AthleteStories
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ
    • ABOUT
  • ΦΑΚΕΛΟΙ
    • ΓΕΝΙΚΑ
    • ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ
    • TOP STORIES
    • ΒΙΒΛΙΑ
  • ATHLETESTORIES TV
  • ΑΘΛΗΜΑΤΑ
    • ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
    • ΜΠΑΣΚΕΤ
    • SPORTS
  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
    • ΑΘΛΗΤΕΣ / ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ
    • GUESTS / EXPERTS
    • GLOBAL
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

AthleteStories

  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ
    • ABOUT
  • ΦΑΚΕΛΟΙ
    • ΓΕΝΙΚΑ
    • ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ
    • TOP STORIES
    • ΒΙΒΛΙΑ
  • ATHLETESTORIES TV
  • ΑΘΛΗΜΑΤΑ
    • ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
    • ΜΠΑΣΚΕΤ
    • SPORTS
  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
    • ΑΘΛΗΤΕΣ / ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ
    • GUESTS / EXPERTS
    • GLOBAL
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ανατολική Γερμανία – Δυτική Γερμανία: Ένα παιχνίδι, δύο κόσμοι και πέντε μπουκάλια

Αντώνης Οικονομίδης 22 Ιουνίου, 2025
Ανατολική Γερμανία – Δυτική Γερμανία: Ένα παιχνίδι, δύο κόσμοι και πέντε μπουκάλια

«Είσαι ποδοσφαιριστής;» ρώτησε τον διπλανό του, μόλις κάθισε και έδεσε τη ζώνη του, ένας καλοντυμένος επιβάτης και συνέχισε «Ή έχεις κάποιον επίσημο ρόλο;».

«Όχι, είμαι ποδοσφαιριστής», η απάντηση.

«Α, και πώς λέγεσαι;», είπε ενθουσιασμένα ο άντρας, του οποίου η κώμη σχεδόν άγγιζε την οροφή του αεροπλάνου. «Κάτι μου θυμίζεις, νομίζω πως σε ξέρω, γιατί ήμουν στο παιχνίδι προχθές».

«Με λένε Χανς Γιούργκεν Κράισε», απάντησε ο ποδοσφαιριστής.

«Πολύ ενδιαφέρον! Χαίρομαι που σας γνωρίζω».

Από εδώ και πέρα υπάρχουν δύο εκδοχές για το τι ακριβώς ακολούθησε. Η διαφορά μικρή, αλλά ειδικά στην προκειμένη περίπτωση οι λεπτομέρειες μπορεί να είναι καθοριστικές. Μέχρι και σήμερα ο Κράισε επιμένει πως δεν κατάλαβε ποιος ακριβώς είναι ο συνεπιβάτης του και έτσι δεν μπορούσε να ξέρει, δεν μπορούσε να αντιληφθεί πού και σε τι ήταν έτοιμος να μπλέξει.

Δεν είναι μια εντελώς πειστική εκδοχή, ομολογουμένως. Ακόμα και αν δεν του είχε συστηθεί επαρκώς, χωρίς να αναφέρει τη θέση του, τον ρόλο του, ο Κράισε θα έπρεπε να τον είχε καταλάβει.

Άλλωστε, οι διεθνείς ποδοσφαιριστές της Ανατολικής Γερμανίας είχαν προετοιμαστεί σχολαστικά για το ταξίδι που θα έκαναν στην… εχθρική επικράτεια, της άλλης πλευράς του μπλοκ, γνωρίζοντας και μαθαίνοντας αναλυτικά, μελετώντας πρόσωπα αρκετές φορές μετά το… φροντιστήριο της Στάζι, της πανίσχυρης μυστικής αστυνομίας, όλους τους πιθανούς “εχθρούς”.

Περίπου δύο εβδομάδες αργότερα η Κρατική Ασφάλεια της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας -η Στάζι δηλαδή- στην απολύτως αναμενόμενη ανταπόκριση και αναφορά της εγείρε σοβαρές αμφιβολίες για αυτήν την εκδοχή του Κράισε σχετικά με τη συγκεκριμένη τυχαία συνάντηση σε μια πτήση της Lufthansa από το Αμβούργο προς το Ντίσελντορφ.

Και όσο αποκρουστική και αν ακούγεται ή μοιάζει η συμφωνία με αυτή την άποψη των ιστορικά διαβόητων ρουφιάνων και εγκληματιών χαφιέδων, λογικά μοιάζει αναπόφευκτη. Οπότε, μοιραία, η δεύτερη εκδοχή αυτομάτως γίνεται η επικρατέστερη και η πιο κοντινή στην αλήθεια.

Εκδοχή που ανήκει σε αυτόν που ξεκίνησε τον διάλογο, στον καλοντυμένο συνεπιβάτη του Κράισε.

«Πολύ ενδιαφέρον! Χαίρομαι που σας γνωρίζω».

Και πρόσθεσε: «Είμαι ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών».

Εκείνη ακριβώς την στιγμή ο 26χρονος επιθετικός της Ντιναμό Δρέσης, ο Κράισε, θα έπρεπε να αναζητήσει άλλη θέση. Ή τουλάχιστον να το βουλώσει. Αλλά η περιέργεια τον νίκησε.

Ο Γιούργκεν Κράισε, επιθετικός της Ανατολικής Γερμανίας.

«Με δουλεύετε»;

«Όχι, αλήθεια είναι», επέμεινε ο φρεσκοξυρισμένος, φεγγαροπρόσωπος άνδρας. «Θέλεις να δεις την ταυτότητά μου»;

Ο ποδοσφαιριστής έγνεψε καταφατικά και ο άντρας δίπλα του έβγαλε ένα διπλωματικό διαβατήριο. Έγραφε ότι ονομάζεται Χανς Άπελ και πως είχε γεννηθεί στο Αμβούργο πριν από 42 χρόνια. Δεν ανέφερε πως ήταν παθιασμένος φίλαθλος και μέλος της Ζανκτ Πάουλι από τα εφηβικά του χρόνια.

Αλλά αποκάλυπτε πως ως Υπουργός Οικονομικών ήταν μέλος της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Με άλλα λόγια, όχι μόνο ήταν ο ιδεολογικός αντίπαλος του Κράισε αλλά και ένας από εκείνους τους «πολεμοχαρείς καταπιεστές της εργατικής τάξης που σχεδίαζαν να διεισδύσουν στην Ανατολική Γερμανία με αντεπαναστατικές δυνάμεις».

Το πρόβλημα, το «πρόβλημα», του Κράισε ήταν πως ο Άπελ ήταν συμπαθητικός, ομιλητικός και… λάτρης του ποδοσφαίρου. Έτσι οι δύο άντρες άρχισαν να συζητούν για το παιχνίδι που είχε γίνει πριν δύο μέρες, παρόλο που προέρχονταν από τις δύο πλευρές ενός τείχους που είχε ήδη κοστίσει πάνω από εκατό ζωές.

Έξι μήνες πριν τη συνομιλία τους, ένας νεαρός με το όνομα Μπούρκχαρντ Νίρινγκ είχε κρατήσει όμηρο έναν συνοριοφύλακα, προσπαθώντας να περάσει στη Δύση, και σκοτώθηκε κοντά στο περίφημο σημείο ελέγχου «Τσάρλι» στο Βερολίνο. Και τον Μάιο, λιγότερο από επτά εβδομάδες πριν, ένας 69χρονος συνταξιούχος ονόματι Γιοχάνες Σπρένγκερ είχε περπατήσει τόσο ήρεμα μα και τόσο αποφασιστικά προς τα πυρά των συνοριοφυλάκων, ώστε η ενέργειά του, η προσπάθεια (αν ήταν τέτοια τελικά) καταγράφηκε ενδεικτικά ως αυτοκτονία.

«Όπως μπορείς να φανταστείς», ανέφερε συνεχίζοντας την κουβέντα ο Άπελ, «δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος με το παιχνίδι. Η ομάδα μας ήταν τραγική».

Το παιχνίδι για το οποίο μιλούσαν είχε διεξαχθεί δύο ημέρες νωρίτερα, στις 22 Ιουνίου 1974, στο Volksparkstadion του Αμβούργου, στη γενέτειρα δηλαδή του Άπελ. Ήταν η τελευταία αγωνιστική της φάσης των ομίλων στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 και είχε φέρει αντιμέτωπες για πρώτη φορά τις δύο Γερμανίες σε επίπεδο Ανδρικών Εθνικών ομάδων.

Τότε ήταν αδύνατον για τους δύο συνομιλούντες να γνωρίζουν πως θα ήταν και η τελευταία, αφού οι νικητές Ανατολικοί δεν θέλησαν ποτέ να αντιμετωπίσουν τους ηττημένους Δυτικούς, ώστε να μην ρισκάρουν να χαλάσουν την τέλεια επίδοση που είχαν, έστω και μετά από ένα και μόνο παιχνίδι, απέναντί τους.

Ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Χανς Άπελ.

Το παρελθόν

Κανένα άλλο παιχνίδι, συμπεριλαμβανομένου και του Τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1954, το περίφημο όπως αποκλήθηκε «Θαύμα της Βέρνης», δεν έχει τόσο συζητηθεί, δεν έχει δώσει τέτοιο και τόσο υλικό για βιβλία, αφιερώματα (παντός είδους), συνεντεύξεις, σεναριολογία, παραφιλολογία, στη δημόσια σφαίρα της Γερμανίας. Διχασμένης και μη.

Ήταν το απόλυτο πολιτικό-ποδοσφαιρικό ντέρμπι. Η καπιταλιστική κόντρα στην κομμουνιστική Γερμανία.

Μέχρι τότε είχαν υπάρξει κάποιες αναμετρήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ανατολικής Γερμανίας (DFV) εισήχθη στη FIFA το 1951, στην UEFA τρία χρόνια αργότερα, αλλά η Ολυμπιακή Επιτροπή αρνήθηκε να την εντάξει στους δικούς της κόλπους ως και το 1965.

Μέχρι τότε, από το 1956 ως το 1964, η Δυτική και η Ανατολική Γερμανία ήταν υποχρεωμένες από τη ΔΟΕ να παρουσιάζουν μια ενιαία ομάδα ώστε να συμμετέχουν στους Αγώνες.

Ήταν σαν να ζητούσες από τον Κάιν και τον Άβελ να φιλιώσουν και να εκπροσωπήσουν τον Παράδεισο.

Το 1956 η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Δυτικής Γερμανίας (DFB) δίσταζε και καθυστερούσε κάθε φορά που η DFV προσπαθούσε να συζητήσει το ζήτημα, μέχρι που ήταν πια πολύ αργά για να βρεθεί μια εφαρμόσιμη λύση.

Η Ανατολή πρακτικά αποχώρησε από τις συζητήσεις και κατ’ επέκταση από τους Αγώνες και έτσι η υποτιθέμενη πανγερμανική ομάδα που παρουσιάστηκε στη Μελβούρνη αποτελούνταν αποκλειστικά από Δυτικογερμανούς. Τέσσερα χρόνια αργότερα η DFV, έχοντας αντιληφθεί την παρελκυστική τακτική των Δυτικών, παρουσίασε μια αθλητική λύση, απαιτώντας διπλούς αγώνες μπαράζ μεταξύ των Εθνικών ομάδων των δύο χωρών, με τη νικήτρια να κερδίζει το δικαίωμα συμμετοχής στους Αγώνες της Ρώμης.

Ο πρώτος αγώνας έγινε στο Ανατολικό Βερολίνο, στο στάδιο Walter Ulbricht, ονοματισμένο προς τιμή του κομμουνιστικού ηγέτη της νεοσυσταθείσας χώρας. Στο γήπεδο δεν υπήρχαν σημαίες. Δεν ανακρούστηκαν ύμνοι. Δεν τραβήχτηκαν φωτογραφίες. Δεν έγιναν χειραψίες. Και δεν υπήρχε και κόσμος, αφού τα δύο παιχνίδια είχαν συμφωνηθεί να γίνουν ακριβώς με αυτό το πλαίσιο και κεκλεισμένων των θυρών.

Η Ανατολική Γερμανία έμοιαζε να έχει το πλεονέκτημα, εξαιτίας του κανονισμού της ΔΟΕ για τη συμμετοχή στους Αγώνες μόνο ερασιτεχνών αθλητών. Αυτό επέτρεπε σε όλες τις χώρες του τότε Ανατολικού μπλοκ ουσιαστικά να παρατάσσουν τις “κανονικές” Εθνικές ομάδες τους, αφού όλοι οι αθλητές τους ήταν, δηλώνονταν ως ερασιτέχνες (στην πραγματικότητα απολάμβαναν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, κάποιων ειδικών κρατικών προνομίων και αμείβονταν από το κράτος).

Η Δυτική Γερμανία στο μπαράζ του 1959.

Από την άλλη πλευρά, παρότι η Bundesliga και ο πλήρης επαγγελματισμός στο ποδόσφαιρο ακόμη δεν είχε ουσιαστικά συσταθεί, οι διεθνείς Δυτικογερμανοί ποδοσφαιριστές, όντες (έστω και σε ημι-επαγγελματικό επίπεδο) αμειβόμενοι από το άθλημα, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν κομμάτι μιας Εθνικής ομάδας που θα εκπροσωπούσε τη χώρα σε Ολυμπιακό επίπεδο και πλαίσιο.

Κι όμως. Παρά ταύτα η Δυτική Γερμανία επικράτησε (2-0) και μια εβδομάδα αργότερα, στη ρεβάνς που έγινε στο Ντίσελντορφ, με δεύτερη νίκη (1-0) εξασφάλισε το δικαίωμα της συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960.

Εξέλιξη σαφέστατα μη αναμενόμενη, η οποία προκάλεσε σοκ και άφησε βαθύ ψυχολογικό αποτύπωμα στους Ανατολικογερμανούς αξιωματούχους. Ο αποκλεισμός αντιμετωπίστηκε ως κάτι μειωτικό για το ποδόσφαιρο, στο οποίο αρχικά επένδυε πολλά το όλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα και πήρε πολλά χρόνια ώστε, έστω και κατά μέρος, να αποκαταστήσει την οπτική και την αντιμετώπιση του καθεστώτος.

Κι αυτό, παρότι τέσσερα χρόνια αργότερα η Ανατολική Γερμανία πήρε τη ρεβάνς. Σε τελείως διαφορετικό πλέον πλαίσιο. Στο πρώτο ματς, στο Karl-Marx-Stadt (το σημερινό Τσέμνιτς), 50.000 θεατές είδαν τους Ανατολικούς να επικρατούν με 3-0, σκορ που δεν ανατράπηκε στη ρεβάνς του Αννόβερου (2-1 κέρδισε η Δυτική Γερμανία), με μόλις 15.000 παρευρισκομένους στο γήπεδο.

Κι έτσι, η Εθνική ομάδα της GDR ήταν αυτή που πήγε στο Τόκιο, εγκαινιάζοντας μάλιστα και τις επιτυχίες της στο ποδοσφαιρικό τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων με την κατάκτηση εκεί του Χάλκινου μεταλλίου.

Η επόμενη φορά που οι δύο Γερμανίες τα είπαν στο χορτάρι ήταν πλέον σε τουρνουά Ολυμπιακών Αγώνων, σε αυτούς που διεξήχθησαν στο Μόναχο το 1972. Με τους ίδιους περιορισμούς (οι Δυτικοί δεν μπορούσαν να παρατάξουν επαγγελματίες), μπροστά σε 80.000 θεατές, στο Ολυμπιακό Στάδιο, σε εξαιρετικό κλίμα, σε πλαίσιο αβρότητας τόσο πριν τη σέντρα όσο και μετά το τέλος του παιχνιδιού, αναμετρήθηκαν με έπαθλο (βάσει του τότε φορμάτ διεξαγωγής) μια θέση στον μικρό Τελικό. Ισορροπημένο παιχνίδι, οι Δυτικοί απάντησαν στα δύο πρώτα προβαδίσματα των Ανατολικών, το τρίτο όμως, στο τέλος (82’) έμεινε αναπάντητο.

Το 3-2 επέτρεψε στην Ανατολική Γερμανία να διεκδικήσει εκ νέου το Χάλκινο, αντιμετωπίζοντας στον μικρό Τελικό τη… μαμά Σοβιετική Ένωση, με το τελικό 2-2 ύστερα από 120 λεπτά αγώνα να ανεβάζει τελικά και τις δύο στο βάθρο.

Η ομάδα της Ανατολικής Γερμανίας στο περίφημο Ολυμπιακό μπαράζ του 1963.

Η κλήρωση

Δεκατέσσερεις μήνες αργότερα οι Χάλκινοι Ολυμπιονίκες, διαβόητοι για τις ως τότε αποτυχίες τους, κατάφεραν για πρώτη φορά στην ιστορία τους να προκριθούν σε τελική φάση Παγκόσμιου Κυπέλλου. Και έτσι θα επέστρεφαν στη Δυτική Γερμανία, αντιμετωπίζοντας πλέον, “ισότιμα” στελεχομένα, αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα.

Η κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 έγινε στις 5 Ιανουαρίου στη Φρανκφούρτη. Ένα 11χρονο αγόρι από το Βερολίνο, επιλεγμένο από τη χορωδία Schöneberger Sängerknaben, ο Ντέτλεφ Λάνγκε, ήταν αυτός που κλήθηκε να διαλέγει τα μπαλάκια.

Η διαδικασία ξεκίνησε στις 9 το βράδυ, με το γεγονός να μεταδίδεται τηλεοπτικά, live, παγκοσμίως. Πριν την έναρξη, οι θεατές ενημερώθηκαν για δύο σημαντικές αποφάσεις που είχε πάρει η FIFA. H πρώτη ήταν πως η Χιλή θα συμμετείχε κανονικά. Οι Λατινοαμερικανοί θα διεκδικούσαν το εισιτήριο τους σε διπλούς αγώνες μπαράζ με τη Σοβιετική Ένωση. Το πρώτο παιχνίδι στη Μόσχα έληξε 0-0.

Οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν να ταξιδέψουν στο Σαντιάγκο για τη ρεβάνς, (μάλλον προσχηματικά) διαμαρτυρόμενοι τότε για τα εγκλήματα που διέπραττε στη χώρα το διδακτορικό καθεστώς του Αούγκουστο Πινοσέτ, και έτσι η δεύτερη αναμέτρηση, η οποία και ήταν ορισμένη να πραγματοποιηθεί στο Nacional του Σαντιάγκο (τόπος που χρησιμοποιούνταν από τη Χούντα ως κέντρο βασανιστηρίων και συγκέντρωσης αντιφρονούντων) δεν έγινε ποτέ.

Η δεύτερη απόφαση της FIFA ήταν πως οι προηγούμενοι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές, η Δυτική Γερμανία, η Βραζιλία, η Ουρουγουάη και η Ιταλία, θα τοποθετούνταν, λογιζόμενοι σε σύγχρονους όρους ως επικεφαλής, σε χωριστούς ομίλους. Οι υπόλοιπες δώδεκα ομάδες είχαν χωριστεί με γεωγραφικά κριτήρια και βάσει δυναμικής.

Και αυτός ήταν και ο λόγος που η Χιλή και η Ανατολική Γερμανία ήταν σε διαφορετικές κατηγορίες, χωρίς κανείς τότε να σκέφτεται, να μπορεί να φανταστεί τι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Το πρώτο-πρώτο μπαλάκι που διάλεξε ο μπόμπιρας ήταν αυτό της Χιλής. Και πήγε αυτομάτως στο πρώτο γκρουπ, αυτό δηλαδή με επικεφαλής τη Δυτική Γερμανία. Σκωτία, Ολλανδία και Αργεντινή ακολούθησαν στους άλλους τρεις.

Ο 11χρονος Ντέτλεφ Λάνγκε στην κλήρωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1974.

Η επόμενη τετράδα αφορούσε στην κατηγορία των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Η πρώτη που θα έβγαινε αμέσως θα τοποθετούνταν, όπως κατά σειρά οριζόταν, στο πρώτο γκρουπ, αυτό δηλαδή της Δυτικής Γερμανίας. Διάλεξε το μπαλάκι και το έδωσε στον Ελβετό Γενικό Γραμματέα της FIFA, Χέλμουτ Κέσερ.

Αυτός το άνοιξε, είδε τι έγραφε το χαρτί και το έδωσε στον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας, τον Σερ Στάνλεϊ Ρους, ο οποίος -σχεδόν χωρίς φωνή- ξεστόμισε: «GDR».

Στην αίθουσα επικράτησε νεκρική σιγή. Τη διέκοψε ξαφνικά και χωρίς προφανή αφορμή ένας Κολομβιανός αντιπρόσωπος, ο οποίος άρχισε να χειροκροτεί μανιασμένα, παρακινώντας το πλήθος να τον ακολουθήσει. Έγινε, αλλά περισσότερο από αμηχανία, χωρίς καθόλου ενθουσιασμό.

Κάτι που σίγουρα δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή στην Ανατολική Γερμανία. Ο ισχυρότερος άντρας του αθλητισμού στη χώρα (και αυτός που ήταν υπεύθυνος για το αναλυτικό και μακρόχρονο σχέδιο ντόπινγκ σε κάθε κομμάτι του αθλητισμού), ο Μάνφρεντ Έβαλντ, ξέσπασε σε φωνές. Ο Γενικός Γραμματέας της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Γκίντερ Σνάιντερ, θυμάται πως σε έξαλλη κατάσταση τον ρωτούσε πώς ήταν δυνατόν να μην είχε υπάρξει μια κάποια μέριμνα ώστε αυτό το ενδεχόμενο να είχε αποτραπεί.

Η συγκυρία που διαμορφωνόταν για μια ανεπανάληπτη αναμέτρηση με τον πολιτικό, ιδεολογικό αντίπαλο κυριαρχούσε τόσο που παραγνώριζε ακόμα και το δευτερεύον: πως δηλαδή η Ανατολική Γερμανία θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και την ομάδα (Χιλή) που (ο πατρόνας…) η Σοβιετική Ένωση είχε μποϊκοτάρει για ανάλογους, πολιτικούς λόγους.  

Η πρώτη αντίδραση, η πρώτη σκέψη του Έβαλντ, την οποία και δημοσιοποίησε, ήταν τι θα συνέβαινε, αν η Ανατολική Γερμανία αποσυρόταν από τα τελικά. Μόλις του απάντησαν πως ακόμα και οι συμβατικές, ελάχιστες ποινές και πρόστιμα που προβλέπονταν ενείχαν τον σοβαρότατο κίνδυνο της καταστροφής όχι μόνο του ποδοσφαιρικού προγράμματος αλλά ολάκερου του αθλητικού της χώρας, δεν το συζήτησε ξανά, αποχωρώντας σε έξαλλη κατάσταση από την αίθουσα όπου η αθλητική ηγεσία της Ανατολικής Γερμανίας παρακολουθούσε την κλήρωση.

Ο Υπουργός Αθλητισμού της Ανατολικής Γερμανίας, Μάνφρεντ Έβαλντ.

Αντίθετα, στη Δυτική Γερμανία η οπτική ήταν μάλλον διαφορετική. Κυρίως γιατί οι ιδεολογικές διαφορές δεν είχαν -γι’ αυτούς τουλάχιστον- προεκτάσεις σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. «Για εμένα και πολλούς άλλους, δεν ήταν τίποτα διαφορετικό», είχε πει ο (μάλλον όχι και τόσο αντιπροσωπευτικός βάσει των πολιτικών του πεποιθήσεων του) θρυλικός ακραίος μπακ, Πολ Μπράιτνερ.

«Είτε αντιμετωπίζαμε την Ιαπωνία, είτε την Τυνησία, είτε την Ανατολική Γερμανία, ήταν, πάνω-κάτω, το ίδιο. Η μόνη διαφορά είχε να κάνει πως γνωρίζαμε κάπως περισσότερα. Τότε ο μέσος Δυτικογερμανός δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την πολιτική, δεν υπήρχε πρακτική συζήτηση για το τι ήταν στην ουσία η Ανατολική Γερμανία και το τι ο Σοσιαλισμός, ο Κομμουνισμός όντως σήμαιναν».

Και πέραν όλων των υπολοίπων, αυτή η πεποίθηση ενισχυόταν και ποδοσφαιρικά. Η Δυτική Γερμανία θεωρούνταν -και ήταν- το απόλυτο φαβορί. Έπαιζε στο “σπίτι” της, ήταν η Πρωταθλήτρια Ευρώπης (έχοντας διαλύσει στον προ διετίας Τελικό τη Σοβιετική Ένωση) και -ποιοτικά, ατομικά και συλλογικά- ήταν πολύ ανώτερη.

Τη μέρα του αγώνα, ένας από τους εμβληματικούς τότε διεθνείς της Δυτικής Γερμανίας, ο Ούβε Ζέλερ, σε πανεθνική διαφήμιση… σοκολάτας, είχε φροντίσει να καθησυχάσει τους συμπατριώτες του, λέγοντας (ως μότο της διαφήμισης): «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε, γιατί η ομάδα μας έχει πολύ καλύτερους ποδοσφαιριστές».

Επίσης την ίδια μέρα, η κορυφαία εφημερίδα της χώρας (τότε και σήμερα), η «Bild», κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο: «Γιατί θα κερδίσουμε σήμερα», δικαιολογώντας επίσης τη σιγουριά της στην ποιοτική ανωτερότητα των Δυτικογερμανών.

Αυτά, ποδοσφαιρικά. Πολιτικά υπήρχαν θεμελιώδη ζητήματα. Το πιο απλό; Η Δυτική Γερμανία δεν αναγνώριζε καν την Ανατολική ως κυρίαρχο κράτος.

Συνταγματικά, όλη η πολιτική δραστηριότητα στη χώρα έπρεπε να στοχεύει στη μελλοντική επανένωση. Το να θεωρήσουν την GDR ως ισότιμο κράτος θα ισοδυναμούσε με έμμεση αναγνώριση της διχοτόμησης, αφού το άλλο μισό είχε τελείως διαφορετική ατζέντα, τελείως διαφορετική πολιτική και ιδεολογική στόχευση.

«Γιατί θα κερδίσουμε σήμερα», το περίφημο πρωτοσέλιδο της «Bild».

Και έτσι, για την πλειοψηφία των Δυτικογερμανών πολιτικών, ειδικότερα για τους συντηρητικούς Χριστιανοδημοκράτες αλλά και για μια πολύ σημαντική μερίδα των Φιλελεύθερων, η Ανατολική Γερμανία πολιτικά θεωρούνταν και αντιμετωπιζόταν ως μια προσωρινή ανωμαλία, η οποία για κανέναν λόγο δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με οποιονδήποτε τρόπο που θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε μια μόνιμη κατάσταση.

Ο Χανς Άπελ -τον ξεχάσατε; Ο Υπουργός της πτήσης…- δεν ήταν όπως οι άλλοι. Του άρεσε να θεωρείται αντικομφορμιστής. Γι’ αυτό και διάλεξε τη Ζανκτ Πάουλι για ομάδα του (πολύ πριν γίνει της μόδας), γι’ αυτό και εντάχθηκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα το 1955. Βασικό δόγμα του συγκεκριμένου κόμματος, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κόντρα στην γενικευμένη “δυτική” θεώρηση, ήταν πως οι χώρες του Ανατολικού μπλοκ μπορούσαν να τύχουν εμπιστοσύνης και να μην αντιμετωπίζονται με άκρα επιφύλαξη όσον αφορά στις πραγματικές προσθέσεις τους.

Όταν ο Βίλι Μπραντ έγινε ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας το 1969, ένας από τους βασικούς άξονες της πολιτικής του ήταν η πολιτική συμφιλίωσης με την Πολωνία (ως τότε κυριαρχούσαν ρεβανσιστικές διαθέσεις και απόψεις που έδραζαν στο τι έγινε και τι ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), παραγωγικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση και εξ’ αυτών μια προσπάθεια για μια πιο ρεαλιστική, πιο πρακτική καθημερινότητα και επικοινωνία μεταξύ των δύο Γερμανιών.

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν πως στα τέλη του 1972, Δυτική και Ανατολική Γερμανία συμφώνησαν στην ανταλλαγή πρεσβευτών. Έστω και ο Ανατολικογερμανός δεν αποκαλούνταν έτσι στη Δυτική Γερμανία, «μόνιμος αντιπρόσωπος» ήταν ο ακριβής όρος που χρησιμοποιούνταν. Ο πρώτος λοιπόν τέτοιος ήταν ο Μίχαελ Κολ, ένας 44χρονος καθηγητής Νομικής, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον και γνώση για το ποδόσφαιρο.

Ανέλαβε τα καθήκοντά του, καταθέτοντας διαπιστευτήρια στη Βόννη, το πρωί της 20ής Ιουνίου 1974 και δύο μέρες αργότερα πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στις VIP κερκίδες του Volksparkstadion στο Αμβούργο για να παρακολουθήσει την πρώτη -και τελευταία- αναμέτρηση των δύο Γερμανιών, των δύο κόσμων.

Ιούνιος 1974: Ο Μίχαελ Κολ (στο μέσον με το ανοιχτόχρωμο κοστούμι) στα επίσημα του Volksparkstadion για την αναμέτρηση Δυτικής εναντίον Ανατολικής Γερμανίας.

Πριν τη σέντρα

Την ίδια ώρα που ο Άπελ πήγαινε και αυτός στο γήπεδο, σίγουρος για μια άνετη, απολαυστική επικράτηση της Δυτικής Γερμανίας, ο εκλέκτορας της «Nationalmannschaft», ο Χέλμουτ Σεν, από το Μαλέτε, ένα χωριουδάκι 70 χιλιόμετρα μακριά από το Αμβούργο, όπου και είχε καταλύσει η αποστολή της ομάδας του, είχε μια πιο επιφυλακτική θεώρηση.

Τη δικαιολογούσε τόσο από το πρωτοσέλιδο της «Bild», θεωρώντας πως θα πυροδοτούσε το κίνητρο των Ανατολικών, όσο και κυρίως από την παγιωμένη πεποίθησή του -κόντρα στη συλλογική πως ο αντίπαλος ήταν μια δεύτερης κατηγορίας ομάδα από μια… ανύπαρκτη, ποδοσφαιρικά και όχι μόνο, χώρα- πως αντιμετώπιζε ένα πραγματικά αξιόμαχο σύνολο. Και με ανάλογο υπόβαθρο.

Το Μαγδεμβούργο είχε πριν μερικές εβδομάδες κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων, το μοναδικό διεθνές συλλογικό τρόπαιο ομάδας της Ανατολικής Γερμανίας, επικρατώντας άνετα της Μίλαν, ενώ και η Ντιναμό Δρέσδης νωρίτερα είχε φτάσει στα όριά της την (μετέπειτα Πρωταθλήτρια Ευρώπης) Μπάγερν, όταν αναμετρήθηκαν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Πέραν των ποδοσφαιρικών, ο Σεν είχε και προσωπικούς λόγους να αισθάνεται νευρικός. Είχε γεννηθεί στη Δρέσδη, την οποία και οικογενειακώς είχε εγκαταλείψει το 1950, μετά τον διαχωρισμό της Γερμανίας, αδυνατώντας να συνυπάρξει με τα κομμουνιστικά επιβαλλόμενα πρότυπα, τα οποία μεταξύ άλλων είχαν διαλύσει και την αγαπημένη του Ντιναμό για πολιτικούς προφανώς λόγους.

Η Εθνική ομάδα της Ανατολικής Γερμανίας είχε ως ορμητήριο ένα ξενοδοχείο στο Κουικμπόρν, περίπου 60 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αμβούργου. Είχε καθυστερήσει τη δική της αναχώρηση για το γήπεδο, επειδή ο εκλέκτορας, ο Γκέοργκ Μπούσνερ, παρακολουθούσε το άλλο παιχνίδι του ομίλου (τότε δεν υπήρχε καμία μέριμνα ή πρόνοια για να διεξάγονται οι αναμετρήσεις της τελευταίας αγωνιστικής την ίδια ώρα), μεταξύ της Χιλής και της Αυστραλίας.

blank

Ο μυθικός Χέλμουτ Σεν (με την τραγιάσκα) στον πάγκο της Δυτικής Γερμανίας, περιστοιχισμένος από δεκάδες φωτορεπόρτερ.

Είχε αποφασίσει πως η αποστολή θα έφευγε για το γήπεδο, μόλις σημειωνόταν το πρώτο γκολ. Στο ημίχρονο ήταν ακόμη 0-0. Η καθυστέρηση έδωσε τον χρόνο και την ευκαιρία στον («μόνιμο αντιπρόσωπο») Κολ, πριν πάει στο γήπεδο, να απευθυνθεί στο γκρουπ, δίνοντας μια -παραδόξως για τα συνηθισμένα των ομολόγων του- λακωνικότατη ομιλία. Έτσι κι αλλιώς, ποδοσφαιρικά δεν μπορούσε να πει πολλά, αφού αγνοούσε σχεδόν τα πάντα για το άθλημα.

«Είμαι σίγουρος πως θα τα δώσετε όλα απόψε και πως θα προκριθείτε στον επόμενο γύρο». Αυτό και μόνο.

Ως προς το δεύτερο σκέλος, επιβεβαιώθηκε άμεσα. Η Χιλή δεν μπόρεσε να καταβάλει τους Αυστραλούς, το παιχνίδι ολοκληρώθηκε ισόπαλο και χωρίς τέρματα και έτσι, πριν τη σέντρα της αναμέτρησης των Γερμανιών, και οι δύο, Δυτική και Ανατολική, είχαν ήδη προκριθεί στην επόμενη φάση. Μόνο διακύβευμα ποιος θα κατέληγε πρώτος και ποιος δεύτερος στον όμιλο. 

Εξέλιξη πάντως έτσι κι αλλιώς ανακουφιστική για τους διεθνείς της GDR, καθώς ήδη είχαν πετύχει τους δύο από τους τρεις βασικούς στόχους τους. Πρώτον, είχαν αντεπεξέλθει στο άκρως ευαίσθητο παιχνίδι με τη Χιλή, παρά τις πολιτικές εντάσεις (πρόσθετο αυτών το γεγονός ότι έγινε στο Δυτικό Βερολίνο, κάτι που η Ανατολική δεν αναγνώριζε).

Το τελικό 1-1 μπορεί να μην έμοιαζε αρχικά ιδανικό αποτέλεσμα, από τη στιγμή όμως που η Χιλή δεν κέρδισε την Αυστραλία (την οποία οι Ανατολικοί είχαν καταβάλει στη δική τους πρεμιέρα με 2-0), αυτομάτως τους εξασφάλισε και τον δεύτερο στόχο, αυτόν της πρόκρισης στην τελική οκτάδα (όπου δεν έκαναν και τίποτα, χάνοντας από Βραζιλία και Ολλανδία και παίρνοντας μια ισοπαλία από την Αργεντινή).

Το μόνο που απέμενε, ο τρίτος στόχος τους, ήταν να μην ταπεινωθούν από τη Δυτική Γερμανία.

Ο τεχνικός ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας, Γκέοργκ Μπούσνερ (στο μέσον).

Το παιχνίδι

Στο αεροπλάνο, δύο μέρες μετά τον αγώνα, ο Άπελ είπε στον συνομιλητή του:

«Συγχαρητήρια. Το αξίζατε».

«Ευχαριστώ, αλλά πιστεύω πως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα κατακτήσει το Κύπελλο», η απάντηση του Κράισε.

«Ανοησίες. Απλώς είσαι πολύ ευγενικός για να μου πεις πόσο χάλια είναι η ομάδα μας».

Ο Κράισε όμως επέμεινε. Και το δικαιολόγησε. Η Δυτική Γερμανία ξεχείλιζε από ποιότητα και εμπειρία, ταλέντο και ψυχραιμία. Το είχε δει και στις προαναφερθείσες αναμετρήσεις της Μπάγερν με την Ντιναμό Δρέσδης (ο ίδιος ήταν τραυματίας και δεν αγωνίστηκε), όπου, ναι, οι Βαυαροί ζορίστηκαν αφάνταστα, δέχτηκαν συνολικά έξι γκολ, αλλά, όταν η κατάσταση “έσφιξε”, τα αστέρια τους έκαναν ό,τι και όσα έπρεπε για να πάρουν (έστω και πετυχαίνοντας μόλις ένα γκολ παραπάνω) την πρόκριση.

Και ήταν σίγουρος πως το ίδιο θα γινόταν και στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο κορμός άλλωστε της Δυτικής Γερμανίας, η καρδιά της, ήταν ο ίδιος με εκείνον της Μπάγερν.

Ο Άπελ, ακούγοντας τα επιχειρήματα του συνομιλητή του, γέλασε συγκαταβατικά και του πρότεινε ένα στοίχημα:

«Ποντάρω πέντε μπουκάλια ουίσκι ότι δεν θα κερδίσουμε το Κύπελλο».

«Φοβάμαι πως είναι αδύνατον να το δεχτώ. Αν χάσω, αφενός δεν υπάρχει δυτικό ουίσκι στη χώρα, αλλά και από την άλλη ούτε και μπορώ να αγοράσω μπουκάλια από τη Δύση για να στα δώσω», η αφοπλιστικά ρεαλιστική απάντηση του Κράισε.

«Και ποιος νοιάζεται; Έχω αρκετό ουίσκι, δεν χρειάζομαι άλλο. Οπότε, αν νικήσεις εσύ, τότε θα σου στείλω εγώ». Και κάπως έτσι, το στοίχημα, έστω και… μονόπαντα πληρωμένο, ορίστηκε.

Λίγο πριν τη σέντρα του παιχνιδιού στο Αμβούργο, στα δημοσιογραφικά του γηπέδου υπήρχαν έντονες συζητήσεις. Η Δυτική Γερμανία χρειαζόταν απλώς μια ισοπαλία για να τερματίσει στην πρώτη θέση. Το κυρίαρχο ερώτημα ήταν αν κάτι τέτοιο ήταν βολικό, χρήσιμο για τους στόχους της.

Σε εκείνο το τουρνουά, μετά την πρώτη φάση των ομίλων δεν υπήρχαν νοκ άουτ αναμετρήσεις, αλλά σχηματίζονταν εκ νέου δύο όμιλοι των τεσσάρων ομάδων, οι νικητές των οποίων θα διεκδικούσαν στον Τελικό το στέμμα.

Φορμάτ που, φυσιολογικά και βάσει του αποτελέσματος της μονομαχίας των Γερμανιών, κατόπιν εορτής γέννησε λογιών-λογιών θεωρίες συνωμοσίας. Η βασική υποστηρίζει πως οι Δυτικογερμανοί ηττήθηκαν επίτηδες για να αποφύγουν να βρεθούν στο ίδιο γκρουπ της τελικής φάσης με Ολλανδία, Αργεντινή και Βραζιλία.

Ιούνιος 1974: Ανατολική και Δυτική Γερμανία παρατεταγμένες πριν το ξεκίνημα του μεταξύ τους ιστορικού αγώνα.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της συγκεκριμένης θεωρίας εδράζει στο ότι η τελευταία αγωνιστική του ομίλου της Δυτικής Γερμανίας, στην πρώτη φάση, προηγήθηκε αυτής των άλλων ομίλων, οπότε εκείνη τη στιγμή οι Δυτικογερμανοί πολύ απλά δεν γνώριζαν τι τελικά θα τους “συνέφερε”, ποιον όντως θα αντιμετώπιζαν στην τελική φάση και ποιον θα απέφευγαν.

Και επίσης, ακόμα και αν κέρδιζαν, την επομένη, οπότε και γινόταν η τελευταία αγωνιστική στους ομίλους της Ολλανδίας και της Αργεντινής, «Oranje» και «Gauchos» θα μπορούσαν στα δικά τους παιχνίδια να σκεφτούν… ανάλογα ώστε να αποφύγουν τους οικοδεσπότες στο τελικό γκρουπ των προημιτελικών.

Χαρακτηριστικό είναι πως την επομένη της ολοκλήρωσης της πρώτης φάσης, ο Καρλ Χάιντς Χάιρμαν, ο Διευθυντής του «Kicker» (κορυφαίο γερμανικό ποδοσφαιρικό περιοδικό), ανέφερε σε σχόλιό του πως μόνο οι ξένοι ανταποκριτές συζητούσαν για τα αν και εφόσον, τις επιπτώσεις, τις παρενέργειες και την πιθανότητα των διασταυρώσεων (χωρίς καν να είναι δεδομένοι οι συμμετέχοντες) στην επόμενη φάση.

«Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον αντίκτυπο και την σπουδαιότητα του παιχνιδιού, το οποίο για τη Δυτική Γερμανία είχε μόνο έναν και απλό σκοπό, ανεξαρτήτως τι θα ακολουθούσε. Και αυτός ήταν να κερδίσει».

Στα αποδυτήρια, πριν τη σέντρα, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ στον καθιερωμένο αρχηγικό λόγο είχε πει: «Δεν παίζουμε με μια απλή ομάδα σήμερα. Παίζουμε με την GDR. Παίζουμε και για τον προπονητή μας. Το καταλαβαίνετε;».

Το δικό του πάθος η πλειοψηφία των συμπαικτών του δεν το συμμερίστηκε στο γήπεδο. Ο Γκερντ Μίλερ είχε δοκάρι στο πρώτο ημίχρονο (στην κορυφαία στιγμή των Δυτικών στο παιχνίδι), συνολικά η… ατονία ήταν εμφανής στην εικόνα της «Nationalmannschaft». Καθόλου παράταιρη με τη μέχρι τότε συνολική της στη διοργάνωση.

Είχε επικρατήσει διαδικαστικά στα δύο πρώτα της παιχνίδια (1-0 κόντρα στη Χιλή, 2-0 κόντρα στην Αυστραλία), αλλά τις εμφανίσεις και της νίκες της είχαν συνοδεύσει αποδοκιμασίες -και στα δύο ματς- από το κοινό που τις παρακολούθησε και εντονότατη κριτική από τα media.

 «Αν δεν έχουμε σκοράρει ως το 70’, τότε θα παίξουμε για την ισοπαλία και θα περιμένουμε να βγουν μπροστά ώστε να τους χτυπήσουμε στην κόντρα», ο αντίστοιχος λόγος του «Κάιζερ» στην ανάπαυλα.

Ιούνιος 1974: Η χειραψία των αρχηγών Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας πριν το ξεκίνημα του μεταξύ τους ιστορικού αγώνα.

Πολλά δεν άλλαξαν.

Δώδεκα λεπτά πριν το τέλος της αναμέτρησης, ο Ανατολικογερμανός τερματοφύλακας, Γιούργκεν Κρόι, ξεκίνησε μια γρήγορη αντεπίθεση, δίνοντας την μπάλα στον δεξιό μπακ, Έρικ Χάμαν. Αυτός, έχοντας… ένα στρέμμα γήπεδο μπροστά του και καμία διάθεση αντίπαλου να τον καλύψει, προωθήθηκε, περνώντας τη σέντρα.

Την ίδια στιγμή, ο συμπαίκτης του, Ράινχαρντ Λάουκ, ακολούθησε την κίνηση του Χάμαν και, επιταχύνοντας από το κέντρο, “έκοψε” στα δεξιά, μπροστά του, για να του δώσει επιλογή πάσας. Ο Δυτικογερμανός βετεράνος, Χορστ Ντίτερ Χέτγκες, είχε μπει στο παιχνίδι πριν λίγα λεπτά, έτρεξε για να καλύψει την κίνηση του Λάουκ, αφήνοντας έναν ακόμα Ανατολικό, τον Γιούργκεν Σπάρβασερ, τον αντίπαλο δηλαδή που του είχε χρεώσει ο Δυτικογερμανός εκλέκτορας να μαρκάρει, μόνο του στη μέση του γηπέδου.

Αντανακλαστικά αντιλήφθηκε πως η κίνηση του Λάουκ ήταν απλώς και μόνο… δόλωμα για να δημιουργηθεί χώρος στον Σπάρβασερ, ο οποίος με τσίτα γκάζια έτρεχε ανενόχλητος στην περιοχή. Ο Χέτγκες κατάφερε να φρενάρει και να αλλάξει πορεία, προσπαθώντας να καλύψει πλέον το έδαφος από τον προσωπικό του αντίπαλο.

Μέχρι να το κάνει, ο Χάμαν είχε γεμίσει και είχε βρει τον Σπάρβασερ, ο οποίος έτσι κι αλλιώς είχε το πλεονέκτημα του χώρου από τον Χέτγκες, ήταν όμως και πιο γρήγορος και εξαιρετικά τεχνίτης. Τόσο που, μπαίνοντας πια στη δυτικογερμανική περιοχή, κατόρθωσε, παρά την αναπήδηση της μπάλας στο έδαφος και το “σκάσιμό” της στο πρόσωπό του, και να την στοπάρει και να ξεφύγει από τον Χέτγκες, αλλά και να προλάβει να την “τσιμπήσει” πάνω από τον (Δυτικογερμανό τερματοφύλακα) Ζεπ Μάιερ, σηκώνοντας τα χέρια του για να πανηγυρίσει, πριν καν η μπάλα καταλήξει στα δίχτυα.

«Δεν σκέφτηκα τίποτα. Είδα εστία και πλάσαρα. Από την ανατολή με κατεύθυνση τη δύση», είπε, εύγλωττα, δεκαετίες αργότερα ο Σπάρβασερ, τότε αναζητώντας τους μόλις 1.500 (ανάμεσα σε συνολικά 60.000 θεατές) αυστηρά επιλεγμένους από το ανατολικό καθεστώς συμπατριώτες του, για να πανηγυρίσει το ιστορικό του γκολ.

Αυτό ήταν και το μοναδικό του παιχνιδιού. Παιχνιδιού που διεξάχθηκε με ελικόπτερο να πετάει καθ’ όλη τη διάρκειά του πάνω από το γήπεδο, ελεύθερους σκοπευτές σε κάθε γωνιά του σταδίου μόνο και μόνο υπό τον φόβο των απειλών που είχε δημοσιοποιήσει η φράξια της Κόκκινης Στρατιάς (ακροαριστερής οργάνωσης), Baader-Meinhof, και με νωπή την ανάμνηση του μακελειού του Μονάχου στους προ διετίας Ολυμπιακούς Αγώνες από την τρομοκρατική οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης».

Το γκολ που έκρινε την αναμέτρηση των δύο Γερμανιών, το γκολ που έκρινε την κόντρα των δύο κόσμων, το γκολ που χάρισε τη νίκη στην Ανατολική Γερμανία.

Το ιστορικό γκολ του ήρωα του αγώνα, Γιούργκεν Σπαρβάσερ.

Το μετά

Η ήττα των Δυτικογερμανών εξηγήθηκε απλούστατα από τον έτσι κι αλλιώς περιεκτικό Πολ Μπράιτνερ πολλά χρόνια αργότερα: «Ως τότε δεν κάναμε τίποτα. Και ούτε και σε εκείνο το παιχνίδι μπορέσαμε να αλλάξουμε κάτι. Αν είχαμε παίξει πρώτο ή δεύτερο ματς με την GDR, θα χάναμε εκείνα αντί για το τρίτο. Τόσο απλά».

Οι Δυτικοί θεωρούσαν πως θα έκαναν περίπατο στον όμιλο. Οι “σβηστές” πρώτες νίκες τους, το επιβεβαίωσαν, χωρίς οι αντιδράσεις του κοινού τους να τους “ξυπνήσουν”. Φρόντισαν γι’ αυτό οι άσπονδοι γείτονες από την άλλη πλευρά του Τείχους. Τότε γύρισε ο διακόπτης, ο οποίος τούς έφερε δύο εβδομάδες μετά στην κορυφή του κόσμου.

Λίγα μόλις λεπτά μετά τον Τελικό της 8ης Ιουλίου κόντρα στην Ολλανδία και την στέψη της Δυτικής Γερμανίας, στο σπίτι του Σπάρβασερ στο Μαγδεμβούργο παραδόθηκε ένα τηλεγράφημα. Δεν ήταν κάποιος εντεταλμένος κρατικός υπάλληλος αυτός που το παρέδωσε, το τηλεγράφημα δεν είχε αποστολέα, ούτε και διεύθυνση ή ονοματεπώνυμο παραλήπτη, παρά μόνο έλεγε το εξής:

«”Σπάρι” (το παρατσούκλι του), σ’ ευχαριστούμε. Όλη η Γερμανία σ’ ευχαριστεί».

Την επόμενη μέρα ο Μίχαελ Κολ δέχτηκε ένα τηλέφωνο στο γραφείο του στη Βόννη. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Χανς Άπελ. Πρώτη έκπληξη. Να τηλεφωνεί ο Υπουργός Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας στον «μόνιμο απεσταλμένο» της Ανατολικής.

Δεν ήταν η μόνη έκπληξη. Ακολούθησε μεγαλύτερη, καθώς ο Άπελ τού ζήτησε να σταλούν πέντε μπουκάλια ουίσκι στον Χανς Γιούργκεν Κράισε στην Δρέσδη. Αφού συνειδητοποίησε τι άκουγε, ο Κολ, εμφανώς ενοχλημένος, απάντησε στο αίτημα λέγοντας: «Δεν είμαι ταχυδρόμος».

Μα ο Άπελ δεν είχε τηλεφωνήσει για να το συζητήσει. Και αυτό του τόνισε. «Δεν στο ζητάω, σε ενημερώνω. Όταν χάνεις ένα στοίχημα, το πληρώνεις. Και αυτό κάνω».

Τα πέντε μπουκάλια έφτασαν στη Δρέσδη δύο ημέρες αργότερα, μαζί με ένα προσωπικό γράμμα του Άπελ στον Κράισε: «Αυτό που ποτέ δεν πίστευα δυνατό συνέβη. Κέρδισες το στοίχημα».

Και πρόσθεσε: «Θα ήθελα να συγχαρώ εσένα και την ομάδα σου για την εξαιρετική σας εμφάνιση στη Δυτική Γερμανία και να σου ευχηθώ κάθε επιτυχία στο μέλλον».

Η Δυτική Γερμανία Πρωταθλήτρια Κόσμου το 1974 – ο «Κάιζερ», Φραντς Μπεκενμπάουερ, υψώνει το τρόπαιο.

Ως εδώ καλά. Ή, ορθότερα, ανεκτά. Οριακά έστω. Ακόμα και για την Στάζι. Η τελευταία πρόταση όμως ήταν αυτή που θα προκαλούσε το (ακόμα μεγαλύτερο) πρόβλημα.

«Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε σύντομα», ήταν αυτή με την οποία ολοκλήρωσε το γράμμα του ο Άπελ.

Απάντηση δεν πήρε, παρά πολλούς μήνες αργότερα, οπότε και έλαβε μια δακτυλογραφημένη ευχαριστήρια επιστολή από τον Κράισε, χωρίς καν η υπογραφή του να είναι χειρόγραφη. Έργο -“φώναζε”- της Στάζι. Τότε και μόνο τότε ο Δυτικογερμανός Υπουργός αντιλήφθηκε πως κάτι που για τον ίδιο ήταν άκακο, χιουμοριστικό, αντιμετωπιζόταν τελείως διαφορετικά στην άλλη πλευρά.

Το πρόβλημα δεν ήταν τα μπουκάλια Black Johnny Walker. Το ζήτημα ήταν η συνδιαλλαγή, έστω κατόπιν μιας τυχαίας επικοινωνίας και μιας φιλικής, ανθρώπινης συζήτησης, με έναν Δυτικό πολιτικό, ο οποίος μάλιστα ευχόταν και ήλπιζε σε νέα συνάντηση. Τότε η αυτομόληση αθλητών δεν ήταν κάτι που απασχολούσε ακόμη ως καθημερινότητα την Στάζι, για τον Κράισε όμως όλο αυτό αποτελούσε στοχοποίηση.

Από ήρωας της απόδειξης της «αθλητικής ανωτερότητας του σοσιαλιστικού ιδεώδους έναντι του Καπιταλισμού» είχε μετατραπεί σε ύποπτο φυγής και προδοσίας.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1976, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του Πρωταθλήματος της Ανατολικής Γερμανίας. Έξι από τους συμπαίκτες του στην Πρωταθλήτρια Ντιναμό Δρέσδης κλήθηκαν στην Ολυμπιακή ομάδα για τους Αγώνες του Μόντρεαλ, όπου και η GDR κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο.

Ο Κράισε όμως όχι. «Οι λόγοι ήταν ξεκάθαρα πολιτικοί». Ό,τι κουβαλούσε από εκείνη την επικοινωνία με τον Άπελ.

Δεν ήταν ο μόνος. Ακόμα και ο «Σπάρι», ο σκόρερ, Γιούργκεν Σπάρβασερ, δεν ωφελήθηκε. Αρχικά αρνήθηκε, επαναλαμβανόμενα, να αφήσει το Μαγδεμβούργο και να μετακομίσει στην Μπάγερν, η οποία τρεις φορές, σε διαδοχικά χρόνια από το ’74 ως και το ’76, επεδίωξε να τον αγοράσει.

Αντιμετωπίστηκε με φθόνο από τους συμπατριώτες του, καθώς θεωρήθηκε πως ανταμείφθηκε με χρήματα (όπως και οι υπόλοιποι διεθνείς) ή με κάποιο αυτοκίνητο. Εισέπραξε 2.500 γερμανικά μάρκα ως πριμ. Προβλεπόμενα και για όλους, μα τίποτα παραπάνω.

Οι Χρυσοί Ολυμπιονίκες Ανατολικογερμανοί στο βάθρο το 1976.

Και ούτε έγινε δέκτης κάποιας εξαίρεσης για να πάρει σειρά ώστε να αποκτήσει τις πολυπόθητες για κάθε Ανατολικογερμανό ρόδες. Ενδεικτικό πως ο χρόνος που χρειαζόταν η εγχώρια  αυτοκινητοβιομηχανία για να καλύψει τη ζήτηση που τότε υπήρχε και ένας μέσος πολίτης να πάρει αυτοκίνητο ήταν… 17 χρόνια.

Το καθεστώς αναμενόμενα προσπάθησε να τον χρησιμοποιήσει, όπως και κάθε άλλον συμπαίκτη του, προπαγανδιστικά, ζητώντας του να δηλώσει ότι το γκολ οφειλόταν σε αυτήν την ανωτερότητα του Σοσιαλισμού. Δύσκολα το αρνούνταν, παρότι, ειδικά κατόπιν επαναλαμβανόμενων συγκυριών, ολοένα και εφεύρισκε συνεχώς τρόπους ώστε να το αποφεύγει.

Και του κόστισε και αυτό, αφού δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει -προφανώς κατόπιν κυβερνητικών εντολών- τη διδακτορική διατριβή του για να πάρει δίπλωμα προπονητή, όταν νωρίς, στα 33 του, και λόγω τραυματισμών στο ισχύο κρέμασε τα εξάταπα.

Τον Ιανουάριο του 1988 βρέθηκε στη Δυτική Γερμανία για να συμμετάσχει σε αγώνα παλαιμάχων. Φεύγοντας από το ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η ομάδα του στο Σααρμπρίκεν, βρήκε την ευκαιρία να αυτομολήσει και, αντί να επιβιβαστεί στο λεωφορείο που θα πήγαινε στο γήπεδο, μπήκε σε αυτοκίνητο που τον οδήγησε στη σύζυγο και τον γιο του, οι οποίοι νωρίτερα είχαν φύγει από το Μαγδεμβούργο.

Αυτή η ενέργεια ενός εκ των πλέον αναγνωρίσιμων φυσιογνωμιών του ανατολικού ποδοσφαίρου αποτέλεσε ένα από τα συμβολικότερα σημάδια για την επερχόμενη πτώση του Τείχους (έγινε σε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα), τη διάλυση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και την επανένωση της χώρας.

Χρειάστηκε όμως να περάσουν άλλα 15 -και πάνω από 30 από εκείνη την τυχαία συνύπαρξή τους σε διπλανά καθίσματα ενός αεροπλάνου- για να ανταμώσουν ξανά ο Κράισε με τον Άπελ. Παραμονές του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2006 (πάλι στη Γερμανία), συνοδεία των συζύγων τους πια, στο Αμβούργο, τόπο εκείνης της ανεπανάληπτης αναμέτρησης της 22ης Ιουνίου του 1974, βρέθηκαν και πάλι.

Και τα ήπιαν. Παρέα. 

blank*Πήγη: The Blizzard, Issue 13

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Άγιαξ – Λίβερπουλ: Το παιχνίδι της ομίχλης και οι θρύλοι που γέννησε

Το παιχνίδι της ομίχλης που γέννησε την Grande Milan

Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο

Σέλτικ – Ατλέτικο: Η Μάχη της Γλασκώβης

17/11/1993, το τελευταίο βράδυ του ποδοσφαιρικού ρομαντισμού

Όταν η Εθνική Νέων του Κατάρ άγγιξε την κορυφή του κόσμου

Ολλανδία – Βραζιλία: Στη ρωγμή του Westfalen

CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη

Follow us
ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΚΡΑΪΣΕΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΟΥΣΝΕΡΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣΕΘΝΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣΜΑΝΦΡΕΝΤ ΕΒΑΛΝΤΜΙΧΑΕΛ ΚΟΛΜΟΥΝΤΙΑΛ 1974ΝΤΕΤΛΕΦ ΛΑΝΓΚΕΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΚΥΠΕΛΛΟ 1974ΡΕΤΡΟΧΑΝΣ ΑΠΕΛΧΕΛΜΟΥΤ ΣΕΝ
0
Facebook Twitter Google + Pinterest

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κλάιντ Ντρέξλερ: Μύηση στον κόσμο του διαστήματος

22 Ιουνίου, 2025

Σε μόνιμη διαδικασία μάθησης

20 Ιουνίου, 2025

Πιερ-Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ: Εντροπία

18 Ιουνίου, 2025

Χουάν Κάρλος Ναβάρο: Τα υλικά μιας «βόμβας» σαράντα...

13 Ιουνίου, 2025

Άγνοια κινδύνου

12 Ιουνίου, 2025

Φιλίπε Κουτίνιο: Τα όνειρα δεν είναι για να...

12 Ιουνίου, 2025

Ντέιβιντ Πλατ: Ο Μαραντόνα του Μπάρι

10 Ιουνίου, 2025

Πέτζα Στογιάκοβιτς: Συν Αθηνά και χείρα Κίνη

9 Ιουνίου, 2025

Το πράσινο κοστούμι του Κούη

5 Ιουνίου, 2025

Σεργκέι Ρεμπρόφ: Ο στρατηγός της σκιάς

3 Ιουνίου, 2025
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image

Follow Us

Facebook Twitter Youtube

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

  • Ανατολική Γερμανία – Δυτική Γερμανία: Ένα παιχνίδι, δύο κόσμοι και πέντε μπουκάλια

  • Κλάιντ Ντρέξλερ: Μύηση στον κόσμο του διαστήματος

  • Σε μόνιμη διαδικασία μάθησης

  • Πιερ-Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ: Εντροπία

  • Χουάν Κάρλος Ναβάρο: Τα υλικά μιας «βόμβας» σαράντα μεγατόνων

  • Άγνοια κινδύνου

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ Newsletter

Εγγραφείτε και λάβετε πρώτοι όλα τα τελευταία άρθρα.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

  • ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
  • ΜΠΑΣΚΕΤ
  • SPORTS
  • Φάκελοι
  • Multimedia

FOLLOW US

Facebook
Facebook Twitter Youtube

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

  • Όροι Χρήσης & Προϋποθέσεις
  • Ποιοι Είμαστε
  • Επικοινωνία

@2018 - Athletestories.gr All Right Reserved.
Powered by ADVISABLE