του αποτελέσματος που υπηρετούσε ο Ντούνγκα τα μισούσε.
Τον έστειλε να προπονείται μέχρι και στη Β’ ομάδα. Ο αρχηγός της Εθνικής Βραζιλίας έκανε προπόνηση με την Primavera της Φιορεντίνα, πλάι στους εφήβους και τ’ αμούστακα παιδιά. Η υπόθεση έφτασε νομοτελειακά μέχρι τα δικαστήρια, καταγγέλθηκαν συμβάσεις, επιβλήθηκαν πρόστιμα, ειπώθηκαν πολύ βαριές κουβέντες και από τις δυο πλευρές.
Το Δικαστικό Συμβούλιο Διαιτησίας κατέληξε σε μια λύση που δεν άρεσε σε κανέναν από τους δυο. Ο Τσέκι Γκόρι έπρεπε να πληρώσει, αλλά το τίμημα ήταν ελάχιστο κατά την κρίση των δικηγόρων του Ντούνγκα, ειδικά εάν συνυπολογιζόταν το παχυλό συμβόλαιο του 1.5 δισεκατ. λιρετών του αρχηγού. Ο πατρόνος της Φιορεντίνα πλήρωσε τελικά την αποζημίωση, αλλά στο μεσοδιάστημα φρόντισε να καταστήσει σαφές στους επίδοξους μνηστήρες πως όποιος από τους ανταγωνιστές υπογράψει τον ποδοσφαιριστή θα έχει διαρκή και ανηλεή πόλεμο από τη Φιορεντίνα.
Ο Ντούνγκα βρέθηκε δίχως προτάσεις από το Ιταλικό Πρωτάθλημα που εκείνη την εποχή πλήρωνε καλύτερα απ’ όλα. Στη Βραζιλία δεν ήθελε να επιστρέψει, ήταν μόλις 29 και εν ενεργεία αρχηγός της, η επιστροφή του στο υποβαθμισμένο της Πρωτάθλημα θα σήμαινε αμέσως και πρόωρη συνταξιοδότηση. Κατέληξε στην ταπεινή Πεσκάρα στο Αμπρούτσο. Εκεί γνώρισε τον Μασιμιλιάνο Αλέγκρι, επιστήθιο φίλο του και άνθρωπο που επηρεάστηκε περισσότερο απ’ όλους από την ποδοσφαιρική κοσμοθεωρία του Ντούνγκα.
Σε συνθήκες διόλου ευνοϊκές, ο Ντούνγκα επιβάλλει το νόμο του και στην Πεσκάρα, αλλά η ποιότητα των συμπαικτών του είναι πολύ φτωχή. Η Πεσκάρα υποβιβάζεται, ο Ντούνγκα δεν μπορεί να χαρεί και τον παράλληλο υποβιβασμό της Φιορεντίνα του μισητού Βιτόριο Τσέκι Γκόρι. Δεν είχε χάσει ματς, είχε δώσει τα πάντα για να σώσει την ομάδα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Στο μυαλό του ήταν το πρότζεκτ του Μουντιάλ των ΗΠΑ, έπρεπε να παραμείνει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο για να είναι έτοιμος, όφειλε να παίξει σε ένα από τα υπόλοιπα σκληρά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ώστε να παραμείνει διαυγής, ενεργός και έτοιμος για το Μουντιάλ, το οποίο στη Βραζιλία είχε ήδη αναγορευθεί νυν υπέρ πάντων αγώνας.
Η Στουτγάρδη ήταν η πλέον ενδεδειγμένη λύση, η Bundesliga το πλέον ενδεδειγμένο Πρωτάθλημα.
Στη Γερμανία αγωνιζόταν όταν στέφθηκε Πρωταθλητής Κόσμου, θαρρείς και έπρεπε να εκπληρωθεί μια προφητεία, να κλείσει ένας αόρατος γενεαλογικός κύκλος. Ο γιος του Ιταλού και της Γερμανίδας που μετανάστευσαν στην Αμερική, έπαιξε μπάλα στις χώρες των γονιών του και κατέκτησε τον σπουδαιότερο τίτλο της καριέρας του στην ήπειρο που τους υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες για μια καλύτερη ζωή.
Όλα ήταν απολύτως καρμικά, όπως και η σχέση του με τη «Seleção». Κατάκτηση του Copa America το 1989, η χρονολογία που ξεκίνησε η “εποχή του”. Με τον Κάρλος Παρέιρα, Oμοσπονδιακό τεχνικό της Βραζιλίας στο περίφημο Mουντιάλ των ΗΠΑ, η σχέση ήταν αδελφική. Ο Παρέιρα τού έλεγε ότι θα απορροφήσει τους κραδασμούς από τον Τύπο, ο Ντούνγκα τον καθησύχαζε ότι δεν έχει πρόβλημα να λειτουργήσει ως αποδιοπομπαίος σε περίπτωση αποτυχίας. Δεν απέτυχε.
Όχι μόνο επειδή η Βραζιλία επιβλήθηκε σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο, επειδή την άνοιξη της ίδιας χρονιάς χάθηκε μια από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της χώρας. Ο Αΐρτον Σένα Ντα Σίλβα, οδηγώντας τη Williams στην Ίμολα, καρφώθηκε στη μοιραία στροφή Tamburello, βυθίζοντας μια ολόκληρη χώρα στο πένθος και τη θλίψη. Ήταν φίλοι με τον «μικρό». Όχι στενοί, άλλα έτρεφαν βαθιά αισθήματα αλληλοσεβασμού.
Ο Ντούνγκα, όταν ύψωσε τη χρυσή υδρόγειο, κρατούσε μια σημαία που έγραφε «Αντίο Αΐρτον», μετά τον Τελικό αφιέρωσε το τρόπαιο στη μνήμη του Σένα, το αισθάνθηκε χρέος προς ολόκληρο το βραζιλιάνικο λαό. Εκεί τον αγάπησε η Βραζιλία, εκεί σταμάτησε ο Τύπος να επικρίνει, να τον καταδεικνύει ως μόνιμα υπεύθυνο για το κάθε τι.
Πατούσε τα 35, όταν τον κάλεσε ο Ζαγκάλο για τη Γαλλία το ’98, δεν έπαιζε καν στην Ευρώπη, είχε αγκυροβολιστεί στην Ιαπωνία, στη Τζούμπιλο Ιβάτα. Στη Σιζουόκα ουσιαστικά προετοίμαζε εαυτόν για το τελευταίο του Παγκόσμιο. Είχε πειστεί ότι με την εμπειρία και τη λάμψη του θα κατορθώσει να τιθασεύσει το ταλέντο της πιο φανταχτερής Βραζιλίας όλων των εποχών στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Η ιστορία είναι γνωστή. Η ασθένεια του Ρονάλντο, το σεληνιασμένο τουρνουά του Ζιντάν, το κλάμα του Ντούνγκα στην παραλαβή του Αργυρού μεταλλίου. Ήθελε, ονειρευόταν να αποχωρήσει με ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο στην αγκαλιά του. Δεν τα κατάφερε. Του έμεινε το ρεκόρ των 91 αγώνων με μόλις τρεις ήττες. Αδιανόητο ρεκόρ. Η «Seleção» μαζί του ήταν απροσπέλαστη. Μπορεί να μην ήταν όσο θελκτική ήθελε το κοινό της, αλλά ήταν η πιο δυσκολοκατάβλητη Βραζιλία που εμφανίστηκε ποτέ στα μεγάλα τουρνουά.
Έκλεισε τον κύκλο του εκεί όπου ξεκίνησε, στην Ιντερνασιονάλ. Υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, με απέραντο σεβασμό να τον συνοδεύει. Στα 17 ξεκίνησε, στα 37 έκλεισε. Στην ίδια ομάδα, κάτω από τον ίδιο ουρανό, στο ίδιο γήπεδο. Ο «μικρός» είχε μεγαλώσει, είχε γίνει ο ίδιος ίνδαλμα για τους πραγματικά μικρούς.
Σχεδόν τον παρακαλούσαν να παραμείνει, να αναλάβει πόστο, τις ακαδημίες, οτιδήποτε. Αρνήθηκε ευγενικά, δεν τον ενδιέφερε να γίνει προπονητής, δεν ταίριαζε με τη φιλοσοφία και τη στάση ζωής του η καθημερινή τριβή και το χάος. Τα ήθελε όλα στους ρυθμούς του, με τους όρους του, την εφαρμοσμένη και δοκιμασμένη κοσμοθεωρία του.
Εξεπλάγη όλος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης, όταν ανακοινώθηκε ένα βράδυ ξαφνικά από τη Βραζιλιάνικη Ομοσπονδία ως αντικαταστάτης του Παρέιρα. Τι ειρωνεία… Άντεξε κι εκεί, στον πιο ηλεκτροφόρο πάγκο εθνικής ομάδας της οικουμένης. Ξεκίνησε με μια απίθανη κατάκτηση Copa America το 2007 κόντρα στην (πολύ) καλύτερη Αργεντινή.
Η ομάδα ήταν φτιαγμένη με τα δικά του μέτρα και σταθμά, βασισμένη στη δική του φιλοσοφία. Και κέρδιζε. Γιατί έτσι ήταν μαθημένος ο Ντούνγκα.
Αργυρό μετάλλιο στο Πεκίνο το 2008, Confederations το 2009, ο «μικρός» θαρρείς και ζούσε το δικό του “memento”, ακολουθούσε την πεπατημένη του ως παίκτης με απόσταση 10 και 15 ετών. Του έλειπε μόνο το χρυσό Κύπελλο, το διεκδίκησε εν μέσω τρομερής αμφισβήτησης το 2010 στο Παγκόσμιο “της βουβουζέλας”. Επέλεξε μια αποστολή χωρίς Νεϊμάρ και Πάτο, στην πατρίδα τον περίμεναν στη γωνία και όταν αποκλείστηκε στα προημιτελικά, τον σταύρωσαν.
Παραιτήθηκε, λέγοντας πως ό,τι διεκδίκησε και πέτυχε στην καριέρα του το έκανε με το δικό του τρόπο. Και ο τρόπος του δεν άρεσε ποτέ σε παράγοντες, σκληροπυρηνικούς οπαδούς και δημοσιογράφους.
Μετά από μια σύντομη περιπέτεια ως υπηρεσιακός στην Ιντερνασιονάλ, έκανε στην άκρη, περίμενε τη δική του ρεβάνς, γιατί ήξερε ότι η εμμονή των Βραζιλιάνων για επιστροφή στο joga bonito θα κοστίσει πάρα πολύ ακριβά.
Αυτόν κάλεσαν να διαχειριστεί την καταστροφή μετά την κοσμογονία του Ρίο ντε Τζανέιρο το 2014. Το 1-7 από τους Γερμανούς ήταν μη διαχειρίσιμο, κάτι περισσότερο από σοκαριστικό για την παρέα του Νεϊμάρ και τον δύσμοιρο Σκολάρι. Ο Ντούνγκα μάζεψε τα κομμάτια της Βραζιλίας, προσπάθησε να τα επουλώσει, να συσπειρώσει ξανά, να θέσει άπαντες προ των ευθυνών τους.
Οι επιστροφές λειτουργούν ευεργετικά μονάχα στην αρχή. Πολύ γρήγορα τα αποτελέσματα τον καταπλάκωσαν ξανά. Άφησε τη «Seleção» μετά από μια βαριά ήττα από το Περού το 2016, έφυγε και δεν ξανακοίταξε πίσω.
Σχολιάζει σποραδικά στην τηλεόραση, αποφεύγει τις συγκρίσεις με το παρελθόν, παραμένει “τετράγωνος”, κυνικός, σχεδόν μια “ευρωπαϊκή” αντιπαθητική φάτσα. Οι πρώην συμπαίκτες του μονάχα, όπου τον βρίσκουν, υποκλίνονται στο μεγαλείο του. Τον κοιτάζουν στα μάτια, συνεννοούνται με το βλέμμα και ξέρουν ότι ξέρει. Κι ύστερα μένουν όλοι σιωπηλοί.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε, με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει. Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα θυμάμαι. Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρομάριο: Λανθασμένες Πεποιθήσεις
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro