Δυο βλέφαρα χαμηλώνουν, ένα χαμόγελο διαγράφεται, το ταξίδι στο χρόνο ξεκινά.
Αναμνήσεις, χαρά, ψήγματα νοσταλγίας. Η κεντρική φιγούρα αρχίζει να ξεκαθαρίζει, σιγά-σιγά λάμπει. «El Buitre», ο «Γύπας». Σε μια από τις πιο αξέχαστες βραδιές στην καριέρα του, έχει σκοράρει τέσσερα γκολ εναντίον της πανίσχυρης Δανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό και σεμνά και ταπεινά χαιρετάει το εκστασιασμένο κοινό.
Ολόκληρος ο κόσμος μιλάει γι’ αυτόν, στην Ισπανία θέλουν να τον κάνουν Πρωθυπουργό. Στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στο κατώφλι των σπιτιών, στα μανάβικα, στο δρόμο, δημιουργείται ένα εθνικό είδωλο. Δεν χρειαζόταν να υποστηρίζεις τη Ρεάλ Μαδρίτης, το μεγαλείο ξεπερνούσε τη συλλογική προτίμηση.
«Το παιδί του Ντι Στέφανο», η καινούρια μεγάλη ελπίδα. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε κάνει ντεμπούτο, φαινόταν ότι είναι “κάτι άλλο”, πέρα από τα συνηθισμένα. Έτσι είναι οι μεγάλοι παίκτες, πρεσβεύουν μια τρόπον τινά οικουμενικότητα, ανάγονται στη συλλογική σφαίρα, είναι περιουσία όλων. Άλλωστε κανείς δεν γινόταν να αντιπαθήσει αυτόν τον ταλαντούχο, μορφωμένο, ταπεινό και ντροπαλό αθλητή. Ήταν ένα μοντέλο πρωτοεμφανιζόμενο, “ευρωπαϊκό”, “καθαρό”, “αριστοκρατικό”.
Κι έπειτα ήταν κι εκείνο το «Γύπας» που εκείνη την εποχή φάνταζε εξωτικό, απίθανο, τεράστιο στα αυτιά των θαυμαστών και των φιλάθλων που αγαπούσαν το ποδόσφαιρο σε ολόκληρο τον κόσμο. Η έκρηξη της δημοφιλίας του συνέπεσε και με την είσοδο των πρώιμων βιντεοπαιχνιδιών στις ζωές μας.
Πράσινες οθόνες, «κασέτες» να φορτώνουν στον Commodore 64, “run” εντολές στο πληκτρολόγιο του Amstrad 6128, οι “ριγωτοί” Spectrum, τα λευκά πλήκτρα στον MSX.
Μια ισπανική εταιρεία software που δεν υπάρχει πια, η Dinamic, θυγατρική της ERBE, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ένας “ελίτ” αθλητής ήταν τότε συνώνυμο των εγγυημένων πωλήσεων.
Τι κι αν τα πίξελ ήταν λίγα, τι κι αν το gameplay πρωτόγονο. Fernando Martín Basket Master, Martín, Aspar, Carlos Sáinz, Perico Delgado και, το κορυφαίο, Emilio Butragueño: Fútbol!
Αδιανόητο για το μάρκετινγκ και τη “βιομηχανία” της εποχής, απίθανο για τα παιδικά μυαλά και μάτια να έχει ένας ποδοσφαιριστής “δικό του” παιχνίδι.
Δέκα εκατομμύρια πεσέτες (το νόμισμα της Ισπανίας πριν το ευρώ) είχε πληρωθεί ο «Γύπας» για τη χρησιμοποίηση του ονόματός του σε εκείνο το βιντεοπαιχνίδι. Είχε γίνει αντικείμενο τεράστιας συζήτησης στην Ισπανία, η εταιρεία διανομής, η Topo, εξέλιξε τον τίτλο παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις και υπό απόλυτη μυστικότητα και εχεμύθεια επιτεύχθηκε η συμφωνία. Το παιχνίδι έγινε φαινόμενο με την κυκλοφορία του, διατηρούσε στην Ισπανία επί δεκαετίες το ρεκόρ πωλήσεων με περισσότερες από 100.000 μονάδες. Και όλο αυτό έγινε μόνο και μόνο εξ αιτίας του Μπουτραγκένιο.
Ένα παιδί που μεγάλωσε με τα χρηστά καστιγιάνικα ήθη, φοίτησε στο Colegio San Antón και από πολύ νεαρή ηλικία “φώναζε” ότι θα γίνει ποδοσφαιριστής. Πρωταθλητής στο σχολικό πρωτάθλημα, “σταρ” του φημισμένου Calansancio στην εφηβεία, με πέντε, έξι, επτά και οκτώ γκολ στα παιχνίδια. Ο πατέρας βιάστηκε να τον πάει να δοκιμαστεί στη Ρεάλ, ο ψαρωμένος κόπηκε σχεδόν με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι σκάουτς ωστόσο της Ατλέτικο Μαδρίτης διείδαν τις δυνατότητες, ενδιαφέρθηκαν αμέσως για εκείνον, αλλά η επιμονή του πατέρα του να ενταχθεί στην ομάδα που υποστήριζε από παιδί τού εξασφάλισε ένα ακόμα δοκιμαστικό στην ομάδα της καρδιάς.
Ο Εμίλιο ο πρεσβύτερος τον είχε εγγράψει από τη γέννησή του στα μέλη της Ρεάλ Μαδρίτης, ήταν αδύνατον να αποδεχτεί ότι ο γιος του θα παίξει ποδόσφαιρο στη “μισητή” αντίπαλο.
Βρήκε τον πατέρα του επιθετικού της «Βασίλισσας», του Χουανίτο, στο Tulipàn, το εστιατόριο που διατηρούσε, και επέμεινε για μια δεύτερη ευκαιρία.
Η πίεση του πατέρα έφερε καρπούς, ο μικρός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία σε εκείνη τη δεύτερη δοκιμή και στην έκθεσή του ο αξιολογητής της Ρεάλ έγραψε ότι πρόκειται για ένα παιδί το οποίο τεχνικά χειρίζεται πολύ καλά και τα δυο πόδια και ειδικά το δεξί, βλέπει γήπεδο και έχει εξαιρετική κίνηση και πάσα στο χώρο. Δεκαπενταύγουστο του 1981 εντάχθηκε στο σύλλογο, κατόπιν έκανε το ντεμπούτο του με την Καστίγια και στην πρώτη του σεζόν κατέκτησε το Πρωτάθλημα.
Ο άνθρωπος που τον πίστεψε και του έδωσε την ευκαιρία στην πρώτη ομάδα ήταν ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, τον Φεβρουάριο του ’84 σε έναν αγώνα στο Carranza με την Κάντιθ. Μπήκε με σβησμένο το ματς στο ημίχρονο, ενώ η Ρεάλ ήταν πίσω με 2-0. Με το σφύριγμα της λήξης πνιγόταν στις αγκαλιές των συμπαικτών του, είχε σκοράρει το πρώτο, πρόσφερε την ασίστ στον Γκαγιέγκογια για το δεύτερο και χάρισε τη νίκη στη Ρεάλ στην εκπνοή του αγώνα. Η επανάσταση είχε μόλις ξεκινήσει.
Δεν ήταν μια Ρεάλ όπως την έχουμε σήμερα στο θυμικό, απείχε πάρα πολύ από τους «Galácticos» και το παγκοσμιοποιημένο, απρόσωπο και χλιδάτο club του σήμερα. Ήταν μια Ρεάλ αγαπησιάρα, με αδυναμίες αλλά και το περίφημο dna που σε ορισμένα παιχνίδια-ορόσημο διατηρούσε το status και το υψηλό φρόνημα ενός ολόκληρου συλλόγου.
Ο Ντι Στέφανο στοχευμένα επέλεξε τον Μπουτραγκένιο, ήταν παιδί από τα σπλάχνα της ομάδας, είχε το απόλυτο προφίλ για να μπει μπροστάρης σε αυτό που ονομάστηκε μετέπειτα σε «Quinta del Buitre», στην «Πεντάδα του Γύπα», μια γενιά ποδοσφαιριστών προερχόμενων από την ακαδημία του συλλόγου, οι οποίοι τον οδήγησαν στη δόξα.
Μπουτραγκένιο, Μίτσελ, Μανέλ Σαντσίς, Μάρτιν Βάσκεθ, Μιγκέλ Παρντέθα, όλοι τους παιδιά με αυτοπεποίθηση και απόλυτη επίγνωση του μεγαλείου του συλλόγου που υπηρετούσαν. Ακόμα και για εκείνα τα χρόνια ήταν κοσμογονία η μονιμοποίηση τόσων παιδιών από την ακαδημία στη βασική ενδεκάδα. Η Ρεάλ -πιο σωστά ο Ντι Στέφανο- το αποτόλμησε και ξεκίνησε μια εποχή που οι παλιοί madridistas ακόμη λογίζουν ως την κορυφαία στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου.
Η Ρεάλ έκανε απίθανα πράγματα, ειδικά στην Ευρώπη, οι ανατροπές μέσα στο Bernabèu ήταν η μία πιο επική από την άλλη. Χαρακτηριστικότερη όλων, το σημείο μηδέν για αυτή τη μετάλλαξη της Ρεάλ, το θρυλικό 6-1 εναντίον της Άντερλεχτ το 1984 στη φάση των «16» του Κυπέλλου UEFA, με το «Γύπα» να σημειώνει χατ τρικ. Την επόμενη μέρα στους κεντρικούς δρόμους της Μαδρίτης, στις κεντρικές λεωφόρους, στις πλατείες άνθρωποι χαμογελαστοί και ευτυχισμένοι τραγουδούσαν για το «Γύπα». «Ήταν σαν Θεός, ήταν παντού. Κατέβαινε από τον ουρανό και κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει».
Στις δόξες του ήταν ικανός να τριπλάρει σε ένα πλακάκι, κόλλαγε τη μπάλα στο πόδι, έστριβε τον αστράγαλο και άδειαζε τον αντίπαλο, πριν εκείνος καταλάβει τι συνέβη. Απίστευτη αίσθηση του χώρου, μεταμοντέρνες προσποιήσεις, έκρηξη, αίσθηση του γκολ, απίθανος χρονισμός. Δεν είχε ξαναλανσαριστεί τέτοιος παίκτης στην Ισπανία. Μικρός το δέμας αλλά με τεράστιο προσόν την εναλλαγή ρυθμού σε πολύ μικρά διαστήματα. Επιτάχυνση στα πρώτα μέτρα, υψηλή τεχνική, θανατηφόρο σουτ. «Στο σώμα του ρέει το γκολ», όπως είπε κάποτε ο Ντι Στέφανο.
Ανεπιτήδευτα μύθος, απρόσκοπτα “θεσμικός”, εγκεφαλικός. Θυμάται γελώντας ότι ξεκίνησε ως playmaker, ότι του άρεσε το μπάσκετ και, αν τον βοηθούσε η σωματική του διάπλαση, μπορεί και να επέλεγε την πορτοκαλί και όχι την ασπρόμαυρη μπάλα. Ο αφανής ήρωας που τον έπεισε για την αλλαγή στα 14 του χρόνια ήταν ο Χοσέ Αντόνιο Σακριστάν, ο γυμναστής του στο σχολείο.
Στο σχετικά αργό και φυσικό ποδόσφαιρο της δεκαετίας του ’80, ο Εμίλιο ήταν σαν ανάσα φρέσκου αέρα, σαν εξωτικός μάγος. Επιδέξιος, γρήγορος, πασέρ, ντριμπλέρ, τεχνικά πλήρης. 121 συνεχόμενα παιχνίδια αήττητη εντός έδρας έμεινε η Ρεάλ στον καιρό του. Μετά την απογοήτευση στον Τελικό του Euro το ’84, δύο χρόνια αργότερα στο Κερέταρο απέκτησε και την καθολική εθνική αναγνώριση, τότε που ολόκληρη η Ισπανία χόρευε και τραγουδούσε «Oa, oa, oa, el Buitre a la Moncloa!».
Οποιοδήποτε άλλο παιδί θα έχανε το μυαλό του, θα αισθανόταν βασιλιάς του κόσμου ολόκληρου. Ο Μπουτραγκένιο χαμήλωνε το βλέμμα, έκανε λόγο για διαχείριση της επιτυχίας και της αποτυχίας, τόνιζε τη σημασία της αντοχής στην πίεση, ήταν ο πρώτος σούπερ σταρ με επίγνωση ότι το ποδόσφαιρο είναι ένας όμορφος κόσμος αλλά τρελός και ανυπόφορος, όταν σε συνθλίβει.
Πολλές πραγματικότητες πέριξ της κεντρικής, ο «Γύπας» το αντιλήφθηκε νωρίς, μάλλον ήταν στο χαρακτήρα του να μην προσκολλάται μόνο στο καλό και να αναγνωρίζει την τιμωρία της ήττας. Στα αχαλίνωτα 80s, η δυτική κοινωνία ζητούσε επιτακτικά τη νίκη, εκπαίδευε τα μέλη της με στόχο μονάχα να κερδίζουν, συνέδεσε το αποτέλεσμα με την ευτυχία. Ειδικά στο ποδόσφαιρο αυτό επιβλήθηκε με ακραίο τρόπο και οι ήττες έγιναν εξοντωτικές, δυσβάστακτες.
Ο Μπουτραγκένιο με τη συμπεριφορά και την κοσμοθεωρία του εντός και εκτός γηπέδου μάς δίδαξε ότι και η νίκη και η ήττα ενέχουν το ψέμα, είναι μια πλάνη. Το αποτέλεσμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, δεν προσωποποιείται, δεν εξατομικεύεται. Η δική του Ρεάλ ήταν μια ομάδα που σε ταξίδευε από το ναδίρ στο ζενίθ, κυρίως μάθαινε στο φίλαθλο κοινό ότι σημασία δεν έχει το αποτέλεσμα αλλά η ελπίδα.
Βαριές ήττες εκτός έδρας, θρίαμβοι και ανατροπές εντός. Ο οπαδός να ξεκινάει για το γήπεδο με αγωνία, με πίστη, με εμπιστοσύνη στα θαύματα. Είναι τρομερή η επίδραση αυτού του συναισθήματος στην ψυχοσύνθεση του κοινού, έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Προσμονή, πίστη, ελπίδα.
Δεν είναι οι τίτλοι το κύριο ζητούμενο, είναι το επιστέγασμα μιας προσπάθειας, η αίσια έκβαση ενός υπέροχου ταξιδιού.
Η Ρεάλ ως αθλητικός οργανισμός, ως ποδοσφαιρικός σύλλογος ειδικότερα, τη λάμψη και την καρδιά της τα απέκτησε τον καιρό του «Γύπα».
Τον καιρό που το Bernabèu αδημονούσε για μια τούμπα του Ούγκο Σάντσες, τον καιρό που έμπαινε ο Σαντιγιάνα στο τέλος του ματς και ο κόσμος ήταν πεπεισμένος ότι θα σκοράρει το γκολ της επικής ανατροπής.
Είναι αναντικατάστατα αυτά για τον οπαδό, δεν αποτιμώνται, δεν κατηγοριοποιούνται. Ανήκουν στη σφαίρα του μύθου, στο παραμύθι που λέμε από γενιά σε γενιά, στην υπερβολή των μεγαλυτέρων, όταν προσπαθούν να πείσουν τους νεότερους ότι τα παλιά χρόνια ήταν όλα καλύτερα. Η πιο σωστή απάντηση είναι πως ήταν και δεν ήταν. Σημασία έχει το βίωμα, η συγκίνηση, η εξιδανικευμένη και γλυκιά ανάμνηση που μένει κρυμμένη στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου.
Πέντε Πρωταθλήματα στη σειρά, ένα αδιάκοπο κυνήγι του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, μια διαρκής μάχη να εντυπωθεί σε κάθε σπιθαμή των αποδυτηρίων, ότι η Ρεάλ δεν αρκείται στο εγχώριο Πρωτάθλημα, δεν θεωρεί πανάκεια τη Liga, αλλά στόχευε, θα στοχεύει για πάντα στο Champions League. Αυτή ήταν η πρόκληση, αυτό έγινε το κύριο ζητούμενο για το σύλλογο.
Τότε, τον καιρό του «Buitre».
Η “βαριά φανέλα” που συζητάμε στις μέρες μας τότε άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Χτίστηκε με ιδρώτα και κόπο, με απογοητεύσεις και χαρακιές στην περηφάνια. Αποκλεισμός από την Μπάγερν στα ημιτελικά το 1987, αποκλεισμός από την PSV την επόμενη χρονιά ξανά στα ημιτελικά, η ταπείνωση από τη Μίλαν του Σάκι. Όλες ήττες-ορόσημα, όλα παιχνίδια που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Δεν το κέρδισε ποτέ το «Μεγάλο Κύπελλο» ο Μπουτραγκένιο, θα του άξιζε τουλάχιστον μία, αλλά ήταν η φυσιογνωμία που φρόντισε να κουβαλήσει ολόκληρο το σύλλογο στην όχθη των πραγματικά πολύ μεγάλων ομάδων στην Ευρώπη, στον κόσμο ολόκληρο.
Τα πάντα έτρεμαν τριγύρω και ο «Γύπας» έμενε σταθερός, ανταποκρινόταν στην περίσταση. Όχι με ευχολόγια και κενές υποσχέσεις. Με σεβασμό στο παρελθόν, τιμή στον αντίπαλο, κέρδος από την ήττα. Ήταν πολύ δύσκολες στιγμές και για τον ίδιο και για το σύλλογο, μέσα από αυτές όμως έχτισε το μύθο του, προβάλλοντας πάντα το μέγεθος της Ρεάλ και όχι το δικό του.
Το ποδόσφαιρο έχει μια σειρά από κώδικες, που όταν παραβιάζονται, χάνεται το νόημά του. Είναι ένα ζήτημα αξιών που καθορίζουν εν ολίγοις και το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου, είναι ο καθρέφτης των συμπεριφορών του. Ο σεβασμός στην προσπάθεια, η διαχείριση της ήττας, ο καταμερισμός των ευσήμων στο θρίαμβο.
Ο «Γύπας» καθιέρωσε την κεκλεισμένων των θυρών κριτική, τη διαχείριση κρίσεων στο εσωτερικό της ομάδας, την πίστη στο πλάνο και την ιεραρχία. Όταν ο συμπαίκτης παρατηρεί τον καλύτερο να υποτάσσει τον εγωισμό του, πνίγει και τον δικό του. Ιεράρχηση αξιών, αρμονική συνύπαρξη, διατήρηση καλού κλίματος στον “οργανισμό”.
Ο πατέρας του «Γύπα» ήταν αρωματοποιός. Τον έμαθε ότι το μυστικό είναι το ταιριαστό μείγμα για κάθε ξεχωριστή περίπτωση, ότι το ίδιο άρωμα μυρίζει διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Υπάρχει όμως μια κοινή αφετηρία, ένα κεντρικό σημείο αναφοράς. Στη Ρεάλ του Μπουτραγκένιο ήταν η ομάδα, ο σύλλογος.
Με τη διαφορά ότι επί δώδεκα συναπτά έτη όλα ξεκινούσαν από τη λευκή φανέλα με το «7» στην πλάτη, μέχρι να εμφανιστεί ο διάδοχος και ο «Γύπας» αποφασίσει να παραδώσει τη σκυτάλη για να ξεκουραστεί. Λένε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο, ότι η μοίρα πάντοτε ξέρει και ποτέ δεν λαθεύει. Ένα παιδί που επίσης βρέθηκε κοντά στην Ατλέτικο και εξελίχθηκε σε μύθο της Ρεάλ, ο Ραούλ Γκονζάλεθ Μπλάνκο, ήταν ο άνθρωπος, η φιγούρα στην οποία κατέληξε το «7» του Μπουτραγκένιο και η βαριά κληρονομιά του.
Δεκαέξι τίτλοι, δυο αργυρά παπούτσια, «Ιππότης στο χορτάρι», όπως τον ονόμασαν στο Μεξικό, στη Σελάγια, όπου πήγε στα στερνά της καριέρας του και για τρία χρόνια τίμησε και την ομάδα που τον εμπιστεύτηκε και το όνομά του. Ήρεμος, σωστός, συνετός άνθρωπος και ποδοσφαιριστής, πιθανόν ο πρώτος σοφιστικέ στην ιστορία. Με παιδεία, αισθητική, ενσυναίσθηση. Δεν είναι προσόντα ποδοσφαιριστή αυτά, σίγουρα δεν ήταν κατά τη δεκαετία που μεγαλούργησε.
Συνεπής στην προπόνηση, επιμελής στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Απέκτησε το πτυχίο Οικονομικών και Επιχειρηματικών Επιστημών, ενόσω ήταν σταρ του ποδοσφαίρου, μετέπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές και με ένα μεταπτυχιακό στη Διαχείριση αθλητικών οντοτήτων από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (UCLA).
Εικόνα, μέγεθος, είδωλο, παράδειγμα. Πέρασε απ’ όλα τα πόστα στη Ρεάλ Μαδρίτης, διετέλεσε Αντιπρόεδρος, Διευθυντής Ποδοσφαίρου, Διεθνών και Θεσμικών Σχέσεων, υπηρέτησε το σύλλογο με οποιοδήποτε μοντέλο διοίκησης, είτε αυτό του Σανθ είτε του Πέρεθ. Αρκεί η παρουσία του για να αντιληφθεί οποιοσδήποτε «Galáctico» ή μη το μέταλλο αυτής της ομάδας.
Ποδοσφαιριστής που ολοκλήρωσε δεκαπέντε χρόνια καριέρας χωρίς κόκκινη και μονάχα πέντε κίτρινες κάρτες, ένας πραγματικός gentleman των γηπέδων. Ευγενής, σχεδόν ξένος με το χώρο, αψεγάδιαστος.
Διαβατήριο το ταλέντο του, παρακαταθήκη η καριέρα του, διδαχή του ο πολιτισμός του.
Και η διδαχή του «Γύπα» δεν κληρονομείται, δεν μπορεί ποτέ να γίνει λιμάνι, είναι ένα διαρκές και αέναο ταξίδι στο θυμικό και την ιστορία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπερντ Σούστερ: Άκουσε, είδε και δεν σώπασε
Ραούλ Γκονζάλεθ Μπλάνκο: Η Ιστορία αποκαθίσταται
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro