Ιανουάριος του 2014.
Είμαι στην Κέρκυρα και ο τότε εκπρόσωπός μου μου φέρνει μια πρόταση από το MLS και τη Φιλαδέλφια Γιούνιον. Όλα τα χρόνια της καριέρας μου, σε κάθε μεταγραφική περίοδο, σκεφτόμουν, είχα τη φιλοδοξία, το όνειρο να πάω στο εξωτερικό. Έλεγα μέσα μου ότι αυτό θέλω να το ζήσω. Μέχρι τότε, δεν είχε προκύψει κάτι.
Δεν ήθελα να φύγω έξω, μόνο και μόνο για να λέω ότι το έκανα. Ήθελα κάτι που να με κέντριζε. Να έχει ουσία ποδοσφαιρική αλλά και οικονομική.
Έφυγα για Αμερική, έκανα προετοιμασία με την ομάδα και περίμενα να ξεκινήσουμε. Τότε, ο νόμος επέτρεπε στις ομάδες να έχουν εννέα ξένους. Ήμουν ο δέκατος ή ο εντέκατος της ομάδας. Έπρεπε να λυθούν κάποια συμβόλαια, ώστε να δηλωθώ. Η ομάδα δεν το κατάφερε, μου πρότεινε, όμως, να υπογράψω και να περιμένω την επόμενη μεταγραφική περίοδο, για να δηλωθώ. Να έμενα ανενεργός; Δεν μπορούσα να το δεχτώ, δεν είχε κάποιο νόημα.
Τότε, ήρθε η πρόταση από την Ίντερ Τούρκου. Το πρώτο πράγμα που έψαξα, μόλις έμαθα για την ομάδα, ήταν να ψάξω τις εγκαταστάσεις της, το πρωτάθλημα, τις ημερομηνίες διεξαγωγής. Εκεί, παίζεις από τον Μάρτιο ως τον Οκτώβριο. Για τις θερμοκρασίες δεν το συζητώ. Ακόμα και τον Οκτώβριο, οι θερμοκρασίες είναι ανυπόφορες. Είδα ότι η ομάδα έχει δέκα γήπεδα για προπονήσεις. Είδα μια οργάνωση που δεν υπολόγιζα. Δεν υπολόγιζα πως μπορεί να είναι έτσι τα πράγματα εκεί. Δεν πίστευα πως μια χώρα, όπως η Φινλανδία, μπορεί να δώσει αυτή την προοπτική σε έναν ποδοσφαιριστή. Όλο αυτό που είδα εκεί, τον πρώτο καιρό, με γοήτευσε…
Ακόμα περισσότερο με γοήτευσε η νοοτροπία που συνάντησα το πρώτο διάστημα, όταν έπαιξα εκεί. Μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία από αυτό που είμαστε εμείς στα Βαλκάνια. Και δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο, είναι ο τρόπος που προσεγγίζουν τον αθλητισμό γενικότερα. Συνάντησα μια κουλτούρα και ένα επίπεδο ανθρώπων πολύ υψηλό, όπως το βιοτικό τους επίπεδο. Αν είχαν τις θερμοκρασίες της Ελλάδας, σε συνδυασμό με το επίπεδό τους, θα έλεγα πως είναι ο παράδεισος.
Από πού να ξεκινήσω; Από τον τρόπο, με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι φίλαθλοι το ποδόσφαιρο; Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Φινλανδία αλλά συνολικά στις σκανδιναβικές χώρες. Πήγαμε και παίξαμε παιχνίδια και στη Σουηδία και στη Δανία και στη Νορβηγία.
Κερδίζαμε κόρνερ και ο πανηγυρισμός των φιλάθλων ήταν να αρχίζουν να χειροκροτούν ρυθμικά, όπως στον στίβο, όταν ένας αθλητής ετοιμάζεται για άλμα, και να περιμένουν την εκτέλεση. Να σε ενθαρρύνουν. Έχανες το παιχνίδι και σε χειροκροτούσαν. Το έβλεπαν ως άθλημα. Ήξεραν ότι μπορεί να έχεις και μια άσχημη μέρα.
Ο φίλαθλος εκεί δίνει περισσότερες ευκαιρίες, από όσες δίνει ο Έλληνας. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει υπομονή. Στις δύο κακές μέρες, σε έχουν δικάσει. Εκεί, δεν υπάρχει αυτό. Δίνουν χρόνο. Στην ομάδα μου, προπονητής ήταν ο Γιοβ Ντράτσμα. Είχε αναλάβει το 2007 και έμεινε μέχρι το 2016!
Είχα την τύχη να βρεθώ σε μια από τις τρεις-τέσσερεις τοπ ομάδες της Φινλανδίας, οι οποίες σου παρέχουν τα πάντα. Εξαιρετικές εγκαταστάσεις, γυμναστήρια, ιατρική κάλυψη, με πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, με τα πάντα. Μπαίνοντας σε αυτή τη διαδικασία, σε αυτήν την κουλτούρα, όντας μπουχτισμένος από αυτό που βίωνα στην Ελλάδα, ήθελα το κάτι διαφορετικό και το βρήκα εκεί.
Έμεινα τρία χρόνια. Τα συμβόλαιά μου ήταν όλα διαρκείας ενός έτους. Ανανέωσα δύο φορές.
Στη Φινλανδία, λειτουργούν όλα βάσει νόμου. Όλα. Αν ο νόμος επέβαλλε να είναι όλοι στις 10 το βράδυ στα σπίτια, θα το έκαναν. Δεν βίωσα αναρχία. Ο αναρχικός είναι δακτυλοδεικτούμενος. Αναρχικός εκεί είναι αυτός που, αντί να περάσει τον δρόμο από τη διάβαση, τον περνάει διαγώνια. Τον κοιτάνε, σαν να βλέπουν εξωγήινο. Αναρχικός θεωρείται ο ποδηλάτης που θα χωθεί, για να βγει πρώτος στο φανάρι. Το ποδήλατο στον δρόμο συμπεριφέρεται, όπως όλα τα οχήματα. Τα πάντα γίνονται βάσει νόμου.
Η μοναδική μέρα διασκέδασης για τους Φινλανδούς, όπως εννοούμε εμείς τη διασκέδαση, είναι το Σάββατο, μέχρι τις 04:00 το πρωί. Στις 04:05 τα φώτα ανοίγουν και σου λένε «φύγε». Και την Κυριακή, η πόλη είναι “νεκρή”. Το Σάββατο πίνουν όλη τη μέρα και τις Κυριακές οι πόλεις είναι, όπως οι άδειοι δρόμοι στις καουμπόικες ταινίες.
Εδώ στην Ελλάδα, η Κυριακή είναι η βόλτα με την οικογένειά σου.
Οι Φινλανδοί πίνουν αρκετά, αλλά στο σπίτι τους. Ζούνε τη ζωή τους, όπως ζούμε εμείς στο lockdown… Τις καθημερινές, στις 10 το βράδυ, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Και αυτό δεν άλλαζε το καλοκαίρι, όταν οι θερμοκρασίες ήταν ανεκτές.
Η ζωή τους έχει πρόγραμμα. Κλείνεις ραντεβού στην τράπεζα, ξέρεις ποιον υπάλληλο θα βρεις, ξέρεις πόσον χρόνο έχεις να τον απασχολήσεις, τελείωσες, πας στην επόμενη δουλειά σου. Αυτό μου άρεσε. Με βόλεψε τον πρώτο χρόνο, ήταν καλό τον δεύτερο χρόνο, στον τρίτο, όμως, κουράστηκα…
Αν έφευγα πιο μικρός, όταν ήμουν 20, πιστεύω πως δε θα ξαναγυρνούσα, αλλά έφυγα μεγάλος, στα 30 μου. Πήγα, είδα το διαφορετικό, μου άρεσε, μου πρότειναν να μείνω και τέταρτη χρονιά, αλλά είπα μέσα μου «φτάνει».
Αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα και τότε ήταν που είπα στον εαυτό μου «Πέτρο, καλώς ήρθες στην πραγματικότητα…». Ένιωσα ότι τα τρία χρόνια, κατά τα οποία έλειψα, δεν είχε αλλάξει το παραμικρό. Ούτε μισό βήμα. Ίδιες καταστάσεις, ίδιες νοοτροπίες από παράγοντες και οπαδούς και δεν τρέφω ελπίδα ότι μπορεί κάτι να γίνει.
Και αυτό συνέβη στην παρουσία μου στον Ηρακλή. Βρέθηκα στην ομάδα, όταν αυτή κέρδισε την άνοδο από τη Γ’ Εθνική. όταν άρχισε να διαφαίνεται πως αυτή η ιστορική ομάδα θα αφήσει πίσω της την περιπέτεια που έζησε, και θα μπει στον δρόμο της επιστροφής στη μεγάλη κατηγορία. Είχαν γίνει σοβαρές κινήσεις, είχε έρθει νέος επενδυτής. Παίξαμε το πρώτο παιχνίδι στο πρωτάθλημα και το κερδίσαμε. Ήταν όλα ιδανικά…
Είχα βρεθεί στον Ηρακλή και το 2010, τότε που η ομάδα ήταν στην Α’ Εθνική. Το κλίμα που έζησα, όταν επέστρεψα, δεν το είχα βιώσει στην πρώτη μου θητεία.
Στην ομάδα βρέθηκε ο Παύλος Μυροφορίδης, για να στηρίξει την προσπάθεια, και στο ρόστερ υπήρχαν καλοί και έμπειροι ποδοσφαιριστές.
Παίξαμε το πρώτο μας παιχνίδι πρωταθλήματος. Κερδίσαμε. Πληρωθήκαμε στην ώρα μας, κάτι που για τα δεδομένα του Ηρακλή ήταν σαν να βλέπεις εξωγήινο. Την κοροϊδία τού να σε κοιτάει ο άλλος στα μάτια και να σου λέει «την άλλη εβδομάδα πληρώνεσαι» και να μην πληρώνεσαι, την έχω ζήσει επί προεδρίας Γιάννη Τάκη.
Για να το κάνει αυτό κάποιος άνθρωπος, να σε κοιτάει στα μάτια και να σου λέει ψέματα, πρέπει να μην κυλάει αίμα στις φλέβες του. Και να σου λέει ψέματα, όχι μία φορά. Επί μήνες.
Αφού κάναμε προετοιμασία, ξεκινήσαμε, νικήσαμε το πρώτο παιχνίδι, κάναμε ένα δείπνο σε εστιατόριο της πόλης όλη η ομάδα, με αφορμή το πρώτο ματς και τη νίκη μας. Και τότε ήταν που πληρωθήκαμε από τον Ηρακλή, σε φακέλους. Και τότε είπα μέσα μου ότι, όντως εδώ, κάτι έχει αλλάξει.
Τελικά, δεν άλλαξε τίποτα. Γιατί; Διότι λίγες ημέρες μετά, μεσοβδόμαδα, παίξαμε παιχνίδι Κυπέλλου με τον Ατρόμητο. Κάναμε βαριά ήττα, χάσαμε 1-6 και αυτό το παιχνίδι ήταν η στιγμή της κατρακύλας για όλους, όσοι ήμασταν στην ομάδα, από τον Πρόεδρο μέχρι τον φροντιστή. Για ό,τι ακολούθησε στο επόμενο παιχνίδι, αλλά και τους επόμενους μήνες, εκείνος ο αγώνας ήταν η αρχή του κακού. Από εκεί που δεν πιστεύαμε ότι πληρωθήκαμε στην ώρα μας, δεν πιστεύαμε πως ένα παιχνίδι τα άλλαξε όλα και πήγε τα πράγματα στην ακριβώς αντίθετη πλευρά.
Λες και γύρισε ένα κουμπί και ξανάγιναν όλα, όπως ήταν παλιά. Με αποτέλεσμα αυτή η ιστορική ομάδα που έχει προσφέρει στον ελληνικό αθλητισμό, να έχει το ποδοσφαιρικό της τμήμα στην τελευταία κατηγορία του ερασιτεχνικού πρωταθλήματος. Έφτασε η ομάδα να είναι στα αζήτητα. Και όλα αυτά, από ένα παιχνίδι Κυπέλλου, αυτό με τον Ατρόμητο.
Μπήκε στα αποδυτήρια το “σκουλήκι” της αμφισβήτησης, της μιζέριας, της καχυποψίας και διαλύθηκαν τα πάντα. Αρχίσανε τα «δεν κάνει ο ένας, δεν κάνει ο άλλος, απατεώνας ο ένας, απατεώνας ο άλλος».
Στα επόμενα παιχνίδια, δεν ήρθαν τα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να “μαλακώσουν” την κατάσταση, να φύγει η πίκρα που είχε αφήσει η ήττα από τον Ατρόμητο. Και φτάσαμε να είμαστε μια ομάδα, η οποία είχε στο ρόστερ της παίκτες με 200 και 300 ματς Α’ Εθνικής στα πόδια τους και να λες πως είναι άλλοι παίκτες.
Ο κόσμος έχασε την εμπιστοσύνη του σε εμάς, αυτό “μπήκε” στα αποδυτήρια, δεν πήραμε αποτελέσματα, άρχισαν να αλλάζουν οι προπονητές, δεν βρήκαμε ποτέ “χημεία” και αυτό ήταν όλο… Αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων.
Στο ποδόσφαιρο δεν γίνεται τίποτα με τύχη. Χρειάζεται δουλειά και ομοψυχία. Να πιστεύουμε όλοι σε αυτό που κάνουμε. Αυτό εμείς, τότε, το χάσαμε, μόλις στο δεύτερο επίσημο παιχνίδι της ομάδας…
Είχα βρεθεί στον Ηρακλή ως πρωταγωνιστής, με στόχο να βοηθήσω με την εμπειρία μου, και είχαμε έναν τραυματισμό στον αχίλλειο τένοντα που με κράτησε εκτός για πολλούς μήνες. Αυτό με είχε στεναχωρήσει πολύ, διότι δεν μπορούσα να βοηθήσω.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να είμαστε με τα παιδιά, πριν τα παιχνίδια, για συζήτηση και εμψύχωση. Μιλούσα, κυρίως, με τους νεαρότερος, για να τους δώσω να καταλάβουν σε ποια ομάδα είναι και, ταυτόχρονα, να τους βοηθήσω να αποβάλλουν το όποιο άγχος φέρνει αυτό.
Γι αυτό και αποφάσισα να παίξω στο Γ’ Τοπικό, όταν η ομάδα δήλωσε συμμετοχή εκεί. Είχα πει στους ανθρώπους πως, αν η ομάδα παίξει Β’ Εθνική, θα παίξω. αν είναι στη Γ’ Εθνική, θα παίξω. αν πάει Γ’ Τοπικό, πάλι θα παίξω. Ήθελα να βοηθήσω.
Ήμουν πλέον υγιής και έπαιξα όλα τα παιχνίδια στο Γ’ Τοπικό. Για μένα, το Γ τοπικό ήταν ρομαντικό αλλά και πικρό. Ρομαντικό, διότι είχα συμπαίκτες παιδιά 20 χρόνια μικρότερά μου. Γύρισα εκεί, από όπου αρχίζουν όλα, και αυτό έχει ρομαντισμό. Και έχει και πικρία, διότι βλέπεις τα γήπεδα, στα οποία παίζουν αυτά τα παιδιά, αυτές οι ομάδες, τα γήπεδα, από τα οποία ξεκινούν όλα, και στεναχωριέσαι.
Έχω παίξει σε γήπεδα στη Φινλανδία, σε γήπεδα μιας χώρας που δεν έχει το δικό μας κλίμα, και ήταν αγωνιστικοί χώροι απίστευτοι. Και έχω παίξει και σε γήπεδα που δεν είχαν ούτε χόρτο για βοσκή. Έπαιξα σε γήπεδα, στα οποία τα πρόβατά σου δε θα τα έβαζες μέσα. Έπαιξα απέναντι σε ομάδες, οι οποίες -ουσιαστικά- ήταν η παρέα μιας γειτονιάς ή ενός χωριού. ομάδες, των οποίων οι παίκτες έκαναν προπονήσεις μετά τη δουλειά και περιμένανε πώς και πώς το παιχνίδι της Κυριακής.
Ο Ηρακλής ήταν πόλος έλξης για την κατηγορία, είχε και τους φιλάθλους του στο πλευρό του.
Επέστρεψα στον ερασιτεχνικό αθλητισμό που είναι η αρχή των πάντων. Γνώριζα, καταλάβαινα πως θα πρέπει πολλά πράγματα να βελτιωθούν, για να προχωρήσει το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, και με την επιστροφή μου σε αυτόν, όχι μόνο βεβαιώθηκα, αλλά κατάλαβα πως είμαστε πιο πίσω και από όσο νόμιζα!
Ως ποδοσφαιριστής, στη Φινλανδία έπαιξα και προπονήθηκα σε γήπεδα που τουλάχιστον οι μισές ομάδες πρώτης κατηγορίας στην Ελλάδα θα τα ζήλευαν. Έχουν πρόγραμμα, έχουν εγκαταστάσεις και αυτό -μαθηματικά- θα σε οδηγήσει στην επιτυχία. Η Φινλανδία έφτασε να πάρει πρόκριση σε Euro. Έχει παίκτες που παίζουν σε μεγάλα πρωταθλήματα. Η Φινλανδία, μια χώρα που ζει σε ψυγείο, τα έβαλε κάτω, σκέφτηκε το τι πρέπει να κάνει, είχε πρόγραμμα και προχωράει, εξελίσσεται.
Και εμείς, ως ελληνικό ποδόσφαιρο, τα βλέπουμε αυτά και μερικοί απορούν κιόλας για ποιον λόγο έχουμε πτώση.
Ο Πέτρος Κανακούδης είναι πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ευθύμης Ρεντζιάς: Διαφορετική Κουλτούρα
Ηλίας Ζούρος: Ο Πάγκος Της Παράνοιας
Ελεάννα Χριστινάκη: Στρατιωτική βάση για την επιτυχία
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Σκοπιά στο Σεράγεβο
Κωνσταντίνος Δημητρίου: Το ποτάμι των ονείρων μου δεν γυρίζει πίσω