«Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια χώρα».
Με αυτήν την φράση αρχίζει και μ’ αυτήν την φράση τελειώνει το πολυβραβευμένο «Underground», ντυμένο με τον μαγικό ρεαλισμό του Εμίρ Κουστουρίτσα και τις επικολυρικές μελωδίες του Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Η ιστορία μιας χώρας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη διάλυση του 1992. Χαρά, πόνος, ευτυχία, θρήνος, γέλιο, οδυρμός. Εναλλασσόμενα συναισθήματα, εσωτερικοί συμβιβασμοί, καταστροφικές επιλογές που ήρθαν μετά από σωστές αποφάσεις. Οξύμωρα. Η ζωή κορώνα-γράμματα, στα όρια του σουρεαλισμού, μιας δυσνόητης αλλά ιδιοφυούς και αντισυστημικής αριστοκρατίας. Αδόκιμοι όροι ατάκτως ερριμμένοι.
Ο Κουστουρίτσα είναι Γιουγκοσλάβος, Σέρβος, Βόσνιος, «Bošnjak» για την ακρίβεια, Βόσνιος μουσουλμάνος, μόνο περιφραστικά αποδίδεται στα ελληνικά.
Ο Μαραντόνα γεννήθηκε Αργεντίνος, έγινε Ναπολιτάνος, κατέληξε άπατρις, γιατί είναι παγκόσμιος, ανήκει σε όλους.
Δεν γινόταν να συναντηθούν και να μην αγαπηθούν τρελά αυτοί οι δυο, να μην γουστάρουν ο ένας τον άλλον.
Όταν ο Εμίρ γνώρισε τον Μαραντόνα, ο Ντιέγκο είχε ήδη πεθάνει πολλές φορές και με τους πιο ανόητους τρόπους, δεν είχε τίποτ’ άλλο να φοβηθεί. Ακόμα κι εκείνοι που τον μίσησαν, με τον καιρό έμαθαν να τον αγαπούν. Επειδή ήταν παιδί, επειδή τους έκανε να νιώθουν παιδιά, επειδή τα όνειρα είναι πάντα πιο ωραία, όταν είμαστε παιδιά.
Είχαν μεγάλο θυμό και οι δυο τους. Τόσο μεγάλο, ώστε δεν θυμόντουσαν με ποιον.
Ο Εμίρ τον είχε πρωτοδεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων στο Τόκιο το ’79, εκεί όπου τα αμούστακα του Μενότι διέλυσαν την ΕΣΣΔ και αναδείχθηκαν Πρωταθλητές για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Είχε περάσει ένας χρόνος από τη «Guernica», ένα φιλμ μικρού μήκους για τον Ναζισμό μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Και οι δυο τους ήταν το νέο, το γοητευτικό, το καινούργιο που “έρχεται”.
Τον ερωτεύτηκε το ’86 στο Μεξικό, μετά από εκείνη την εποποιΐα εναντίον της Αγγλίας, την απόδειξη ότι το καλό και το κακό μπορούν να συνυπάρξουν στο ποδόσφαιρο. Έναν χρόνο πριν ο Κουστουρίτσα είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με το καλλιτεχνικό μανιφέστο «Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές».
Και οι δυο τους είχαν ταράξει την καθεστηκυία τάξη, ήταν η εποχή της αναγνώρισης, της καθολικής αποδοχής.
Τον λάτρεψε το ’90, όταν τον είδε να κλαίει με λυγμούς μετά τον χαμένο Τελικό με τους Γερμανούς. Εν αντιθέσει με την κοινή αντίληψη, το ’90 ήταν ολοκληρωτικά το Μουντιάλ του Ντιέγκο. Φτασμένος, αναγνωρισμένος, με τους αντιπάλους να τον τρέμουν και να προσαρμόζουν τα πλάνα τους πάνω σ’ αυτόν και μόνο σ’ αυτόν. Κι εκείνος πήρε την Αργεντινή από το χέρι, έβγαλε την ασίστ στον Κανίγια, την πήγε στον Τελικό κι έπειτα χρειάστηκε ένα φτηνό πέναλτι για να του στερήσουν ένα δεύτερο Χρυσό Κύπελλο. Την ίδια εποχή ο Κουστουρίτσα είχε χάσει το Χρυσό Φοίνικα για την καλύτερη ταινία της καριέρας του, τον «Καιρό των Τσιγγάνων». Κι οι δυο τους κορυφαίοι και αδικημένοι, ενοχλητικοί, προβληματικοί.
Ύστερα ήρθε ο σουρεαλισμός. Ο Κουστουρίτσα το ’93 παρουσίασε στο κοινό το «Arizona Dream», μια ταινία-ωδή στην άρνηση της ενηλικίωσης. Γιατί συνεπάγεται ευθύνες, θυσίες και απογοητεύσεις. Γιατί στην παιδική ηλικία η αθωότητα, η αφέλεια και η ελαφρότητα, φέρνουν πιο εύκολα την ευτυχία. Γιατί τα όνειρα είναι ο μόνος τρόπος να πάψουν να είναι δυσβάστακτες οι αρνητικές τροπές της ζωής. Γιατί, καταφεύγοντας στον ονειρικό κόσμο, δεν χρειάζεται να αντιμετωπιστεί η πραγματικότητα, τα προβλήματα, ο θάνατος. Γιατί ο θάνατος του παιδιού μέσα μας, είναι ο μόνος τρόπος να γίνει το άλμα στην ενηλικίωση.
Ο Μαραντόνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 στις ΗΠΑ πέθανε. Για την ακρίβεια, μόλις τον βρήκαν αδύναμο, τον σκότωσαν, τον τελείωσαν, τον εξοστράκισαν από το ποδόσφαιρο του “μέλλοντος”. Έφερε την ευθύνη της τρομακτικά αντιφατικής διπλής προσωπικότητας, με απίθανη ευκολία μπορούσε να είναι από τη μια στιγμή στην άλλη σωτήρας και καταστροφέας. Των συμπαικτών του, της οικογένειάς του, των φίλων του, του εαυτού του. Άγγελος και Διάβολος, ένας Άγιος που πρόλαβε να δει τόσες πολλές φορές τον θάνατο μπροστά του κι έπαψε να τον φοβάται, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι ο Θεός δεν θέλει να τον πάρει πίσω.
Η ιδανική ζωή για τον Ντιέγκο θα ήταν ένα μεγάλο ντέρμπι ισόπαλο στις καθυστερήσεις, με τον διαιτητή να μην σφυρίζει τη λήξη ποτέ. Ένα αέναο πάρτι αδρεναλίνης, μια διαρκής προσπάθεια για το γκολ στην τελευταία φάση. Γιατί ο Ντιέγκο είναι σαν τους ηθοποιούς, οι οποίοι εγκαταλείποντας τη σκηνή, δεν ξέρουν πως να ζήσουν.
Ο Μαραντόνα είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία. Στο δικό του ποδόσφαιρο όμως. Το αιώνιο, το αρχέγονο, το ενστικτώδες, το χαρούμενο και το βάναυσο, εκείνο που μοιάζει με πόλεμο ή all in στο τελευταίο χέρι. Ήταν ένα μικρό παιδί που έκανε πείσματα, έφευγε, ξαναγυρνούσε, θύμωνε, μετάνιωνε, ζούσε για το παιχνίδι, την αδρεναλίνη. Αυτή ήταν η ζωή του. Αυτή είναι η ζωή η ίδια. Οι χαμένες ευκαιρίες μένουν χαραγμένες, οι απογοητεύσεις σημαδεύουν την ψυχή, τα μεγάλα «όχι» κυνηγάμε να ανατρέψουμε.
Πολλές φορές μάταια, θεωρώντας αληθινό και άσηπτο μονάχα αυτό που κάνει ευτυχισμένους τους άλλους κι όχι εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον ο Ντιέγκο. Επειδή ασυνείδητα έτερπε εμάς βλάπτοντας τον εαυτό του.
Το ’95, στα μεγαλύτερα σκοτάδια του Μαραντόνα, ο Κουστουρίτσα γύρισε το «Underground», ένα από τα σπουδαιότερα κωμικοτραγικά δράματα του παγκόσμιου σινεμά. Μια ταινία που πραγματεύεται τον πόλεμο σε όλες του τις εκφάνσεις, καταλήγοντας στην θλιβερή διαπίστωση ότι στο τέλος, πριν φύγουμε για πάντα, γίνεται ένα μεγάλο γλέντι και χανόμαστε στον ορίζοντα.
Ο Κουστουρίτσα είναι ένα παράλληλο και αδιάλειπτο βαλκανικό ταλέντο, μια λαμπρή σεκάνς και ένα άχρηστο παράπλευρο σόου, στην πραγματικότητα αμοντάριστο στον βωμό της υπερβολής του.
Ο “δικός του” Μαραντόνα το 2008 δεν ήταν ταινία. Έγινε ντοκιμαντέρ, ένα συγγραφικό ταξίδι, αμφιταλαντευόμενο μεταξύ εφεύρεσης και κοροϊδίας. Μια σχέση γοητείας που κράτησε χρόνια, γεφύρωσε την απόσταση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων κόσμων, του Βελιγραδίου και του Μπουένος Άιρες, οι οποίοι ενώθηκαν χάρη στη συγκομιδή vintage εικόνων, θριάμβων και υποκειμενικά αφοπλιστικής ειλικρίνειας.
Η συντεταγμένη αναρχία του Ντιέγκο, η καλλιτεχνική ανισορροπία του Εμίρ. Ένα χαοτικό και ηθελημένα δυσνόητο πορτρέτο του Μαραντόνα, εκείνο που τελικά τον περιγράφει καλύτερα απ’ όλα τα άλλα.
Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος. Ο ήρωας της ταινίας, ο Μάτκο ο τσιγγάνος που κλέβει ακόμα κι όταν ρίχνει πασιέντζα μόνος του, κερδίζει μια παρτίδα, σηκώνεται όρθιος και φωνάζει «Μαραντόνα». Όχι, «γκολ». «Μαραντόνα».
24 Νοεμβρίου γεννήθηκε ο Κουστουρίτσα.
25 Νοεμβρίου πέθανε ο Μαραντόνα.
Όλη η αλήθεια της ζωής ενώνεται με το ψέμα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Ντιέγκο Μαραντόνα: Tο Αδύνατο Γκολ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro