Και τι δηλαδή σημαίνει πως ένα σκυλί δεν δαγκώνει, αν γαβγίζει;
Ή, αντιθετικά, αν σώνει και ντε πρέπει να τονιστεί μια επιθετική τάση που εκ φύσεως τα σκυλιά δεν διαθέτουν, σημαίνει πως αυτή εκδηλώνεται μόνο αν δαγκώνουν; Ή μόνο αν δεν κάνουν θόρυβο;
Αν χρειαστεί να απειλήσουν, έχουν χίλιους άλλους τρόπους να το κάνουν. Αρκεί, για παράδειγμα, να δείξουν τους κυνόδοντές τους. Αρκεί να τα νιώσεις, αν είσαι τόσο άτυχος να παραβγείς μαζί τους, με την ανάσα τους στα πόδια, να αισθάνεσαι πως, αν πέσεις, αν απλώς σκοντάψεις, (θα) είσαι στο έλεός τους. Μόνο και μόνο η ιδέα, η αίσθηση, φτάνει και περισσεύει.
Χωρίς να χρειαστεί να κάνουν κάτι περισσότερο. Απλώς να επιβεβαιώνουν πως είναι εκεί, βρίσκονται εκεί, παραμονεύουν (σ)το λάθος σου (το δεύτερο, γιατί το πρώτο έγινε με την όποια πρόκληση), χωρίς την παραμικρή αίσθηση φόβου, κατωτερότητας, αδυναμίας, έχοντας και γνωρίζοντάς το το πάνω χέρι, τον έλεγχο στο οτιδήποτε.
Η περιγραφή, αν μη τι άλλο, δικαιώνει τον εκ φύσεως -και πόσο μάλλον μετά την επαγγελματική του διαδρομή ακόμα περισσότερο – ατακαδόρο Λουίς Βαν Χάαλ. Στα δικά του εισόδια στο top επίπεδο της προπονητικής κλήθηκε να διαχειριστεί και να αναδείξει την καλύτερη φουρνιά της σύγχρονης ιστορίας του Άγιαξ.
Ξεχωριστό, πολυεπίπεδα, ρόλο στον «Αίαντα» είχε κάποιος που ο Ολλανδός τεχνικός φρόντισε, από τις πρώτες στιγμές της συνύπαρξής τους, διορατικά να καθορίσει την καριέρα του απλώς και μόνο με το προσωνύμιο που του χάρισε. «Πίτμπουλ».
Του το έδωσε, γιατί πάντα κυνηγούσε τον αντίπαλο, πάντα έδινε την εντύπωση πως είναι ικανός να χαμηλώσει τόσο, ώστε ο επιτιθέμενος, όποιος και αν ήταν αυτός, να τον νιώσει στους αστραγάλους του. Δεν ήταν η μόνη του σύγκριση με το ζωικό βασίλειο. Ένας από τους προηγούμενους του Βαν Χάαλ τον έλεγε «πιράνχας», επειδή μπορούσε να “κατασπαράξει” (ποδοσφαιρικά) όποιον βρισκόταν στον δρόμο του, ενώ οι Νοτιοαμερικάνοι, πολύ αργότερα στην καριέρα του, όταν τα πάντα είχαν πλέον παγιωθεί, τον αποκαλούσαν «tubarao», «καρχαρία» δηλαδή.
Το «πίτμπουλ» όμως ήταν αυτό που (του) έμεινε. Αυτό που στο τέλος-τέλος και ο ίδιος ο Έντγκαρ Ντάβιντς γούσταρε.
Και, προφανώς, δεν υπήρχε -ούτε και υπάρχει- λόγος διαφωνίας.
Το ξεκίνημα στον Άγιαξ
Στο Παραμαρίμπο γεννήθηκε και δύο χρόνων ήταν όταν οι γονείς του αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Άμστερνταμ, ακολουθώντας τη διαχρονική πορεία χιλιάδων Σουριναμέζων. Και αυτός μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του (και τα ξαδέρφια του, τους περίφημους, εντός και εκτός γηπέδων, αδερφούς Ντρέντε) συνέχισαν την παράδοση παίζοντας ποδόσφαιρο. Στον δρόμο, πού αλλού;
Τόσο καλός ήταν μάλιστα που τον αποκαλούσαν «δήμαρχο». Τέτοια αξιώματα όμως δεν… περνούσαν στον Άγιαξ και έτσι στις δύο πρώτες απόπειρες που έκανε για να ενταχθεί στις ακαδημίες του «Αίαντα» κόπηκε. Δεν τρίτωσε, αφού στην τελευταία του προσπάθεια, 12 χρόνων, το πέτυχε, ξεκινώντας έτσι την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία.
Όχι ως χαφ. Όχι ως… «πίτμπουλ». Στο τέλος-τέλος δεν είχε τον σωματότυπο για να δικαιολογήσει τέτοιον ρόλο, τέτοιο παρατσούκλι, τέτοια αγωνιστική προσέγγιση και στιλ. Μεσοεπιθετικός αγωνιζόταν. Εξτρέμ, με δυνατότητα να συγκλίνει στο κέντρο, παίζοντας και σε ελεύθερο ρόλο πίσω από τον φουνταριστό.
Κακός δεν ήταν. Είχε τα προβλεπόμενα. Τεχνική, ταχύτητα, αντίληψη, ικανότητα στο 1vs1. Δεν έκανε όμως τη διαφορά. Κάτι που πετύχαινε, φουριόζος, μια “σειρούλα” του στις ακαδημίες του Άγιαξ, ο Μαρκ Όβερμαρς. Η σύγκριση ήταν καταλυτική, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης και σκέψης. Ο Ντάβιντς ήταν τυχερός, γιατί πήρε μια δεύτερη ευκαιρία -που δεν συνηθίζεται στον «Αίαντα»– με τον Βαν Χαάλ (ως τεχνικό της ομάδας Νέων) να τον φέρνει στο κέντρο του γηπέδου και να τον δοκιμάζει πλέον εκεί.
Δούλεψε. Κόλλησε. Μπορεί βάσει παρουσιαστικού να μην… ψάρωνε (ναι, ήταν νευρώδης, αλλά ούτε ακόμη το κορμί του είχε “χτίσει” ούτε και πρώτο μπόι ήταν), αλλά ήταν αυτό που ο Άγιαξ τότε χρειαζόταν, ήταν αυτό που ο ίδιος γούσταρε εξ αρχής περισσότερο («είχα μεγαλύτερη συμμετοχή στο παιχνίδι») και ήταν, φαινόταν από την πρώτη στιγμή, αυτό που δικαιολογούσε απόλυτα το παρατσούκλι που σχεδόν αντανακλαστικά του αποδόθηκε.
Και το κυριότερο; Ήταν ένα ακόμα, απολύτως ταιριαστό, κομμάτι σ’ ένα παζλ που εκτόξευσε τον Άγιαξ στην κορυφή. Ντεμπούταρε λίγο μετά την ενηλικίωσή του και σε μια πενταετία έπαιξε σε δύο Τελικούς Champions League, κατακτώντας τον έναν, κέρδισε τρία Πρωταθλήματα Ολλανδίας, ένα Κύπελλο UEFA, ένα Ευρωπαϊκό Super Cup, ένα Διηπειρωτικό και ένα Κύπελλο Ολλανδίας, στελεχώνοντας με τον συντοπίτη του, τον Κλάρενς Ζέεντορφ, μια από τις πιο συμπληρωματικές συνεργασίες στο κέντρο του γηπέδου στην ιστορία του «Αίαντα».
Αδύνατον να μακροημερεύσει περαιτέρω, η πενταετία που συμπλήρωσε ουσιαστικά αναλλοίωτη εκείνη η ομάδα του Άγιαξ μοιάζει με θαύμα δεδομένων του στάτους του club στην ευρωπαϊκή αγορά και των σύγχρονων ποδοσφαιρικών δεδομένων, έφυγε αμέσως μετά τον δεύτερο συνεχόμενο χαμένο Τελικό του Champions League (1996, χάνοντας μάλιστα και πέναλτι στην σχετική διαδικασία κόντρα στη Γιουβέντους), μετακομίζοντας στο Campionato και τη Μίλαν.
Το σκουπίδι και ο θησαυρός
Όπως οι περισσότεροι του τότε Άγιαξ, δεν μπόρεσε να αποφύγει τη νομοτέλεια. Από την απολύτως ελεγχόμενη, οικεία, προστατευτική “φούσκα” ενός club που τους ανέθρεψε ποδοσφαιρικά και ανθρώπινα βρέθηκαν σε τελείως διαφορετικό αγωνιστικό, προσωπικό και κοινωνικό περιβάλλον, σε καθεστώς που δεν είχαν συνηθίσει (ή, καλύτερα, δεν είχαν συνειδητοποιήσει, ενόσω αγωνίζονταν ακόμη στον «Αίαντα») και σε συνθήκες διαμετρικά αντίθετες με όσα βίωσαν στο Άμστερνταμ.
Έτσι και η δική του προσαρμογή στο Μιλάνο και τη Serie A ήταν -επιεικώς- τραγική. Δεν βοήθησε η φήμη του, η οποία… κατέφθασε πρώτη στον ιταλικό Βορρά και διαμόρφωσε πλαίσιο. Όχι πως ήταν η επανάληψη που τη διαμόρφωσε, κάθε άλλο, όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, αρκεί το ένα για να μπει η λεζάντα. Και αυτό το ένα ήταν όντως too much.
Σταθερό στέλεχος, ήδη, της Εθνικής Ολλανδίας, συμπεριλήφθηκε στην αποστολή των «Oranje» στο Euro 1996. Στην πρεμιέρα του τουρνουά έμεινε στον πάγκο. Δεν του άρεσε. Δεν το έκρυψε. Και έβαλε κατά του εκλέκτορα Γκους Χίντινκ, κατηγορώντας πως επηρεάστηκε από τις παλιοσειρές, Ντάνι Μπλιντ και Ρόναλντ Nτε Μπουρ, και, εμμέσως πλην σαφώς, ρίχνοντας στο τραπέζι και το (πάντα ασήκωτο…) χαρτί του ρατσιστικού background.
«Ο Χίντινκ θα πρέπει να βγάλει το πρόσωπό του από τους κ… λους μερικών παικτών».
Τι άλλο να πει; Και πώς να μαζευτεί; Ο Χίντινκ απαίτησε μεταμέλεια και συγγνώμη, πρωτίστως ενώπιον της ομάδας, ο Ντάβιντς συνηγόρησε, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως δεν θα άλλαζε κάτι από τα συναισθήματά του και τον τρόπο με τον οποίον ο ίδιος εκτιμούσε πως αντιμετωπιζόταν τόσο από τον προπονητή του όσο και από τους (λευκούς) συμπαίκτες του.
Ο Χίντινκ τον έστειλε στο σπίτι του.
Αυτό λοιπόν ήταν το επεισόδιο που τον συνόδευσε στο Μιλάνο. Δεν βοήθησε. Δεν βοηθήθηκε. Και, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, το γλυκό έδεσε, όταν μεσούσης της σεζόν έσπασε το πόδι του. Η αποθεραπεία εφιαλτική. Αγρίμι σε κλουβί. Δεν καταλάβαινε γρι ιταλικά, με την παραμονή στο σπίτι να του κάνει περισσότερο κακό ψυχολογικά απ’ ό,τι καλό σωματικά.
Έπεσε με τα μούτρα στην αποθεραπεία, συνεργαζόμενος με τον φυσικοθεραπευτή του Ολλανδού τενίστα (και έκτοτε φίλου του), Ρίχαρντ Κράιτσεκ, και κατάφερε να επιστρέψει νωρίτερα του εκτιμώμενου. Χίλιες φορές όμως περισσότερο αγρίμι. Η απραξία, η αδυναμία προσαρμογής και ο χαμένος χρόνος, αφού επιστρέφοντας το στάτους του στους «Rossoneri» είχε βαλτώσει περισσότερο, όλα συνέβαλαν στο να αντιμετωπίζεται απαξιωτικά από media, οπαδούς ακόμα και συμπαίκτες, πόσο μάλλον όταν και ο ίδιος φρόντιζε να δίνει επιπρόσθετες λαβές με λογιών-λογιών νυχτοπερπατήματα και αντισυμβατική επαγγελματικά συμπεριφορά.
Ο Φάμπιο Καπέλο δημοσίως αξιολόγησε την παρουσία του στα αποδυτήρια των Μιλανέζων τοξική, ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα τον χαρακτήρισε «σάπιο μήλο» και η Μίλαν, άρον άρον, μετά από μόλις ενάμιση χρόνο (το ένα τρίτο του οποίου το πέρασε τραυματίας) και μόλις μια ντουζίνα εμφανίσεις, τον έβγαλε στο σφυρί, ουσιαστικά χαρίζοντάς τον.
Το σκουπίδι του ενός θησαυρός του άλλου. Ο Μαρτσέλο Λίπι, με τη θερμότατη εισήγηση από τον πανταχού παρόντα Λουτσιάνο Μότζι, δέχτηκε να αναλάβει το ρίσκο πρώτιστα της διαχείρισης και εν συνεχεία της… εξημέρωσης του θεριού που είχε γίνει ο Ντάβιντς στο Μιλάνο. Δεν τον καλούπωσε στο Τορίνο. Απλώς τον οριοθέτησε, ξανά, στο γήπεδο.
Στο πρώτο του μόλις εξάμηνο με τα «bianconeri» δικαιολόγησε απόλυτα την ατάκα στην παρουσίασή του, «ήρθα εδώ, γιατί την τελευταία τετραετία η Γιουβέντους κερδίζει παντού. Στην Ιταλία, στην Ευρώπη, στον κόσμο», κατακτώντας το Scudetto. Στο Μιλάνο οι «Rossoneri», οι οποίοι πανηγύριζαν για την πώλησή του (έστω και κοψοχρονιά…), τερμάτισαν στη 10η θέση.
Η αμετάκλητη πλέον αλλαγή ρότας ξεκαθάρισε, όταν ο Χίντινκ τον εμπιστεύτηκε ξανά -με δόξα και τιμή ως Πρωταθλητή πλέον Ιταλίας και τον συμπεριέλαβε στην αποστολή της Ολλανδίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Το μόνο που έμελλε να πάρει μέρος στην καριέρα του ο Ντάβιντς και, παρότι -τάμα, καψόνι, οτιδήποτε- πάλι στην πρεμιέρα του τουρνουά έμεινε στον πάγκο, ήταν μακράν ο κορυφαίος των «Oranje», οδηγώντας τους στην τετράδα και εξασφαλίζοντας μια θέση στην κορυφαία ενδεκάδα της διοργάνωσης.
Η μετεξέλιξη στην κορυφή
Το ποτάμι, πλέον, δεν γύριζε πίσω. Και αυτό, παρότι οι δύο πλήρεις σεζόν του στο Τορίνο ήταν κακές, χωρίς τίτλους, χωρίς ομαδικές διακρίσεις, μα ο ίδιος απογειώθηκε. Ο Λίπι είχε αποχωρήσει, αφήνοντας όμως παρακαταθήκη καριέρας ακόμα μια ατάκα που συνόδευσε τον Ντάβιντς σε όλα του τα χρόνια στο κάλτσιο: «το ατομικό μηχανοστάσιο».
Η συνεργασία του με τον Ζινεντίν Ζιντάν, όπως κάποτε με τον Ζέεντορφ, ακόμα μια αιτία. Γιν και γιανγκ με τον Γάλλο. Ό,τι δεν είχε ο ένας, το συμπλήρωνε, το έβρισκε στον άλλον. Οι δυο τους, μαζί, χάρμα οφθαλμών. Διόλου περίεργο που θεωρεί τον «Ζιζού» ως τον κορυφαίο συμπαίκτη της καριέρας του (παρότι καλύτερους τεχνίτες, σε όρους street football που πάντα επηρέαζε την ποδοσφαιρική του οπτική, θεωρεί τον Ροναλντίνιο και τον Πέτερ Χούκστρα).
Ένας άλλος Γάλλος, ο Τιερί Ανρί, παρότι πέρασε και δεν ακούμπησε από το Τορίνο, φρόντισε να βάλει το λιθαράκι στον μύθο που συνεχώς έχτιζε ο Ολλανδός. Κάποια στιγμή λοιπόν ο «Τιτί» επισκέφθηκε τον Ντάβιντς στο σπίτι του. Τον είδε να κάνει σπιτικές δουλειές, έχοντας συνεχώς μια μπάλα στα πόδια του.
Το δημοσιοποίησε και έτσι ανάγκασε και τον ίδιο τον Ντάβιντς να το παραδεχτεί. Δεν ήταν θέμα επίδειξης στον νεαρό, νεόκοπο συμπαίκτη του αλλά κάτι που έκανε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Φρόντιζε λοιπόν να έχει μπάλες σε κάθε γωνιά του σπιτιού του και, κάνοντας το οτιδήποτε σε αυτό, από το να σκουπίζει και να μιλάει στο τηλέφωνο μέχρι να πλένει τα δόντια του και να βλέπει τηλεόραση, τις είχε στα πόδια του, κάνοντας «κορδελάκια», θεωρώντας πως έτσι θα βελτιώνονταν η επαφή, η τεχνική, η αντίληψή του.
Αυτό που όμως τον έκανε απόλυτα διακριτό και οπτικά και στη συλλογική, διαχρονική μνήμη, απόλυτα αναγνωρίσιμο εις του αιώνες των αιώνων, ήταν ένας τραυματισμός. Τον είχε από μικρός, στο μάτι. Δεν τον επηρέαζε τόσο στο γήπεδο, ωστόσο, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν ακόμα χειρότερος και, κάποια στιγμή, ένα ακόμα χτύπημα ήρθε να επιδεινώσει την κατάσταση. Το γλαύκωμα με το οποίο διαγνώστηκε επηρέαζε το οπτικό του νεύρο και έθεσε πλέον σε κίνδυνο την όρασή του και -κατ’ επέκταση- την καριέρα του.
Η λύση βρέθηκε με τα περίφημα τεράστια ειδικά προστατευτικά γυαλιά που άρχισε να φοράει. Εξασφάλισε ειδική άδεια από τις ποδοσφαιρικές αρχές, με την εταιρεία που προμήθευε αντίστοιχα στον θρυλικό Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ να αναλαμβάνει την κατασκευή, προσαρμογή και προμήθειά τους στον Ντάβιντς, ο οποίος εννοείται πως έβαλε την πινελιά του.
Τα πρωτολάνσαρε σ’ ένα φιλικό της Εθνικής Ολλανδίας κόντρα στο Βέλγιο τον Σεπτέμβριο του 1999, έχοντας μια ξεχωριστή και απολύτως διακριτή πορτοκαλί απόχρωση στο εσωτερικό τους.
Αυτό ήταν. Τέτοια η μετεωρική του άνοδος στο παγκόσμιο πλέον ποδοσφαιρικό σκηνικό (και πάλι αναδείχτηκε στην κορυφαία ενδεκάδα του Euro 2000, παρά την αποτυχία των «Oranje» να το κατακτήσουν στο “σπίτι” τους), ώστε η Nike προσωποποίησε την πιο φουτουριστική διαφημιστική καμπάνια εκείνης της εποχής, ενώ το 2003 μαζί με τον Ράιαν Γκιγκς και τον Ρομπέρτο Κάρλος αποτέλεσαν τα τρία πρόσωπα της έκδοσης εκείνης της χρονιάς του περίφημου video game, FIFA.
Είχε προσθέσει στο παλμαρέ του δύο σερί Νταμπλ με τη Γιουβέντους (2002, 2003), και πάλι με τον επανακάμψαντα και λατρεμένο του Ολλανδού, Μαρτσέλο Λίπι, στα ηνία της «Vecchia Signora», χάνοντας όμως την ευκαιρία για ένα ακόμα Champions League, γνωρίζοντας την ήττα στον Τελικό του Old Trafford, στα πέναλτι και πάλι, από τη Μίλαν, με τον ίδιο να… οργιάζει, κυριαρχώντας στο κέντρο και “αιχμαλωτίζοντας” τον κολλητό του αλλά τότε αντίπαλο, Ζέεντορφ. Ένας όμως τραυματισμός τον υποχρέωσε σε αντικατάσταση, αλλάζοντας τελείως την μορφή του Τελικού.
«Ακόμα και στα πέναλτι να είχαμε διαθέσιμο τον Ντάβιντς, θα κερδίζαμε», τόνισε ο Λίπι, με τη μεγαλύτερη κατάκτηση του Ολλανδού να ήταν πως, παρότι κανείς δεν μπορεί να το ξέρει, ώστε να επιβεβαιωθεί (ή όχι) ο Ιταλός προπονητής, όλοι συμφώνησαν, όλοι το δέχτηκαν.
Ο “διασώστης” της Μπαρτσελόνα
Ου γαρ έρχεται μόνον. Μετά από τα δύο διαδοχικά Νταμπλ λοιπόν και τον χαμένο Τελικό, ο Ντάβιντς έχασε τη θέση του στην ενδεκάδα των «Bianconeri». Ο πάλαι ποτέ σφοδρός υποστηρικτής του, ο Λουτσιάνο Μότζι, είχε βρει άλλους proteges, άλλους προστατευομένους, ξεχωριστούς, με τον Ολλανδό να μετατρέπεται, σταδιακά, σε μια περιττή πολυτέλεια στο πλαίσιο της ήδη επιχειρούμενης τότε ανανέωσης των Τορινέζων.
Επ’ ουδενί όμως σε στάτους ανάλογο εκείνου της Μίλαν. Ούτε καν.
Η ευκαιρία, μια ακόμα, για εδραίωση σε επιπλέον ένα επίπεδο της υστεροφημίας του προσφέρεται στον Ολλανδό τον Ιανουάριο του 2004. Το πρότζεκτ που έμελλε να κυριαρχήσει στην ποδοσφαιρική Ευρώπη για 15 χρόνια, αυτό της Μπαρτσελόνα, πιεζόταν τόσο όσο να απειλείται, πριν καν αρχίσει να οικοδομείται, να διαλυθεί.
Ο Ζοάν Λαπόρτα αδυνατούσε να εκπληρώσει με το καλημέρα της προεδρικής του εκλογής τις υποσχέσεις του (είχε, για παράδειγμα, τάξει τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, όμως όχι μόνο δεν ντύθηκε στα «blaugrana» αλλά πήγε στη Ρεάλ), χάνοντας συνεχώς δημόσια πίστωση, ενώ και ο νεόκοπος στον πάγκο, Φρανκ Ράικαρντ, βαλλόταν πανταχόθεν.
Ένας μέσος τύπου Ντάβιντς ήταν προφανές πως ήταν απαραίτητος, δεν έμοιαζε όμως σε καμία περίπτωση πως θα ήταν και αρκετός να αντιστρέψει την κάκιστη εικόνα των Καταλανών, οι οποίοι, όταν ο Ολλανδός εντάχθηκε δανεικός από την (ολόχαρη για την εξέλιξη) Γιουβέντους, ήταν στην 12η θέση, στο -18 από την πρωτοπόρο «Βασίλισσα» και με μόλις επτά νίκες στο πρώτο μισό της σεζόν.
Ο Αθλητικός Διευθυντής των Μαδριλένων, Χόρχε Βαλντάνο, απαντώντας γιατί δεν ασχολήθηκαν με την περίπτωση του Ντάβιντς, ξεκίνησε τον χορό των υποτιμητικών σχολίων, λέγοντας πως «δεν είναι “Galactico”», ενώ ο γνωστός μας από την προπονητική του θητεία στον Ολυμπιακό, Μίτσελ, στην εβδομαδιαία στήλη του στη «Marca» χαρακτήρισε τον Ολλανδό «τέως, ο οποίος ούτε στην Μπαρτσελόνα θα προσέφερε κάτι ούτε και η Ρεάλ χρειαζόταν να ανησυχεί».
Όχι και τόσο έξυπνος τρόπος να υποδεχτείς ένα «πίτμπουλ». Η είσοδός του στην ενδεκάδα της Μπαρτσελόνα απελευθέρωσε τα πάντα, επιτρέποντας σε όλους να βρουν ρόλους, συνεργασίες, ρυθμό. Ο Ντάβιντς αγωνίστηκε σε 18 παιχνίδια Πρωταθλήματος. Οι Καταλανοί κέρδισαν τα 14. Είχαν δεχτεί 25 γκολ στο πρώτο μισό, δέχτηκαν 14 στο δεύτερο. Είχαν πετύχει 26 εν τη απουσία του, σημείωσαν 37 εν τη παρουσία του. Ρέφαραν για την ήττα τους στο Camp Nou από τη Ρεάλ, κερδίζοντας στο Bernabéu (με τον Ολλανδό να εξουδετερώνει τον Ζιντάν) και με το φοβερό τους ντεμαράζ κατάφεραν να την προσπεράσουν στην κατάταξη, τερματίζοντας δεύτεροι, πίσω μόνο από την Πρωταθλήτρια Βαλένθια.
Το λογιστικό όμως, το ρεζουμέ εκείνης της χρονιάς, ήταν το λιγότερο. Το σημαντικότερο ήταν πως η άφιξη του Ντάβιντς ήταν ο καταλύτης για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο χτίσιμο μιας ομάδας, στην πίστη σε μια πολύ συγκεκριμένη φιλοσοφία και προσέγγιση που δεν είχαν αντίπαλο, σαρώνοντας τα πάντα για την επόμενη (τουλάχιστον) δεκαετία.
Θα μπορούσε και ο Ολλανδός να (συνεχίσει να) αποτελεί κομμάτι αυτής της πορείας, τουλάχιστον στο πρώτο της στάδιο. Δεν το θέλησε, αφού με το τέλος του δανεισμού του αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία για να κλείσει τους λογαριασμούς του με τον Μότζι, επιλέγοντας να συνεχίσει την καριέρα του στην Ίντερ και έτσι, μέσω των «Νerazzurri», να απαντήσει στον παραγκωνισμό που του επεφύλαξε ο padrone της Γιουβέντους.
Δεν του βγήκε. Ούτε τότε του πήγε το Μιλάνο. Έμεινε έναν χρόνο (2004-2005), κατέκτησε ένα Κύπελλο και αυτό ήταν όλο.
Στ’ αλώνια και πάντα street football
Αυτό που έλειπε ήταν η Premier League. Γενικά, η αγγλική εμπειρία και οπτική. Ο συμπατριώτης του Μάρτιν Γιολ τού έδωσε την ευκαιρία παίρνοντάς τον στην Τότεναμ. Ο τρόπος παιχνιδιού του απόλυτα ταιριαστός με την physicality του Νησιού.
Και ιδανικά αποδεκτός από το κοινό των «Σπιρουνιών», το οποίο ακόμη μνημονεύει ένα “κλάδεμα” του (αλλοτινού “εχθρού”, ως παίκτη της Άρσεναλ γαρ) Ρέι Πάρλουρ σε μια αναμέτρηση με τη Μίντλεσμπρο αλλά και την ημίωρη -και βάλε…- μετατροπή του προπονητικού κέντρου των Λονδρέζων σε ρινγκ, έχοντας απέναντί του τον Ρόμπι Κιν, μια κλωτσοπατινάδα των οποίων κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης ουδείς μπόρεσε ή έστω τόλμησε να διακόψει.
Ο Γιολ επέβαλε το μεγαλύτερο δυνατό -βάσει κανονισμού- πρόστιμο, ύψους 30.000 λιρών. «Τριάντα χιλιάρικα; Τόσα χαλάω για ψώνια, όχι για να γουστάρω», η αποστομωτική απάντηση του Ντάβιντς, ο οποίος ύστερα από δύο σεζόν (με κατατάξεις στην 5η θέση), την πρώτη χωρίς προβλήματα και βασικός και τη δεύτερη γεμάτη τραυματισμούς, αποφάσισε να επαναπατριστεί για να κλείσει τον κύκλο στον Άγιαξ.
Ίσα-ίσα έκανε απλώς ένα μονοετές συμβόλαιο, το οποίο εξέπνευσε το καλοκαίρι του 2008, χωρίς να γίνει ούτε καν συζήτηση για ανανέωση. Τυπικά δεν ανακοίνωσε ποτέ την αποχώρησή του από τα γήπεδα. Πατημένα 37 επέστρεψε, σε συμφωνία pay per play στην Κρίσταλ Πάλας, τότε στην Championship. Τρίμηνο δεν συμπλήρωσε στο «Selhurst Park», μα φεύγοντας, αρχές Νοεμβρίου 2010, χαρακτήρισε την εμπειρία ως «μια από τις καλύτερες της καριέρας μου».
Το επόμενο καλοκαίρι εκλέχτηκε στο ελεγκτικό συμβούλιο του Άγιαξ, ενώ ζούσε πλέον μόνιμα στο Λονδίνο, προπονώντας στο μεσοδιάστημα μια ερασιτεχνική ομάδα στην αγγλική πρωτεύουσα και έχοντας στραφεί και πάλι στο street football με αγώνες και επιδείξεις σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου.
Και εκεί επέστρεψε γρήγορα, αφού η στροφή του σε διοικητικό ρόλο δεν πήγε καλά μιας και τα έσπασε με τον Γιόχαν Κρόιφ (επίσης μέλος), ο οποίος είχε εκτιμήσει ως κύριο λόγο της εκλογής του το ότι ήταν… μαύρος. Ο Ντάβιντς θεώρησε το σχόλιο ρατσιστικό, αντέδρασε μέχρι εκεί όπου δεν έπαιρνε, με τον Κρόιφ όμως απέναντί του δύσκολα μπορούσε να προσδοκά σε υποστήριξη.
Δεν την βρήκε ούτε από τον Άγιαξ ούτε από τις εγχώριες ποδοσφαιρικές αρχές και έτσι αποχώρησε από το πόστο του, προτού και πάλι φορέσει τα εξάταπα, αναλαμβάνοντας ρόλο παίκτη-προπονητή στην Μπάρνετ, ομάδα της League 2 (Οκτώβριος 2012), ρόλο που διατήρησε μέχρι τα 41 του αισίως (Ιανουάριος 2014) και με τις «Μέλισσες» να έχουν κατρακυλήσει στα τοπικά Πρωταθλήματα.
Από τότε αφιερώθηκε σχεδόν στο street football. Με τη σύντροφό του άλλωστε, σχεδιάστρια μόδας, Ολκάι Γκιουλσέν (κουρδικής καταγωγής), από το 1999 έχουν ιδρύσει μια στιλιστική εταιρεία, τη Monta, η οποία αποκλειστικά ασχολείται με street fashion και οτιδήποτε συνοδευτικό του ποδοσφαίρου που έμαθε στα μικρατά του ο Ντάβιντς και που, με ελάχιστες εξαιρέσεις (το 2020 πέρασε από το σταφ της Τέλσταρ και το 2021 ανέλαβε την πορτογαλική Ολιανένσε), τού δίνει και καταλαβαίνει.
Με τα ίδια προστατευτικά γυαλιά, την ίδια κώμη, το ίδιο στιλ, το ίδιο παρατσούκλι.
Και εννοείται πως ούτε και τώρα χρειάζεται μήτε να γαβγίσει πόσο μάλλον να δαγκώσει, ώστε να πείσει πως με τα «πίτμπουλ» δεν μπλέκεις…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε / Τα έξι δευτερόλεπτα του Κρόιφ
Μάρκο Φαν Μπάστεν: το πέταγμα του κύκνου
Φρανκ Ράικαρντ – Ρουντ Γκούλιτ: Το Γιν και το Γιανγκ
Έντβιν Βαν Ντερ Σαρ: Rock’n’roll
Ντένις Μπέργκαμπ: Poetry In Motion
Βέρτζιλ Βαν Ντάικ: Η θεωρία της σχετικότητας
Face Control EURO 2020: Τζορτζίνιο Γκρέτζιον Έμιλε Βαϊνάλντουμ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη