Μόλις την προηγούμενη μέρα ένας μετεωρίτης είχε πέσει στη Γη.
Στις ΗΠΑ μάλιστα. Κατά τις 18:00 έσκασε στη σκεπή ενός γκαράζ στο Κέινιον Σίτι του Κολοράντο. Χονδρίτης από ολιβίνη συγκεκριμένα, στη γεωλογική ορολογία. Η μάζα του ήταν μικρή, περαιτέρω άσχημες καταστάσεις αποφεύχθηκαν.
Η διακοπή στην ηλεκτροδότηση σημειώθηκε την επομένη και δυτικότερα. Στις 28 Οκτωβρίου 1973, όταν έσβησαν τα φώτα στο Λος Άντζελες και δη στο προάστιο Ίνγκλγουντ, όπου ήταν η έδρα των Λέικερς. Ο λόγος; Σέντερ με ειδικότητα στα μπλοκ, η μπασκετική ορολογία.
Έλμορ Σμιθ το όνομά του, 17 τάπες το κατόρθωμά του. Η συγκεκριμένη 28η Οκτωβρίου έμεινε ιστορική για το ΝΒΑ, διότι έκτοτε κανένας παίκτης της λίγκας δεν έφτασε έστω την επίδοσή του. Ένα ρεκόρ στοιχειωμένο, που δεν προβλέπεται και να σπάσει σύντομα.
Μέρα που ήταν, ο μίστερ Σμιθ είπε 17 φορές “όχι” στον Τζεφ Πέτρι, τον Λόιντ Νιλ και τους άλλους παίκτες των Τρέιλ Μπλέιζερς. Οι «Λιμνάνθρωποι» κέρδισαν 111-98 σε ένα από τα πρώτα παιχνίδια μιας σεζόν, στην οποία θα έπεφταν στο 47-35 και την τέταρτη θέση της Δύσης (αποκλεισθέντες στον πρώτο γύρο των πλέι οφ), ενώ είχαν φτάσει στους τελικούς την προηγουμένη.
«Δεν φαινόταν να το… πιάνουν. Άρχισα από νωρίς να κόβω τα πάντα, αλλά για κάποιον λόγο συνέχιζαν να μπαίνουν στη ρακέτα και να πλησιάζουν το καλάθι ώστε να σκοράρουν. Και δεν τους άφηνα να το κάνουν», είχε σχολιάσει ο ίδιος ο Σμιθ στους «L.A. Times».
To block party ξεκίνησε λίγο μετά το πρώτο τζάμπολ, ήδη στην ανάπαυλα είχε φτάσει τις 11 τάπες. Αριθμός (ως επίδοση ημιχρόνου) που επίσης αντέχει ως ρεκόρ όλων των εποχών στην κορυφαία λίγκα του πλανήτη. Το logo της, ως γνωστόν, είναι η σιλουέτα του Τζέρι Γουέστ. Παίκτη παρόντα στο ματσάκι.
Ο βετεράνος «Mr. Clutch» έβαλε 24 πόντους, ευρισκόμενος στην τελευταία σεζόν της καριέρας του, ο έτερος βασικός γκαρντ, Γκέιλ Γκούντριτς, σταμάτησε στους 49 (!), ενώ η ρεζέρβα τους στην περιφέρεια, ο Πατ Ράιλι (που ήταν και καλός μπασκετμπολίστας, προτού γίνει μύθος ως κόουτς και Πρόεδρος) , πρόσθεσε άλλους 8. Ήταν όμως η βραδιά καριέρας ενός παραγνωρισμένου ψηλού εκείνη η 28η Οκτωβρίου του 1973.
«Elmore the Rejector»
Ψηλός, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, έγινε μέσα σε δύο χρόνια. Από 1.80μ. έφτασε τα 2.13μ. και, από κει που τον είχαν διώξει από την ομάδα στο Λύκειο Μπάλαρντ-Χάντσον, του έλεγαν μεταξύ σοβαρού και αστείου «γίνε μπασκετμπολίστας, αλλιώς θα σε διώξουμε από το σχολείο».
Όλα αυτά στο Μέικον. Στην αγαπημένη του γενέτειρα, η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση στη ροκ μυθολογία και ακόμα περισσότερο στη southern soul. Στην «καρδιά της Τζόρτζια» (επειδή βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της πολιτείας) μεγάλωσε και ο Ότις «Mad man of Macon» Ρέντινγκ.
Εκεί σκοτώθηκαν σε (διαφορετικά, με απόσταση ενός έτους και τριών οικοδομικών τετραγώνων) δυστυχήματα με μοτοσυκλέτα ο Ντουέιν Όλμαν και ο Μπέρι Όουκλι των Allman Brothers. Εκεί γεννήθηκε και ο Λιτλ Ρίτσαρντ του «Long tall Sally», μεταξύ αναρίθμητων άλλων.
Ο «Long tall Elmore» μπορεί να ήταν ατάλαντος αρχικά, ωστόσο στη δεύτερη απόπειρά του να παίξει στα σοβαρά μπάσκετ ένιωσε καλύτερα. Όχι καλά, μα δεν ένιωθε και άσχημα, κάνοντας κάτι στο οποίο δεν ήταν καλός, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια.
«Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνθηκα άνετα παίζοντας μπάσκετ, μόλις στην τελευταία μου σεζόν στο ΝΒΑ. Τότε και μόνο τότε ένιωσα πως το παιχνίδι δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο πίστευα. Μέχρι τότε δεν το διασκέδαζα», έχει ομολογήσει.
Ο… φρέσκος ψηλέας προσέλκυσε τρεις υποτροφίες, έστω και από (όχι το NCAA αλλά) το ΝΑΙΑ. Έστεψε δις Πρωταθλητές τους Θόρομπρεντς του Κεντάκι Στέιτ και τα νούμερά του ήταν τόσο εντυπωσιακά που δεν θα μπορούσαν παρά να τον οδηγήσουν στο ΝΒΑ. Με μέσους όρους 25.5 πόντων και 24.2 ριμπάουντ τη σεζόν 1970-1971, μια καριέρα επαγγελματία μπασκετμπολίστα στο τοπ επίπεδο τον περίμενε.
Το καλοκαίρι γύρισε στο Μέικον να δει τους δικούς του και τον Οκτώβριο, οπότε η πόλη της Τζόρτζια συγκλονιζόταν από τον θάνατο του κιθαρίστα και αρχηγού των Allman Brothers, το μπασκετικό τέκνο της πραγματοποιούσε τις πρώτες του εμφανίσεις στο ΝΒΑ.
Τρίτο ντραφτ πικ για λογαριασμό των Μπάφαλο Μπρέιβς, κατέγραψε ως ρούκι 17.3 πόντους και 15.2 ριμπάουντ. Η μεγαλύτερη επιδραστικότητά του πάντως δεν καταμετριόταν ακόμη σε αριθμούς. Ήταν τα κοψίματα που μοίραζε αφειδώς εκείνα που τον ξεχώριζαν από πολλούς άλλους σέντερ.
Δύο τα βασικά στοιχεία που τον καθιστούσαν μοναδικό στο shot blocking: το μεγάλο επιτόπιο άλμα, ειδικά για παίκτη του ύψους του, και το άψογο τάιμινγκ. Σπανίως “έτρωγε” προσποίηση, πήδαγε όποτε έπρεπε, είχε την αντίληψη να δώσει και βοήθεια στη σωστή στιγμή.
Εγένετο, το λοιπόν, ο «Elmore the Rejector». Το παρατσούκλι που τον συνόδευσε στην οκταετή περιπέτειά του στο ΝΒΑ. Απέρριπτε κάθε ιδέα για καλάθι των αντιπάλων μπροστά του.
Aνάμεσα σε Τσάμπερλεϊν και Καρίμ
Κοιτώντας πια από τόσα χρόνια μπροστά, το ωραίο με τον Σμιθ είναι ότι αποτέλεσε στο ΛΑ το… μεσοδιάστημα ανάμεσα στους δύο καλύτερους σέντερ των Λέικερς, ου μην τους καλύτερους όλων των εποχών γενικότερα.
Το 1973, ύστερα από σεζόν με ακόμα μεγαλύτερη παραγωγικότητα στο σκοράρισμα (18.3 π., 12.4 ρ.), πήγε στους «Λιμνάνθρωπους» ως αντι-Τσάμπερλεϊν. Ο 37χρονος «Wilt the Stilt» έφυγε τσακωμένος από τον σύλλογο, τον οποίον είχε οδηγήσει έναν χρόνο νωρίτερα στον τίτλο, για να αναλάβει ως παίκτης-προπονητής στο ΑΒΑ το γειτονικό Σαν Ντιέγκο. Εν τέλει δεν ξανάπαιξε, η τεράστια καριέρα του είχε ολοκληρωθεί.
Το δε 1975, όταν ο «Big E» έφευγε από το Λος Άντζελες, η «πόλη των αγγέλων» υποδεχόταν τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ! Βασικά, οι δυο τους ήταν τα κεντρικά πρόσωπα ενός mega trade, το οποίο έφερε τον Πρωταθλητή του 1971 με το Μιλγουόκι στο μέρος όπου θα φορούσε άλλα πέντε δαχτυλίδια, ως τρεις φορές ακόμα MVP της λίγκας.
Τι έκανε λοιπόν σε αυτή τη -μεταβατική για τον σύλλογο- διετία στο ΛΑ o Σμιθ; Το 12.5-11.2 (σε πόντους και ριμπάουντ, το 1973-74) και το 10.9 x2 συνιστούσαν μάλλον χαμηλά νούμερα για “5άρι”, βάσει των όσων είχαν συνηθίσει στην Καλιφόρνια. Στα κοψίματα ωστόσο ο τύπος έδινε ρέστα.
Ούτε μία ούτε δύο. Τρεις φορές στις 12 πρώτες του εμφανίσεις ως Λέικερ, έκανε 14 και βάλε μπλοκ! Στο διάστημα δε μιας εβδομάδας, από τις 23 έως τις 30 Οκτωβρίου, ήταν επί τέσσερα συναπτά ματς διψήφιος σχετικά: 10, 14, 17, 14 τάπες.
Προερχόμενος δύο βράδια νωρίτερα από το 18-13-14 (π, ρ. κοψ.) απέναντι στους Πίστονς, ο Σμιθ εμφάνισε 12-16-17 κόντρα στους Μπλέιζερς. Είχε δηλαδή και 12 πόντους και 16 ριμπάουντ στη νίκη των Λέικερς, απέναντι σε μια ομάδα που είχε βασικό σέντερ τον οριακά δίμετρο Νιλ. Βρήκε και τα έκανε, θα πει κάποιος. Μα και πάλι… Δεκαεπτά ταπίδια ήταν αυτά.
«Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσα μπλοκ είχα ρίξει. Μόνο μετά τον αγώνα, όταν με ρωτούσαν συμπαίκτες και κόσμος, διαπίστωσα πως ο αριθμός ήταν τόσο μεγάλος. Μέσα στα παιχνίδια ποτέ δεν μετρούσα τίποτα».
Πάνω από Σακίλ και Μανούτε Μπολ
O Τζιμ Κλίμονς, γνώριμη κατοπινή φυσιογνωμία στο πλευρό του Φιλ Τζάκσον σε Μπουλς και Λέικερς ως ασίσταντ κόουτς, είχε αγωνιστεί στους Λέικερς δυο χρόνια νωρίτερα από τον Σμιθ. Με το μάτι του ειδικού, είχε εξηγήσει στους «L.A. Times» πως «ο Έλμορ ήταν ελαφρύς στα πόδια. Άλλαζε ταχύτατα θέση και βρισκόταν πάντα εκεί που έπρεπε, με την ανάλογη ετοιμότητα να σταματήσει τον αντίπαλο με τα μακριά χέρια του».
Στο τέλος της περιόδου 1973-1974, ο «E-mo», όπως τον αποκαλούσαν επίσης οι φίλοι του, είχε τον εξωπραγματικό μέσο όρο των 4.9 κοψιμάτων. Και φυσικά ήταν ο κορυφαίος μπλοκέρ του ΝΒΑ. Πλην της τελευταίας του (1978-1979), όταν ο χρόνος συμμετοχής του έπεσε στα 13 λεπτά, χρονιά με λιγότερα από δύο μπλοκ σε μέσο όρο δεν είχε.
Η αλήθεια είναι πως ο άρχοντας του τάιμινγκ ευνοήθηκε από το… δικό του τάιμινγκ, ως προς την παρουσία στο ΝΒΑ. Το 1973 ξεκίνησε να καταμετράται στατιστικά η κατηγορία των κοψιμάτων κι έτσι οι διάφοροι (κυρίαρχοι των ρακετών νωρίτερα) Τσάμπερλεϊν, Μπιλ Ράσελ και Νέιτ Θέρμοντ δικαιούνται να αισθάνονται αδικημένοι.
Αλήθεια είναι και πως ο Σμιθ, σε εποχή ακόμη που ο μέσος όρος ύψους των παικτών ήταν πολύ χαμηλότερος από τον σημερινό, κι έτσι οι 7-footers σαν κι εκείνον είχαν μεγάλο πλεονέκτημα, έκανε πράγματα που δεν έβλεπες από ομολόγους του. Έκανε έξι τριπλ-νταμπλ, όλα φυσικά με τάπες, ανέβασε τον μέσο όρο πόντων του στους 19.2 στα πλέι οφ του 1974, δείχνοντας ότι μπορεί να σταθεί και επιθετικά στις πιο απαιτητικές καταστάσεις, εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αξιόπιστους σέντερ του ΝΒΑ.
Περισσότερα από τα δικά του 4.9 μπλοκ εκείνη τη χρονιά είχαν έκτοτε σε μια σεζόν μονάχα ο Μαρκ Ίτον της Γιούτα (5.6 το 1984-1985) και ο Μανούτε Μπολ της Ουάσινγκτον (ακριβώς 5 το 1985-1986). Λεπτομέρεια: ο Σουδανός των 231 εκατοστών μαζί με τον Γκεόργκε Μουρεσάν παραμένουν οι ψηλότεροι ΝΒΑers ever, ενώ ο (μακαρίτης κι αυτός…) Ίτον των 224 απαντάται επίσης στο σχετικό Top 10.
O Σμιθ των 213 εκατοστών είδε τις επόμενες δεκαετίες να τον πλησιάζουν ως προς το ρεκόρ του ενός αγώνα ο Μπολ και ο Σακίλ Ο’Νιλ, αλλά να μην τον φτάνουν. Το «όρθιο χιλιόμετρο» από την Αφρική έκανε δις 15 τάπες, με θύματα τους Πέισερς και τους Χοκς του Ντόμινικ Γουίλκινς. Είχε φάει κι ο «Human highlight film» κάμποσες, έχοντας 12/30 σουτ.
Ο «Σακ» έκανε επίσης 15 το 1993, σε μια νίκη του Ορλάντο επί του Νιου Τζέρσεϊ με το χαρακτηριστικά χαμηλό 87-85. Oι Νετς είχαν βασικούς ψηλούς τους Πι Τζέι Μπράουν (στον Πανιώνιο στο ξεκίνημα της καριέρας του) και Μπενόιτ Μπέντζαμιν (στο Περιστέρι στο τελείωμα της καριέρας του).
Στο Κλίβελαντ με τις σάλτσες του
Δύο χρόνια (όπως και στο Μπάφαλο και στο Λος Άντζελες) έμεινε στο Μιλγουόκι ο Σμιθ, αφότου ανταλλάχθηκε με τον Τζαμπάρ. Οι 15.6 πόντοι της πρώτης σεζόν έγιναν μόλις 8.4 στη δεύτερη, οι ενοχλήσεις στα γόνατα εντάθηκαν στο Κλίβελαντ, όπου βρέθηκε το 1977, το τέλος της καριέρας του δεν άργησε.
Δεν απέφυγε το χειρουργείο, έκρινε πως δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρείται περαιτέρω. Σταμάτησε στα 30 του, το 1979, με “διπλούς” μέσους όρους σε πόντους και ριμπάουντ (13.4 και 10.6) σε 562 ματς κανονικής περιόδου στο ΝΒΑ και σχεδόν τρεις τάπες ανά παιχνίδι (2.9).
Στον χώρο δεν έμεινε. Επέλεξε από ειδικός των μπλοκ να γίνει ειδικός των… σαλτσών. Ήδη από τα χρόνια που έμενε με τη γυναίκα του δίπλα από το Forum στο Ίνγκλγουντ, ο Σμιθ ασχολιόταν με τη μαγειρική και παρασκεύαζε νόστιμες μπάρμπεκιου σάλτσες. Για τις τρεις κόρες και τους φίλους του τις έφτιαχνε, μα, όταν σταμάτησε το μπάσκετ, το πήγε (πολύ) παρακάτω.
Τις συσκεύασε, άνοιξε εταιρεία και άρχισε να τις πουλάει στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, επεκτείνοντας τις πωλήσεις και σε πιο μακρινά μέρη. Βάση του το Κλίβελαντ. Στέριωσε στην πόλη του Οχάιο, όπου είχε κρεμάσει τη φανέλα, παρευρίσκεται συχνά σε αγώνες των Καβαλίερς και ακόμα συχνότερα (παρευρίσκεται) λίγο πιο δίπλα από την κεντρική σάλα του Rocket Mortgage FieldHouse.
Στις ίδιες εγκαταστάσεις υπάρχει το «Elmore Smith’s Smokehouse Restaurant», όπου ο κόσμος τρώει τις μπριζόλες του με συνοδεία τις περίφημες πια σάλτσες του παλαίμαχου ψηλού. Το δικό του παιχνίδι, κάπως άγαρμπο και πάντως σε καμία περίπτωση ραφιναρισμένο επιθετικά, το νοστίμιζε με τα κοψίματα στην άλλη πλευρά του παρκέ.
«These arms of mine, they are burning
Burning from wanting you…»
…τραγούδαγε το πατριωτάκι του, ο Ότις Ρέντινγκ, σε μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του («These arms of mine»).
Τα χέρια του Σμιθ καίγονταν από πόθο για την μπάλα, όποτε την έβλεπε σε άλλα.
CHECK IT OUT: The dark 70’s
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Γενναιόδωρος (Kareem) Υπηρέτης (Abdul) του Θεού (Jabbar)