Είχε ξημερώσει η 26η Μαΐου 1958.
Για την ακρίβεια κόντευε μεσημέρι. Η αποστολή της ΕΣΣΔ για το επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Σουηδία μετρούσε τις τελευταίες ημέρες της προετοιμασίας της στο παραδοσιακό ορμητήριό της, στο προπονητικό κέντρο της Σπαρτάκ στην Ταρασόβσκα, ένα προάστιο της Μόσχας.
Σε λίγες μέρες η αποστολή θα αναχωρούσε για Σκανδιναβία. Με μεγάλες, πολύ μεγάλες βλέψεις και προσδοκίες. Δύο χρόνια πριν οι Σοβιετικοί είχαν κερδίσει το Χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Δύο χρόνια μετά στέφθηκαν Πρωταθλητές Ευρώπης στο παρθενικό Euro.
Ο ήδη κορυφαίος τερματοφύλακας του πλανήτη και ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών, ο 29χρονος τότε Λεβ Γιασίν, ετοίμαζε τα καλάμια του για να πάει για ψάρεμα στον Κλιάζμα. Αγαπημένη του συνήθεια, εκείνη την εποχή της… αντίστροφης μέτρησης, επιβεβλημένη για να καταπολεμηθεί η ανυπομονησία και η ανία.
Μαζί του θα έπαιρνε ένα πιτσιρίκι, τον «Babbi», όπως τον αποκαλούσαν οι υπόλοιποι (οι περισσότεροι μεγαλύτεροι) διεθνείς λόγω της νεαρής του ηλικίας, ο οποίος όμως, παρότι στα 21 του, συναγωνιζόταν, αν δεν ξεπερνούσε σε φήμη και αναγνωρισιμότητα -πάντα στο πλαίσιο του Σιδηρούν Παραπετάσματος και με τους περιορισμούς που το σοβιετικό γίγνεσθαι ήταν συνυφασμένο- τους πάντες.
Δεν ήξερε να ψαρεύει, ήταν όμως η κατάλληλη παρέα για να σπάσει, όταν και εφόσον χρειαζόταν, η μονοτονία και η πολύωρη αναμονή.
Δεν πήγε κανείς τους, μιας και αστυνομικοί έκαναν την εμφάνισή τους και συνέλαβαν τον «Babbi» μαζί με δύο συμπαίκτες του. Ο πρώτος κατηγορούνταν για βιασμό. Οι άλλοι δύο για επίθεση. Όλα είχαν συμβεί την προηγουμένη και είχαν καταγγελθεί το ξημέρωμα της ίδιας ημέρας.
Κάπως έτσι ξεκίνησε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του σοβιετικού αθλητισμού, ένα από τα μεγαλύτερα what if’s της ιστορίας και φυσικά ο θρύλος του πρωταγωνιστή του, του Έντουαρντ Στρελτσόβ.
Το μετάλλιο που δεν πήρε ποτέ
O Ανατόλι Στρελτσόβ, αφού υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, μετά το τέλος Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, αποφάσισε να μην γυρίσει στο σπίτι και την οικογένειά του στη Μόσχα, αφήνοντας μόνους τη σύζυγό του, Σοφία, και τον γιο του, Έντουαρντ.
Η Σοφία δούλευε προπολεμικά σε παιδικό σταθμό. Το άσθμα της όμως επιβαρύνθηκε από διάφορες καρδιακές παθήσεις (επιδεινώθηκε η κατάστασή της μετά τη φυγή του άνδρα της, ο οποίος έφτιαξε στο Κίεβο νέο σπιτικό) και έτσι βρήκε εναλλακτική δουλεύοντας στην εταιρεία που εργαζόταν ο Ανατόλι ως κοπτοράπτρια πια.
Χρόνος για να αφιερωθεί στον κανακάρη της δεν υπήρχε. Ειδικά εφόσον ήταν ξεκαπίστρωτος. Τον διαπαιδαγωγικό ρόλο κάλυψε το ποδόσφαιρο, εκεί που ο «Έντικ» (όπως τον φώναζαν όλοι) βρήκε διέξοδο. Και όχι μόνο δηλαδή, αλλά ξεχώριζε.
Αρχικά αγωνιζόταν για την ομάδα του εργοστασίου που δούλευε προπολεμικά ως κηπουρός ο πατέρας του. Δεκατριών ήταν, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο σχετικό Πρωτάθλημα. Νεότερος δεν υπήρξε ποτέ. Δύο χρόνια αργότερα σε ένα φιλικό με την Τορπέντο Μόσχας ένας τεχνικός μιας φυτωριακής ομάδας των «Ασπρόμαυρων», ο Βασίλι Προβόρνοβ (ο Βίκτορ Μασλόβ ήταν αυτός που τον ανέβασε στην πρώτη ομάδα) εντυπωσιάστηκε και κίνησε τις σχετικές διαδικασίες ώστε να ενταχθεί στους «Ασπρόμαυρους».
Ομάδα η οποία είχε συσταθεί από το εργατικό δυναμικό της αυτοκινητοβιομηχανίας ZIL. Είχε μεν δύναμη, μιας και στηριζόταν σε σημαντικό κομμάτι του προλεταριάτου της πρωτεύουσας, δεν είχε όμως καμία σχέση με την πρόσβαση που είχαν στα ενδότερα του σοβιετικού κράτους οι άλλες συμπολίτισσές της, ΤΣΚΑ (πατρόνας ο στρατός), Σπαρτάκ (κυρίως η KGB), Λοκομοτίβ (η εταιρεία σιδηροδρόμων) και Ντινάμο (Υπουργείο Εσωτερικών και δευτερευόντως η KGB), οπότε μοιραία περιορίστηκε σε δευτερεύοντα τελείως ρόλο, χωρίς ποτέ να πρωταγωνιστεί.
Ο Στρελτσόβ άλλαξε αμέσως το status quo. Ένα παιδάκι, το οποίο εμφανίστηκε στην πρώτη προπόνηση ανδρικής ομάδας με ξύλινη τσάντα και χιλιομπαλωμένη ζακέτα, στο γήπεδο “κεντούσε”.
Έπαιξε αμέσως. Ψηλός, δυνατός, με εντυπωσιακή τεχνική, καλλιτεχνικές επαφές και κινήσεις και κυρίως, πρωτόγνωρη ποδοσφαιρική αντίληψη και αίσθηση.
Και έκανε και τη διαφορά αμέσως. Στη δεύτερη μόλις σεζόν του, πριν καν συμπληρώσει τα 17 του, αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του Σοβιετικού Πρωταθλήματος και κλήθηκε στην Εθνική ομάδα.
Με ανάλογο θόρυβο. Στις δύο πρώτες του συμμετοχές σημείωσε ισάριθμα χατ τρικ (κόντρα σε Σουηδία και Ινδία). Το στάτους του απογειώθηκε, αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 στη Μελβούρνη.
Στον ημιτελικό με τη Βουλγαρία το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση. Ο δεξιός μπακ, Νικολάι Τισένκο, είχε αποχωρήσει με σπασμένη κλείδα, ενώ ο παρτενέρ του Στρελτσόβ στην επίθεση, ο Βαλεντίν Ιβάνοβ, απλώς περπατούσε στο γήπεδο, όντας επίσης τραυματίας. Πρακτικά λοιπόν οι Σοβιετικοί είχαν μείνει με εννιά.
Και έτσι, όταν οι Βαλκάνιοι προηγήθηκαν στο ξεκίνημα της παράτασης, φάνηκε πως δεν είχαν ελπίδες. Ο Στρελτσόβ όμως το πήρε πάνω του. πρώτα ισοφάρισε (112′) και στη συνέχεια σέρβιρε το νικητήριο γκολ (116′) που έστειλε τους Σοβιετικούς στον Τελικό.
Το παράδοξο της υπόθεσης; Εκεί δεν αγωνίστηκε. Ο Σοβιετικός εκλέκτορας, Γαβριήλ Καχάλιν, ήθελε να έχει στην επίθεσή του δίδυμο που αγωνιζόταν μαζί και στον σύλλογό τους. Με τον Ιβάνοβ λοιπόν τραυματία, μοιραία και ο Στρελτσόβ έπρεπε να μείνει στον πάγκο.
Ακόμη και έτσι, οι Σοβιετικοί επικράτησαν της Γιουγκοσλαβίας και πήραν το Χρυσό. Πήραν και ρεβάνς παράλληλα από τον προ τετραετίας ατιμωτικό αποκλεισμό τους στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι. Έτσι τουλάχιστον είχε θεωρηθεί από το σοβιετικό κράτος, το οποίο ως τιμωρία διέλυσε σε μια νύχτα την CDKA (προκάτοχος της CSKA), βασικό δηλαδή τροφοδότη της Εθνικής ομάδας.
Τότε μετάλλιο έπαιρναν μόνο οι 11 που αγωνιζόντουσαν στον Τελικό. Κανείς άλλος από την αποστολή. Ο Νικίτα Σιμονιάν, ο οποίος αντικατέστησε τον Στρελτσόβ, προσφέρθηκε παραπάνω από δύο φορές να του δώσει το μετάλλιό του, αναγνωρίζοντας την καθοριστική συμβολή του τότε 19χρονου.
«Νικίτα, κράτα το. Θα κερδίσω πολλά άλλα», η πρώτη απάντηση του Στρελτσόβ. Η δεύτερη, στο πλοίο με το οποίο αποχώρησαν οι Σοβιετικοί από την Αυστραλία: «Αν το ξαναπείς, θα σε ρίξω στη θάλασσα».
Η προσβολή στη “Σιδηρά Κυρία”
Η αλήθεια είναι πως τότε δεν χρειαζόταν κανένα μετάλλιο για να εδραιώσει τη φήμη του, η οποία εντός Σοβιετικής Ένωσης εξαπλωνόταν αστραπιαία, θυμίζοντας πρότυπα -εκ Δύσεως ορμώμενα- που ο τότε σοβιετικός συγκεντρωτισμός αποστρεφόταν.
«Το μυστικό της επιτυχίας είναι απλό. Ταλέντο και γοητεία ενός παιδιού της διπλανής πόρτας. Ειλικρινές, καθαρό πρόσωπο, ζεστό χαμόγελο. Είναι ένα θαύμα στο γήπεδο», έγραφε ο αθλητικός συντάκτης, Σβιάτοσλαβ Βασίλικ.
Φιγουράριζε σε αθλητικά (και όχι μόνο) έντυπα, κερδίζοντας συνεχώς στάτους υπερήρωα και με τα πεπραγμένα του στο γήπεδο. «Τα είδωλα της νεολαίας στις μέρες μας είναι τρία: ο ζωγράφος Ιλία Γκλαζούνοβ, ο ποιητής Γεβγένι Γεβτουσένκο και ο Έντουαρντ Στρελτσόβ», αναγραφόταν σε επίσημο έγγραφο της νεολαίας του ΚΚ, εκεί στα τέλη των 50s.
Πριν τα 19 του είχε πάρει δύο ψήφους για τον καλύτερο Ευρωπαίο ποδοσφαιριστή της χρονιάς (1956) και μετά το Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο αναγορεύτηκε έβδομος. O μύθος του συνεχώς θέριευε.
Σ’ ένα παιχνίδι με την Πολωνία τραυματίστηκε και έπρεπε να αντικατασταθεί. Παρακάλεσε τον γιατρό να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να έμενε στο γήπεδο, «μέχρι να σκοράρω». Έτσι κι έγινε. «Ποτέ δεν έχω δει τον Στρελτσόβ να παίζει με δύο γερά πόδια, όπως έπαιξε σήμερα με ένα», το ενδεικτικό του αντίκτυπου που δημιουργούνταν σχόλιο του εκλέκτορα Καχάλιν.
Πριν από αυτό το παιχνίδι ο Στρελτσόβ με τον συμπαίκτη του, τον Ιβάνοβ (αυτός που εξαιτίας του τραυματισμού του στέρησε από τον Στρελτσόβ τη συμμετοχή στην 11άδα του Ολυμπιακού Τελικού), καθυστέρησαν (με ευθύνη του «Babbi», εννοείται) να φτάσουν στη συγκέντρωση της σοβιετικής ομάδας.
Το τρένο που θα μετέφερε την αποστολή αναχώρησε χωρίς αυτούς και το αργοπορημένο δίδυμο αναγκάστηκε να κυνηγάει την αμαξοστοιχία με αυτοκίνητο, προκαλώντας την εσπευσμένη παρέμβαση του Σοβιετικού Υπουργού Μεταφορών προκειμένου να σταματήσει για να ανέβουν στο τρένο οι δύο επιθετικοί.
Περιστατικό που έφτασε να αποτελέσει ως και σκηνή ταινίας.
Δεδομένα αυτή η προβολή, ακόμα-ακόμα και το παρουσιαστικό του Στρελτσόβ, το οποίο περισσότερο ταίριαζε σε… σατανικό (δυτικό πάντα) “τέντι-μπόι”, πόσο μάλλον η στάση ζωής και η εκτός γηπέδων συμπεριφορά του, δεν άρεσαν στους κρατικούς φορείς. Σημειώνονταν, καταγράφονταν (όπως το κάθε τι), ελέγχονταν, χωρίς όμως να αγγίζεται. Μέχρι να δοθεί η ευκαιρία.
Δύο μήνες μετά την Ολυμπιακή στέψη, στις αρχές πια του ’57, το Κρεμλίνο δεξιώθηκε τη σοβιετική ομάδα. Ενδεικτικό της απήχησης που είχε ο Στρελτσόβ ήταν πως η πανίσχυρη Εκατερίνα Φούρτσεβα, μόλις η πρώτη γυναίκα στέλεχος του Politburo, του εκτελεστικού δηλαδή βραχίονα του σοβιετικού κράτους, το οποίο και αποφάσιζε για τα πάντα, του ζήτησε -μεταξύ σοβαρού και αστείου- να παντρευτεί την 16χρονη κόρη της, Σβετλάνα, η οποία ήταν συνεπαρμένη από τα κατορθώματά του (γεμάτο αφίσες του το δωμάτιο της).
Η απάντηση του μεθυσμένου -ήδη κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο- και καθόλου διπλωμάτη (μιλάμε για ένα παιδί που δεν ήξερε τίποτα άλλο εκτός του ποδοσφαίρου, έχοντας ολοκληρώσει μόλις επτά τάξεις στην σχολική του εκπαίδευση) θρασύτατη, ακόμα και για το χαλαρό ύφος της ομήγυρης.
Πόσο μάλλον όταν απευθύνθηκε στην δεδομένα πιο ισχυρή γυναίκα στην ιστορία του σοβιετικού καθεστώτος και μια από τις πιο επιδραστικές -επί των ημερών της- στην ΕΣΣΔ.
Βιβλία έχουν γραφτεί για τη ζωή της, τηλεοπτικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ είναι αφιερωμένα στην ιστορικότητα της πολιτικής της παρουσίας, πόσο μάλλον συνυπολογίζοντας και το δικό της τέλος: αυτοκτόνησε στην μπανιέρα του σπιτιού της στις 24 Οκτωβρίου 1974, την ίδια μέρα που παύθηκε από τα (μεταξύ άλλων) καθήκοντά της, ως Υπουργός Πολιτισμού.
«Έχω αρραβωνιαστικιά και δεν υπάρχει περίπτωση να προδώσω την Άλλα μου», η πιο ευπρεπής εκδοχή των απαντήσεων που έδωσε ο Στρελτσόβ στην Φούρτσεβα, με την σχετική φιλολογία να θέλει τον Ρώσο επιθετικό να το συνεχίζει, απευθυνόμενος σε φίλο του (μην ξεχνάμε, μιλάμε για δεξίωση στο Κρεμλίνο), πως «Δεν υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ αυτή τη μαϊμού» ή «προτιμώ να κρεμαστώ παρά να την παντρευτώ».
Όπως και να ‘χει, η προσβολή έγινε. Και η Φούρτσεβα, όπως όλοι συνομολογούν, ήταν πολύ εκδικητική. Και εκτός όλων των υπολοίπων, τότε ήταν και η αρμόδια υπεύθυνη, η καταληκτική αρχή για ολάκερο τον σοβιετικό αθλητισμό.
Ο έλεγχος και οι ενοχλήσεις
Με την Άλλα ο Στρελτσόβ είχε αρραβωνιαστεί κρυφά, πριν το Ολυμπιακό τουρνουά της Μελβούρνης. Και παντρεύτηκαν, επίσης χωρίς να το διατυμπανίσουν, λίγο αργότερα από εκείνη τη δεξίωση στο Κρεμλίνο, τον Φεβρουάριο του ’57.
Πλέον όμως και μετά το επεισόδιο με την Φούρτσεβα, η έτσι κι αλλιώς προσοχή των εποπτικών (sic) μηχανισμού της ΕΣΣΔ αποκτούσε και διαφορετική χροιά. Για παράδειγμα, η απόφαση του ζευγαριού να παντρευτεί παραμονές ενός σημαντικού παιχνιδιού της Εθνικής ομάδας κόντρα στη Ρουμανία θεωρήθηκε ως «δείγμα χαλαρότητας εκ μέρους της Τορπέντο στον έλεγχο των ποδοσφαιριστών της».
Υπάρχουν πολλές αναφορές στα αρμόδια όργανα του κράτους με τις οποίες ο Στρελτσόβ χαρακτηριζόταν ως υποψήφιος, πιθανός, ή έστω ενδεχόμενος λιποτάκτης. Ως ισχυρότερο αποδεικτικό στοιχείο καταγραφόταν μια στιχομυθία του με έναν συμπαίκτη του ύστερα από μια τουρνέ της Τορπέντο στο εξωτερικό, κατά την οποία φέρεται να μετέφερε πως «θα ήταν καλύτερο να μην επέστρεφα».
Για την ακρίβεια, οτιδήποτε περνούσε από τους κρατικούς μηχανισμούς, πίσω από τις κουρτίνες, είχε πλέον διαθλαστικό πρίσμα για τον θαυματουργό Ρώσο ποδοσφαιριστή, ο οποίος καταγοήτευε τα πλήθη, όπου και αν αγωνιζόταν, όπου και αν εμφανιζόταν.
Ο γάμος δεν τον περιόρισε από το να έχει πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις. Για την ακρίβεια, ο γάμος αλλά και η άμεση σχεδόν πατρότητα που προέκυψε (μια κόρη έκανε το ζευγάρι, τη Μίλκα) περισσότερο μια τυπικότητα ήταν παρά κάτι ουσιαστικό. Ο Στρελτσόβ απολάμβανε το στάτους του και δεν το έκρυβε.
Έπινε, άλλαζε γυναίκες σαν τα πουκάμισα, χωρίς ποτέ να είναι υπόδειγμα αθλητή ούτε και να καλουπώνεται, όπως το καθεστώς ζητούσε, από κάθε αθλητικό εκπρόσωπο του κράτους.
Εικάζεται πως έγιναν προσπάθειες να αλλάξει ομάδα και να μετακομίσει στις πιο δυνατές αλλά και αυστηρότερα ελεγχόμενες (και ελεγκτέες), ΤΣΚΑ και Ντινάμο (ο ίδιος υποστήριζε παιδιόθεν την Σπαρτάκ).
Την προοπτική της πρώτης “έκαψε” ο Διευθυντής της ΖΙL, της αυτοκινητοβιομηχανίας που “στήριζε” την Τορπέντο, ο Πάβελ Βοροντίν, ο οποίος, πληροφορούμενος την σχετική φημολογία, πήγε στην Γενική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος απειλώντας -ούτε λίγο ούτε πολύ- με εξέγερση των «100.000 συντρόφων που δουλεύουν στην εταιρεία, αν ο Στρελτσόβ έφευγε από την Τορπέντο».
Τη δεύτερη, την προοπτική δηλαδή της Ντινάμο, την “έκαψε” ο ίδιος ο Στρελτσόβ, μιας και δεν ήθελε για κανέναν απολύτως λόγο να αγωνιστεί για μια ομάδα που υπαγόταν απευθείας στα ανώτατα κλιμάκια της KGB.
Εννοείται πως ούτε και αυτό άρεσε. Και η στοίβα των όσων ενοχλούσαν, επικίνδυνα πια, μεγάλωνε.
Η καταγγελία, η δίκη, το τρικ της ομολογίας και η καταδίκη στα γκουλάγκ
Παραμονές της σύλληψής του, οι Σοβιετικοί διεθνείς είχαν ρεπό. Για την ακρίβεια, η μόνη τους υποχρέωση ήταν να πάνε στο κέντρο της Μόσχας, για να τους πάρουν μέτρα ώστε να ετοιμαστούν τα κουστούμια που θα φορούσαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Δεν κράτησε πολύ και ο -χωρίς αυτοκίνητο, μιας και ήταν χαλασμένο το δικό του- Στρελτσόβ μαζί με τον συμπαίκτη του και επίσης μέλος της Χρυσής Ολυμπιακής ομάδας, Μιχαήλ Ογκόνκοβ, πήγαν για μια μπύρα, περιμένοντας ειδοποίηση από τον άλλο συμπαίκτη τους (κι αυτός Χρυσός στη Μελβούρνη), Μπορίς Τατούσιν.
Ο Τατούσιν βρισκόταν μαζί με τον φίλο του, πιλότο της Πολεμικής Αεροπορίας της ΕΣΣΔ, Έντουαρντ Καραχάνοβ (δεν είχε γνωριστεί με τον Στρελτσόβ), ο οποίος είχε επιστρέψει στη Μόσχα για ολιγοήμερες διακοπές, απολαμβάνοντας τη συντροφιά δυο γνωστών τους γυναικών (Ίνα και Ιρίνα).
Ο Καραχάνοβ τούς προσκάλεσε όλους στην Πράβντα, ένα προάστιο της ρωσικής πρωτεύουσας, όπου η οικογένειά του είχε μια «dacha», όπως λένε οι Μοσχοβίτες τη δεύτερη κατοικία τους, στα περίχωρα της πόλης.
Υποσχόμενος μάλιστα στον Στρελτσόβ και τον Ογκόνκοβ πως μαζί τους θα έρχονταν άλλες δύο γυναίκες (η Ταμάρα και η Μαρίνα), παντελώς άγνωστες στην ποδοσφαιρική παρέα. Μεγαλύτερο δέλεαρ δεν χρειαζόταν ή, έστω, καλύτερη επιλογή πριν την επιστροφή στον εγκλεισμό και την τελική ευθεία για το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν είχαν οι Σοβιετικοί διεθνείς.
Πήγαν λοιπόν στην «dacha». Τα ποτά έρρεαν (αγαπημένο του Στρελτσόβ ένα… κοκτέιλ κονιάκ και βότκας), η χαλαρή και περιπαικτική διάθεση ξεχείλιζε, δεν πήρε και πολλή ώρα μέχρι όλοι να μεθύσουν. Και να μεθύσουν -όπως άπαντες παραδέχτηκαν- πολύ άσχημα.
Πριν καν ξημερώσει, η μία από τις δύο γυναίκες που προσκάλεσε εκτάκτως ο Καραχάνοβ, η 20χρονη Μαρίνα Λεμπέντεβα, έφυγε από το σπίτι χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, πήγε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα και κατήγγειλε τον βιασμό της από τον Στρελτσόβ.
Αυτομάτως σήμανε συναγερμός. Η καταγγελία αφορούσε σε έναν από τους τρεις-τέσσερεις πιο αναγνωρίσιμους Σοβιετικούς αθλητές και πιθανώς μαζί με τον Γιασίν τους πιο ξεχωριστούς ποδοσφαιριστές. Ο οποίος όμως είχε παρελθόν με μηχανισμούς και στελέχη του κρατικού φορέα που δεν έπρεπε.
Εκ της θέσεώς της λοιπόν, η πρώτη που ενημερώθηκε ήταν η Φούρτσεβα. Δεν γίνεται να προχώρησε το παραμικρό χωρίς τη δική της συγκατάθεση. Με τα χρόνια μάλιστα έγινε γνωστό πως ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του Κουμμουνιστικού Κόμματος, Νικίτα Χρούστσεβ, ο οποίος -φέρεται να- έδωσε το πράσινο φως για τις διώξεις που ακολούθησαν.
«Τιμώρησέ τον αυστηρά και βάλ’ τον στη φυλακή για πολλά χρόνια», η εντολή/συναίνεση που λέγεται πως έδωσε ο τότε ισχυρός άνδρας της ΕΣΣΔ στην Φούρτσεβα.
Άλλο δεν χρειαζόταν. Λίγες μόνο ώρες μετά την καταγγελία και αφού οι τρεις ποδοσφαιριστές που ξεφάντωναν το προηγούμενο βράδυ είχαν επιστρέψει στη βάση τους (και πριν ο Στρελτσόβ ακολουθήσει τον Γιασίν για ψάρεμα), συνελήφθησαν.
Η πρώτη έγγραφη αντίδραση του Στρελτσόβ, μόλις άκουσε τις κατηγορίες, ήταν πως δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως, πως δεν ήξερε τίποτα για βιασμό, πως ήταν πολύ μεθυσμένος για να θυμάται το οτιδήποτε, όπως όλοι οι παρόντες, ακόμα και η καταγγέλλουσα, και πως ήταν αθώος.
Τα ίδια πάνω κάτω υποστήριξαν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Όλοι, ακόμα και η ίδια η Λεμπέντεβα, παραδέχτηκαν βαριά μέθη (χαρακτηριστικό πως στα πρακτικά της δίκης που ακολούθησε είπε πως δεν θυμόταν καν πως βρέθηκε γυμνή στο κρεβάτι, δίπλα της ο Στρελτσόβ και ο Καραχάνοβ ξαπλωμένος στην πόρτα του δωματίου), χωρίς κανείς να μπορεί με ακρίβεια να πει κάτι συγκεκριμένο ή έστω κάτι που να συνηγορεί υπέρ της εκδοχής του βιασμού.
Όσοι και όσο θυμόντουσαν πριν την παραζάλη του αλκοόλ, δεν υπήρχαν σημάδια βάναυσης ή ανάρμοστης συμπεριφοράς, παρά ένα έντονο μεν όχι όμως ακατάλληλο στο δεδομένο πλαίσιο φλερτ του Στρελτσόβ προς τη Λεμπέντεβα.
Ακόμη και οι γονείς του Καραχάνοβ, οι οποίοι παρέμειναν στο ισόγειο της «dacha», κατέθεσαν πως δεν άκουσαν το παραμικρό που τους έδωσε την εντύπωση πως η Λεμπέντεβα έκανε οτιδήποτε κόντρα στη θέλησή της και με βία να της ασκείται.
Εμπειρογνώμονες μάλιστα πήγαν στο σπίτι κάνοντας έλεγχο… ήχου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν πως ακόμα και με κλειστή την πόρτα της κρεβατοκάμαρας όπου συνέβησαν όλα οι ένοικοι στο ισόγειο μπορούσαν να ακούσουν (σχεδόν) τα πάντα.
Τέσσερεις μέρες μάλιστα μετά την καταγγελία η ίδια η Λεμπέντεβα, κατόπιν δύο επισκέψεων της μητέρας του Ρώσου επιθετικού, εγγράφως ζήτησε από τις διωκτικές αρχές να σταματήσουν τη δίωξη του Στρελτσόβ, μιας και ό,τι και αν είχε συμβεί μεταξύ τους το είχε «συγχωρέσει», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Ήταν όμως πολύ αργά. Όλα τα παραστρατήματα του 21χρονου τότε ποδοσφαιριστή, πλέον, αναδεικνύονταν. Μια σύλληψη και φυλάκισή του πριν τρεις μήνες για τη συμμετοχή του σε καβγά, πάλι υπό την επήρεια αλκοόλ, θεωρήθηκε χαρακτηριστικό δείγμα παραβατικότητας και αφορμή για να θεωρηθεί η συμπεριφορά του εκφυλιστική.
Η αποδόμησή του πάντως, ή έστω η προσπάθειά της, είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Τον Απρίλιο του ’57, ύστερα από μια αποβολή του σε ένα παιχνίδι με την Τσερνομόρετς στην Οδησσό, η «Sovietsky Sport» τού είχε αφιερώσει για μια ακόμα φορά πρωτοσέλιδό της, αυτή τη φορά όμως με πολύ συγκεκριμένο, επικριτικό στιλ. «Αυτός δεν είναι ήρωας», ο τίτλος με φωτογραφία του Στρελτσόβ και συνοδεία μάλιστα επιστολών προς την εφημερίδα από συντρόφους που είχαν προλάβει να αποδοκιμάσουν τη συμπεριφορά του επιθετικού της Τορπέντο, ο οποίος κατακρινόταν πως αποτελεί «παράδειγμα των δαιμόνων του δυτικού ιμπεριαλισμού».
Ο Σοβιετικός εκλέκτορας, Γαβριήλ Καχάλιν, θέλοντας να σώσει ό,τι σωζόταν, απευθύνθηκε στα κομματικά όργανα εξηγώντας την σπουδαιότητα του Στρελτσόβ για την ομάδα του. Τότε ήταν που η φημολογία περί αντεκδίκησης της Φούρτσεβα, με τη σύμφωνη φυσικά γνώμη του Χρούστσεβ, επισημοποιήθηκε, μιας και πολλά χρόνια αργότερα ο Καχάλιν δήλωσε στον ιστορικό Άξελ Βαρτανιάν ότι αυτό που του εξηγήθηκε ήταν πως η έκβαση της υπόθεσης “Στρελτσόβ” ήταν προαποφασισμένη από τα ανώτατα κλιμάκια του σοβιετικού κράτους.
Αυτό που απέμενε ήταν ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής, ο οποίος επέμενε στην αθωότητά του. Του παρουσιάστηκε λοιπόν η έγγραφη αίτηση ανάκλησης της κατηγορίας της Λεμπέντεβα και του ζητήθηκε, για το τυπικό της υπόθεσης, να υπογράψει μια ομολογία.
Πάντα όπως του μεταφέρθηκε, έτσι δεν θα πάθαινε τίποτα και θα μπορούσε να επιστρέψει στη μουντιαλική αποστολή της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν αποδείχτηκε καθόλου δύσκολο να πειστεί. Η δημοσιοποίηση της ομολογίας του ακύρωσε μια προγραμματισμένη πορεία υπέρ της αθώωσης του από δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους της ZIL, ενέργεια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της ΕΣΣΔ.
Το χειρότερο για τον Στρελτσόβ ήταν πως έτσι άλειψε βούτυρο στο ψωμί όσων επιζητούσαν την καταδίκη του, ανεξαρτήτως αν ήταν ή αποδεικνυόταν αθώος ή ένοχος. Μετά από δίμηνη ακροαματική διαδικασία ο κατήγορος ζήτησε 15ετή κάθειρξη, αγνοώντας οποιοδήποτε ελαφρυντικό ή άλλη κατάθεση και χωρίς να αναγνωρίσει πως συντηρούσε μια άρρωστη μητέρα αλλά και ένα μωρό παιδί.
Η απόφαση, τελικά, ήταν επιεικέστερη, αλλά παρέμεινε βαρύτατη, μιας και τιμωρήθηκε με 12ετή φυλάκιση και στάλθηκε αμέσως στα γκουλάγκ της Σιβηρίας. Οι Ογκόνκοβ και Τατούσιν, αμφότεροι ποδοσφαιριστές της Σπαρτάκ, οι οποίοι επίσης είχαν κατηγορηθεί για επίθεση και ανάρμοστη συμπεριφορά, “απλώς” με τριετή αποκλεισμό από το ποδόσφαιρο.
Η άφεση από τον Μπρέζνιεβ
Διασημότητα μεν αλλά σε μια φυλακή τέτοιο στάτους είναι θανατηφόρα επικίνδυνο για όποιον το φέρει. Στην πρώτη του, ήταν τυχερός που ο Κόλια Ζαγκόρσκι, ένας μανιώδης κλέφτης και “αφεντικό” της φυλακής, ήταν οπαδός της Τορπέντο. Φρόντισε να είναι συγκάτοικός του ο Στρελτσόβ και εξασφάλισε πως κανείς δεν θα τον πείραζε.
Αυτό άλλαξε μετά την πρώτη του μεταγωγή (συνολικά άλλαξε πέντε σωφρονιστικά ιδρύματα). Το πρώτο βράδυ στο νέο περιβάλλον ο Στρελτσόβ δέχτηκε την επίθεση από τον εκεί νταή, έναν 18χρονο ποινικό με το παρατσούκλι «Μπάρντοκ». Η επίθεση ήταν τόσο σφοδρή που έμεινε για τέσσερεις μήνες στο θεραπευτήριο, αναρρώνοντας από τραύματα που είχαν προκληθεί (σε όλο του το σώμα) είτε από σιδερένιο λοστό είτε από τακούνι.
Ειρωνικό αν μη τι άλλο. Ένα από αυτά για τα οποία έμεινε στην ιστορία ο Ρώσος επιθετικός, αυτό για το οποίο πιστώνεται την ευρεσιτεχνία, την πατέντα είναι το «τακουνάκι». Η «πάσα του Στρελτσόβ», όπως το λένε οι πατριώτες του, με τον ίδιο να μην περιορίζεται μόνο στις πάσες αλλά να έχει σημειώσει και αρκετά γκολ με αυτόν τον τρόπο.
Σταδιακά, όπου και αν βρέθηκε φυλακισμένος, ο Στρελτσόβ χρησιμοποιήθηκε ως… καταπραϋντικό μέσο για τις όποιες εντάσεις δημιουργούνταν. Πολύ απλά διοργανώνονταν ποδοσφαιρικά παιχνίδια με αυτόν κράχτη.
Εν τω μεταξύ, οι συνθήκες που επικρατούσαν εκτός φυλακής ήταν τέτοιες που βοηθούσαν να μην βρίσκεται ως πρώτη σκέψη στην καθημερινότητα του ποδοσφαιρικού κόσμου της Σοβιετικής Ένωσης (παρότι δεν εκφραζόταν με κανέναν επίσημο τρόπο ή σε κανένα απολύτως μέσο).
Ενδεικτικό -και ενισχυτικό των αναρίθμητων θεωριών συνωμοσίας που αναπτύχθηκαν για τη δίωξη του Στρελτσόβ– το γεγονός ότι η Τορπέντο Μόσχας κατέκτησε το πρώτο Πρωτάθλημα της ιστορίας της το 1960, κάνοντας μάλιστα το Νταμπλ εκείνη την χρονιά, ο διάδοχός του στην επίθεση της ομάδας, ο Γκενάντι Γκουσάροβ, σκόραρε ασταμάτητα, ενώ η Σοβιετική Ένωση κατέκτησε το παρθενικό Euro επίσης το 1960, με τον Λεβ Γιασίν να αγγίζει πια επίπεδα παγκόσμιας αναγνώρισης.
Η ποινή του Στρελτσόβ μειώθηκε στα επτά χρόνια και, ακριβώς επειδή την εξέτισε σχεδόν αποκλειστικά σε γκουλάγκ, έφτασε τελικά να εκτίσει λιγότερο από πέντε. Αποφυλακίστηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1963, χωρισμένος πλέον (η Άλλα είχε πάρει διαζύγιο) και με την υποχρέωση να επιστρέψει στη ZIL και να δουλέψει εκεί, κάνοντας παράλληλα μαθήματα για να πάρει πτυχίο μηχανικού αυτοκινήτων (χωρίς καλά-καλά να έχει ολοκληρώσει το αντίστοιχο Δημοτικό).
Ως αντίβαρο παρέμεινε ο δια βίου αποκλεισμός του από οποιαδήποτε επαγγελματική (“επαγγελματική”, μιας και μιλάμε για τη Σοβιετική Ένωση) ποδοσφαιρική δραστηριότητα και φυσικά από την Εθνική ομάδα.
Δεν μίλησε για το περιστατικό που τον έστειλε στη φυλακή. Ο Ρώσος ιστορικός και βιογράφος του, Αλεξάντερ Νίλιν, ήταν αυτός που δημοσίευσε μια σειρά επιστολών που έστελνε στη μητέρα του στο διάστημα του εγκλεισμού του.
Της έλεγε διάφορα, της έδινε οδηγίες για διάφορα. Από το τι να κάνει με το σπίτι και το αυτοκίνητο (και να τα πουλούσε, αν χρειαζόταν χρήματα) μέχρι πώς να συντηρούσε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια και τον αθλητικό εξοπλισμό του, ως και την προπόνηση που προσπαθούσε να κάνει για να διατηρείται σε αξιοπρεπή σωματική κατάσταση.
Μόλις σε δύο περιπτώσεις “μίλησε” μέσω αυτών των επιστολών.
«Μαμά, δεν είναι δική σου η ευθύνη αλλά δική μου μόνο. Μου έλεγες χίλιες φορές πως αυτοί οι “φίλοι”, η βότκα και αυτά τα “κορίτσια” μόνο κακό θα μου έκαναν. Αλλά δεν σε άκουσα και να το αποτέλεσμα», η πρώτη εξ αυτών, ενώ στη δεύτερη έλεγε στη Σοφία πως «έχω αναλάβει την ευθύνη για κάποιον άλλον».
Ο Νίλιν πάντως (από τους πιο κοντινούς ανθρώπους του Στρελτσόβ), παρότι τόνιζε πως η ποινή που του είχε επιβληθεί ήταν εξοντωτική, εν τούτοις έγραψε πως «δεν γίνεται να κατηγορείς την Φούρτσεβα, τον Χρούστσεβ ή τον Στάλιν, αν δεν ξέρεις πώς να συμπεριφερθείς, όταν μεθάς».
Όπως και να ‘χει, το… διαβατήριο της πλήρους επιστροφής του Στρελτσόβ το τσέκαρε και πάλι το ποδόσφαιρο. Επαγγελματικά (“επαγγελματικά”) δεν μπορούσε να αγωνιστεί, σε επίπεδο όμως ερασιτεχνικό δεν υπήρχαν περιορισμοί. Και έτσι, εκτονωνόταν παίζοντας στην ομάδα της ZIL, συγκεντρώνοντας σε κάθε παιχνίδι που αγωνιζόταν πενταψήφιο αριθμό θεατών.
Τον Οκτώβριο του ’64, ο Λεονίντ Ίλιτς Μπρέζνιεβ ορίστηκε νέος Γ.Γ. του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτή ήταν και η ευκαιρία που έψαχνε ο Αρκάντι Βόλσκι, Γραμματέας και αυτός αλλά “απλώς” της κομματικής επιτροπής της ZIL και επαγωγικά μεταξύ των υπευθύνων της Τορπέντο Μόσχας.
Έχοντας στο πλευρό του δύο γυναίκες (διόλου τυχαίο), υπογραφές των προλετάριων της ZIL, επιστολές των «Ηρώων του Σοσιαλιστικού Έργου» και εκπροσώπους τοπικών και περιφερειακών Σοβιέτ, ο Βόλσκι επισκέφθηκε τον Μπρέζνιεβ και του ζήτησε την επάνοδο του Στρελτσόβ στο ποδόσφαιρο.
«Αν ένας σιδεράς αποφυλακιστεί, εξακολουθεί να δουλεύει ως σιδεράς. Αν ένας ποδοσφαιριστής φυλακιστεί, δεν μπορεί να παίζει ποδόσφαιρο, αφού εκτίσει την ποινή του; Δεν είναι άδικο»;
Και έτσι, με αυτήν την φράση, ο Μπρέζνιεβ έδωσε τη συγκατάθεσή του τερματίζοντας ουσιαστικά τη δίωξη που είχε “ευλογήσει” -πάντα σύμφωνα με τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν- ο προκάτοχός του.
Κορυφαίος, ακόμα και με επτά χρόνια αποχής
Επτά χρόνια. Και όχι όποια κι όποια αλλά τα καλύτερα της καριέρας κάθε ποδοσφαιριστή, πόσο μάλλον εκείνης της εποχής, χωρίς την τεχνογνωσία και την υλικοφαρμακευτική υποστήριξη που διασφάλιζε μακρόβια καριέρα.
Τόσα έχασε ο Στρελτσόβ. Φυσιολογικά επέστρεψε στα γήπεδα αλλαγμένος. Όχι μόνο στην όψη (το χαρακτηριστικό ξανθό τσουλούφι είχε εξαφανιστεί, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της κόμης του), αλλά και στο στιλ. Η φούρια της νιότης, η ορμητικότητα είχαν περιοριστεί σημαντικά.
Η διάνοια όμως και η απαράμιλλη τεχνική υπερκάλυπταν τα όποια σωματικά μειονεκτήματα και τα όποια -σοβαρότερα- κατάλοιπα των γκουλάγκ. Ακόμα και έτσι, ακόμα και με αυτή την επταετή αποχή (και αποχή όχι για… διακοπές), ο Στρελτσόβ ήταν μακράν ο καλύτερος όλων.
Οδήγησε την Τορπέντο στο δεύτερο Πρωτάθλημα της ιστορίας της (1965) και τρία χρόνια αργότερα στην κατάκτηση του Κυπέλλου, συμμετέχοντας σταθερά στις διεθνείς διοργανώσεις. Σε όσες τουλάχιστον μπορούσε να πάρει μέρος.
Το τελευταίο κομμάτι της συνολικής του ποινής είχε να κάνει με δια βίου απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Όχι πως αυτές οι έξοδοι ήταν εύκολες για τους πολίτες της ΕΣΣΔ, για αθλητές όμως της εμβέλειας του Στρελτσόβ αποτελούσαν καθημερινότητα.
Αυτή λοιπόν ήταν και η δικαιολογία που δεν του επέτρεψε να πάρει μέρος ούτε στο δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο στο οποίο είχε τη δυνατότητα να αγωνιστεί, αυτό της Αγγλίας το 1966. Ο περιορισμός άρθηκε λίγους μήνες αργότερα μετά τη διοργάνωση.
Σαφές ότι το καθεστώς δεν ήθελε να έχει σε ένα τέτοιο τουρνουά -οι Σοβιετικοί έφτασαν στα ημιτελικά, όπου και αποκλείστηκαν από τη Δυτική Γερμανία– έναν καταδικασμένο για βιασμό, ανεξαρτήτως ενοχής ή όχι.
Σαφέστερο πως έτσι κι αλλιώς δεν εμπιστευόταν κανείς τον επιρρεπή στις καταχρήσεις χαρακτήρα του. Η διακριτική παρακολούθηση πριν τη φυλάκισή του μετατράπηκε μετά την επιστροφή του στο ποδόσφαιρο σε εμφανέστατη και επισταμένη.
Κάθε φορά που είτε η Τορπέντο είτε η Εθνική των ΕΣΣΔ περνούσαν τα σύνορα, η KGB φρόντιζε, πέραν των επίσημων, ομαδικών “συνοδών”, να υπάρχει ένας αποκλειστικά επιτετραμμένος για τον Στρελτσόβ.
Χαρακτηριστικό περιστατικό σε μια περιοδεία της Τορπέντο στην Αυστραλία. Σε μια διανυκτέρευση ξέφυγε από τους φρουρούς της ομάδας, κοίμισε τον συμπαίκτη και συγκάτοικό του στο δωμάτιο (στρατολογημένος από την ΚGB) και, αφού κινητοποιήθηκε μέχρι και η σοβιετική πρεσβεία, έφτασε ξημερώματα να επιστρέφει στο ξενοδοχείο συνοδεία τριών Ουκρανών γυναικών.
Ακόμα κι έτσι, ακόμα και με όσα δεινά είχε περάσει, ταίρι δεν είχε. Ούτε και η φήμη του, η αποδοχή του από το κοινό αλλοιωνόταν, περιοριζόταν ή, όπως τελικά αποδείχτηκε, μπορούσε να αμαυρωθεί.
Δις μετά την επάνοδό του αναδείχτηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής του Σοβιετικού Πρωταθλήματος (1967, 1968), σαρώνοντας τις σχετικές ψηφοφορίες. Στην πρώτη μάλιστα ήταν παράλληλα και ο μόνος ποδοσφαιριστής που προτάθηκε από τους Σοβιετικούς αθλητικούς συντάκτες ως υποψήφιος για τον αθλητή της χρονιάς, έχοντας συνυποψηφίους τους πατινέζ Λουντμίλα Μπελούσοβα και Όλεγκ Προτοποπόβ, τον παλαιστή Άλι Αλίεβ και τον παίκτη του χόκεϊ, Ανατόλι Φιρσόβ.
Η επόμενη σεζόν, το 1968, ήταν η παραγωγικότερη της καριέρας του. Σημείωσε 21 γκολ και αυτό, παρότι υπέφερε από αιμορροΐδες. «Ήταν τόσο άσχημη η κατάστασή του, ώστε μετά τα παιχνίδια δεν μπορούσε ούτε να σταθεί όρθιος. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος, όχι ποδόσφαιρο δεν θα έπαιζε, ούτε καν θα περπατούσε», αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα ο τότε γιατρός της Τορπέντο.
Κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Στα 33 του πια ήταν δεδομένο πως δεν θα συμμετείχε στην αποστολή των Σοβιετικών. Συνέχισε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο, άλλοτε εμφανιζόμενος ως προπονητής και άλλοτε -και συνηθέστερα- διαιωνίζοντας τους μύθους που τον συνόδευαν, γυρίζοντας τη σοβιετική επικράτεια και συμμετέχοντας σε αγώνες παλαιμάχων.
Με μια τέτοια ομάδα ταξίδεψε, λίγο μετά την τραγωδία του Τσερνομπίλ, σε γήπεδο μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά από το επίκεντρο της καταστροφής. Είχε πιει τόσο όμως την παραμονή που δεν μπορούσε ούτε στο γήπεδο να πάει. Οι θεατές δεν έκρυψαν τη δυσθυμία τους, φωνάζοντας συνεχώς και απλώς το όνομά του.
Άλλοι γιατί ήθελαν να τον δουν, άλλοι γιατί απλώς ανησυχούσαν. Με τα χίλια ζόρια, έφυγε από το ξενοδοχείο, πήγε στο γήπεδο και αγωνίστηκε στο δεύτερο ημίχρονο. Μετά το τέλος του παιχνιδιού σωριάστηκε στο πρώτο κρεβάτι που βρήκε μπροστά του. Ξυπνώντας, ρώτησε τους συμπαίκτες του πού βρίσκονταν, με ποιον έπαιξαν, πόσο ήταν το σκορ και… αν είχε παίξει.
Κάποια χρόνια αργότερα, ύστερα από μια πνευμονία που είχε περάσει, κάνοντας εξετάσεις, διαπιστώθηκε πως πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα και σε στάδιο χωρίς επιστροφή. Ενδεικτικό της συνωμοσιολογίας που κυριαρχούσε στα πάντα που αφορούσαν σ’ αυτόν πως η πρώτη του σύζυγος (ξαναπαντρεύτηκε, τη Ραΐσα, χωρίς να αποκτήσει άλλα παιδιά), η Άλλα, την απέδωσε σε δηλητηριασμένη με χημικά τροφή που του έδιναν στο διάστημα της φυλάκισής του.
Η ασθένεια τον κατέβαλε γρήγορα. Δεν ζήτησε και δεν πήρε ποτέ παυσίπονα. Επιστρατεύοντας όσες αντοχές του είχαν απομείνει από την επάρατο, αποτέλεσε μέρος της τιμητικής φρουράς των συμπαικτών στην κηδεία του Λεβ Γιασίν, τρεις μόνο μήνες πριν το δικό του φευγιό, μια μέρα μετά τα 53α γενέθλιά του (22/7/1990).
Ο θάνατός του αλλά και αυτός της ΕΣΣΔ θέριεψαν και την προσπάθεια για την τυπική (;) αποκατάσταση του κύρους και της υπόστασής του. Κυκλοφόρησαν συλλεκτικά γραμματόσημα και ρούβλια με το πρόσωπό του, τ’ όνομά του δόθηκε το 1996 στο γήπεδο της Τορπέντο, ένα άγαλμά του τοποθετήθηκε έξω από το Λουζνίκι, το Ολυμπιακό Στάδιο της Μόσχας, ενώ ο κορυφαίος Ρώσος σκακιστής, ο Ανατόλι Καρπόβ, το 2001 ίδρυσε και προέδρευσε επιτροπής, της επιτροπής Στρελτσόβ, αποστολή της οποίας ήταν η έστω αναδρομική αναίρεση της κατηγορίας και της ποινής του Ρώσου επιθετικού.
Παρά την πληθώρα στοιχείων (παρουσιάστηκαν μέχρι και μαρτυρίες πως η γυναίκα που κατηγόρησε τον Στρελτσόβ για τον βιασμό της, η Μαρίνα Λεμπέντεβα, εθεάθη να αφήνει λουλούδια στον τάφο του ανήμερα της συμπλήρωσης επτά ετών από τον θάνατό του), δεν κατέστη δυνατή η εκπλήρωση της αποστολής της επιτροπής και έτσι η ρετσινιά παρέμεινε.
Ούτε και το Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο πήρε ποτέ, μιας και το 2006, όταν η Ρωσική πια Ολυμπιακή Επιτροπή το έδωσε στον Βαλεντίν Ιβάνοβ, ήταν πολύ αργά για τον Στρελτσόβ.
Η ιστορία του έγινε ταινία, έγινε βιβλίο, μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα. Στη συλλογική διαχρονική ρωσική συνείδηση ο Στρελτσόβ δεν ήταν βιαστής απλώς το θύμα μιας συνωμοσίας, ο μάρτυρας της διαπλοκής του σοβιετικού κατεστημένου, ποτισμένο μέσα στην προσωπική ίντριγκα και ματαιοδοξία ακόμα-ακόμα και στη δική του προσωπική αφέλεια και αδυναμία.
Τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του, η αποστολή της Εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης αναχώρησε για τη Σουηδία. Αποκλείστηκε στα προημιτελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου από την οικοδέσποινα και μετέπειτα φιναλίστ (0-2. Στο ντεμπούτο του με το εθνόσημο, το 1955, ο Στρελτσόβ την είχε φιλοδωρήσει με τρία γκολ σε ένα επιβλητικό 6-0 των Σοβιετικών), η οποία στον Τελικό δεν μπόρεσε να κάνει το παραμικρό κόντρα στο ανατέλλον άστρο του έφηβου Πελέ.
Η συναστρία, η ανθρώπινη ματαιοδοξία, η συμπαιγνία, η δολοπλοκία, η ανευθυνότητα -διαλέξτε όποια εκδοχή της ιστορίας θέλετε- τα έφερε έτσι που ένας Τελικός μεταξύ δύο εφήβων δεν έγινε ποτέ.
Και έτσι, ο Στρελτσόβ ήταν αυτός που επονομάστηκε ο «Ρώσος Πελέ».
Διαφορετικά, ποιος ξέρει, ίσως ο Πελέ να ήταν ο «Βραζιλιάνος Στρελτσόβ».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ιγκόρ Μπελάνοβ, η ρουκέτα του μπαλέτου
Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη