Λατρεμένοι ποδοσφαιριστές στην υπηρεσία -όχι της πολιτικής, αλλά- των πολιτικών.
Και, μάλιστα, «ξεπλένοντας» ένα, επιεικώς, αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Αυτό είναι το σκηνικό στην Βραζιλία, λίγους μήνες πριν τις Εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου.
Ροναλντίνιο, Ριβάλντο, Ζιοβάνι, Κακά, Καφού, Εντμούντο, Φελίπε Μέλο, Λούκας Μόουρα είναι τα περισσότερα από τα πιο τρανταχτά ονόματα των υποστηρικτών του Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Ακραία απαξιωτικός απέναντι σε γυναίκες, μαύρους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες, εκπροσώπους άλλων εθνοτήτων και με ισοπεδωτικές θέσεις σε ζητήματα βιασμών, οπλοκατοχής και θανατικής ποινής, ο «τροπικός Τραμπ», όπως αποκαλείται από τα διεθνή Μέσα, είναι πρώην στρατιωτικός και νοσταλγός της 21χρονης δικτατορίας, η οποία τερματίστηκε το 1985.
«Ακούγεται σαν εμάς», δήλωσε πρόσφατα, με ανατριχιαστική ικανοποίηση, ο πρώην «Μέγας Μάγος» της Κου-Κλουξ-Κλαν, Ντέιβιντ Ντιουκ, φέρνοντάς τον, προφανώς, σε αμηχανία και, ακολούθως, σε σημείο να αρνείται αυτή τη δημόσια στήριξη.
Αγαπημένος, συγχρόνως, πολλών -πάρα πολλών- διάσημων ποδοσφαιριστών, που, παρά τη δική τους «ταπεινή» καταγωγή, τον στηρίζουν, με θέρμη, πλασάρεται ως «εναλλακτικός».
Πατώντας στο αίσθημα ανασφάλειας των Βραζιλιάνων, εξαιτίας της αυξημένης εγκληματικότητας και του υψηλού ποσοστού διαφθοράς, ο Μπολσονάρο χαρακτηρίζεται ως «ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή».
Ένας, ακόμη, «Μεσσίας», ένας «Μύθος», σύμφωνα με τους υποστηρικτές του.
Μοναδική -διεθνώς αναγνωρίσιμη- φωνή αντίστασης από στόμα αθλητή, αυτή του Ζουνίνιο Περναμπουκάνο.
Του -κατά πολλούς- κορυφαίου εκτελεστή φάουλ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, ο οποίος κατέκτησε επτά πρωταθλήματα Γαλλίας, από το 2002 ως το 2008, με τη φανέλα της Λιόν.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Ζουνίνιο: «το ποδόσφαιρο και η πολιτική της Βραζιλίας βρίσκονται στην ίδια θλιβερή κατάσταση. Η διαφορά είναι ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχει πολύ ταλέντο και μπορεί να χρειαστεί λιγότερος χρόνος για να βγει από την τρύπα».
Εκπέμποντας ένα αγωνιώδες μήνυμα, σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη περίοδο για τη χώρα του, ο Ζουνίνιο ορθώνει το ανάστημά του και αναφέρει πως: «πολλοί Βραζιλιάνοι δεν γνωρίζουν ότι άλλοι βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν στη δικτατορία. Είναι απελπιστικό να βλέπεις ανθρώπους να υποστηρίζουν μια δικτατορία. Ο στρατός υπάρχει για να υπερασπίζεται τη χώρα, να προστατεύει τα σύνορα και όχι για να σκοτώνει τους Βραζιλιάνους στις φαβέλες. Δεν εκπαιδεύτηκαν γι΄αυτό.
Λένε ότι υπερασπίζομαι τον κακό. Αλλά πρέπει να σταματήσουμε με αυτήν την ιστορία ότι κάθε έγκλημα είναι το ίδιο. Άλλο πράγμα είναι ο δολοφόνος, άλλο είναι ο τύπος που κάνει μικροκλοπές».
Η θέση του Ζουνίνιο απέναντι στους πρώην συμπαίκτες του και φίλους, ξεκάθαρη:
«Ερχόμαστε από τα χαμηλά.
Μεγαλώσαμε ανάμεσα στο λαό.
Πώς το ξεχνάς;
Πώς βρίσκεσαι σε αυτήν την πλευρά;
Πώς γίνεται να στηρίζεις τον Μπολσονάρο, αδερφέ μου;».
Προερχόμενος από το Περναμπουκάνο, του Βορρά της Βραζιλίας, ο Αντόνιο Αουγκούστο Ριμπέιρο Ρέις Τζούνιορ, όπως είναι το πλήρες όνομά του, ολοκλήρωσε την καριέρα του το 2013, σε ηλικία 38 ετών.
Εν συνεχεία, ανέλαβε καθήκοντα τηλεσχολιαστή στο ισχυρό βραζιλιάνικο δίκτυο «Globo».
Η συνεργασία του ολοκληρώθηκε άδοξα, πριν λίγους μήνες, με τον ίδιο να καταγγέλλει «λογοκρισία» και «έλλειψη ταπεινότητας» των δημοσιογράφων, οι οποίοι του «τσαλάκωσαν» την εικόνα.
Πέρα από την κόντρα που ανέπτυξε με τους ρεπόρτερ των ομάδων, αφήνει να εννοηθεί πως υπήρχαν και πολιτικοί λόγοι για το «διαζύγιο»:
«Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Globo εξέδωσε οδηγία που παρότρυνε τους υπαλλήλους να είναι προσεκτικοί, σχετικά με τις πολιτικές τους απόψεις στα κοινωνικά δίκτυα. Νομίζω ότι, όσο ζούμε στην ιδιωτική σφαίρα, η ζωή μας ανήκει σε εμάς. Λέμε ό,τι θέλουμε. Οι δημοσιογράφοι που εγκαταλείπουν τα κοινωνικά δίκτυα, με τη σειρά της ιεραρχίας τους, πωλούν έμμεσα την ψυχή τους στο αφεντικό τους», αναφέρει.
Αναλύοντας τις σκέψεις του για τα ΜΜΕ, ο Ζουνίνιο κάνει λόγο για «προκατάληψη, αλλά και για περιθωριοποίηση του αθλητή». Όπως λέει: «ο Τύπος συντρίβει τον παίκτη. Θέλει να τον βλέπει μόνο ως περιθωριακό, ως έναν τύπο με άγνοια».
Μιλώντας για τη στάση των αθλητών έναντι της πολιτικής και της κοινωνίας, σε μια καταιγιστική συνέντευξή του στην ισπανική «El Pais», συμπληρώνει: «Η καριέρα του παίκτη είναι σύντομη. Το ποδόσφαιρο απαιτεί τόση αφοσίωση που καταλήγεις στην αποξένωση.
Καταλαβαίνω τον αθλητή που εξακολουθεί να παίζει και προτιμά να μη σταθεί στα πολιτικά ζητήματα. Αλλά, αν ο πρώην αθλητής, που έχει καλή ποιότητα ζωής, δεν λέει τίποτα για την κατάσταση της χώρας, αυτό είναι απαράδεκτο».
Συνεχίζοντας, επί προσωπικού, ο Ζουνίνιο εξηγεί πως: «το ποδόσφαιρο με δίδαξε να βλέπω τον κόσμο. Το ποδόσφαιρο μου έσωσε τη ζωή». Και συμπληρώνει: «η πολιτική μου συνείδηση και η προσωπική ευθύνη μου εξελίχθηκαν πολύ περισσότερο, όταν σταμάτησα να παίζω. Παλιότερα, όταν άκουγα μια είδηση ότι ένας πολιτικός είχε πεθάνει, θα έλεγα: “ένας κλέφτης λιγότερος”. Για να εκφέρω γνώμη, έμαθα πράγματα διαβάζοντας, ταξιδεύοντας στον κόσμο και παρατηρώντας πώς δουλεύουν όλα.
Αλλά, φυσικά, ο νέος παίκτης, ο οποίος δεν είναι φίλος του δημοσιογράφου και δεν έχει κανέναν να τον προστατεύσει, θα καταπιεί τον ίδιο του τον εαυτό. Καταλήγει να αποφεύγει να ασχολείται με αυτά και επικεντρώνεται στην οικογένειά του».
Για τον Ζουνίνιο, ο οποίος δηλώνει «σεξιστής» (εξαιτίας της εκπαίδευσης που έλαβε), αλλά «σε αποδόμηση», η οικογένεια λειτουργεί (και) ως «σχολείο» για να γίνει καλύτερος άνθρωπος: «Μαθαίνω καθημερινά με τις κόρες μου, βλέποντας τον αγώνα των γυναικών για να έχουν ίσα δικαιώματα στην Βραζιλία».
Μία εξ αυτών γεννήθηκε στο Ρεσίφε και οι άλλες δύο στην Γαλλία.
Σύντομα, ο Ζουνίνιο θα γίνει και παππούς, έχοντας κάνει γαμπρό έναν Αμερικανό με κινεζικές ρίζες: «Είμαι πολίτης του κόσμου. Δεν μπορώ να μην αντέχω τις διαφορές. Το μόνο μου πρόβλημα είναι οι εξτρεμιστές.
Μήπως ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ύπαρξη “ανθρωπίνων φυλών” και την εξάπλωση του μίσους δεν αξίζει τη δημοκρατία;», αναρωτιέται.
Ορισμένοι διαβάζοντας, ακούγοντας ή βλέποντάς τον -ενδεχομένως- αναρωτιούνται, με τη σειρά τους, «πού πάει και μπλέκει;».
Γιατί ο Ζουνίνιο θέτει σε κίνδυνο την ηρεμία του, τη δημόσια εικόνα του και -ίσως- την προοπτική (καθώς η Λιόν έχει ήδη δείξει ενδιαφέρον) να γίνει προπονητής;
Η απάντησή του είναι αποστομωτική. Ένας ύμνος στην προσωπική ευθύνη απέναντι στη συλλογική βαρβαρότητα:
«Θα μπορούσα να είμαι ήσυχος, χαρούμενος στη ζωή και να εκμεταλλεύομαι το ότι το σύστημα με ευνοεί. Αλλά τι είδους ευτυχία είναι αυτή;
Ο Βραζιλιάνος έχασε την αυτοεκτίμησή του και πήρε τον κατήφορο.
Υπάρχουν αγόρια ηλικίας 20-30 ετών που ζουν ακόμα με τους γονείς τους και ξοδεύουν όλη την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση.
Μια απογοητευμένη γενιά.
Αυτή δεν είναι η χώρα που θέλω για τις κόρες μου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η εγγενής γοητεία του Ζουνίνιο Περναμπουκάνο