Μοντεβιδέο. Πόλη μνήμης, επιθυμίας, ονείρων. Μια πόλη κρυφή, αδιόρατη, σαν θρησκευτική παραβολή.
Το Μοντεβιδέο δεν εντάσσεται σε ιστορικά πλαίσια, δεν εκδηλώνεται, οι άνθρωποί του δεν το αφήνουν να φανεί. Τα παιδιά του, οι καλλιτέχνες του, οι συγγραφείς του, το κρατούν καλά κρυμμένο, δεν το προσφέρουν στους πολλούς.
Αυτή η αύρα της μη-ύπαρξής του, αποκαθιστά τον κρυφό χρόνο, το μετατρέπει σε έναν μυστικιστικό τόπο γεμάτο αλχημιστές.
Οι δρόμοι, οι αυλές, τα θέατρα, οι πολυκατοικίες, τα μαγαζιά, τα μικρά καφέ, παραπέμπουν σε πόλη του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. «Πικρή μελαγχολία από το παρελθόν, όταν η καθημερινότητα ήταν αιχμάλωτη της Μεγάλης Συνήθειας», όπως έλεγε ο σπουδαίος Χούλιο Κορτάσαρ.
Το Μοντεβιδέο είναι «εξόριστο» στη Λατινική Αμερική, μοιάζει πιο πολύ με ευρωπαϊκή πόλη κι απομακρύνεται από τις μελωδικές χορδές του Κάρλος Γκαρντέλ.
Στα σπίτια άνθρωποι χαμογελαστοί, αλλά εγκρατείς, εσωστρεφείς. Ο καθένας τους με μια ιστορία να τον ακολουθεί, μια ιστορία ταξιδεμένη από πατέρα σε γιο που την επιβεβαιώνουν μονάχα δυο παλιές γκραβούρες κρεμασμένες στο σαλόνι.
Στα καλντερίμια του Capurro, ένα αγόρι απ’ εκείνα τα ντροπαλά, με χαμηλά το βλέμμα και λιγοστά λόγια, ίσα να βγαίνουν απ’ το μισόκλειστο στόμα. Τόσο ταλαντούχο παιδί που δεν εντυπωσιάζεται από δάφνες και δόξα, γιατί το κλέος το ορίζει διαφορετικά.
Ο Έντσο Φραντσέσκολι ήταν η κανονικότητα του ταλέντου, η ταπεινότητα αν προτιμάτε.
Την ευφυΐα του δεν την έβαλε ποτέ σε πρώτο πλάνο, την κρατούσε καλά κρυμμένη για να μη χάσει απ’ την ψυχή του τον τόπο που μεγάλωσε.
Προτίμησε μια καριέρα σαν ευγενικό μυθιστόρημα, δίχως ανάγκη για ανατροπές και cliffhangers. Ένα μυθιστόρημα που το διαβάζεις σε ένα barrio του Μοντεβιδέο παρέα με ένα χορταστικό chivito (το πιο εμβληματικό street food έδεσμα στην Ουρουγουάη) και μια κρύα μπύρα, ακούγοντας το κουδούνι του τραμ που περνάει.
Στο δρόμο έμαθε να παίζει μπάλα, από τα 6 του χανόταν στα αυτοσχέδια παιχνίδια της γειτονιάς. Το μικρό, αμίλητο, καχεκτικό ξερακιανό αγόρι με τα ανύπαρκτα φυσικά προσόντα που μόνο αν το έβλεπες να παίζει καταλάβαινες ότι «της μιλούσε».
Μερικά πράγματα στη ζωή παραμένουν ανεξήγητα, μυστικιστικά, αγγίζουν τα όρια του υπέρλογου.
Ο Έντσο όλες τις φυσικές αδυναμίες τις υπερκάλυπτε με τη νοημοσύνη και το ταλέντο.
Για να γίνει ορατό αυτό το ταλέντο έπρεπε να το δεις, να το αισθανθείς, να το καταλάβεις.
Οικογένεια «ταγμένη» στην Πενιαρόλ, το καμάρι της πρωτεύουσας και της χώρας ολόκληρης, από την οποία απορρίφθηκε «γιατί είναι πολύ αδύναμος και πρέπει να βάλει κιλά», όπως είπαν. Ο ίδιος πέθαινε για τη Ρίβερ Πλέιτ (της Ουρουγουάης), αλλά τον έκοψαν κι από εκεί με την ίδια δικαιολογία.
Δεν πτοήθηκε, άλλωστε στα σχολικά πρωταθλήματα ήταν ήδη εσωτερικός θρύλος, μια φιγούρα που συμπλήρωνε το παιδί που θα άφηνε εποχή, το φίλο του τον Γκουστάβο. Από τα 11 ο Γκουστάβο Περντόμο είχε ήδη ενταχθεί στους Γουόντερερς του Μοντεβιδέο. Αυτός ο μικρός έπεισε τον Χοσέ Μαρία Μαρτιαρένα να ασχοληθεί με τον Έντσο.
Στις ακαδημίες των Γουόντερερς τους κέρδισε όλους αμέσως με τη συμπεριφορά του, την ταπεινότητά του, τη διάθεση να προσφέρει, καλύπτοντας κάθε κενό, κάθε ανάγκη της ομάδας. Ένα τόσο ταλαντούχο παιδί κι όμως έβαζε την ομάδα πάνω από τον εαυτό του.
Έπαιζε χαφ, έπαιζε εξτρέμ, έπαιζε δεκάρι, έπαιζε σέντερ φορ. Κάθε φορά έβρισκε τον τρόπο να καταπλήξει, κάθε φορά υπερκάλυπτε τις αδυναμίες με την ανυπολόγιστη ποδοσφαιρική ευστροφία του. Από ένα σημείο κι έπειτα, έγινε σαφές και στον πιο δύσπιστο κριτή ότι επρόκειτο για υλικό εθνικής σημασίας.
Η εθνική ομάδα στην Ουρουγουάη είναι κάτι σαν ακραία προσευχή, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος, ειδικά εκείνα τα χρόνια. Το “Centenario” είναι σαν ξωκλήσι που τα κεριά σιγοκαίνε στα μανουάλια του με την ελπίδα να αναβιώσει το 1950, όταν η Celeste βρέθηκε στην κορυφή του κόσμου.
El Maracanazo για όλο τον πλανήτη, εκτός από τη χώρα που σήκωσε το τρόπαιο εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Την Ουρουγουάη.
Δεκαπέντε χρόνια υπηρέτησε αυτή τη φανέλα ο Φραντσέσκολι με ανεκπλήρωτο το όνειρο να υψώσει το χρυσό κύπελλο στον ουρανό του Μοντεβιδέο.
Αρκέστηκε στα τρία Copa America, παράσημα της «φραντσεσκολικής» Ουρουγουάης που από ομάδα «δολοφόνων» και ψυχωμένων μέτριων, έγινε υπολογίσιμο μέγεθος και παράδειγμα προς -ποδοσφαιρική- μίμηση. Βαθμηδόν, με σχέδιο, με την αγάπη και την αγνή τρέλα ρομαντικών όπως ο Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες και με το ταλέντο μιας ιδιοφυΐας όπως ο Έντσο Φραντσέσκολι.
Το μεγάλο, το αποφασιστικό βήμα έγινε τον Απρίλιο του 1983, όταν ένας εντεταλμένος σύμβουλος από το Μπουένος Άιρες, χτύπησε τη σιδερένια πόρτα του Parque Alfredo Victor Viera. Ήταν ένας βλοσυρός κύριος, φορούσε μαύρο κοστούμι και κρατούσε μια βαλίτσα με 50 χιλιάδες δολάρια. Ήταν η προκαταβολή για να φορέσει τη λευκή φανέλα με την κόκκινη διαγώνια ρίγα ο Έντσο Φραντσέσκολι.
Θορυβημένοι οι παράγοντες των Μοντεβιδέο Γουόντερερς, συγκάλεσαν έκτακτο διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πολυήμερων διαβουλεύσεων και της εκπεφρασμένης επιθυμίας του ίδιου του ποδοσφαιριστή, η μεταγραφή έκλεισε. Ο Έντσο ήταν 22 χρονών.
Δεν ήταν εύκολο για κανέναν ποδοσφαιριστή να παίξει τότε στη Ρίβερ. Όσο πλούσιο κι αν ήταν το ταλέντο, απαιτείτο μόχθος, αφοσίωση, τόνοι ιδρώτα στην προπόνηση και στους αγώνες. Ο ταπεινός «νέος» με τα πεσμένα μαλλιά στο μέτωπο την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση την κέρδισε με αίμα.
Χρειάστηκε το μαγικό ραβδί του Δον Αδόλφο Πεδερνέρα, του προπονητή με μια εντελώς δική του, sui generis, Ρίβερ Πλέιτ στο κεφάλι του. Αυτός ο άνθρωπος εφηύρε ουσιαστικά τη θέση του «εννιάμισι» για τον Φραντσέσκολι, αυτός βρήκε τον τρόπο να κεφαλαιοποιήσει κάθε ίντσα του δυσνόητου ταλέντου του.
Ο Φραντσέσκολι έπαιζε ακριβώς με την ίδια φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τον τόπο που μεγάλωσε. Στο limbo μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, στο λεπτό σημείο που το παρελθόν συνδέεται με το παρόν και η ευτυχία ακουμπάει τη μελαγχολία.
Συναντήθηκε με τον Δον Αλφόνσο στην καφετέρια του συλλόγου, εκεί κατάλαβε τη σημασία του ρόλου του μέσα στο γήπεδο και αποφάσισε να κινείται αποκλειστικά στα τελευταία τριάντα μέτρα του γηπέδου.
Εκεί ήταν πιο επικίνδυνος, εκεί δεν σπαταλούσε δυνάμεις για να γυρίσει πίσω να πάρει τη μπάλα, εκεί απέβη «θανατηφόρος» για τις αντίπαλες άμυνες. Εκεί από «τον ξένο με τις αφέλειες» έγινε ο Πρίγκιπας.
Το 1984 η Ρίβερ τερμάτισε τέταρτη, οκτώ βαθμούς πίσω από την Αρχεντίνος Τζούνιορς. Όλο το Μπουένος Άιρες ωστόσο, αντί να μιλάει για τους πρωταθλητές, αποθέωνε εκείνο που «έρχεται». Ο Έντσο είχε σκοράρει 24 γκολ.
Σε κάθε σπίτι του Núñez, στα κουρεία, στις βιτρίνες των καταστημάτων, στους καθρέφτες και τα ράφια κάθε μπαρ γύρω από το Monumental, δέσποζε η ίδια αφίσα, ακουγόταν ο ίδιος παιάνας.
Στο πρόσωπό του, στην αισθητική του στο γήπεδο, ήταν αφιερωμένο κάθε «papelito», κάθε χαρτάκι που πλημμύριζε το γήπεδο της Ρϊβερ. Όλα για τον Πρίγκιπα.
Ένα προσωνύμιο που του ταίριαζε απόλυτα λόγω της μελαγχολικής μορφής του, της αύρας ανωτερότητας και γεννήθηκε επειδή πάντα σιγοτραγουδούσε το tango Principe: “Prìncipe soy, tengo un amor y es el gol”. Μια μοναδική μίξη ηθικής και αισθητικής, ένα παιχνίδισμα τέχνης και ιερουργίας.
Το σκήπτρο το άφησε 9 Μαρτίου του 1986, όταν η Ρίβερ κατέκτησε τον τίτλο κατατροπώνοντας τη Βελέζ στο Monumental με 3-0. Ο Φραντσέσκολι, νιόπαντρος από το γάμο του με τη Μαριέλα Γεμ, εκτελεί το πέναλτι στο τελευταίο λεπτό, σκοράρει και πανηγυρίζει χαιρετώντας τους πιστούς του στο αλλόφρον πέταλο.
Αυτός ήταν ο πρώτος αποχαιρετισμός, αφού η Ρίβερ είχε αποδεχθεί την πρόταση των 4 εκατομμυρίων δολαρίων από τη Ρασίνγκ Παρί και ο Πρίγκηπας επρόκειτο να μετακομίσει στο Παρίσι. Προσωπικά δεν θέλω να θυμάμαι τον Φραντσέσκολι με άλλη φανέλα. Μόνο με τη φανέλα της Ρίβερ.
Σε έναν άκρατο λυρισμό, εάν αναγκαστικά πρέπει να πιστέψουμε τον Άμλετ και όχι το δικαστήριο της Δανίας, ο Πρίγκιπας έφυγε τελικά για το Παρίσι. Με ένα πλούσιο συμβόλαιο, ένα φανταχτερό τότε Peugeot 205 και μια πολυτελή βίλα στα Ηλύσια Πεδία.
Η περιπέτεια του Παρισιού αποτυπώνεται εύγλωττα με έναν στίχο από το έμμετρο έπος του Τζον Μίλτον «Χαμένος Παράδεισος»: σε κάθε μυαλό ο παράδεισος μπορεί να γίνει κόλαση και το αντίστροφο. Ο Φραντσέσκολι μετέτρεψε τη δική του Μονμάρτη σε Καγιέν, βίωσε συγκλονιστικές διαμάχες με τον πρόεδρο Λαγκαρντέρ και απέτυχε, όπως απέτυχε παταγωδώς και η ίδια η Ρασίνγκ.
Παρά το φημολογούμενο ενδιαφέρον της Γιουβέντους που αναζητούσε το διάδοχο του Πλατινί, επέλεξε τη φιλόδοξη Ολιμπίκ Μαρσέιγ για επόμενο σταθμό.
Πίστευε ότι ο βρώμικος αέρας του λιμανιού, τα αρώματα της πολυπολιτισμικότητας και η φλόγα για κάτι μεγάλο, θα τον ανεβάσει ξανά επάνω στο θρόνο.
Ξανάγινε πρωταθλητής με τη Μαρσέιγ, αλλά ο Μπερνάρ Ταπί δεν τον σεβάστηκε ποτέ. Οι Γάλλοι δεν τον κατάλαβαν ποτέ, δεν μπήκαν καν στη διαδικασία.
Η απογοήτευση ήταν απέραντη, η ανάγκη να ξαναγεννηθεί επιτακτική. Μόνον ένας τρόπος υπήρχε. Να ψάξει τον εαυτό του στις ρίζες του.
Οι πρόγονοί του είχαν φύγει για τη Λατινική Αμερική από τη Νοβάρα κοντά έναν αιώνα πριν γεννηθεί. Η Ιταλία ήταν μια απόφαση ζωής, η ιστορική Κάλιαρι που μαχόταν για να αποφύγει τον υποβιβασμό ήταν μια επιλογή καρδιάς. Η χημεία ήταν καταπληκτική.
Έφτασε στη Σαρδηνία με μοναδικούς συμμάχους τους ομοεθνείς Ερέρα και Φονσέκα. Έμεινε τρία χρόνια και άφησε παρακαταθήκη τη σπίθα της αναβίωσης της μεγάλης ομάδας του Τζίτζι Ρίβα. Η Κάλιαρι από φαβορί για υποβιβασμό, ξαναβγήκε στο ΟΥΕΦΑ, έκανε τεράστιες νίκες, ξανάνιωσε μεγάλη ομάδα.
Το θαύμα δεν έγινε αμέσως, χρειάστηκε υπομονή και μόχθος, όπως τον πρώτο καιρό στη Ρίβερ. Ο Έντσο είχε την τύχη να βρει τον ήπιο διπλωμάτη Κλάουντιο Ρανιέρι που τον περίμενε υπομονετικά να ξαναβρεί τον εαυτό του και να βγει απ’ το σκοτάδι. Κι όταν βγήκε, είχε την ευτυχία να βρεθεί στο δρόμο του ο Καρλέτο Ματσόνε με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο και τις αρχέγονες ιδέες για το ποδόσφαιρο.
Έκλεισε γεμάτος τη βόλτα στον τόπο των προγόνων του στο Τορίνο. Το πρόσωπό του στεγνό, η αύρα σοβαρή, το βλέμμα σκοτεινό αλλά αληθινό, σαν μετανοημένος μοναχός. Ήταν έτοιμος, είχε ολοκληρώσει την προσωπική του οδύσσεια.
Στο μυαλό του, στην ψυχή του, στο αίμα του, μόνο η Ρϊβερ. Άπαντες σήκωσαν το φρύδι πιστεύοντας ότι επιστρέφει για τα τελευταία ένσημα, ότι τον δέχτηκαν πίσω για μια τιμητική συνταξιοδότηση.
Ο Έντσο όμως με την κόκκινη διαγώνια ρίγα άνθισε ξανά. Έζησε μια δεύτερη ποδοσφαιρική νιότη παίζοντας ποδόσφαιρο στην ομάδα που αγαπούσε, στην ομάδα που τον έκανε παγκόσμιο σύμβολο.
Η ζεστασιά των οπαδών της Ρίβερ, ο θαυμασμός και η λατρεία στο πρόσωπό του δεν έχει ξαναγίνει. Η δεύτερη θητεία στη Ρίβερ εξελίχθηκε στη δική του Εδέμ με τέσσερα πρωταθλήματα και πάνω απ’ όλα το Libertadores, το Ιερό Δισκοπότηρο κάθε συλλόγου στη Λατινική Αμερική.
Το πάθος και η λατρεία των οπαδών της Ρίβερ του χάρισε χρόνια καριέρας, ήταν 36 και έπαιζε σαν εικοσάχρονος. Και στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι εκείνη την 1η του Αυγούστου του 1999, έγινε μια γιορτή απίστευτου συναισθηματικού φόρτου, σε ένα Monumental που έκαιγε από έναν πρωτόγνωρο πυρετό αγάπης και πένθους. Το τελευταίο τανγκό.
Πάντοτε έλεγε ότι δεν ήθελε να τον αφήσει το ίδιο το ποδόσφαιρο, δεν ήθελε να μείνει απαθής στο μοιραίο και να περιμένει να τον «ξεβράσει» ο χώρος. «Ξέρεις κάτι; Δεν ήθελα να λένε μόνο “τι θαυμάσιος παίκτης!”. Ήθελα να με θυμούνται και ως εξαιρετικό άνθρωπο. Στη ζωή μας δεν υπάρχει μόνο το ποδόσφαιρο. Πάνω απ’ όλα είναι η σοφία, μια σωστή συμβουλή στα παιδιά μας, η καθαρότητα στην ψυχή και η στιγμή που στέκεσαι απέναντι στον εαυτό σου, τον βλέπεις γυμνό και εξακολουθείς να τον θεωρείς καλό άνθρωπο».
Η αυτογνωσία και η διδαχή του Πρίγκιπα, που σεβάστηκε την αφετηρία του, αγάπησε το ταξίδι του και λάτρεψε τον προορισμό.
Δεν ξαναβγαίνουν τέτοιοι. Είναι απ’ τα καλούπια που λίγοι καταλαβαίνουν και τα εκτιμούν μονάχα όταν σπάνε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η αξία της Ουτοπίας του Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro