Το να αποφασίσεις να πας στην Αμερική στα 19 σου είναι στην κυριολεξία ένα ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου. Αλλάζουν όλα.
Δεν είναι εύκολο, ωστόσο, υπάρχουν δύο ειδών προσεγγίσεις. Η μία είναι πως κοιτάω μπροστά, φεύγω από το σπίτι και μεγαλώνω, εξελίσσομαι. Προσπαθώ να κερδίσω κάτι από την κάθε μέρα. Η δεύτερη προσέγγιση είναι να φτάσεις εκεί και να κοιτάς πίσω, να αναπολείς, ώσπου τελικά να αποφασίσεις να επιστρέψεις.
Έφτασα στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (University of Southern California – Trojans) στα τέλη Αυγούστου του 1999. Νωρίτερα, είχα επισκεφθεί επισήμως και το πανεπιστήμιο του Μαϊάμι στη Φλόριντα (Miami – Hurricanes) και το Τουλέιν, στη Νέα Ορλεάνη (Tulane – Green Waves).
Επέλεξα το Σάουθερν Καλιφόρνια (USC) κυρίως για τον τρόπο που με αντιμετώπισαν. Ήταν πολύ οικογενειακό το κλίμα και εκτός γηπέδου και στο παρκέ. Τα παιδιά με αγκάλιασαν αμέσως.
Στα άλλα δύο σχολεία συνάντησα ή το ένα ή το άλλο. Στο Τουλέιν το κλίμα ήταν εξαιρετικό έξω από τις τέσσερις γραμμές, όμως στην προπόνηση τα πράγματα ήταν απρόσωπα και δεν αισθάνθηκα την επικοινωνία με τους υπόλοιπους. Στο Μαϊάμι ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ήταν πολύ αποστειρωμένα… Σε έβαζε αμέσως σε συνθήκες «απομόνωσης», ίσως και αποτρεπτικές.
Αν έχεις όρεξη να εξερευνήσεις και να μεγαλώσεις το φάσμα της ζωής σου, αντιμετωπίζεις την εμπειρία σαν τον άντρα που θέλεις να γίνεις. Μέρα με τη μέρα εξελίσσεσαι.
Από το δικό μου μυαλό, παρά τις πολλές ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες στιγμές τόσο στην Καλιφόρνια ή ακόμη και με τους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη, δεν πέρασε ποτέ η σκέψη να τα παρατήσω.
Εξαρχής θεώρησα την εμπειρία του NCAA ως ένα δώρο. Μου δόθηκε η ευκαιρία κυρίως να σπουδάσω σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο και μετά να παίξω μπάσκετ.
Το άθλημα με πήγε εκεί, όμως, είχα υποχρέωση να πάρω το πτυχίο μου, για τη ζωή μου, και δεν είχα κανένα λόγο να γυρίσω πρόωρα πίσω.
Όταν έφτασα στην Καλιφόρνια, με παρέλαβε από το αεροδρόμιο ο Σίλβι Ντομίνγκεζ, ένας από τους βοηθούς προπονητές. Μαζί του ήταν μία άγνωστη σε εμένα κοπέλα, μια Ελληνίδα απόφοιτος του πανεπιστημίου, ώστε να νιώσω πιο οικεία. Η αρχή ήταν ένα σοκ, αν και από την Αθήνα γνώριζα πώς είναι να ζεις σε μία μεγάλη πόλη. Απλώς, το Λος Άντζελες, στην ευρύτερη έκτασή του, έχει 14 εκατομμύρια πληθυσμό. Έχει περισσότερο κόσμο από όλη την Ελλάδα!
Τα αξιοθέατα, τα κτίρια, ο πολιτισμός της πόλης σε εντυπωσιάζουν, όμως έχει πάρα μα πάρα πολύ κόσμο… Όπου κι αν ήσουν, είχε κόσμο.
Τα πρώτα δύο χρόνια έμενα μέσα στο πανεπιστήμιο, το οποίο είναι κοντά στο κέντρο και στο Στέιπλς Σέντερ, το οποίο το 1999 δεν είχε ανοίξει ακόμη τις πόρτες του.
Όταν εγκαινιάστηκε, εργάστηκα εκεί ως ασφάλεια γηπέδου. Κάποια παιχνίδια από Τελικούς των Λέικερς με την Ιντιάνα, τον Ιούνιο του 2000, τα έζησα από πολύ κοντά… Ακριβώς δίπλα στον πάγκο της ομάδας του Λος Άντζελες!
Στο Στέιπλς Σέντερ εργάστηκα από τα Χριστούγεννα του 1999 ως το επόμενο καλοκαίρι. Ήταν μία θέση που βρέθηκε μέσω του πανεπιστήμιου.
Επισήμως, βεβαίως, απαγορευόταν, καθώς δεν είχα πράσινη κάρτα για να έχω δικαίωμα εργασίας. Βγάλαμε, όμως, μία άκρη και κατόρθωσα να δουλέψω, για ένα επιπλέον χαρτζιλίκι.
Δεν θα ξεχάσω έναν αγώνα πυγμαχίας του Όσκαρ Ντε Λα Χόγια, αλλά και τη μέρα που στο πάρκινγκ «ανάγκασα» τον Κόμπι Μπράιαντ να κατεβάσει το παράθυρο, για να βεβαιωθώ ότι είναι αυτός! Αυτές είναι εμπειρίες που σε κάνουν να μεγαλώσεις γρήγορα…
Θυμάμαι πως όταν ο Βασίλης Φραγκιάς αντικατέστησε τον Γιάννη Σφαιρόπουλο στον Κολοσσό Ρόδου, ήρθε μία μέρα ο κόουτς και μου θύμισε εκείνες τις μέρες.
Μου είπε για τον 6ο Τελικό, στη λήξη του οποίου και μετά την κατάκτηση του τίτλου από το Λ.Α., ξέσπασαν επεισόδια και έξω από το Στέιπλς Σέντερ και γενικότερα στην πόλη.
Με ρώτησε αν θυμάμαι που τον είχα συναντήσει στην είσοδο, μαζί με τον δημοσιογράφο Βασίλη Σκουντή. Οι δυο τους είχαν έρθει στην Αμερική για τη μετάδοση των Τελικών. Οι υπεύθυνοι μάς είχαν ζητήσει να μην αφήνουμε κανέναν να βγει από το γήπεδο, καθώς ο κόσμος πετούσε ξύλα, έκαιγε αυτοκίνητα…
Πιάσαμε την κουβέντα, όμως εγώ τότε δεν ήξερα με ποιον μιλούσα. Οι καταστάσεις μάς έφεραν 11-12 χρόνια αργότερα στην ίδια ομάδα στη Ρόδο. Όμως εκείνος ήταν που μου έφερε και πάλι στο μυαλό εκείνη τη συζήτηση, που τότε ήταν απλώς με δύο ανθρώπους από την πατρίδα.
Στο USC υπήρχαν τότε 14.000 under graduate μαθητές και άλλες 14.000 φοιτητές για master και μεταπτυχιακά.
Η αλήθεια είναι πως η μοναδική επαφή που είχαμε με τους υπόλοιπους φοιτητές ήταν στην τάξη. Μοναδική εξαίρεση ήταν, σπάνια, κάποιο πάρτι. Δεν ήταν εύκολο, ειδικά με τους ρυθμούς, να κάνεις φιλίες έξω από το μπάσκετ.
Ακόμη και στις εξόδους, συνήθως βγαίναμε ως ομάδα.
Είναι πολύ δύσκολο να αντέξεις τους ρυθμούς, ωστόσο είναι καθαρά θέμα του πόσο το θες. Στην Ελλάδα μεγαλώσαμε ως παιδιά στον αθλητισμό με τη νοοτροπία πως ήμασταν επαγγελματίες από τα 15-16. Όταν έφτασα στην Αμερική, στα 19 μου, πήγα με το σκεπτικό του επαγγελματία αθλητή και γνώριζα ή περίμενα τις συνθήκες που θα συναντούσα. Απλά ήταν πολύ καλύτερα.
Ήξερα πως δεν πληρωνόμουν στο χέρι, αλλά θα «αμειβόμουν» με την προοπτική του πτυχίου μου και όφειλα να ανταπεξέλθω. Είχα την υποχρέωση να είμαι τυπικός. Να είμαι κάθε μέρα στην ώρα μου και να δίνω το 110% και στην προπόνηση και στο μάθημα.
Στις Η.Π.Α. δεν είναι εύκολο και συνηθισμένο να σου συγχωρήσουν πολλά λάθη.
Την εποχή που ήμουν στο Σάουθερν Καλιφόρνια, ακούγονταν οι φήμες περί ακαδημαϊκής διευκόλυνσης, αλλά σε μένα δεν έτυχε ποτέ κάτι τέτοιο.
Ο κόουτς, Χένρι Μπίμπι, μάς έλεγε ότι κάθε φορά που θα πηγαίνουμε σε ένα νέο μάθημα, θα έπρεπε να συστηθούμε στον καθηγητή και να του λέμε ότι ανήκουμε στην ομάδα μπάσκετ, πως είμαστε σοβαροί και μας ενδιαφέρει το μάθημά του. Μας συμβούλευε να καθόμαστε στην πρώτη και όχι στην τελευταία σειρά. Ήταν μία καθοδήγηση ώστε να δίνουμε μία ωραία εικόνα ατομικά, αλλά και για την ομάδα του μπάσκετ, και αυτό είναι στα όρια του επιτρεπτού.
Μου έτυχε, ως πρωτοετής, με καθηγητή γεωγραφίας, λόγω πολλών ωρών προπόνησης και μερικών χαμένων μαθημάτων, να ψάχνω με αγωνία σημειώσεις.
Όταν πήγα να του εξηγήσω πως χάνω αναπόφευκτα τις παραδόσεις και τις διαλέξεις, μου απάντησε ψυχρά πως είναι δική μου επιλογή και είτε θα πρέπει να βρω τρόπο να ακολουθήσω την τάξη είτε να αφήσω το μάθημα.
Δεν υπήρχε επιπλέον τρόπος να με βοηθήσει ή απλώς να με ευνοήσει. Το πρόγραμμα είναι το ίδιο και αντίστοιχα αυστηρό για όλους. Απλώς, από την ομάδα μάς έλεγαν να μην παίρνουμε μαθήματα με εργαστήρια.
Είναι υποχρέωσή σου να ενημερώσεις τον καθηγητή ότι χάνεις ένα μάθημα γιατί λείπεις για εκτός έδρας ταξίδι ή να ζητήσεις να έχεις υπεύθυνο μαζί σου, για να δώσεις υπό την επίβλεψή του το τεστ ακόμη και «στον δρόμο».
Κατά τη διάρκεια της πορείας του USC ως τα προημιτελικά της March Madness του 2001, είχε έρθει μαζί μας άνθρωπος του σχολείου, ο οποίος είχε ως αρμοδιότητα να κάθεται μαζί μας σε αίθουσα του ξενοδοχείου και να διαβάζουμε για μερικές ώρες καθημερινά τα μαθήματά μας.
Είναι σημαντικός ο ρόλος του «φοιτητή-αθλητή» στην Αμερική και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ο όρος είναι «student-athlete» και όχι το αντίθετο.
Σου δίνουν ένα περιθώριο δύο ακαδημαϊκών εξαμήνων να είσαι κάτω από τον μέσο όρο, όμως αν αποτύχεις και σε τρίτο, σε στέλνουν απλώς σπίτι σου… Δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία και είναι υποχρέωση που την γνωρίζεις και την έχεις υπογράψει στο συμφωνητικό για την υποτροφία του κολεγίου από την πρώτη μέρα.
Στα ιδιωτικά κυρίως σχολεία είναι σημαντική η βαθμολόγηση, διότι υπάρχει σχετική αξιολόγηση των πανεπιστημίων, που προσφέρει δυνατότητα για περισσότερες υποτροφίες και ανεβάζει την αίγλη του ιδρύματος.
Εκτός από το παρκέ, αν δεν είσαι τυπικός και αποδοτικός και στην τάξη, κάνεις κακό στο πανεπιστήμιο, διότι «ρίχνεις» το μέσο όρο.
Υπήρξα συμπαίκτης με τον Μπράιαν Σκαλαμπρίνι, τον «White Mamba». Ήμουν μαζί του στα δωμάτια στα εκτός έδρας ματς. Μεγάλη εμπειρία καθώς πρόκειται για έναν δουλευταρά και σκληρό αθλητή, με υψηλό μπασκετικό IQ.
Εκείνος που τον γνωρίζει καλύτερα είναι ο άλλος συμπαίκτης μας, Σαμ Κλάνσι, καθώς έμεναν στο ίδιο σπίτι για τρία χρόνια. Ο Κλάνσι αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης της Pac-10 (σημερινή Pac-12) το 2002, τρίτος σκόρερ στην ιστορία του σχολείου και επιλέχθηκε στο Νο45 του ντραφτ από τη Φιλαδέλφεια.
Ήταν συμπαίκτης και του Ευθύμη Ρεντζιά στους Σίξερς και λόγω τραυματισμού στο γόνατο δεν έκανε καριέρα στο ΝΒΑ και πέρασε και για λίγο από την Α1 και τον Ηρακλή. Ακόμη, σε ηλικία 40 ετών, αγωνίζεται ακόμη στην Αργεντινή!
Έπαιξα επίσης μαζί με τον Ντέιβιντ Μπλούθενταλ (πλέον ονομάζεται Μπλου), που αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με τη Μακάμπι το 2004 και το 2014 και διατηρούμε ακόμη επαφή. Θυμάμαι τον Τζεφ Τρεπάνιε, που αγωνίστηκε σε Καβαλίερς, Νάγκετς και σε Ούλκερ, Ορτέζ. Ή τον Ντέσμοντ Φάρμερ, του οποίου το 2004 η πρώτη επαγγελματική ομάδα ήταν ο Άρης και με συμμετοχή στο ΝΒΑ.
Δεν ξεχνώ, βεβαίως, και μεγάλους αντιπάλους, οι οποίοι στη συνέχεια έκαναν σπουδαίες καριέρες. Όπως ο Τζέισον Καπόνο, που πέρασε και από τον Παναθηναϊκό και ο Γκίλμπερτ Αρίνας, ο Τζος Τσίλντρες του Ολυμπιακού και οι συμπαίκτες του στο Στάνφορντ, αδερφοί Κόλινς.
Παίκτες που τότε έκαναν περισσότερα και έλεγαν λιγότερα. Παρακολούθησα ένα φετινό ματς του USC στο τελικό τουρνουά. Αν έβλεπες εμάς πριν από 20 χρόνια, νόμιζες πως ήταν μία ανδρική ομάδα. Τώρα, νομίζεις πως παρακολουθείς αγώνα λυκείου, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα του παιχνιδιού.
Στα δικά μου χρόνια στο NCAA, οι παίκτες έκαναν καλύτερη καριέρα στα κολέγια γιατί συνήθως φοιτούσαν τρία ή και τέσσερα χρόνια. Σε αντίθεση με τις μέρες μας και τον κανόνα «one-and-done», με μία μόλις σεζόν πριν από το ΝΒΑ.
Αν έπαιρνες έναν τελειόφοιτο από εκείνη την περίοδο και τον έβαζες να παίξει στην Α1, στην Ελλάδα, δύσκολα στεκόταν. Δέκα ή 15 χρόνια μετά, αντίστοιχοι παίχτες στελεχώνουν όλες σχεδόν τις ομάδες, με το επίπεδο να είναι πολύ χαμηλό.
Στα τελευταία χρόνια της δικής μου καριέρας, ως ακόμα και σήμερα, οι προπονητές επιλέγουν το «run-n-gun», το γρήγορο παιχνίδι, για να αναδείξουν το προσωπικό ταλέντο των ξένων κυρίως αθλητών τους, το οποίο τους ταιριάζει.
Το να παίξεις ομαδικό μπάσκετ, όμως, είναι δύσκολο, και στις μέρες μας έχει γίνει πιο ατομικό από ποτέ. Τώρα βλέπουμε τι κάνουν οι παίκτες, ενώ παλαιότερα βλέπαμε πρώτα τι έκαναν οι ομάδες και μετά τι πέτυχε ο κάθε παίκτης, ο κάθε σταρ.
Είδαμε ότι και πριν από δύο χρόνια, όταν κατέκτησαν τον τίτλο στο ΝΒΑ οι Ράπτορς και η πλειοψηφία Τύπου και κοινού κράτησε και πρόβαλε το ότι «το πήρε ο Κουάι Λέοναρντ».
Τα μαθήματα που έλαβε η δική μου γενιά ήταν διαφορετικά. Κάθε μέρα στην προπόνηση ή τον αγώνα ήταν ένα μικρό μάθημα.
Στο USC, ο κόουτς Μπίμπι, πρωταθλητής NCAA ως παίκτης το 1970, 1971 και 1972 με το UCLA, πρωταθλητής ΝΒΑ ως παίκτης το 1973 με τους Νικς και πρωταθλητής CΒΑ ως προπονητής το 1982 και το 1989, είχε και τον ρόλο του παιδαγωγού. Κάθε φορά μάς περνούσε και μηνύματα, εντός ή εκτός γηπέδου.
Ακόμη και το NCAA, όμως, οι ομάδες είναι επιχειρήσεις και ο κάθε κόουτς Μπίμπι θέλει να διαφυλάξει και τη θέση του. Αν ο Σκαλαμπρίνι είναι καλύτερος από τον Χαρίση, θα παίξει, αλλά πρέπει να φτιάξει την ψυχολογία του δεύτερου, ώστε να «πιέζει» στην προπόνηση τον βασικό. Κάποτε μας είχε πει πως μια ομάδα είναι τόσο καλή, όσο καλός είναι ο πάγκος της…
Αυτό είναι ο αθλητισμός και επιβιώνει ο καλύτερος και όχι ο φίλος του τάδε φίλου.
Στο κολεγιακό παλεύεις αρχικά να κερδίσεις μία υποτροφία. Όταν την λάβεις, μάχεσαι να κερδίσεις ένα λεπτό συμμετοχής, και μετά δύο, και τρία και περισσότερα. Ουσιαστικά, κερδίζεις λεπτά από τον διπλανό σου.
Ο κόουτς Μπίμπι δεν με έφερε απλά στα όρια μου. Με έμαθε να προσδιορίσω καινούρια όρια. Με κάθε ευκαιρία τα ξεπερνούσα, είτε αγωνιστικά είτε εξωαγωνιστικά.
Το να πιέζεις τον εαυτό σου, σε κάνει καλύτερο ως αθλητή. Θέλεις να πετύχεις στη μία προπόνηση οκτώ βολές και στην επόμενη εννιά. Να κάνεις την άσκηση «καμικάζι» σε 28΄΄ και την επομένη σε 27΄΄.
Όπως, επίσης, απαγορευόταν να δεχθείς καλάθι από τους «walk-ons» της ομάδας, τους παίκτες που δεν είχαν υποτροφία και συχνά «υποδύονταν» τους αντιπάλους στις προπονήσεις, για να τεστάρουμε τα αμυντικά συστήματά μας.
Ο κάθε προπονητής μπορεί να σε ωθήσει σε αυτό, με καλό και με άσχημο τρόπο. Πολλά πράγματα που τώρα θεωρούνται κακοποίηση, στην εποχή μου ήταν φυσιολογικά.
Μας φώναζαν, μας πίεζαν, συχνά μας έβριζαν, όμως αυτό δεν γινόταν στο βωμό του να σε μειώσουν, αλλά να σε κάνουν δυνατότερο και καλύτερο.
Έχει τύχει να παίξουμε ένα ματς σε βραδινή ώρα, στις 9:00μ.μ., εκτός έδρας. Επιστρέψαμε με το λεωφορείο και πήγαμε απευθείας να παρακολουθήσουμε σε βίντεο όλο τον αγώνα.
Μετά την ομιλία, ή για την ακρίβεια την κατσάδα, ο Χένρι Μπίμπι μας είπε να αλλάξουμε και να μπούμε στο γήπεδο! Αφού ετοιμαστήκαμε και πήγαμε στο κέντρο του γηπέδου, απλώς μας είπε ότι θα μας την χαρίσει, αφού είχαμε «φάει» την κρυάδα της ιδέας για προπόνηση στις 3 τα ξημερώματα…
Την επόμενη μέρα έγινε κάτι άλλο. Διέκοψε την προπόνηση και μας έστειλε στα δωμάτιά μας. Η επόμενη συνάντηση θα γινόταν στις 5 το πρωί, σε μία προπόνηση με τόση ένταση όσο ποτέ άλλοτε!
Σε κάθε λάθος του ενός, όλοι πηγαίναμε στη γραμμή. Μόνο έτσι, όμως, ξεπερνάς τον εαυτό σου και γίνεσαι καλύτερος. Μία διαδικασία ωρίμανσης αλλά και επιβεβαίωσης του εγωισμού σου. Να σκεφτείς ότι ο προπονητής δεν μπορεί να σε «σπάσει».
Ο Μπίμπι μάς είχε πει πολλές φορές ότι αν δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε, θα εγγυηθεί την υποτροφία μας ώστε να πάρουμε το πτυχίο μας, ωστόσο δεν ήθελε να του σπαταλάμε τον χρόνο στην προπόνηση.
Μας έλεγε να μην είμαστε ποτέ ευχαριστημένοι και να μην επαναπαυόμαστε. Μας μιλούσε για το μπάσκετ αλλά και για τη ζωή, την οικογένεια, για τη διατροφή και για τα μαθήματά μας και τις μεταξύ μας σχέσεις.
Μία μέρα μάς πήγε στις φυλακές του Λ.Α. για να συζητήσουμε με κρατούμενους, ώστε να βγάλει από μέσα μας κάθε ιδέα για τα ναρκωτικά… Να δούμε παιδιά τα οποία είχαν όνειρα και όταν συνελήφθησαν με ναρκωτικά, άλλαξε η ζωή τους.
Πήραμε πολλά μηνύματα από τον προπονητή μας. Κάποια άλλη φορά μάς πήγε σε θεματικό πάρκο για να διασκεδάσουμε ως ομάδα, αντί να κάνουμε προπόνηση. Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει και στη March Madness του 2001, στη Φιλαδέλφεια. Βγήκαμε να κάνουμε έναν περίπατο στο πάρκο, για να αποφορτιστούμε.
Για τον κόουτς Μπίμπι είχε σημασία να συμπεριφερόμαστε ως αδέρφια. Μας έλεγε ότι εκείνος μπορεί να μας φωνάζει, όμως εμείς δεν είχαμε δικαίωμα να βρίζουμε ο ένας τον άλλον, αλλά να συμπαραστεκόμαστε και να στηρίζουμε τον συμπαίκτη μας..
Κανένας από εμάς δεν «έδειχνε» ποτέ τον υπαίτιο ενός σφάλματος στην προπόνηση. Ακόμη κι αν έκανα εγώ το λάθος και έπρεπε να πάω στη γραμμή για την ποινή μου, χωρίς να το πει ο προπονητής, όλη η ομάδα στεκόταν μαζί μου στη γραμμή.
Η «Τρέλα του Μαρτίου» είναι μία απίστευτη εμπειρία, σε σημείο να την θεωρείς και σοκαριστική στην αρχή.
Φτάνεις σε έναν τόπο που συχνά δεν έχεις ξαναπάει, για να παίξεις μπάσκετ και διαπιστώνεις ότι κόσμος σε αναγνωρίζει και αποκαλεί κάποιους παίκτες με το μικρό όνομά τους. Είναι πραγματικά μια γιορτή και όσο προχωράς, βιώνεις ακόμη σπουδαιότερες στιγμές. Όλη η Αμερική ζει στους ρυθμούς των αγώνων και είναι απίστευτο να το ζεις από μέσα.
Το 2001, όταν χάσαμε στον τελικό περιφέρειας, επιστρέψαμε στο Λος Άντζελες και στο αεροδρόμιο LAX είχαν έρθει 5.000 άνθρωποι να μας υποδεχθούν! Μας περίμεναν από μαθητές ως υπάλληλοι του πανεπιστημίου, μέχρι και παλαιότεροι απόφοιτοι. Χρειάστηκε να δημιουργηθεί ένας διάδρομος για να βγούμε και να φύγουμε.
Είχαμε φτάσει ένα βήμα από το φάιναλ φορ, κερδίζοντας το Κεντάκι του μετέπειτα πρωταθλητή ΝΒΑ με τους Πίστονς, Ταϊσόν Πρινς, στους «16».
Ωστόσο, ηττηθήκαμε στον προημιτελικό από το Ντουκ του κόουτς Μάικ Σιζέφσκι, με παίκτες όπως ο Σέιν Μπάτιερ, ο Κάρλος Μπούζερ, ο Μάικ Ντανλίβι τζούνιορ και ο Τζέι Ουίλιαμς. Ο «Jay-Will» είχε γίνει επιλογή στο Νο2 του ντραφτ του ΝΒΑ, από τους Σικάγο Μπουλς, όμως είχε ένα ατύχημα με μηχανή και αποσύρθηκε πρόωρα…
Ήταν ευλογία να ζήσω εκείνη την ατμόσφαιρα της March Madness, αλλά και την ατυχία να έχουμε μία καταπληκτική πεντάδα που αγωνιζόταν 36-37 λεπτά κι εγώ δεν έπαιξα καθόλου στο τελικό τουρνουά. Το 2002, που αποκλειστήκαμε στον πρώτο γύρο, ήμουν τραυματίας και δεν αγωνίστηκα και πάλι…
Αλλά και μόνο που μπαίνεις στο γήπεδο και βλέπεις 20.000 κόσμο, αισθάνεσαι δέος για κάτι που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου.
Σε μία προπόνηση πριν από τη March Madness μάς μίλησε ο θρυλικός κόουτς του UCLA, ο αείμνηστος Τζον Γούντεν, ο οποίος ήταν προπονητής του Μπίμπι στο κολέγιο.
Του έφεραν μία καρέκλα, κάθισε στο κέντρο του γηπέδου και όλοι εμείς μείναμε να τον ακούμε με τα μάτια και τα αυτιά ανοικτά. Πώς να μην παρακολουθήσεις με δέος έναν άνθρωπο που έχει κατακτήσει δέκα τίτλους ως προπονητής στο NCAA;
Αυτό που κάνει το κολεγιακό μπάσκετ στον μαθητή-αθλητή είναι να τον υποχρεώνει να κυνηγά συνεχώς έναν νέο στόχο. Είναι βασισμένο στη λεπτομέρεια και οργανωτικά και αγωνιστικά. Στο παρκέ θα δεις πολύ γρήγορο παιχνίδι, αλλά και «σετ» επιθέσεις των 30΄΄, με συγκεκριμένες κινήσεις και στόχους που δεν υπάρχουν ούτε στο ΝΒΑ ούτε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Για μένα, η τετραετία στο πανεπιστήμιο του Σάουθερν Καλιφόρνια ήταν κάτι που αν μου δινόταν η ευκαιρία να επαναλάβω, θα το επέλεγα με «κλειστά μάτια»! Είναι μία εμπειρία ζωής που θέτει βάσεις για ό,τι θα (σε) ακολουθήσει. Σου προσφέρει όλα τα «όπλα», κυρίως ψυχολογικά αλλά και τεχνικά, για να μπορέσεις να πορευτείς και ως αθλητής και αργότερα στη ζωή σου.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους που κάποτε βλέπαμε στα περιοδικά.
Γνώρισα και μίλησα με τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ, τον Μπιλ Ουόλτον, τον Σακίλ Ο’Νιλ και τον Πένι Χάρνταγουει, σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Με πρόσωπα που τα θυμάμαι τώρα και ακόμη ιδρώνω!
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κώστας Χαρίσης: «Η άλλη ζωή» / «Αναδρομή»
Ελεάννα Χριστινάκη: «Στρατιωτική Βάση για την Επιτυχία» / Ζήσης Σαρικόπουλος: «Αφοσίωση»
Βίκη Βολονάκη: «Δικαίωση!» / Αλέξανδρος Άνθης: «Οι Δαίμονες Του Coach-G»
Μπατούλι Καμαρά: «Οι ευκαιρίες αλλάζουν τον κόσμο»
Ο Έλληνας που πέρασε ένα μήνα με τον κόουτς Σιζέφσκι
Κωνσταντίνος Γενηδουνιάς: Συναντώντας τον Ομπάμα
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Ανδρέας Κουτσούρης: «Ακολουθώντας Τα Όνειρά Τους»
Τάκης Καρατζουλίδης: «Εναλλακτικές προτάσεις σπουδών μέσω του αθλητισμού»
NCAA: Μυσταγωγία ή εκμετάλλευση; / Η Καλιφόρνια «πληρώνει» τους… επαγγελματίες φοιτητές!