Δεν έχει σημασία το γήπεδο. Δεν έχει σημασία ο αντίπαλος. Το πότε. Το ποιο ημίχρονο, ποιανού παιχνιδιού.
Ένα γήπεδο, κόντρα σε κάποιον αντίπαλο, κάποια στιγμή στη διετία μεταξύ 2002-2004, σε ένα από τα πολλά ημίχρονα των παιχνιδιών της Λίβερπουλ σε αυτήν. Της Λίβερπουλ μιας άλλης, τελείως διαφορετικής εποχής από αυτήν του Γιούργκεν Κλοπ.
Μιας Λίβερπουλ του Στίβεν Τζέραρντ. Της δικής του Λίβερπουλ. Τότε, από τότε, ο εμβληματικός αρχηγός δεν είχε αντίζηλους, αμφισβητίες. Είχε μόνο πιστούς, ακόλουθους, φανατικούς. Όσοι δεν ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία, εξοβελίζονταν. Από τα αποδυτήρια, από την ομάδα, από την πόλη. Ακλόνητος. Η αρχή των πάντων. Ουδείς τολμούσε να πάει κόντρα στα -όποια- θέλω του.
Κάποια στιγμή, σε ένα ημίχρονο, ο «Stevie G» μπαίνει στα αποδυτήρια βρίζοντας. Όχι κάποιον άλλον. Όχι στον αέρα. Αλλά έναν συμπαίκτη του, αγανακτισμένος από τον τρόπο που έπαιζε. Δικαίως, αδίκως, σημασία δεν είχε.
Ο Τζέραρντ ήταν. Και ο λόγος του, ακόμα και τα “καντήλια” του, ήταν νόμος. Και όσοι τα δέχονταν, δεν είχαν -ούτε κατά διάνοια- αντίλογο.
Έλα όμως που δεν ίσχυε για όλους. Ο Ελ Χατζί Ντιούφ δεν στέκεται στη γωνιά του, μοιρολατρικά, υποτακτικά, περιμένοντας το αρχηγικό ξέσπασμα να ολοκληρωθεί. Απαντάει. Χειρονομώντας, βρίζοντας και αυτός. Ο δύσμοιρος δεν μπορεί να αντιληφθεί τους ιδιωματισμούς που χρησιμοποιεί ο Τζέραρντ και τη βαριά τοπική προφορά του, πόσο μάλλον από την στιγμή που έτσι κι αλλιώς καλά-καλά ούτε τα βασικά αγγλικά δεν γνωρίζει.
Ψάχνει λοιπόν στα αποδυτήρια και στους συμπαίκτες του υποστηρικτές. Αδύνατον. Ψάχνει στηρίγματα, κάποιον να τον δικαιολογήσει, να πάρει το μέρος του. Μάταια. Ποιος στέκεται μπροστά στον Θεό την ώρα της μήνης του; Συνεχίζει λοιπόν, κάνοντας και αυτός άνω-κάτω τα αποδυτήρια, να απαντάει, όπως μπορούσε, με μεικτά αγγλικά και γαλλικά, στον Τζέραρντ, ο οποίος φυσικά απτόητος συνέχιζε επίσης.
Λίγο πριν πιαστούν στα χέρια, στα αποδυτήρια μπαίνει τελευταίος ο τότε προπονητής της Λίβερπουλ, ο Ζεράρ Ουγιέ. Αυτονόητο πως είναι παντελώς αδύναμος να επιβληθεί, να σταματήσει τον χαμό, φιλοδοξώντας απλώς και μόνο να το πετύχει με τη φυσική του παρουσία, τον θεσμικό του ρόλο. Ο Ντιούφ, βλέποντάς τον, αρχίζει και χειρονομεί πιο έντονα, κοντά πανηγυρίζει.
Δεν βρήκε τη γενιά του, βρήκε όμως κάποιον που τουλάχιστον μπορεί να ζητήσει το δίκιο του, να υποστηρίξει τη θέση του. Αμ δε.
Πλησιάζει λοιπόν τον Ουγιέ και του ζητάει, ουρλιάζοντας στην κοινή τους γλώσσα, να παίξει τον ρόλο όχι του ειρηνοποιού αλλά του μεταφραστή: «Πες του ότι του γ…μώ την αδερφή».
Για να μακροημερεύσει -βιολογικά, όχι απλώς προπονητικά- ο Ουγιέ, το πιθανότερο είναι πως δεν το μετέφερε. Καλύτερο, πιο χαρακτηριστικό ανέκδοτο -αδιαμφισβήτητο γεγονός σε κάθε περίπτωση– του τι ήταν, του πώς ήταν, του τι κουβαλούσε στο κεφάλι και την ψυχή ο Ελ Χατζί Ντιούφ δύσκολα θα βρει άλλο να πει κανείς.
Στον ποδοσφαιρικό χάρτη
Γαλλική αποικία η Σενεγάλη. Για τρεις αιώνες υπό γαλλική διοίκηση, κατοχή. Ανεξαρτητοποιήθηκε, αφού πρώτα είχε κερδίσει μερική αυτονομία, μόλις πριν 60 χρόνια. Εθνολογικά, η φυλή των Σερέρ, μια από τις μεγαλύτερες όλης της Δυτικής Αφρικής, ήταν αυτή που περισσότερο αντιστάθηκε, διαχρονικά, στους Γάλλους.
Προπύργιο της ήταν το Σεν Λουί, μια ιδιόμορφη πόλη, χτισμένη ουσιαστικά μέσα στην εκβολή του ποταμού που έχει δώσει το όνομά του στη χώρα (Senegal River), στα βορειοδυτικά της. Εκεί γεννήθηκε ο Ελ Χατζί Ντιούφ. Σε μια φυλή με μουσουλμανικά πιστεύω (προσαρμοσμένα στην τοπογραφία και την κουλτούρα της περιοχής), σε μια χώρα άρρηκτα μεν συνδεδεμένη με την “μαμά” Γαλλία, αλλά, ειδικά εκεί, χωρίς ποτέ να αντιμετωπίζεται φιλικά. Ή, έστω, με διάθεση αναγνώρισης της όποιας ευεργετικής συνεισφοράς που μπορεί να έχει μια αποικιοκρατική δύναμη σε μια αποικία της.
Η Σενεγάλη για πρώτη φορά προκρίθηκε σε Παγκόσμιο Κύπελλο το 2002. Στην αυγή εκείνης της χρονιάς είχε για πρώτη φορά στην ιστορία της φτάσει σε Τελικό Κυπέλλου Εθνών Αφρικής. Εκεί λύγισε κόντρα σε μια από τις παραδοσιακές δυνάμεις της ηπείρου, το Καμερούν, στα πέναλτι.
Ένα από τα τρία χαμένα των «Λιονταριών της Τεράνγκα» στην ποδοσφαιρική ρουλέτα ήταν του Ελ Χατζί Ντιούφ.
Ήταν η πρώτη ουσιαστικά φορά όπου η Σενεγάλη μπήκε στον ποδοσφαιρικό χάρτη. Όχι του κόσμου μα έστω της Αφρικής. Ο προβιβασμός στη δεύτερη, μεγαλύτερη σκηνή, ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα στα γήπεδα της Άπω Ανατολής. Η πρεμιέρα θαρρείς βγαλμένη από ονείρωξη σεναριογράφου: Σενεγάλη-Γαλλία.
Ακόμα και ποδοσφαιρικά, η αναμέτρηση έμοιαζε -και λεγόταν, γραφόταν, ως «Γαλλία Α’ vs Γαλλία Β’». Από τους 23 της αποστολής των Αφρικανών, οι 21 αγωνίζονταν σε γαλλικές ομάδες. Φυσικά και ο 21χρονος τότε Ντιούφ. Το μόνο που έκανε μεγαλώνοντας ήταν να παίζει ποδόσφαιρο. Κόντρα στα όσα και ό,τι δοκίμασαν οι γονείς και οι παππούδες του (ευκατάστατη οικογένεια για τα δεδομένα της Σενεγάλης) για να τον κρατήσουν μακριά από το τόπι.
Είτε να τον φέρουν πιο κοντά στο σχολείο και τα γράμματα είτε να τον βάλουν σε κάποιον τεχνίτη δίπλα, πότε ξυλουργό, πότε μηχανικό, να μάθει μια δουλειά, κάτι που να πιάνουν τα χέρια και όχι να ονειρεύεται με τα πόδια του. Καθόταν δυο-τρεις μέρες και μετά, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στην αλάνα, στο όποιο χωμάτινο αυτοσχέδιο γήπεδο, πίσω από μια -αρκετές φορές ακόμα και αυτοσχέδια- μπάλα.
Κάποια στιγμή το Σεν Λουί επισκέφθηκε ένας διάσημος στην περιοχή scout. Είχε πάει για να δει (και να μεσολαβήσει για να πάει στη Ρεν) τον Μαχτάρ Ν’ Ντάιγ, ο οποίος αγωνιζόταν σε τοπική ομάδα. Η φήμη κυκλοφόρησε γρήγορα και ο μικρός, στο ξεκίνημα της εφηβείας του, Ντιούφ, γεμάτος θράσος -όπως πάντα…- αποφάσισε να το αποπειραθεί. Εντόπισε τον scout, τον βρήκε και του ζήτησε να του δώσει μια ευκαιρία, παίρνοντάς τον μαζί του στη Γαλλία.
Ο scout δεν τον πήρε στα σοβαρά, κάνοντας όμως την έρευνά του πληροφορήθηκε πως ο πιτσιρικάς το είχε. Πόσο άγνωστο, αλλά αυτό που κέρδισε ήταν τουλάχιστον να τον πάρει στην πρωτεύουσα Ντακάρ και να τον βάλει σε μια τοπική ακαδημία με συνομηλίκους του. Ξεχώρισε γρήγορα και έτσι, πριν καν ενηλικιωθεί, το εισιτήριο για τη Γαλλία εκδόθηκε.
Χρειάστηκαν πρώτα τόσο η οικογενειακή επικύρωση όσο -κυρίως για ένα μέλος των Σερέρ- και η αντίστοιχη από τον marabout, τον πνευματικό, θρησκευτικό ηγέτη της φυλής. έτσι, αφού δόθηκαν τα πάντα, στα 17 του ο Ντιούφ εντάχθηκε στη Σοσό.
Μέχρι το ντεμπούτο στο Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε αλλάξει άλλες δύο ομάδες στο Championnat, με ολοένα μεγαλύτερο ρόλο, συμμετοχές, γκολ και αντίκτυπο.
Και, παρότι είχε ήδη προλάβει να ανακηρυχτεί για πρώτη φορά στην καριέρα του κορυφαίος Αφρικανός ποδοσφαιριστής, αυτός που θα προκαλούσε με το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα στις αρχές του καλοκαιριού του 2002 στην Άπω Ανατολή ήταν απείρως πιο εκκωφαντικός.
Καλοφάγωτο το κοκκοράκι
Για περίπου έναν μήνα πριν τη σέντρα εκείνου του παρθενικού για τη Σενεγάλη Παγκόσμιου Κυπέλλου, ο Ζερόμ Μινάρ και η Γκελ Λερουά, κόρη του πρώην εκλέκτορα των «Λιονταριών», Κλοντ Λερουά, πήγαν στη χώρα για να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ με αφορμή την επικείμενη αναμέτρηση της “μαμάς” Γαλλίας με την “κόρη” Σενεγάλη.
Ανέδειξαν τις άρρηκτες, πολυεπίπεδες σχέσεις των δύο χωρών, τις αυτονόητες επιρροές που άφησε η επικυριαρχία 300 ετών, το συναίσθημα, τον ρεαλισμό της σύγκρισης των δύο χωρών και την ελπίδα για ανατροπή του που μόνο -κακά τα ψέματα- το ποδόσφαιρο μπορεί να προσφέρει.
Δεν χρειάζεται ούτε καν πρόθεση εκ μέρους των κινηματογραφιστών για να αναδειχθούν οι κοινωνικοοικονομικές διαφορές των δύο χωρών, ουσιαστικά όμως δεν χρειάζεται και η παραμικρή προσπάθεια για να υπογραμμιστούν και αυτές εντός της Σενεγάλης. Το παιχνίδι της πρεμιέρας του Παγκόσμιου Κυπέλλου το παρακολουθούν στο σπίτι της μητέρας του Ντιούφ.
Βίλα κανονική, με χλιδή, ξεκομμένη από το στάτους της πόλης (Ντακάρ τότε), περιοχής και χώρας, με ανέσεις (και look, με τη μαμά Ντιούφ… υπερπαραγωγή, “λατέρνα” για χάρη της κάμερας, να επιδεικνύει τον πλούτο της…) αγορασμένες από τα χρήματα της ποδοσφαιρικής ενασχόλησης του κανακάρη, ενός μουσουλμάνου Σερέρ, με καταγωγή από παραδοσιακά αντιστασιακό (έστω και, όταν μεγάλωσε εκεί, μόνο σε επίπεδο φρονήματος και συλλογικής θύμησης) της Γαλλίας θύλακα της χώρας, ο οποίος πλέον αμειβόταν πλουσιοπάροχα, παίζοντας σε γαλλική ομάδα, και ετοιμαζόταν να την αντιμετωπίσει, έχοντας ποδοσφαιρικά ρόλο ανάλογο της σχέσης των δύο χωρών.
Γκραν φαβορί οι «Tricolores», οι οποίοι στα γήπεδα της Κορέας και της Ιαπωνίας υπερασπίζονταν τον παρθενικό Παγκόσμιο τίτλο τους, τρανό αουτσάιντερ τα «Λιοντάρια», στον πάγκο των οποίων καθόταν (ένας ακόμα) Γάλλος, ο Μπρούνο Μετσού.
Τίποτα το σπουδαίο ως ποδοσφαιριστής, μετριότητα και “καμένο” χαρτί από το ξεκίνημα της προπονητικής του σταδιοδρομίας στην πατρίδα του, στράφηκε στην Αφρική για μεροκάματο, όντας τυχερός που ανέλαβε την πρώτη πραγματικά ανταγωνιστική σε κορυφαίο επίπεδο φουρνιά της Σενεγάλης, δύο χρόνια νωρίτερα από το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ελπίδα ήταν, άγνοια κινδύνου ήταν, η απουσία λόγω τραυματισμού του Ζινεντίν Ζιντάν ήταν, διορατικότητα ήταν, ό,τι τέλος πάντων και αν ήταν, η αισιοδοξία όχι μόνο περίσσευε αλλά και διατυμπανιζόταν από τους Αφρικανούς. Ο Πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας τους δήλωνε για μέρες πως η ομάδα του θα κερδίσει, ενώ και ο μεγάλος της αστέρας -ναι, ο Ντιούφ– παραμονές του παιχνιδιού το συγκεκριμενοποίησε περαιτέρω: «Θα κερδίσουμε με 1-0».
Από δική του προσπάθεια (μοναδικός φουνταριστός στην ενδεκάδα της Σενεγάλης) σέρβιρε στον γνωστό μας από το πέρασμα του για ένα φεγγάρι από την ΑΕΚ, αείμνηστο (όπως και ο Μετσού) Πάπα Μπούμπα Ντιόπ, το γκολ που εκπλήρωσε την προφητεία, το γκολ της νίκης των «Λιονταριών», το γκολ που τότε σόκαρε τον πλανήτη, έβγαλε όλη τη Σενεγάλη στον δρόμο, ανάγκασε την κυρία Ντιούφ να χαλάσει, on camera, το εξεζητημένο της make up της, κλαίγοντας από χαρά («ποτέ δεν την έχω δει ξανά να κλαίει», παραδέχτηκε αργότερα ο γιος της), προδιαγράφοντας παράλληλα και τα μελλούμενα.
Αρχικά, τα άμεσα. Του τουρνουά, με τη Γαλλία ατιμωτικά (με μια ισοπαλία σε τρεις αγώνες) να αποκλείεται από τον όμιλο, τη Σενεγάλη με τον Ντιούφ πρωταγωνιστή να φτάνει ως τα προημιτελικά, χάνοντας εκεί την ευκαιρία να γίνει η πρώτη αφρικανική ομάδα στην ιστορία που φτάνει ως την τελική τετράδα ενός Παγκόσμιου Κυπέλλου, χάνοντας στην παράταση από την Τουρκία.
Και μετά, τα έμμεσα. Η μισή (και παραπάνω) αποστολή των «Λιονταριών» αναβαθμίστηκε μετά από εκείνη τη διοργάνωση, είτε με μεταγραφές είτε με καλύτερα συμβόλαια. Τον χορό φυσικά τον έσυρε ο Ντιούφ, ο οποίος εκείνο το καλοκαίρι μετακόμισε στο «Anfield», έχοντας ουσιαστικά εξασφαλίσει τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο του ως κορυφαίου ποδοσφαιριστή της Αφρικής.
Παράλληλα, βρέθηκε και ο τίτλος σε εκείνο το γαλλικό ντοκιμαντέρ, το οποίο προβλήθηκε μετά το τέλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου. «Quand les Lions mangent le coq», ο τίτλος του, το -βάσει προσωνυμίων των δύο ομάδων- χαρακτηριστικό «Όταν τα Λιοντάρια έφαγαν το κοκοράκι».
Λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά: ο χορηγός εκείνου του ταξιδιού στη Σενεγάλη για την κινηματογράφηση του ντοκιμαντέρ ήταν η για δεκαετίες (από… πάντα ουσιαστικά) εταιρεία ένδυσης της Εθνικής ομάδας της Γαλλίας, η περίφημη Le Coq Sportif. Το Αθλητικό Κοκοράκι δηλαδή…
Bad blood
Σύμφωνοι. Τελείως άλλη εποχή για τη Λίβερπουλ τότε αλλά όχι και… κατράμι. Οι «Κόκκινοι» προέρχονταν από έναν τερματισμό στη δεύτερη θέση της Premier League, με τον Ουγιέ να πιστεύει πως ο Ντιούφ ήταν ο επιθετικός που θα τους έδινε τα έξτρα γκολ που χρειάζονταν για να υπερκαλύψουν τη διαφορά που τους χώριζε από την (πρωταθλήτρια) Άρσεναλ.
Κούνια που τον κούναγε. Ο Σενεγαλέζος ξεκινάει καλά, αλλά παρασύρει και παρασύρεται. Δύο χρονιές (από τις τρεις του συμβολαίου του) φόρεσε τα κόκκινα. Συνολικά έξι φορές “έγραψε”, όλες στην πρώτη του σεζόν. Στη δεύτερη τίποτα, ζερό. Κάπου εκεί ξεκίνησε και μια άλλη, επική, κόντρα του με τον υπαρχηγό (εκείνης της εποχής αλλά και… εσαεί πιθανώς) των Μέρσεϊσαϊντερς, τον Τζέιμι Κάραγκερ.
«Είναι ο μόνος φορ στην ιστορία της Λίβερπουλ που τελείωσε μια σεζόν χωρίς να σκοράρει. Πιθανώς να είναι και ο μόνος φορ στην ιστορία όλων των ομάδων. Είναι ο χειρότερος και το γνωρίζαμε και μεταξύ μας, αφού ήταν πάντα ο τελευταίος που διαλεγόταν στα προπονητικά διπλά», θα ξεστομίσει ο εδώ και χρόνια τηλεσχολιαστής -και πιο διάσημος για τις παρόλες του παρά για τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα- Κάραγκερ, χρόνια μετά την αποχώρηση του Ντιούφ από το Λίβερπουλ.
Bad blood. Κακό αίμα. Πολύ. Μίσος, δεν το έκρυψε ποτέ ο Σενεγαλέζος, για την τότε… αρχή του «Anfield», όπως τουλάχιστον εκφραζόταν στην δυαδική της υπόσταση, πρώτα με την Αυτού Μεγαλειότητα (Στίβεν Τζέραρντ) και μετά με τον αντ’ αυτού της (Τζέιμι Κάραγκερ). Και το διαλαλεί ακόμη, σε κάθε ευκαιρία, όποτε και αν του προσφέρεται:
«Είναι ένας καλός παίκτης (ο Τζέραρντ). Οι άνθρωποι στο Λίβερπουλ τον συμπαθούν, αλλά ποτέ δεν τον συμπάθησαν και οι συμπατριώτες του. Εγώ είμαι ο “Κύριος Ελ Χατζί Ντιούφ”, ο “Κύριος Σενεγάλη”. Αυτός είναι απλώς ο “Κύριος Λίβερπουλ” και πρέπει να ξέρει πως η Λίβερπουλ δεν είναι μεγαλύτερη της Σενεγάλης».
«Θα τον φιλοξενούσα (Τζέραρντ) στη Σενεγάλη μόνο και μόνο για να δει πώς είναι να ζει με έναν πραγματικό βασιλιά».
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να περάσω διακοπές με τον Κάραγκερ. Τον μισώ. Φυσικά, σωματικά, ψυχικά, τον μισώ».
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερος απατεώνας στο γήπεδο από τον Κάραγκερ. Σε οτιδήποτε και αν έκανε».
Χαρακτηριστικές, δημόσιες ατάκες. Προστέθηκαν στο προφίλ του αντιστασιακού, του επαναστάτη, του κακού παιδιού, του αντικομφορμιστή που ακόμα και σήμερα, μάλλον άκομψα, προσπαθεί να συντηρήσει. Έχοντας σταματήσει για χρόνια το ποδόσφαιρο, όποτε αναφέρεται σε εκείνη τη νίκη επί της Γαλλίας, θυμάται να χρησιμοποιεί όρους πολιτικής («κερδίσαμε τους αποικιοκράτες, αυτούς που αιώνες ελέγχουν τα πάντα στην πατρίδα μου»), προβαίνει σε επίπεδο ύβρεως, με μεσσιανικές -ποδοσφαιρικά- συγκρίσεις: «Ό,τι πέτυχε ο Μαραντόνα με την Αργεντινή, το πέτυχα εγώ με τη Σενεγάλη».
Προφίλ που χτίστηκε από την αδυναμία του να δικαιολογήσει, τουλάχιστον στα βρετανικά γήπεδα που παρέμεινε για μια δεκαετία μετά τη φυγή του από τη Λίβερπουλ, τη θέση του, τον ντόρο, την εικόνα που εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο, εκείνη η νίκη στην πρεμιέρα του, είχε δημιουργήσει. Προφανώς έντοκα των πραγματικών του δυνατοτήτων.
Πλην μιας σεζόν, της τελευταίας του στη Λανς (2001-2002), ποτέ, ανεξαρτήτως ομάδας και κατηγορίας και χωράς, δεν “έγραψε” διψήφιο αριθμό τερμάτων.
Συνηθέστερα μάλιστα, οι κάρτες που δεχόταν, οι τιμωρίες του, τα εντός των γηπέδων παραπτώματα (έγινε… θρύλος για τα επαναλαμβανόμενα φτυσίματα σε αντιπάλους) και τα εξωγηπεδικά παραστρατήματα (από οδηγικές παραβάσεις μέχρι και λογιών-λογιών επεισόδια) ήταν σημαντικά περισσότερα.
Νόρμα που τον ακολούθησε και στο αποκούμπι του, στο καταφύγιό του, στην ομάδα στην οποία οφείλει την καριέρα του, χάρη σε εκείνη τη μια χρονιά, σε εκείνη τη διοργάνωση, στην Εθνική Σενεγάλης.
Επανειλημμένες, συνεχείς, συνήθως επιπόλαιες, κουραστικές, για ψύλλου πήδημα οι κόντρες του με συμπαίκτες, προπονητές, παράγοντες, Ομοσπονδία, οι οποίες τον έφεραν μόλις στα 28 του να αποσύρεται, αδυνατώντας να συντηρήσει τον μύθο που είχε χτίσει ηγούμενος της γενιάς του 2002, αδυνατώντας να προσαρμοστεί στις έκτοτε απαιτήσεις, αδυνατώντας να διαχειριστεί έναν ρόλο που ήταν τελείως κόντρα στον παρορμητισμό του χαρακτήρα του.
Πατέρας (επισήμως και αναγνωρισμένων) τριών παιδιών, εξακολουθεί να προσπαθεί να βρει τον δρόμο του. Έγινε Πρέσβης καλής θέλησης, διεθνής αθλητικός εκπρόσωπος της Κυβέρνησης της Σενεγάλης (της ίδιας που μεταξύ άλλων στο παρελθόν κατακεραύνωνε με δημόσιες τοποθετήσεις του), δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά ανοίγοντας γυμναστήρια και προπονητικά κέντρα, μέχρι και αγοράζοντας αθλητική εφημερίδα.
Ψάχνει και ψάχνεται. Παντού. Παρότι σταμάτησε το ποδόσφαιρο από το 2015, πασχίζει λες και ακόμη να πείσει πως δεν ήταν ο κόμητης της μιας βραδιάς, της μιας διοργάνωσης, του ενός μήνα, της μιας σεζόν, πως πήγε κόντρα σε όλους και όλα, έχοντας τον κόσμο απέναντί του. Και, από την άλλη, μοιάζει λες πως θέλει να επιβεβαιώσει αυτή την εικόνα που το άθλημα τού σμίλεψε.
«Είναι λογικό να υπάρχουν δύο Ντιούφ», είχε πει σε σπάνια αυτοκριτική.
Κολακευτικό, παρηγορητικό, πιθανώς και ανακουφιστικό να υπάρχουν μόνο δύο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο μοναχικός δρόμος του Σάντιο Μανέ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη