1, 10, 0, 1, 6, 5, 6, 16, 4, 14, 6.
Αριθμοί που αποτυπώνουν τα γκολ που πέτυχε ανά σεζόν ο Εντερζίτο Αντόνιο Μασέδο Λόπες. Παρά ένα 70. Σε 11 διαφορετικές σεζόν, πέντε διαφορετικές ομάδες και ισάριθμα διαφορετικά Πρωταθλήματα. Όλα τούτα μέχρι τα 29 του.
Έχει κι άλλα. Διεθνής έγινε στα 25. Το πρώτο του γκολ με το εθνόσημο το πέτυχε στην 18η συμμετοχή του, τρία χρόνια μετά το ντεμπούτο του, σε ένα αδιάφορο φιλικό.
Στο Euro 2016 όλο κι όλο είχε αγωνιστεί συνολικά ένα τέταρτο. Επτά λεπτά κόντρα στην Ισλανδία και άλλα οκτώ κόντρα στην Αυστρία, όλα στη φάση των ομίλων, απ’ όπου η Πορτογαλία απλώς επιβίωσε και συνέχισε ως μία από τις καλύτερες τρίτες, φέρνοντας μόνο ισοπαλίες.
Στον Τελικό με τη Γαλλία ο Κριστιάνο Ρονάλντο αποχώρησε τραυματίας και κλαίγοντας νωρίς, στα μέσα του πρώτου ημιχρόνου. Άλλος φορ στον πάγκο, στην αποστολή των Ιβήρων, δεν υπήρχε. Στη θέση του «CR7» όμως ο Ρικάρντο Κουαρέσμα μπήκε, με τον λεγάμενο να περιμένει απλώς ως το 79’ για να πατήσει γήπεδο, αντικαθιστώντας τον εξαντλημένο Ρενάτο Σάντσες.
Μισή ώρα αργότερα ήταν αυτός που σκόραρε, λυτρώνοντας έτσι την προαιώνια αναζήτηση της Πορτογαλίας για έναν τίτλο. Δεν ήταν ο Εουσέμπιο. Δεν ήταν ο Φίγκο. Δεν ήταν ο Φούτρε. Δεν ήταν ο Κριστιάνο. Δεν ήταν καν ο Νούνο Γκόμες ή ο Παουλέτα. Ήταν ο Έντερ.
Άλλες έξι φορές αγωνίστηκε με τους -πια- Πρωταθλητές Ευρώπης. Μια φορά σκόραρε ακόμα. Καμία άλλη σε επίσημο παιχνίδι.
7, 4, 3, 6, 2.
Τα γκολ που σημείωσε στις σεζόν που ακολούθησαν στους συλλόγους που αγωνίστηκε.
Πόσα είναι άραγε τα ναύλα για την αιωνιότητα;
Και πώς στο καλό πληρώνονται;
Το γκολ
O Μοουτίνιο τού έδωσε την μπάλα αρκετά έξω από την περιοχή των «Tricolore». Με την πλάτη γυρισμένη στο τέρμα και τον Κοσιελνί, επιδεικνύoντας τεράστιο σεβασμό σε έναν επιθετικό που μόνο κατ’ όνομα και όχι επιδόσεις δικαιολογούσε τέτοιο ρόλο και θέση στο γήπεδο, κολλημένο στην πλάτη του.
Ο Γάλλος τον κράτησε, τον τζάρτζαρε, προσπάθησε να βάλει τα πόδια του, αλλά δεν τον έβγαλε από την πορεία του. Και ίσως εκείνη την στιγμή περισσότερο για το δικό του, προσωπικό, θυμικό θα ενδιαφερόταν παρά για τις πιθανότητες να γίνει από εκεί αυτός ο συγκεκριμένος αντίπαλός του επικίνδυνος.
Ειδικά εφόσον ξοπίσω του περίμενε ο Ουμτιτί, ο οποίος δεν έδειξε ανάλογο… σεβασμό, δεν βιάστηκε να πάει πάνω του, δεν φάνηκε καν να κάνει κίνηση για κάτι τέτοιο, αρκούμενος απλώς να κλείνει γωνίες και διόδους. Ακόμα κι αυτό υπερβολικό έμοιαζε.
Διάολε, αυτός που παραφυλούσε περισσότερο έμοιαζε να προσπαθεί να κρατήσει την μπάλα, να μην την χάσει στην παράλληλη και όχι επιθετική, κατακόρυφη προς την εστία, κίνησή του, να μην του ξεφύγει, παρά να δοκιμάσει κάτι, οτιδήποτε, να φανεί έστω κατ’ ελάχιστο απειλητικός.
Ούτε καν τέρμα δεν κοιτούσε. Τα μάτια του δεν σηκώνονταν από τα παπούτσια του, έμεναν πάντα, καθ’ όλη τη διάρκεια της κίνησής του, καρφωμένα στην μπάλα. Ούτε όταν αποφάσισε να σουτάρει, τα σήκωσε για να δει δίχτυα. Ένιωσε και τον Πογκμπά να πλησιάζει πίσω του και μάλλον αντανακλαστικά συνειδητοποίησε πως έπρεπε να κάνει κάτι που θα είχε ουσία. Γι’ αυτό και σούταρε.
Δεν σημάδεψε. Η μπάλα πέρασε δίπλα από τον Ουμτιτί. Η απόσταση που είχε δεν βοήθησε τον Γιορίς να αντιληφθεί έγκαιρα την πορεία. Και, όταν το κατάλαβε, η αντίδρασή του ήταν καθυστερημένη. Σαν να μην περίμενε αυτό που γινόταν. Σαν να μην πίστευε πως ακόμα και σε εκείνο το σημείο απειλούνταν.
Όταν έπεσε στη δεξιά του γωνιά ήταν αργά. Η μπάλα πήγε ακόμα πιο άκρη και, παρότι όχι τελείως, ήταν πια αδύνατον να την προλάβει.
Γκολ Πορτογαλία, στο 109’ του Τελικού, νίκη και κατάκτηση του Euro από τους Ίβηρες. Με τον πιο απροσδόκητο όλων σκόρερ. Τον «pino» και τον «tosco». Έτσι τον έλεγαν οι συμπατριώτες του. «Καρφίτσα» και «σκληρός» η ακριβής μετάφραση. Επιεικείς όροι για το -ελληνικό- «ταγάρι». Αυτό σημαίνει στην πορτουγκέζικη ποδοσφαιρική αργκό.
Η αντίδραση της κοινής γνώμης, όταν παραμονές της τότε διοργάνωσης ο Φερνάντο Σάντος τον είχε συμπεριλάβει στην αποστολή, δεν είχε προηγούμενο. Δημοσκοπήσεις τον έφερναν στην κορυφή των εκτιμώμενων λανθασμένων επιλογών του Πορτογάλου εκλέκτορα, το ρεκόρ του -ο Θεός να το κάνει- αυτονόητα δεν σμίλευε τις γωνίες, ούτε και η παρουσία του στην προηγούμενη μεγάλη διοργάνωση που είχε συμμετάσχει, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, όπου η εικόνα του έμοιαζε με «ποδοσφαιριστή που όχι δεν ανήκει σε αυτό το επίπεδο αλλά δείχνει να ανήκει σε άλλη, ερασιτεχνική, κατηγορία».
Σχόλιο, έντυπο και καταγεγραμμένο ως κατευόδιο της παρουσίας του στα γήπεδα της Βραζιλίας.
Το ορφανοτροφείο και οι μπριζόλες
Δεν του ήταν άγνωστη η κατάσταση, το συναίσθημα. Την πατρίδα των γονιών του, τη Γουινέα Μπισάου, δεν τη θυμάται. Πορτογαλία γνώρισε και αναγνωρίζει μόνο για πατρίδα, όπου μετακόμισε σε ηλικία τριών ετών. Ούτε και γονείς όμως γνώρισε. Κάτι τα μεταξύ τους προβλήματα, κάτι τα οικονομικά τους, τους ανάγκασαν να τον δώσουν σε ορφανοτροφείο για να μεγαλώσει, έχοντας εκεί εξασφαλισμένη στέγη, τροφή και ελπίζοντας πως παράλληλα θα του προσφερθούν πρόνοια, ενδιαφέρον και στοργή.
Η δομή λέγονταν Lar Girassol. Το Σπίτι του Ηλιοτρόπιου δηλαδή. Δομημένη με αυστηρά καθολικό πλαίσιο και ιερείς να αναλαμβάνουν τα πάντα, πέραν και εκτός της μόρφωσης. Εκεί βρήκε τα δύο πρώτα του αποκούμπια. Τον Θεό και το ποδόσφαιρο. Δεν συμπληρώνονταν, δεν συναντιόντουσαν, αλλά αυτά ήταν.
Μεγαλώνοντας, έγινε ατραξιόν, όντας ο μόνος μαύρος που αγωνιζόταν στην τοπική ομάδα, στο ξεκίνημα της εφηβείας του. Στη δεύτερη ομάδα, την Αντέμια, στα 15 του, η συμφωνία με τον ντόπιο κρεοπώλη προέβλεπε πως για κάθε γκολ που θα σημείωνε θα του έδινε και μια μπριζόλα. Κατάντησε ασύμφορος. Τόσο που ο κύριος Μανέλ προτιμούσε να κερνάει όλη την ομάδα παρά να δίνει τις εκλεκτές του μπριζόλες στον πιτσιρικά που δεν σταματούσε να “γράφε”.
Χωρίς ανταγωνισμό, αυτή ήταν η αποτελεσματικότερη περίοδος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας. Δεν κράτησε πολύ.
Όταν ήρθε η ώρα να περάσει στο επόμενο επίπεδο, εκεί πάνω στην ενηλικίωση, με την Ακαδέμικα να εμφανίζεται και να τον ζητάει, οι ιθύνοντες της Αντέμια αρνήθηκαν να του δώσουν μεταγραφή. Αρνήθηκε και αυτός να συνεχίσει. Έμεινε εκτός γηπέδων για έναν χρόνο, παίζοντας ποδόσφαιρο μόνο με τους φίλους του και τρέχοντας κάθε βράδυ για να διατηρήσει ένα κάποιο επίπεδο φυσικής κατάστασης.
Όταν κατάφερε να αποδεσμευτεί, το τρένο της κορυφαίας κατηγορίας είχε -πρόσκαιρα- πετάξει. Υπήρχε όμως και η δεύτερη. Η Τουριζένσε τού έδωσε ευκαιρία και συμβόλαιο. Τετρακόσια ευρώ μηνιάτικο.
Τα μισά κάθε μήνα πήγαιναν στη μητέρα του, με την οποία στο μεταξύ είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Οι γονείς του είχαν χωρίσει, ο πατέρας του μετακόμισε στην Αγγλία, όπου πήγε να σπουδάσει και η μεγαλύτερη αδερφή του, και, όταν προσπάθησε να πάρει την κηδεμονία του, μια παρανομία τον έστειλε στη φυλακή.
Τα υπόλοιπα μισά του παρθενικού του μηνιάτικου ακόμη θυμάται που τα έδωσε. Αγόρασε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ένα ζευγάρι Nike, τα οποία ακόμη έχει κρατημένα. Δεν είναι τα μόνα. Απόρροια της αυστηρά καθολικής και ολιγαρκούς ανατροφής του στο ορφανοτροφείο, του έμεινε το χούι να αποταμιεύει, να βάζει στην άκρη.
Αργότερα, όταν εξασφάλισε το τέταρτο της διασημότητας, περηφανευόταν πως όλα κι όλα δύο αυτοκίνητα είχε αλλάξει στη ζωή του και πως ακόμα και στα ραντεβού του αργούσε πολύ -μα πάρα πολύ…- να βάλει το χέρι στην τσέπη και να κάνει την όποια κίνηση για να κεράσει.
Ναι, τόσο καλά.
Το λευκό γάντι
Όσο σφιχτός ήταν στα οικονομικά του άλλο τόσο προφανώς αποδείχτηκε και στα γκολ. Αυτό καθυστέρησε την εξέλιξή του, ωστόσο δεν την σταμάτησε κιόλας. Πήγε τελικά στην Ακαντέμικα, ύστερα από τρεις σεζόν στη δεύτερη κατηγορία.
Το εντυπωσιακό είναι πως, παρότι ποτέ δεν «έγραψε» διψήφιο αριθμό τερμάτων στην πρώτη του τετραετία στα σαλόνια του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, παρότι στην τελευταία τραυματίστηκε σοβαρά και έχασε ουσιαστικά τη μισή χρονιά, συνέχισε την ανέλιξη, μετακομίζοντας στην Μπράγκα.
Το ξεκίνημά του στους «Arsenalistas» μακράν το αποδοτικότερο της επαγγελματικής του καριέρας. Ένας δεύτερος σοβαρός τραυματισμός όμως -σε διάστημα ενός χρόνου- άλλαξε τα πάντα. Δυσκολεύτηκε στην αποθεραπεία και την επάνοδο και, όταν αυτή τελικά έγινε, η φούρια του είχε χαθεί. Τότε ήταν που άκουγε τα «pino» και «tosco».
Τότε ήταν που έμπλεξε και με άλλα θεριά. Απομονώθηκε από τους πάντες και τα πάντα, μπαίνοντας -όπως διαπίστωσε αργότερα- στο φάσμα της κατάθλιψης. Δεν έβγαινε, δεν συναναστρεφόταν, δεν κοινωνικοποιούνταν. Δεν έκλεισε μόνο τους λογαριασμούς του στα κοινωνικά δίκτυα, σταμάτησε να χρησιμοποιεί ακόμα και κινητό τηλέφωνο. Μόνο και μόνο για να μην βλέπει, να μην ακούει, να μην του λένε και διαβάζει το τι του έσουρναν κάθε φορά που εμφανιζόταν στο γήπεδο.
Το γραμμένο του όμως ήταν άλλο. Η Ριτίνια Τόρες βρήκε τρόπο να τον προσεγγίσει απλώς και μόνο για να του συστήσει τη μητέρα της, Σουζάνα. Mental coach δήλωνε, αυτό ήταν το δικό της επάγγελμα. Δέχτηκε να τον αναλάβει, δέχτηκε να ακολουθήσει τη διδαχή της.
Στο κάθε τι. Από τις λέξεις και τις φράσεις που χρησιμοποιούσε -σταμάτησε να εκφράζεται αρνητικά, το «δεν μπορώ» για παράδειγμα απαγορεύτηκε δια ροπάλου- μέχρι και πρακτικούς τρόπους που θα τον βοηθούσαν να ξεπεράσει τις κρίσεις πανικού που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την καθημερινότητά του.
Έγινε κινητή διαφήμιση διαφόρων χαρακτηριστικά ενισχυτικών φράσεων: «Τα πάντα μπορούν να γίνουν». «Πρέπει να πιστεύεις». Ξανά και ξανά. Η πίστη στην αυταξία αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της φιλοσοφίας της Σουζάνα και της ανανεωμένης μενταλιτέ του ασθενή της.
Λέξη -πίστη- που έγραψε σ’ ένα λευκό γάντι ποδηλασίας που του είχε χαρίσει. Μετατράπηκε σε φυλακτό του. Όχι το ίδιο, μα κάθε ανάλογο, ομόχρωμο. Όταν ξέφτιζε, πάλιωνε ένα ή το «πίστη» που ήταν γραμμένο σε αυτό, πήγαινε και αγόραζε άλλο, άλλα. Και φρόντιζε να τα έχει μαζί του. Συνεχώς. Ακόμα και στο γήπεδο. Ειδικά στο γήπεδο. Έκανε δύο τρύπες στη βάση του γαντιού, ίσα για να μπορεί να περάσει από μέσα το κορδόνι από το σορτσάκι του και έτσι να βρίσκεται ουσιαστικά ραμμένο πάνω του την ώρα του αγώνα.
Αν σκόραρε, το έβγαζε, το φορούσε και πανηγύριζε έτσι. Δημιουργούσε παραπομπές, ναι, αλλά ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή σχέση, βάση, αφετηρία και εφαλτήριο με οτιδήποτε σχετικό με την ιδεολογία κάποιων άλλων γαντιών, μαύρα ήταν εκείνα, δεκαετίες πριν τα δικά του λευκά τα θεωρήσει ο ίδιος απλώς φυλακτά και όχι προέκταση ιδεολογιών και στάσης ζωής που αγνοούσε παντελώς.
Παραμονές εκείνου του Euro, του μόνου στο οποίο πήρε μέρος, έχοντας φτάσει τότε να παίζει στο Championnat και τη Λιλ, με ενδιάμεση στάση μισής μόνο σεζόν στη Σουόνσι της Premier Leeague, χωρίς σε καμία των περιπτώσεων να δικαιολογεί τέτοιο επίπεδο, στο τελευταίο φιλικό της Πορτογαλίας πέτυχε το ύστατο γκολ της επιβλητικής “επτάρας” κόντρα στην Εσθονία.
Ως περιττός αντιμετωπιζόταν. Ως ένα τρολ, ένα καπρίτσιο, αχρείαστο, του Σάντος, ένας που ποτέ δεν θα καλούνταν να σηκωθεί από τον πάγκο για κάτι ουσιαστικό. Ως τέτοιος ουσιαστικά αναμενόταν από τα media, τα οποία περίμεναν να καταγράψουν τις αντιδράσεις μετά τη μια σπάνια φορά που έβρισκε δίχτυα σε εκείνο το φιλικό. «Θα σκοράρω στο Euro, να το θυμάστε», δήλωσε κρατώντας στο χέρι το λευκό γάντι.
Η μεταστροφή, σε επίπεδο ψυχολογίας και αυτοπεποίθησης, ολοκληρωτική. Είχε φτάσει στο άλλο άκρο. Άνιωθος. Και όχι μόνο στο γήπεδο. Το… διδακτορικό στο Playstation είχε μείνει θύμηση μιας άλλης ζωής. Τώρα επέλεγε να διαβάζει και οι εμψυχωτικές αυτοβιογραφίες, τα success stories, κυριαρχούσαν πλέον στα αναγνώσματά του. αυτές των Φλόιντ Μέιγουεδερ, Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, Ρονάλντο αλλά και του κάποτε ειδώλου του και πια συμπαίκτη του, Κριστιάνο, οι αγαπημένες του. Απ’ έξω μπορούσε να πει κεφάλαια ολάκερα.
Χρειάστηκε στον Τελικό. Μπαίνοντας στο γήπεδο, είχε σκεφτεί άλλη κρυψώνα για το γάντι του. Στην επικαλαμίδα. Από το ημίχρονο είχε χρόνο να την επεξεργαστεί, μιας και τότε ήταν που ο Σάντος του είπε πως κάποια στιγμή θα τον χρειαζόταν. Παρουσία όλης της ομάδας απάντησε πως, όποτε και αν πατούσε γήπεδο, θα έβρισκε δίχτυα.
Και ήταν συνεπής με το πεπρωμένο μιας καριέρας, μιας ζωής, ενός έθνους, πολλών ποδοσφαιρικών ιστοριών, όλα συνθέτοντας μια τέλεια καταιγίδα, στο κέντρο της οποίας -απάνεμα πια εκεί- βρέθηκε ο Έντερ να κάνει αυτό ακριβώς που είχε υποσχεθεί, περνώντας οριστικά και αμετάκλητα την πόρτα της μυθολογίας.
Δεν είχε καμία σημασία τι είχε κάνει πριν από εκείνο το βράδυ της 10ης Ιουλίου 2016 στο Stade de France. Δεν έχει καμία σημασία τι έκανε μετά από αυτό. Από τον Μάιο του 2021 έχει μείνει χωρίς ομάδα, χωρίς να έχει πατήσει ούτε λεπτό σε γήπεδο.
Ούτε πριν από εκείνη την ιστορική “φωτοβολίδα” ήταν πολλά, αξιοσημείωτα, σημαντικά και ιδιαίτερα τα ποδοσφαιρικά πεπραγμένα του, ούτε και μετά έγιναν περισσότερα, άλλα, διαφορετικά.
Όλα, μα όλα, το κάθε τι που συνόδευσε τη ζήση και την καριέρα του, αναδρομικά εξετάζοντάς τα, μοιάζουν πλέον βαλμένα το κάθε τι με τέτοιο τρόπο ώστε ο δρόμος του αλλά και ο δρόμος τον συμπατριωτών του να τον έφερναν ακριβώς εκεί. Στο Παρίσι, στο ένα σουτ, στο ένα γκολ, στον έναν τίτλο.
Το έχει γράψει ο Καζαντζάκτης, «Ας κάνουμε την στιγμή αυτή αιωνιότητα. Άλλη αθανασία δεν υπάρχει».
Τόσα τελικά είναι τα ναύλα. Μόνο μια στιγμή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Φίγκο: Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα…
Η αιώνια προσμονή του Πάουλο Φούτρε
Κριστιάνο Ρονάλντο, η έννοια του ασύλληπτου
Πέδρο Παουλέτα: Δεν χαμήλωσε ποτέ φτερά
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη