Ο πιο γνωστός Ούγγρος στον κόσμο, από το 2009 η FIFA έχει δώσει το όνομά του στο βραβείο του καλύτερου γκολ της σεζόν, ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει τέσσερεις φορές σε Τελικό Champions League, ο άνθρωπος που -πριν τον Κρόιφ, τον Πελέ, τον Μαραντόνα– άλλαξε το ίδιο το ποδόσφαιρο.
Ο Φέρεντς Πούσκας. Η μοναδική πραγματικά μεγάλη προσωπικότητα που το ελληνικό ποδόσφαιρο μπορεί να υπερηφανεύεται ότι συνδέθηκε -έστω και εξ αγχιστείας- μαζί της.
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει μόνο τους αριθμούς: 84 γκολ σε 85 συμμετοχές με τη φανέλα της Εθνικής του ομάδας (μέχρι τα 29 του, αφού η καριέρα του “κόπηκε” το 1956), 352 γκολ σε 341 παιχνίδια με τη φανέλα της Χόνβεντ (Kispest), 156 γκολ σε 180 παιχνίδια με τη φανέλα της Ρεάλ.
Μια ασταμάτητη μηχανή, ένα μοναδικό φαινόμενο, 592 γκολ σε 606 εμφανίσεις, ένας μ.ο. 0,97 γκολ ανά παιχνίδι, επίδοση που δεν μπορεί να πλησιάσει ποτέ και κανείς. Οι αριθμοί όμως δεν μπορούν να αποτυπώσουν τον μύθο, δεν διηγούνται όλη την ιστορία. Γιατί υπάρχει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, όπως όλες οι ιστορίες των μεγάλων ανδρών που διέπρεψαν και άφησαν το στίγμα τους στο διηνεκές.
Ο Ferenc Puskás γεννήθηκε ως Ferenc Purczeld στα προάστια της Βουδαπέστης πρωταπριλιά του 1927. Ο πατέρας του γρήγορα αναγκάστηκε να αλλάξει το γερμανικής προέλευσης επώνυμο σε ένα πιο “ουγγρικό”.
Το πεπρωμένο ήθελε να επιλέξει το «Puskás», το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση (η κροατικής προέλευσης λέξη «puska» σημαίνει «πιστόλι») σημαίνει «πιστολέρο». Και ο γιος του, ο Φέρεντς, αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιρικός “πιστολέρο” όλων των εποχών.
Το σπίτι της οικογένειας -δεύτερη σύμπτωση- βρίσκεται δίπλα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, ο πατέρας παίζει ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο και συνέχεια στον ελεύθερο χρόνο του προπονεί κιόλας την Kispest, την ομάδα που τη δεκαετία του ’50 θα μετονομαστεί σε Χόνβεντ και είναι μέχρι και σήμερα η ενδοξότερη και πιο ιστορική ομάδα της Ουγγαρίας.
Εκεί ξεκίνησε να κλωτσάει το τόπι και ο μικρός Φέρεντς, ο οποίος επί της ουσίας είναι ο βασικός λόγος και η αιτία που δίπλα σε αυτό το «Χόνβεντ» έχουν προστεθεί τα επίθετα «ένδοξη» και «ιστορική».
Του έδωσαν αμέσως το παρατσούκλι «Öcsi», κάτι σαν «ο αγαπημένος μικρός όλων», αφού ο πιτσιρίκος από πολύ νωρίς επιβεβαίωσε ότι διαθέτει ένα θεόσταλτο ταλέντο και εν ολίγοις ήταν γεννημένος να παίζει ποδόσφαιρο. Ο θαυματουργός «Öcsi» πολύ γρήγορα, πριν κλείσει τα 16 του χρόνια, προβιβάζεται στην πρώτη ομάδα και ντεμπουτάρει μαζί με τον επίσης ταλαντούχο και μέλλοντα διεθνή Μπόζικ.
Είναι αριστεροπόδαρος, από τις περιγραφές αντιλαμβάνεται κανείς ότι το αριστερό πόδι του Πούσκας ήταν, αν όχι ανώτερο, εφάμιλλο του διαδόχου Μαραντόνα, η τεχνική του πρωτόγνωρη, μοναδική, το σουτ του όχι απλώς δυνατό και φαρμακερά ακριβές, κάτι παραπάνω.
Ο Λουιζίτο Σουάρεθ σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του θυμήθηκε ένα στοίχημα σε μια προπόνηση, όταν ο Πούσκας έστησε τη μπάλα σε απόσταση 20-25 μέτρων και διαγώνια από την εστία. Το challenge ήταν να σουτάρει 30 φορές και να βρει τη συμβολή των δοκαριών τις μισές. Ο «Öcsi» χαμογέλασε, έστησε τη μπάλα και την έστειλε 27 φορές στη συμβολή.
Το 1961 σε ένα ντέρμπι με την Ατλέτικο, με ένα τρομακτικά δυνατό σουτ-φάουλ, είχε στείλει τη μπάλα συμβολή και μέσα. Ο διαιτητής δεν είχε σφυρίξει και η εκτέλεση επαναλήφθηκε. Déjà Vu. Η μπάλα συμβολή και γκολ, όλοι με το στόμα ανοιχτό.
Είναι άπειρα αυτά τα περιστατικά στα γήπεδα που ζωγράφιζε ο Μαγυάρος καλλιτέχνης.
Ήταν ευλογημένος ο Πούσκας, είχε την τύχη η μεγαλοφυΐα του να συμπέσει με μια μοναδική φουρνιά Ούγγρων ποδοσφαιριστών, όπως ο Γιόζεφ Μπόζικ που προαναφέρθηκε, ο Γκιούλα Γκρόσιτς, ο Σάντορ Κότσις, ο Ζόλταν Τσίμπορ, ο τρομερός Νάντορ Χιντεγκούτι (το πρώτο “false 9” στην ιστορία του ποδοσφαίρου), συνθέτοντας έτσι μια πλειάδα άσων στην οποία οφείλει πάρα πολλά το ποδόσφαιρο.
Κι αν εκείνη η Ουγγαρία -για εξωαγωνιστικούς λόγους που θα δούμε παρακάτω- είχε στη διάθεσή της και τον τεράστιο Λάζλο Κουμπάλα, τον άνθρωπο που “ανάγκασε” τη Μπαρτσελόνα να χτίσει το Camp Nou, διότι το παλιό Les Corts ήταν πολύ μικρό για τον κόσμο που ήθελε να τον δει, τότε θα μιλούσαμε για το «total football», πολύ πριν εμφανιστεί η Ολλανδία του Κρόιφ.
Το να χαρακτηρίσει κανείς μυθική εκείνη την Ουγγαρία είναι πραγματικά το λιγότερο. Πρόκειται για την πρώτη ομάδα ιστορικά που έφερε επανάσταση στο ποδόσφαιρο, που έφερε την “παγκοσμιοποίηση” και ανάγκασε το κοινό να γιγαντώσει με το ενδιαφέρον του το ίδιο το σπορ και να το τοποθετήσει στην κορυφή όλων των αθλημάτων.
Οι Ούγγροι κέρδισαν κατά κράτος όλους τους αντιπάλους τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952, ήταν οι πρώτοι που διέλυσαν τους Άγγλους έναν χρόνο αργότερα μέσα στο Wembley με 6-3 και, όταν οι Άγγλοι ζήτησαν επιτακτικά “εκδίκηση”, τους γελοιοποίησαν με το απίστευτο 7-1 στη Βουδαπέστη. Τότε γεννήθηκε η «Aranycsapat», η «χρυσή ομάδα» του Γκούσταβ Σέμπες που θαύμαζε όλος ο πλανήτης.
Η ίδια η ιστορία θέλησε εκείνη η ομάδα να μην λάμψει στην ολότητά της, η ίδια η ιστορία στέρησε από τους Ούγγρους και τον υπόλοιπο κόσμο την πρώτη απόλυτη ομάδα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ουγγαρία πέρασε στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης, το ποδόσφαιρο έγινε το απόλυτο πολιτικό όχημα προώθησης των ιδεών του Στάλιν, η Kispest έγινε η ομάδα του καθεστώτος και μετονομάστηκε σε Χόνβεντ, έγινε η ομάδα του στρατού.
Ο ίδιος ο Πούσκας υποχρεώθηκε να καταταγεί στο σώμα, του αποδόθηκε ο βαθμός του Ανώτερου Αξιωματικού, έγινε Συνταγματάρχης, ιδιότητα που του έμεινε σε ολόκληρη την καριέρα του και του χάρισε τον πλέον αναγνωρίσιμο προσδιορισμό. Έμεινε στο διηνεκές ως ο «καλπάζων Συνταγματάρχης».
Οι ποδοσφαιριστές δεν ήθελαν ούτε τα αξιώματα μήτε να μετατραπούν σε ευαγγελιστές του καθεστώτος και μέσω του ποδοσφαίρου να προσηλυτίζουν πολιτικά το κοινό που τους θαύμαζε. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ένας ποδοσφαιριστής της Χόνβεντ είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει, συνελήφθη στα σύνορα και εκτελέστηκε. Ήταν το μέσο παραδειγματισμού του καθεστώτος και της φιλοσοβιετικής Ουγγρικής Κυβέρνησης προς τους υπολοίπους.
Γλύτωσε μόνο ο Κουμπάλα, ο οποίος πρόλαβε κι έφυγε νωρίτερα και δεν ξανακοίταξε πίσω. Ο Πούσκας και οι υπόλοιποι έμειναν πίσω, χρησιμοποιήθηκαν ακούσια ως μέσο προπαγάνδας, λες και τα πολιτικά “πιστεύω” καθορίζουν και το ταλέντο.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 στην Ελβετία είναι το παλκοσένικο των Μαγυάρων, αδιαφιλονίκητο φαβορί για την κατάκτησή του. Πράγματι, στα πρώτα δυο παιχνίδια φιλοδωρούν με εννέα γκολ την Κορέα και με οκτώ τη Γερμανία. Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του αγώνα χτυπούν στο ψαχνό, ο προσωπικός αντίπαλος του Πούσκας τον σταματά μόνο με τη βία. Κυριολεκτικά. Ο Γερμανός τον τραυματίζει τόσο σοβαρά που ο «Συνταγματάρχης» χάνει τα υπόλοιπα παιχνίδια, κυρίως τον πολυαναμενόμενο προημιτελικό με τη Βραζιλία, ίσως ένα από τα πιο επεισοδιακά παιχνίδια στην ιστορία των Μουντιάλ.
Το ματς με τους Βραζιλιάνους χαρακτηρίζεται «η Μάχη της Βέρνης», πρόκειται για ένα από τα πιο βίαια παιχνίδια όλων των εποχών, με μπουνιές, κλωτσιές, αποβολές, ξύλο στα αποδυτήρια. Ο προπονητής των Μαγυάρων καταλήγει στο νοσοκομείο με τέσσερα ράμματα στο κεφάλι, μαζί με τον Κάρολι Λάκατ που είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ξύλο.
Οι Ούγγροι, ακόμα και χωρίς τον Πούσκας, κατορθώνουν να κερδίσουν τους Βραζιλιάνους με 4-2 και να προκριθούν στα ημιτελικά, εκεί όπου τους περίμενε η κάτοχος του τροπαίου, Ουρουγουάη. Το ματς είναι συγκλονιστικό, λήγει ισόπαλο 2-2 στην κανονική του διάρκεια, με τους Ουρουγουανούς να αγγίζουν την πρόκριση στην εκπνοή, όταν το σουτ του μεγάλου Σκιαφίνο αποκρούστηκε, εκατοστά πριν περάσει τη γραμμή. Οι Ούγγροι στην παράταση καθαρίζουν (με δύο κεφαλιές του Σάντορ Κότσις) και την Ουρουγουάη και για πρώτη φορά στην ιστορία η «χρυσή ομάδα» προκρίνεται στον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Το παιχνίδι είναι προγραμματισμένο να διεξαχθεί στη Βέρνη, αντίπαλος της Ουγγαρίας είναι η Δυτική Γερμανία, η ίδια ομάδα που είχε διαλυθεί με 8-3 στον όμιλο. Ο Τελικός έχει ξεκάθαρο φαβορί και ακόμη και σήμερα θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των Μουντιάλ, μένει στην ιστορία σαν «Το θαύμα της Βέρνης».
Ο Πούσκας παίζει το ρόλο του Ελ Σιντ και επιστρέφει για τον Τελικό. Όσο αντέχει τους πόνους, είναι άπιαστος. Σκοράρει μόλις στο 6′ για το 1-0, δίνει την ασίστ δύο λεπτά αργότερα για το 2-0. Και ξαφνικά, black out. Η Ουγγαρία δεν ξαναεμφανίζεται στο χορτάρι, οι Γερμανοί, καθοδηγούμενοι από τον καταπληκτικό μεγάλο αρχηγό, Φριτς Βάλτερ, ισοφαρίζουν. Τους βοηθά αφάνταστα η καταρρακτώδης βροχή, η τύχη που σταματά τη μπάλα στα δοκάρια, αργότερα ξεπηδά και το μεγάλο μυστικό από τα θαυματουργά παπούτσια με τα οποία τους έχει εξοπλίσει ο Άντι Ντάσλερ, ιδρυτής της Adidas, και στο 84′ κάνουν το 3-2, κατακτώντας τον πρώτο τους τίτλο. Πολύ πριν εμφανιστεί ο Λίνεκερ, κάνουν για πρώτη φορά κατανοητό ότι «στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί».
Μόνο που εκείνη η πρώτη νίκη ήταν γεμάτη σκιές. Ο Πούσκας στο 88′ είχε ισοφαρίσει, το γκολ ακυρώθηκε ως οφσάιντ, όλο το ματς, εκτός από το διάστημα που έβρεχε τόσο πολύ που ήταν αδύνατον να παιχτεί στοιχειωδώς ποδόσφαιρο, είναι η προσωποποίηση όλων των κλισέ για «τον νόμο του ποδοσφαίρου».
Εκείνος ο Τελικός μένει στην ιστορία ως η μεγαλύτερη αδικία σε τελικά Μουντιάλ, ο Γιουγκοσλάβος συγγραφέας, Βλάντιμιρ Ντιμιτρίεβιτς, θα του αφιερώσει και ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του, «La Vie est un ballon rond» («Η ζωή είναι μια στρογγυλή σφαίρα»), ως το απαύγασμα της αδικίας, τη μεγαλύτερη αγωνιστική τραγωδία όλων των εποχών στο ποδόσφαιρο.
Πολλά χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσουν και οι τότε άγνωστες πτυχές του Τελικού, όπως οι σύριγγες που είχαν μαζί τους οι Δυτικογερμανοί, οι αμφεταμίνες που παρήγγειλαν λίγες μέρες πριν το παιχνίδι, το γεγονός ότι πολλά από τα μέλη εκείνης της ομάδας αναγκάστηκαν να σταματήσουν για λόγους υγείας το ποδόσφαιρο μετά την πύρρειο νίκη σε εκείνο το παιχνίδι.
Γεγονός είναι ότι, παρά την έλλειψη ενημέρωσης και επικοινωνιακών μέσων εκείνη την εποχή, όλος ο πλανήτης αναγνώρισε αφενός την Ουγγαρία ως ηθική νικήτρια του Μουντιάλ, δεδομένα ως την καλύτερη ομάδα, και αφετέρου στο πρόσωπο του Πούσκας τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που έχει εμφανιστεί ποτέ.
Όλος ο πλανήτης, εκτός από την ίδια την πατρίδα του Πούσκας, με την Κυβέρνηση να φέρει βαρέως εκείνη την ήττα και τα πυρά να εκτοξεύονται αναμενόμενα εναντίον του πιο εμβληματικού ποδοσφαιριστή της «χρυσής ομάδας». Η κατάσταση στην Ουγγαρία δεν είναι καλή, το δίχως άλλο ο κόσμος δεν αντέχει άλλο τον κυβερνητικό ζυγό και πολύ γρήγορα εξεγείρεται. Το ημερολόγιο δείχνει 1956, όταν τα σοβιετικά τανκς εισβάλλουν στη Βουδαπέστη για να καταστείλουν τη λαϊκή επανάσταση και, στο πλαίσιο του εκφοβισμού και της προπαγάνδας, διαρρέεται ότι ανάμεσα στους δεκάδες νεκρούς είναι και ο Φέρεντς Πούσκας, ο οποίος διαδήλωνε μαζί με τον λαό.
Δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια εκείνη η “είδηση”, ο Πούσκας έλειπε σε φιλικό τουρνουά στην Αυστρία μαζί με την υπόλοιπη ομάδα της Χόνβεντ, ήταν η τελευταία φορά που πέρασε τα σύνορα της πατρίδας του, δεν ξανακοίταξε πίσω, έκτοτε και μέχρι να αλλάξει το καθεστώς, και περιπλανήθηκε ανά την Ευρώπη, όταν -την ίδια ημέρα που εξασφάλισε την έξοδο από τη χώρα της γυναίκας του και της κόρης του- έμαθε πως η Ουγγρική Ομοσπονδία απαγόρευσε την οποιαδήποτε μεταγραφή του σε άλλον σύλλογο πλην εκείνου του στρατού.
Για μεγάλο διάστημα ζει μεταξύ Αυστρίας και Βόρειας Ιταλίας (Bordighera), ανήμπορος να κάνει το πράγμα για το οποίο γεννήθηκε. Να παίζει ποδόσφαιρο. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο στερείται μιας ομάδας που ήταν έτοιμη να σαρώσει τα πάντα και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η πολιτική στερεί από τον Πούσκας τα πιο παραγωγικά χρόνια της καριέρας του. Κανείς δεν ξέρει πού μπορούσε να φτάσει ο Φέρεντς, αν δεν υπήρχε εκείνη η αναγκαστική αποχή.
Η αγωνιστική απραξία φάνηκε πάρα πολύ γρήγορα στο σώμα του, έβαλε πάνω από 18 κιλά, δεν έμοιαζε πλέον με αθλητή. Τα μέλη εκείνης της Χόνβεντ προσπαθούσαν να κερδίσουν κάποια χρήματα, παριστάνοντας τον περιοδεύοντα θίασο ανά την Ευρώπη, είχαν μετατραπεί στους Harlems του ποδοσφαίρου και η μοίρα θέλησε το 1957 να επισκεφθούν και την Ελλάδα.
Οι Έλληνες φίλαθλοι δεν ήταν απλώς συγκινητικοί, οι αντιδράσεις τους και η υποδοχή τους υπήρξαν μοναδικές στα χρονικά. Υποδέχτηκαν κατά χιλιάδες τους Ούγγρους στο αεροδρόμιο, επικράτησε ένας άνευ προηγουμένου παροξυσμός και, όταν διέρρευσαν οι πρώτες φήμες περί συμφωνίας των μεγάλων αστέρων (εκτός του Πούσκας και οι Τσίμπορ, Γκρόσιτς και Κότσις) με τον Εθνικό, το ελληνικό ποδόσφαιρο εκτοξεύθηκε από την ανυποληψία στην κορυφή του ενδιαφέροντος πανευρωπαϊκά.
Τότε τους ποδοσφαιριστές αυτούς τους διεκδικούσαν ευρωπαϊκές ομάδες του διαμετρήματος της Ίντερ, της Μίλαν, η είδηση ότι ο Δημήτρης Καρέλλας, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης τότε στην Ευρώπη εταιρείας κλωστοϋφαντουργίας, ΑΙΓΑΙΟΝ Α.Ε., συμφώνησε μαζί τους και τους έκλεισε για τον Εθνικό, έκανε το γύρο του κόσμου.
Ο Εθνικός αυτομάτως θα μετατρέπετο σε πρώτο φαβορί όχι απλώς για τους εγχώριους τίτλους αλλά και για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή διοργάνωση, μιας και ο Καρέλλας είχε συμφωνήσει και με αρκετούς Ούγγρους της Εθνικής Ελπίδων, κορυφαίος εκ των οποίων ήταν ο επονομαζόμενος «νέος Πούσκας», Ζάμπο. ΕΠΟ και ΠΟΚ (Ποδοσφαιρική Ένωσις Κέντρου, αποτελούμενη από Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό, ΑΕΚ) κινητοποιήθηκαν άμεσα με στόχο να σταματήσουν εκείνο το τρελό όνειρο του Καρέλλα.
Ο Εθνικός είχε χρησιμοποιήσει στο Κύπελλο Πάσχα για ένα ημίχρονο τους Πούσκας και Κότσις, η διαφορά που έκαναν τα δύο μέλη της άλλοτε «χρυσής ομάδας» ήταν οφθαλμοφανής.
Το ΠΟΚ, διαισθανόμενο τον κίνδυνο της αλλαγής του status quo στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μετήλθε κάθε μέσου και, χρησιμοποιώντας εν αρχή την ΕΠΟ και κατόπιν την (τότε) πάντοτε βολική και πρόθυμη Προοδευτική, κατόρθωσε να αποτρέψει την επανάσταση. Ο Εθνικός τιμωρήθηκε σκαιότατα, η Προοδευτική κατήγγειλε και μια αστεία απόπειρα δωροδοκίας και η ΕΠΟ με κυβερνητική στήριξη προχώρησε στην πιο άδικη τιμωρία από καταβολής ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, αποβάλλοντας τον Εθνικό από το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και μηδενίζοντάς τον στα εναπομείναντα παιχνίδια, προκειμένου να μην κατακτήσει και το Πρωτάθλημα.
Ο Πούσκας σε όλα αυτά ήταν αμέτοχος, προς τιμήν του πρότεινε στον Καρέλλα να του επιστρέψει τα χρήματα της προκαταβολής, ο Πρόεδρος του Εθνικού όμως αρνήθηκε και του ζήτησε να περιμένει, μέχρι να διαλευκανθεί εντελώς η υπόθεση. Ο Πούσκας πράγματι έμεινε στην Ελλάδα για ένα δίμηνο, παρευρέθη μάλιστα και στο επεισοδιακό ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού στο στάδιο Καραϊσκάκης, όπου του ζητήθηκε να κάνει μέχρι και τον διαιτητή μετά τη διακοπή στο μισάωρο του αγώνα εξαιτίας των σκανδαλωδών αποφάσεων του διαιτητή.
Κατάλαβε αρκετά πράγματα για το ελληνικό ποδόσφαιρο ο Φέρεντς σε εκείνο το ντέρμπι, κυρίως όμως εξάντλησε την υπομονή του και δεν περίμενε άλλον τον Καρέλλα. Όταν η ΕΠΟ έκανε άρση της τιμωρίας του Εθνικού και η Προοδευτική εγγράφως παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε καμία απόπειρα δωροδοκίας, ο Κότσις με τον Τσίμπορ είχαν υπογράψει στη Μπαρτσελόνα και ο Πούσκας συμφωνούσε με τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Παρά το βέτο της FIFA και την άρνηση της Ουγγρικής Ομοσπονδίας να παραδώσει το δελτίο του, ο Μπερναμπέου, μετά από μια συνάντηση στο γραφείο του, πείθεται από τον υπέρβαρο και εκτός φόρμας Πούσκας να του δώσει την ευκαιρία να ξαναπαίξει μετά από μια διετία “κανονικό” ποδόσφαιρο.
Ο Πούσκας τηρεί όλες τις υποσχέσεις του, πολύ γρήγορα χάνει τα κιλά, προπονείται, εξελίσσεται στον πολυαγαπημένο και μυθικό «el cañoncito» για τους Μαδριλένους.
Αργότερα θα τον αποκαλέσουν και «Pancho, el cicle», θα στερέψουν τα επίθετα από τις εκπληκτικές εμφανίσεις του με την ολόλευκη φανέλα της «Βασίλισσας», στην πιο τεχνική ομάδα όλων των εποχών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Χέντο, Κοπά, Σανταμαρία, Ντι Στέφανο και Πούσκας είναι μια πεντάδα ονείρων, πέντε καλλιτέχνες του ποδοσφαίρου που, προεξέχοντος του «καλπάζοντος Συνταγματάρχη», διασύρουν όποιον κι αν βρεθεί στο διάβα τους.
Με τον Πούσκας έχτισε η Ρεάλ τον μύθο της, με τον Πούσκας απέκτησε τον τίτλο της «Βασίλισσας», με τον Πούσκας έγινε ο κορυφαίος σύλλογος στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Το 1960 έρχεται η πρώτη κούπα, εκείνη «με τ’ αφτιά». Θύμα της Ρεάλ η Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Ντι Στέφανο πετυχαίνει χατ τρικ, θα πει κανείς ότι δεν γίνεται καλύτερα. Κι όμως γίνεται. Ο Πούσκας θα σκοράρει τέσσερεις φορές, κατέχει μέχρι σήμερα (και δύσκολα θα σπάσει) το ρεκόρ γκολ σε Τελικό, κάνει απίθανα πράγματα με τη Ρεάλ, παρά τα πατημένα 30. Ανοίγει μάλιστα και ένα μαγαζί με λουκάνικα (!) δίπλα στο Bernabéu, ασχολείται (χωρίς επιτυχία, είναι η αλήθεια) με την εστίαση και -μετά κόπων και βασάνων αλλά και αρκετής βοήθειας από τη διοίκηση της Ρεάλ– αποκτά και την ισπανική ιθαγένεια για να ξεφορτωθεί εντελώς τον βραχνά της Ουγγρικής Ομοσπονδίας.
Μένει στη Ρεάλ μέχρι το 1966, σε ηλικία 39 ετών έχει κατακτήσει τα πάντα με τη «Βασίλισσα», έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ, έχει αναγκάσει όλον τον κόσμο να απορεί με το πώς εκείνος ο «χοντρός» (στο τέλος της καριέρας του ξαναπάχυνε) κάνει ότι θέλει στο γήπεδο κοντά στην ηλικία των 40 ετών.
Πρωταθλήματα, Κύπελλα, Πρωταθλητριών, Διηπειρωτικό, ο Πούσκας κατακτά ό,τι μπορούσε να κατακτηθεί, βγαίνει πρώτος σκόρερ παντού, κάθε παιχνίδι είναι μια μοναδική παράσταση, επινοεί καινούργια κόλπα, παίρνει από το χέρι το ποδόσφαιρο και το πηγαίνει στο επόμενο επίπεδο.
Αποφασίζει να γίνει προπονητής, μετά από σύντομα περάσματα από τη Χέρκουλες και μια μίνι περιοδεία στη Βόρεια Αμερική σε Σαν Φρανσίσκο και Βανκούβερ, έρχεται η κλήση από την Ελλάδα. Δεν την έχει ξεχάσει την Ελλάδα και παρά τη μακρά παραμονή του στην Ισπανία (ξαναγύρισε για να προπονήσει την Αλαβές), της οποίας φόρεσε και τη φανέλα σε εθνικό επίπεδο, όταν ο Παναθηναϊκός τον καλεί πίσω στην Αθήνα, αποφασίζει να αποδεχτεί την πρόταση και να αναλάβει τις τύχες του.
Είναι ανώφελο να αναφερθεί κανείς στα επιτεύγματα του Πούσκας στον Παναθηναϊκό, έχει συνδέσει το όνομά του με τη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία του συλλόγου, ήταν ο προπονητής της ομάδας του Τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο προπονητής της ομάδας στους Τελικούς του Διηπειρωτικού, πρόκειται για τις μεγαλύτερες διακρίσεις ελληνικής ομάδας από καταβολής ελληνικού ποδοσφαίρου.
Το κατάφερε μόνο και μόνο με την αύρα και την προσωπικότητά του, μεγάλος προπονητής δεν υπήρξε ποτέ, ήταν ένας καταπληκτικός ψυχολόγος, ένας άνθρωπος για τον οποίον άνοιγε κάθε πόρτα παγκοσμίως, τον γνώριζαν μέχρι και άνθρωποι που δεν είχαν δει ποτέ τους ποδόσφαιρο.
Ο Δομάζος κάποτε είχε πει ότι χωρίς τον Φέρεντς εκείνη η τρελή πορεία του Παναθηναϊκού στο Wembley δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, χωρίς εκείνο το θρυλικό «11 αυτοί, 11 εμείς» ο Παναθηναϊκός δεν θα είχε προκριθεί ποτέ στον Τελικό απέναντι στον τρομακτικό Άγιαξ του μεγάλου Κρόιφ.
Εκείνος ο Τελικός πιθανόν να ήταν και η παράδοση της σκυτάλης, το άτυπο πέρασμα από την κρύπτη από τον Πούσκας στον Κρόιφ, τον επόμενο μεγάλο, τον επόμενο επαναστάτη του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Ο Πούσκας θα εξακολουθήσει να κάνει τον γύρο του κόσμου, Χιλή, Σαουδική Αραβία, ξανά Ελλάδα για λογαριασμό της ΑΕΚ του Μπάρλου, της μεγαλύτερης ΑΕΚ όλων των εποχών.
Η συνέχεια έχει Αίγυπτο, Παραγουάη, Αυστραλία, όλες τις γωνιές της γης.
Ο Πούσκας είναι ένας ζωντανός πρεσβευτής του ποδοσφαίρου σε όλες τις ηπείρους, διάγει την έβδομη δεκαετία της ζωής του και εξακολουθεί να έχει την ίδια όρεξη για ποδόσφαιρο, την ίδια δίψα να μεταλαμπαδεύσει στα μικρά παιδιά το πάθος για τη μπάλα.
Το 1993, σε ηλικία 66 ετών, έρχεται η απόλυτη συγκίνηση και η μεγάλη δικαίωση της καριέρας του που δεν μπορεί να την υποκαταστήσει κανένας τίτλος. Τον καλεί πίσω μια άλλη πια Ουγγαρία, τιμής ένεκεν του προσφέρει την τεχνική ηγεσία της Εθνικής ομάδας, μιας πάλαι ποτέ κραταιάς ομάδας που δεν της επετράπη να γράψει τις δικές της χρυσές σελίδες στο παγκόσμιο βιβλίο του ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι.
Μπορεί να ξαναπατήσει το χώμα που γεννήθηκε, να μυρίσει τον αέρα της πατρίδας του, τα δάκρυά του είναι ευδιάκριτα. Ο κόσμος δεν τον έχει ξεχάσει, τον υποδέχονται σαν ήρωα, τον σηκώνουν στα χέρια, για τους Ούγγρους είναι σύμβολο, είναι η ίδια τους η πονεμένη ιστορία. Συναντά τους παλιούς συμπαίκτες, κλαίνε μαζί, προλαβαίνει να ζήσει εκείνες τις στιγμές, προτού του τις στερήσει η νόσος του Αλτσχάιμερ.
Όλοι παγώσαμε, όταν διαγνώστηκε η αρρώστια σε αυτόν τον άνθρωπο, ήταν από τις ελάχιστες που μπορούσαν να του πάρουν από μέσα του όσα πέτυχε στη ζωή του, να του στερήσουν τον πολυτιμότερο θησαυρό της διαδρομής του. Τις αναμνήσεις του. Η Ουγγρική Κυβέρνηση τού προσφέρει κάθε πιθανή ιατρική βοήθεια, ενόσω η κατάστασή του χειροτερεύει, του παρέχει κάθε φροντίδα, αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τα έξοδα και της διαμονής και της αγωγής του. Προλαβαίνει και παρίσταται το 2002 στην τελετή μετονομασίας του Puskás Ferenc Stadion στη Βουδαπέστη.
Δυστυχώς, δεν καταλαβαίνει πολλά πράγματα, 50.000 κόσμος που ήταν παρόντες και εκατομμύρια από τις τηλεοράσεις δάκρυσαν, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Όλοι ανατρίχιασαν, όταν σε μια θεόσταλτη αναλαμπή ο ίδιος ο Πούσκας δακρύζει στο κέντρο του γηπέδου, κλωτσώντας μια μπάλα για τελευταία φορά. Του το χρωστούσε η μοίρα αυτό, να φύγει μ’ αυτήν την τελευταία ανάμνηση, να κλωτσήσει μια μπάλα ποδοσφαίρου σε ένα γήπεδο που πήρε το όνομά του, στην πατρίδα που τον εξόρισε και επί δεκαετίες αρνείτο να τον αναγνωρίσει, θεωρώντας τον προδότη.
Ήταν 17 Νοεμβρίου του 2006, όταν έσβησε στη Βουδαπέστη σε ηλικία 79 ετών.
Η είδηση απασχόλησε τα media στα πέρατα του κόσμου, έγινε πρώτο θέμα στις εκπομπές, συνοδευόμενη από μια κοινή διαπίστωση:
Το παλληκαράκι της Kispest, ο «Öcsi», το είδωλο της «χρυσής ομάδας» με το μαγικό αριστερό, ο «Pancho» της «Βασίλισσας» Ρεάλ, ο «καλπάζων Συνταγματάρχης» είχε μόλις μπει στο κλειστό club με τους αθανάτους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φέρεντς Πούσκας – Εθνικός: Ένας πασχαλιάτικος ποδοσφαιρικός θρύλος!
Φέρεντς Πούσκας: οι Άγγλοι ασθενείς (του)
Η Αθήνα, πριν και μετά το σουτ του Καμάρα
Παράδοση σκυτάλης: Απο τον Πούσκας στον Κρόιφ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro