Γεννήθηκα στον Πειραιά, σε μια κλινική που βρίσκεται στο Πασαλιμάνι, πέντε μέτρα από τη θάλασσα, απέναντι από τον Όμιλο Ερετών.
Είμαι παιδί του Πειραιά και του Πασαλιμανιού, γεννήθηκα με τον αέρα του λιμανιού στα ρουθούνια.
Πέντε δεκαετίες η πορεία μου στα γήπεδα. Έντεκα ετών πρωτόπαιξα στον Πειραϊκό, στα “μίνι”. Ήμουν τυχερός που βρέθηκε ο Ποτόσογλου που έχει τρέλα με τους πιτσιρικάδες και με έβαλε πολύ μικρό να παίξω. Δεκατριάμισι χρόνων και έπαιζα στην πρώτη ομάδα!
Πρώτος κομβικός σταθμός στη διαδρομή μου ήταν εκείνη η ηλικία των 11 που παίζαμε μπάλα έξω από τη Μυρτιδιώτισσα, στο παλιό Δελφινάριο, μπροστά στον Δουράμπεη. Είχε ένα πάρκινγκ, τώρα είναι εκεί κανάλι.
Ίσως λοιπόν θα είχα παίξει ποδόσφαιρο, γιατί ήμουν πολύ καλός. Βρέθηκε ένας άνθρωπος, ο συγχωρεμένος Βαγγέλης Λυμπεράτος, παράγοντας, ο οποίος, όπως παίζαμε μπάλα, ήρθε και μας είπε «να παίξετε μπάσκετ» . Την άλλη μέρα, πήγαμε… στο μπάσκετ.
Άλλοι έμειναν, άλλοι δεν έμειναν, αποχώρησαν, αλλά, αν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος τη συγκεκριμένη μέρα, ίσως να μην είχε γίνει καν η επαφή μου με το μπάσκετ, μπορεί να ήμουν ποδοσφαιριστής γιατί ήμουν πάρα πολύ καλός.
Σταθμός υπήρξε και εκείνη η ηλικία των 13.5 που έπαιξα, ως άντρας, στον Πειραϊκό. Ακολούθησαν πάρα πολύ ωραία χρόνια εκεί, με πολύ ωραία παρέα, σαν οικογένεια. Ανεβήκαμε τις κατηγορίες και εγώ έφυγα για τον Ολυμπιακό το 1988, επίσης κομβική χρονιά. Ήμουν 22 ετών και μόλις είχε ανέβει Α2.
Είναι μεγάλο ευτύχημα, ευλογία, να γίνεσαι παίκτης στην ομάδα της οποίας είσαι οπαδός. Από μικρός ήμουν Ολυμπιακός λόγω και του γεγονότος ότι ζούσα εκεί, γύρω από το Καραϊσκάκης.
Έμεινα πέντε χρόνια και έφυγα, όταν πήραμε το Πρωτάθλημα με τον Ιωαννίδη, το 1993. Το να γίνεσαι Πρωταθλητής είναι κάτι πολύ σημαντικό και το θυμάσαι πάντα, είναι ο μεγαλύτερος τίτλος που έχω πάρει.
Αλλά ως μεγάλη χρονιά θυμάμαι και το 1994, γιατί βγήκα πρώτος στις ασίστ στο Πρωτάθλημα της Α1, ξεπερνώντας τον «Θεό», τον Νίκο Γκάλη, για μια ασίστ.
Ήταν ένα επίτευγμα με την ομάδα του Παγκρατίου και το θεωρώ τιμή να συναγωνίζομαι με τον Γκάλη!
Το 2002 όμως γυρίζω στον Ολυμπιακό, μια ακόμα κομβική στιγμή, και αναλαμβάνω τη θέση του team manager με τον Λευτέρη Σούμποτιτς προπονητή.
Βέβαια, ήταν μια χρονιά που ο Ολυμπιακός έριξε κατά πολύ το μπάτζετ, με το αγωνιστικό να φτάνει στο 25%, από 10 εκατ. στα 2.5. Είναι η χρονιά που μετακομίζουμε στον Κορυδαλλό και έρχονται δύσκολα χρόνια.
Ο Πρόεδρος, ο Σωκράτης Κόκκαλης, ήταν στενοχωρημένος με το μπάσκετ και είχε ρίξει βάρος στο ποδόσφαιρο. Βέβαια δεν απομακρύνθηκε ποτέ.
Έμεινα έξι χρόνια και πρόλαβα το 2004 την άφιξη των Αγγελόπουλων. Εκείνη η χρονιά ήταν σημαντική για τον Ολυμπιακό. Από εκείνο το σημείο η ομάδα αρχίζει σιγά-σιγά να αυξάνει τα μπάτζετ, να κερδίζει τον σεβασμό που είχε και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Βέβαια, εγώ δεν πρόλαβα να δω όλα αυτά που επακολούθησαν, έφυγα το 2008, είχα βοηθήσει όμως στο χτίσιμο που γινόταν όλα αυτά τα χρόνια.
Έφυγα κάπως περίεργα, ποτέ δεν πήρα κάποια εξήγηση, ούτε εγώ κατάλαβα. Κάνοντας μια αυτοκριτική, ίσως θα έλεγα ότι είχα βγει “μπροστά” σε πολλά θέματα, ίσως περισσότερο και από τους ίδιους τους Προέδρους. Και ίσως αυτό δημιούργησε μια φθορά. Και δεν έβγαινα πιο πολύ στα καλά, έβγαινα στα άσχημα και αυτό έχει μια επιπλέον φθορά. Αυτό είναι βέβαια μια δική μου εξήγηση, τι και πώς δεν έμαθα ποτέ, αλλά συνέβη.
Συνέχισα να είμαι μέσα στο μπάσκετ, αν και τότε πολλοί έλεγαν ότι είχα συνδεθεί τόσο πολύ με τον Ολυμπιακό (επειδή είχα βγει τόσο πολύ μπροστά) και δεν θα μπορούσα να πάω να εργαστώ σε κάποια άλλη ομάδα. Το όνομά μου είχε ταυτιστεί πάρα πολύ και κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν και το τέλος μου.
Οι σχέσεις μου με τους αδελφούς Αγγελόπουλους δεν είχαν χαλάσει ποτέ, δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα και πολλές φορές, αν βρεθούμε, θα συζητήσουμε.
Εγώ το δέχομαι ότι είναι μια επιλογή των ανθρώπων να πορευτούν με κάποιους άλλους, για τους οποίους θεωρούν ότι μπορούν να τους προσφέρουν περισσότερα ή μπορεί να είναι ιδανικότεροι. Νομίζω είναι μέσα στο πλαίσιο της δουλειάς (βέβαια δεν είναι μόνο δουλειά η ενασχόληση με το μπάσκετ) οι διοικούντες να θέλουν να δουν και κάποια άλλα πρόσωπα σ’ αυτά τα πόστα.
Εγώ ήμουν πάντα πολύ ενεργός ως team manager και ζητούσα από αυτούς με τους οποίους ήμασταν μαζί να με κρίνουν. Δεν ήμουν μάνατζερ που δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες, δεν μιλούσε.
Η ιστορία έχει δείξει ότι όσο πιο αθόρυβοι είναι οι άνθρωποι και δεν εμφανίζονται τόσο περισσότερο μένουν και σε μια ομάδα!
Το 2009, εξίσου ιδιαίτερη χρονιά, πήγα στην Εθνική ομάδα Αντρών, με την οποία και πήραμε το Χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό της Πολωνίας.
Ήταν μια ομάδα που δεν την περίμενε κανείς, με πάρα πολλά νέα πρόσωπα. Ήταν η πρώτη φορά του Καλάθη και του Κουφού, ενώ μπήκαν και νέα παιδιά, όπως ο Γλυνιαδάκης, ο Καϊμακόγλου, ο Καλαμπόκης. Φυσικά, υπήρχαν και δυο-τρία έμπειρα παιδιά μπροστά, ο Σπανούλης, ο Ζήσης, ο Μπουρούσης, ο Σχορτσανίτης (σε μια πολύ καλή του χρονιά).
Και τότε, τη σεζόν 2009-2010, πήγα και στο Μαρούσι, με το οποίο κάναμε μια τρομερή χρονιά στην Ευρωλίγκα, έχοντας προπονητή τον Μπαρτζώκα.
Κερδίζουμε και αποκλείουμε ομάδες με 20-30 φορές μεγαλύτερο μπάτζετ από εμάς και φτάνουμε μέχρι τους «16».
Χάσαμε την οχτάδα για ένα σουτ. Ενώ έχουμε αποκλείσει τον Παναθηναϊκό, χάνουμε την πρόκριση για το «Final 8» από την Παρτιζάν με ένα άστοχο τρίποντο στο τέλος. Αν είχε μπει εκείνο το τρίποντο και είχαμε κερδίσει το ματς, θα ήμασταν στους «8» της Ευρώπης.
Ήταν μια ομάδα που τότε είχε 1.2 εκατ. μπάτζετ και από την επόμενη χρονιά στη Γενική Συνέλευση ο Μπερτομέου θέσπισε τον όρο ότι, αν δεν έχεις τουλάχιστον 5 εκατ. ευρώ μπάτζετ, δεν μπορείς να παίζεις στην Ευρωλίγκα. Του κάναμε… ζημιά τότε του Μπερτομέου!
Ίσως να έπαιξαν ρόλο και οι άνθρωποι που γνώρισα στον Πειραϊκό, αλλά από μικρός αγάπησα πάρα πολύ το μπάσκετ και μέχρι τα 22 μου δεν έπαιρνα λεφτά. Όταν πήγα στον Ολυμπιακό, πήρα τα πρώτα μου χρήματα.
Εμείς τότε δεν σκεφτόμασταν ποτέ ότι θα γίνουμε επαγγελματίες ούτε ότι θα βγάλουμε λεφτά απ’ το μπάσκετ. Το μπάσκετ ήταν η ζωή μας όλη και εμένα παραμένει έτσι. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς μια μέρα μπάσκετ.
Μάλιστα, μιλούσαμε κάποια στιγμή με τον Βασίλη Σκουντή και μου λέει «Πρέπει να είσαι ο μάνατζερ που έχει πάει στις περισσότερες ομάδες!». Είναι όντως πάρα πολλές.
Μετά τις κόρες μου, το μπάσκετ είναι το πιο σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μου. Και το πέρασμα από τόσες ομάδες μού δίνει ζωή, με χαροποιεί να είμαι με παιδιά, έτσι νιώθω κι εγώ λίγο παιδί.
Όπως έλεγε και κάποιος, «όσο φοράμε τα σορτσάκια, θεωρούμε τον εαυτό μας παιδί». Είναι τρόπος ζωής πια. Βέβαια τώρα δεν φοράω σορτσάκι αλλά τζιν, ως team manager… δεν έχει σορτσάκια.
Ένας team manager πρέπει να έχει μεγάλη υπομονή, γιατί συνεργάζεται πάντα με Προέδρους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι δύσκολοι άνθρωποι. Έχουν μια μεγάλη οικονομική ευρωστία και έχουν μεγάλο εγωισμό, γιατί όντως έχουν πετύχει πολλά στη ζωή τους, οπότε πρέπει να έχεις υπομονή, εκτός φυσικά από μεγάλη αγάπη για τα παιδιά.
Έτσι ενεργούσα πάντα σε όσες ομάδες και αν ήμουν, άσχετα με το αν τα παιδιά ήταν νεαρά ή λίγο πιο μεγάλα, πάντα τα είχα σαν δικά μου, έτσι αισθανόμουν. Όπως μιλούσα στις κόρες μου, μιλούσα και σ’ εκείνα, με ειλικρίνεια, δεν μασούσα τα λόγια μου, δεν είμαι ο τύπος που χαϊδεύει αφτιά, πάντα έλεγα αυτό που αισθανόμουν και αυτό που έπρεπε να πω.
Την τελευταία χρονιά της καριέρας μου έπαιξα στον Πειραϊκό και στα 31 μου έβαλα τέλος.
Ως αθλητής ήθελα να πάω σε μια μεγάλη διοργάνωση με την Εθνική ομάδα, δεν τα κατάφερα, έχω βέβαια κάποιες συμμετοχές σε Μεσογεικούς, Πανεπιστημιάδα κλπ.
Στα 31 μου λοιπόν δεν είχα πλέον κίνητρο και, επειδή ξεκίνησα από πολύ μικρός, είχα ήδη πετύχει αρκετά πράγματα, να παίξω στην ομάδα και να πάρω Πρωτάθλημα εκεί όπου ήμουν οπαδός. Μετά είχε αρχίσει λίγο η κατηφόρα, οπότε δεν ήθελα να συνεχίσω.
Είχα το σκεπτικό, μόλις τελείωσα, να γίνω προπονητής, γι’ αυτό και πήγα δίπλα στον Μάκη Ποτόσογλου στην ομάδα όπου ξεκίνησα, τον Πειραϊκό. Στην αρχή ήμουν βοηθός και, όταν ανέλαβα την ομάδα, έμεινα σχεδόν ενάμιση χρόνο. Ήταν στην Α2, πετύχαμε να σωθεί και την επόμενη χρονιά βάλαμε βάσεις για μια καλή πορεία.
Βέβαια, με την προπονητική δεν συνέχισα, γιατί ο Παναγιώτης Γιαννάκης μού έκανε μια πολύ δελεαστική πρόταση, να είμαι δίπλα του και ως team manager στον Πανιώνιο το 2001.
Το θεώρησα μεγάλη τιμή και έμαθα πάρα πολλά απ’ τον Παναγιώτη, όχι μόνο σε μπασκετικά θέματα αλλά και στον τρόπο σκέψης και προσέγγισης πολλών πραγμάτων. Είναι ένας μοναδικός άνθρωπος. Τότε ξεκίνησε και η καριέρα μου ως team manager.
Όλα αυτά που έζησα στο μπάσκετ, οι αθλητές που γνώρισα, όλα αυτά που άκουσα διαμόρφωσαν και στοιχεία του χαρακτήρα μου.
Θέλω να είμαι στον χώρο του μπάσκετ και, το πιο σημαντικό, όσο εγώ νιώθω καλά, όσο αισθάνομαι ότι μπορώ, να είμαι σε θέση να βοηθάω κάποια νέα παιδιά ή μια ομάδα και να το ευχαριστιούνται όλοι άσχετα με το αποτέλεσμα.
Πολλές φορές μπορεί να μην πάρεις το αποτέλεσμα, αλλά νιώθεις ικανοποιημένος, ευτυχισμένος, γιατί έκανες αυτό που μπορούσες. Αυτό είναι το σημαντικό στον αθλητισμό, μετράει πιο πολύ η προσπάθεια παρά το αποτέλεσμα (το οποίο προφανώς και το επιδιώκουμε όλοι).
Και στη ζωή μου είμαι κάπως έτσι, τα ίδια λέω και στις κόρες μου. Στη μικρή, την Έλενα, η οποία παίζει πόλο σε υψηλό επίπεδο, της λέω πάντα «να προσπαθείς, να δουλεύεις και, αν έρθει το αποτέλεσμα, καλώς». Υπάρχουν πολλά παιδιά δηλαδή που προσπάθησαν και δεν πέτυχαν ποτέ το αποτέλεσμα, αλλά τουλάχιστον έχουν την ικανοποίηση ότι τα έδωσαν όλα.
Αυτό έμαθα από τους ανθρώπους στους οποίους ήμουν δίπλα όλα αυτά τα χρόνια. Ανθρώπους, είτε παίκτες είτε προπονητές, τους οποίους θαύμασα και από τους οποίους επηρεάστηκα.
Αν ήταν να βγάλω πεντάδα προπονητών, μέσα θα ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο αείμνηστος Κώστας Πολίτης, ο Μάκης Ποτόσογλου, ο Κώστας Σορώτος και ο Μιχάλης Κυρίτσης, με τον οποίον έκανα, από πλευράς στατιστικών, την καλύτερή μου χρονιά στον Ολυμπιακό.
Στους κορυφαίους παίκτες θα έβαζα μέσα τον Ζάρκο Πάσπαλι, με τον οποίον ήμασταν και στο δωμάτιο μαζί για δύο χρόνια, είναι η αδυναμία μου και είναι τρομερός παίκτης και άνθρωπος.
Μαζί, φυσικά, τον Αργύρη Καμπούρη, μεγάλη ψυχάρα, τους Νίκο Γκάλη και Παναγιώτη Γιαννάκη, με τους οποίους συνυπήρξα σε κάποια παιχνίδια της Εθνικής, και τον Φάνη Χριστοδούλου, με τον οποίον ήμασταν μαζί στην Ανδρών αλλά και στην Εφήβων περισσότερο.
Ο Φάνης γύρισε στο μπάσκετ και τον Πανιώνιο, γεγονός πολύ καλό, γιατί έχει να δώσει πολλά στο ελληνικό μπάσκετ. Είναι ένας άνθρωπος που έχει εικόνες, εμπειρίες, έχει πάρα πολύ καλό χαρακτήρα και αγαπάει αυτήν την ομάδα. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε την παρουσία του και να την αξιοποιήσουμε.
Τώρα πια δεν κάνω ούτε… γρήγορο βήμα, αλλά παλιά είχα φοβερό σπριντ και αλτικότητα. Τα είχα “λίγο” εκ γενετής, αλλά καλλιεργήθηκαν και στη συνέχεια, χωρίς όμως να το επιδιώκω.
Για παράδειγμα, το σπίτι όπου έμενα στον Πειραιά χτίστηκε δύο-δύο ορόφους. Εμείς μέναμε στον τέταρτο και πιτσιρίκια ανεβοκατεβαίναμε τα σκαλιά με σπριντ πάρα πολλές φορές την ημέρα. Δεν είχαμε ασανσέρ, ήταν μια παλιά πολυκατοικία.
Επίσης, έμενα σε τέτοιο σημείο του Πειραιά ώστε η βόλτα μας ήταν πάντα στον Προφήτη Ηλία, με ανηφόρες, σκαλιά κλπ.
Θέλοντας και μη λοιπόν, έκανα “προπόνηση”, την αξία της οποίας τότε δεν την καταλάβαινα!
Όταν σταμάτησα ως παίκτης, σιγά-σιγά έπιανα τον εαυτό μου να… ανεβαίνει, να φουσκώνει, να ξεφουσκώνει. Βλέπω τους φίλους μου που πηγαίνουν και τρέχουν, κάνουν “κάτι”, ενώ εγώ δεν κάνω τίποτα. Και αυτό σε συνδυασμό με την αγάπη μου για το καλό φαγητό και το ποτό… σκοτώνουν! Κάποιες φορές προσπαθώ λίγο να χάσω κιλά, μετά τα ξαναπαίρνω.
Κάποια στιγμή θα βάλω τελεία στην καριέρα μου και θα αποσυρθώ.
Το πρώτο που θέλω είναι να θυμούνται για εμένα ότι ήμουν καλός άνθρωπος, δεν έκανα κακό σε κανέναν, μπόρεσα να βοηθήσω και να είμαι δίπλα σε ανθρώπους και φίλους.
Και το ίδιο λέω και στα παιδιά μου, να είναι καλοί άνθρωποι, πάντα να αγαπούν, πάντα να είναι δίπλα στους φίλους τους και σε όλους τους ανθρώπους που μπορούν να βοηθήσουν.
Ο Σταύρος Ελληνιάδης είναι πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και team manager της Εθνικής Νέων Μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παναγιώτης Φασούλας: Μέρες Αργίας
Τζορτζ Παπαδάκος Νίκη με κάθε κόστος (Γιάννης Ιωαννίδης) / Ρόι
Δημήτρης Παπανικολάου: Το Πρώτο
Ανδρέας Κουτσούρης: Τα Καλύτερα Μας Χρόνια! / Ακολουθώντας Τα Όνειρα τους / Πέρα Από Τα Όρια
Βασίλης Ξανθόπουλος: Δώσε Πάσα / Σταυρούλα Αντωνάκου: Μεγάλο Νησίί