Έλληνες, Καρχηδόνιοι, Ρωμαίοι, Άραβες, Νορμανδοί και Ισπανοί.
Οι άποικοι και οι κατακτητές που πέρασαν από τη Σικελία διαμόρφωσαν την ποικιλόμορφη κουλτούρα αυτού του ιδιαίτερου τόπου. Κάπως έτσι και αυτή η παράξενη μίξη δημιούργησε και την ιστορία του «Teste di Moro», την πιο διάσημη στο Νησί.
Ο θρύλος την τοποθετεί κατά την αραβική κατάκτηση (827 – 902), όπου μία ντόπια κοπέλα ερωτεύθηκε έναν κατακτητή Άραβα, Μουρ (εξού και το «Teste di Moro», δηλαδή «Πρόσωπο του Μουρ»). Η πανέμορφη κοπέλα ήταν ξακουστή στο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, μιας και κάθε μέρα πότιζε τα αρωματικά φυτά στο μπαλκόνι της. Και κάθε μέρα ο Άραβας πήγαινε κάτω από το μπαλκόνι και της τραγουδούσε.
Μία μέρα όμως η κοπέλα έμαθε ότι αυτός ο άντρας είχε γυναίκα και παιδιά στην Τυνησία. Τότε, σε μία αδιανόητη έκρηξη ζήλιας και θυμού, τον κάλεσε στο σπίτι και του έκοψε το κεφάλι. Μάλιστα, αφού επεξεργάστηκε το κρανίο, το έκανε γλάστρα για τον βασιλικό της.
Και ήταν τόσο ιδιαίτερη αυτή η γλάστρα, ώστε οι περαστικοί την ήθελαν κι εκείνοι και την έφτιαχναν ίδια σε κεραμικό. Κάπως έτσι, το «Πρόσωπο του Μουρ» βρέθηκε σε όλη τη Σικελία και θα παραμένει ακόμα και στις μέρες μας σε πολλά μπαλκόνια.

Ο Έντσο Σίφο.
«Μαύρα Πρόσωπα»
Όταν το 1952 ο Αγκοστίνο και η Αλφόνσα άφηναν πίσω τους τη φτώχια του Αρτζέντο στη Σικελία, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή στο Βέλγιο, στις βαλίτσες τους μετέφεραν ένα «Teste di Moro», για να τους θυμίζει την πατρίδα. Στη Λα Λουβιέρ, όπου ο Αγκοστίνο χώθηκε βαθιά στη γη, τα πάντα έμοιαζαν τρομερά δύσκολα για τους Ιταλούς μετανάστες, οι οποίοι σε μία στιγμή μετατράπηκαν σε ανθρακωρύχους.
Είχε και από άλλες χώρες (χιλιάδες Έλληνες), αλλά οι Λατίνοι ήταν οι περισσότεροι. Ο Αγκοστίνο μάλιστα ήταν από τους “τυχερούς”, καθώς σε ένα συγκλονιστικό ατύχημα στο ορυχείο έχασαν τη ζωή τους 136 συμπατριώτες του. Η Αλφόνσα είχε τοποθετήσει στο μικρό μπαλκονάκι το «Teste di Moro» και αυτό σε συνδυασμό με το ότι ο άντρας της ανήκε στους εργάτες που είχαν μουτζουρωμένα μούτρα οδηγούσαν τη γειτονιά στο να τους αποκαλεί κοροϊδευτικά τα «Μαύρα Πρόσωπα». Το ίδιο ακολούθησε και τα παιδιά τους.
Όταν λοιπόν τον Φεβρουάριο του 1966 γεννήθηκε το τρίτο παιδί της οικογένειας, το παρατσούκλι του ήταν ήδη έτοιμο. Ο Βιτσέντζο Σίφο θα ήταν ένα από τα δακτυλοδεικτούμενα «Μαύρα Πρόσωπα» της Λα Λουβιέρ.
Μόνο που όσο οι συνομήλικοί του τον κορόιδευαν τόσο εκείνος φρόντιζε να τους κάνει πλάκα στον δρόμο. Το συνέχισε στις ακαδημίες της Λουβιερουά και μόλις στα 14 του είχε ξεχωρίσει για το πρώτο μεγάλο βήμα. Μόνο που θα χρειαζόταν μετά το σχολείο σε καθημερινή βάση να διανύει 100χλμ. πήγαιν-έλα μέχρι τις Βρυξέλλες. Στα επόμενα τριάμισι χρόνια θα είχε σκοράρει 432 γκολ σε όλα τα κλιμάκια της Άντερλεχτ και θα υποχρέωνε τον εκ των κορυφαίων Βέλγων ποδοσφαιριστών, Πολ Βαν Χιμστ, να τον χρίσει βασικό με τους μεγάλους μόλις στα 17 του.
Κάπου εκεί θα ξεκινούσε και η πρώτη από τις τρεις φορές που θα μπορούσε να κατακτήσει τη χώρα των γονιών του, μα που δεν τα κατάφερε ποτέ. Και μπορεί στο Βέλγιο να τον θεωρούσαν ξένο, αλλά επίσης στην Ιταλία δεν τον θεωρούσαν δικό τους, αφήνοντας την ψυχή του για πάντα χωρίς πατρίδα.
Ο εκλέκτορας της «Squadra Azzurra», Έντσο Μπεαρτσότ, τον προσέγγισε, αλλά οι Ιταλοί έμειναν απλώς σε αυτό το τηλεφώνημα ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, η Άντερλεχτ κινήθηκε σε συνεννόηση με την Εθνική Βελγίου και του πρότεινε ένα δυνατό συμβόλαιο, με μοναδική προϋπόθεση να επιλέξει το εθνόσημο με τους «Κόκκινους Διαβόλους».
«Το αίμα μου δεν γίνεται να αλλάξει χρώμα, αλλά στο Βέλγιο μού έδωσαν την ευκαιρία να σταματήσει ο πατέρας μου να κατεβαίνει στα ορυχεία», θα αιτιολογήσει.

Ο Έντσο Σίφο με τη φανέλα της Άντερλεχτ σε ηλικία 18 και 32 ετών αντίστοιχα.
Παγκόσμιος
Αμέσως θα φανεί το ορθό της επιλογής, καθώς ο Γκι Τάις θα τον ρίξει στα βαθιά και στο Euro 1984. Είναι 18 ετών, ο νεότερος μέχρι τότε που εμφανίστηκε σε τελικά της διοργάνωσης, όταν θα ψηφιστεί MVP της αναμέτρησης με τη Γιουγκοσλαβία. Στην επόμενη αναμέτρηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει το μεγάλο ίνδαλμά του. Ο Μισέλ Πλατινί δεν του δίνει ακόμη σημασία, αλλά παρά το βαρύ 5-0 από τη Γαλλία ο Γάλλος εκλέκτορας, Μισέλ Ινταλγκό, θα σπεύσει να τον προαναγγείλει: «Αυτός ο μικρός είναι ήδη έτοιμος να ταράξει το παιχνίδι. Παρακολουθήστε τον»!
Στην επόμενη διετία θα επιβεβαιωθεί πανηγυρικά. Στην τετραετία (1983-1987) που θα μείνει στην Άντερλεχτ, θα την οδηγήσει σε τρία Πρωταθλήματα αλλά κυρίως στον Τελικό του Κυπέλλου UEFA το 1984, όπου θα ηττηθεί από την Τότεναμ. Ήδη ασχολούνται πάρα πολλοί μαζί του, αλλά είναι το Μουντιάλ του 1986 που θα φτιάξει τον μύθο του.
Στα γήπεδα του Μεξικού ο κόσμος θα παρακολουθήσει έναν 20χρονο να κάνει φανταστικά πράγματα. Είναι η εποχή των απόλυτων “10αριών” και ο μικρός θα ανταγωνιστεί σε ποιότητα τον Πλατινί, τον Ματέους, τον Ζίκο, τον Φραντσέσκολι, ακόμα και τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Ο τελευταίος θα του βάλει όμως φρένο σε μία ξέφρενη πορεία. Ο Σίφο θα σκοράρει δύο γκολ, θα μοιράσει ισάριθμες ασίστ και θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά (τέταρτηη θέση). Περισσότερο όμως από αυτά θα είναι οι κινήσεις του που θα τον απογειώσουν. Χειρίζεται άνετα και τα δύο πόδια του και παίζει πάντα με ψηλά το κεφάλι, αρχοντικά. Μοιράζει μπάλες, ανακαλύπτει παντού τις τρύπες και ντριμπλάρει με άνεση.
Κανείς δεν μπορεί να εντοπίσει τίποτα αρνητικό. Όλα δείχνουν ότι στο Παγκόσμιο Κύπελλο ξεδιπλώνεται το ταλέντο του επόμενου κορυφαίου στον κόσμο. Ο Πλατινί, ο οποίος αρχικά δεν του είχε δώσει σημασία, θα τον χρίσει διάδοχό του: «Είναι ο μοναδικός που μπορώ να πω ότι βρίσκεται σε θέση να με αντικαταστήσει στην Ευρώπη»!

Ο Έντσο Σίφο με τη φανέλα της Εθνικής Βελγίου.
Ημιτελής
Στην Ιταλία τον γλυκοκοιτάζουν για δεύτερη φορά. Η Ίντερ (1987) δεν θα μείνει στα λόγια. Εκεί όμως τα πράγματα είναι ζόρικα. Το Campionato εκείνης της εποχής είναι το πιο συγκλονιστικό Πρωτάθλημα, το πιο σκληρό μέρος που έχει υπάρξει ποτέ σε συλλογικό επίπεδο. Και ο 21χρονος παραείναι soft. Τουλάχιστον αυτό διαπιστώνει ο Τζοβάνι Τραπατόνι, ο οποίος σε μία σεζόν με 28 μισές εμφανίσεις και τέσσερα γκολ αποφασίζει ότι δεν του κάνει και εισηγείται την αποχώρησή του. Δεν θέλει καν να του δώσει δεύτερη ευκαιρία.
Ο Τύπος κατηγορεί για υπερβολή τον «Τραπ», αλλά το μέλλον θα αποφανθεί ότι είχε δίκιο. Ο Ιταλός κόουτς, ο οποίος τον θεωρεί πολύ αδύναμο σωματικά και πνευματικά, θα συμπεράνει πως ο Έντσο έχει δύο σημαντικά αγωνιστικά μειονεκτήματα που αποκαλύπτονται μόνο στη Serie A.
Το ένα είναι ότι δεν βοηθάει ποτέ στα μαρκαρίσματα, κάτι απαγορευτικό για το ιταλικό παιχνίδι της εποχής. Το δεύτερο ότι δεν μπορεί να οδηγήσει μία ομάδα. Έναν ηγέτη πρέπει να τον φοβούνται και να τον αγαπούν. Αν δεν γίνεται και τα δύο, τότε καλύτερα μόνο να τον φοβούνται. Και ο Σίφο δεν είναι ο παίκτης που θα τον φοβηθούν οι αντίπαλοι ή έστω θα τον αγαπήσουν οι δικοί του.
Τα παραπάνω αρνητικά δεν θα διαψευστούν ούτε στην Μπορντό. Μία ακόμα κακή σεζόν και στα 23 του ξαφνικά φαίνεται ότι η καριέρα του δεν θα έχει επιστροφή προς τα πάνω. Ωστόσο, εκεί εμφανίζεται το έμπειρο μάτι του Γκι Ρου. Ο θρυλικός κόουτς, ο οποίος έμεινε στον πάγκο της Οσέρ για 44 χρόνια, του δίνει ελεύθερο χώρο να δημιουργήσει και ο Βέλγος ξαναγίνεται μάγος με 25 γκολ και 20 ασίστ σε δύο χρόνια.
Ενδιάμεσα, θα επιστρέψει στην Ιταλία για το Μουντιάλ του 1990. Και εκεί, απέναντι στην Ουρουγουάη, θα σκοράρει την βολίδα που έχει τοποθετηθεί στα 10 κορυφαία γκολ όλων των εποχών στα Παγκόσμια Κύπελλα.

Ιούνιος 1990: Έντσο Σίφο εναντίον Εμίλιο Μπουντραγκένιο σε αναμέτρηση Ισπανία – Βέλγιο στο Μουντιάλ του 1990 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Παρά τον αποκλεισμό του Βελγίου, εκείνος είναι και πάλι τόσο υπέροχος, ώστε να τον τοποθετήσουν στην καλύτερη 11άδα της διοργάνωσης. Η πατρίδα είναι έτοιμη να τον καλέσει για ακόμα μία φορά. Προορισμός θα είναι το Τορίνο.
Το 1991 θεωρείται έμπειρος, ώριμος, ικανός, έτοιμος. Στη «Granata» θα βρει τον Βραζιλιάνο φορ, Βάλτερ Καζαγκράντε, και τον Σικελό εξτρέμ, Τζανλουίτζι Λεντίνι, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα θα αποκτηθεί από τη Μίλαν ως η ακριβότερη μεταγραφή όλων των εποχών.
Στο Τορίνο είναι καλός. Δεν είναι όμως αυτό που περιμένει ο κόουτς, Εμιλιάνο Μοντόνικο, και οι tifosi. Ο Βέλγος θα σκοράρει 20 φορές σε μία διετία και θα φέρει στην ομάδα τον τελευταίο τίτλο της (Coppa Italia 1993) αλλά και τη διεκδίκηση του Κυπέλλου UEFA (1992). Σε μία πορεία που απέκλεισε στους «16» την ΑΕΚ με συνολικό σκορ 3-2 και στα ημιτελικά έκανε την έκπληξη με τη Ρεάλ Μαδρίτης, θα νικηθεί στον Τελικό από τον Άγιαξ του Ντένις Μπέργκαμπ.
Ούτε εκεί θα μακροημερεύσει. Επισήμως, ο σύλλογος έχει οικονομικά προβλήματα και είναι υποχρεωμένος να πουλήσει τα… χρυσαφικά του. Ανεπίσημα, ο Μοντόνικο θα ακολουθήσει τα βήματα του Τραπατόνι και θα τον αδειάσει άκομψα δημοσίως: «Είναι πολύ καλός, όταν η ομάδα είναι καλή. Και, όταν η ομάδα δεν είναι, δεν κάνει τίποτα για να τη βοηθήσει. Ένας κλασικός τύπος δηλαδή που δεν έχει την απαιτούμενη προσωπικότητα»!
Για πρώτη φορά ο Σίφο θα απαντήσει. Και εκεί θα κατηγορηθεί για αλαζονεία. «Δεν μπορούν να με καταλάβουν. Όποια ομάδα με αγοράζει, εκείνη πρέπει να χτιστεί γύρω μου. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πρέπει να προσαρμοστεί»!
«Να φύγει. Δεν είναι Ιταλός, δεν θα μας καταλάβει ποτέ», θα γράψει το τοπικός Τύπος.

Νοέμβριος 1991: Ο Έντσο Σίφο με τη φανέλα της Τορίνο κόντρα στον Μίροσλαβ Οκόνσκι σε αναμέτρηση ΑΕΚ – Τορίνο / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ανάσταση
Και πάλι η διαδρομή θα είναι ίδια το καλοκαίρι του 1993. Προορισμός εκ νέου η Γαλλία, με τη Μονακό να ανασταίνει την καριέρα του. Ο Αρσέν Βενγκέρ τον πιστεύει και θα τον αφήσει να παίξει ελεύθερα, με συνέπεια να πάρει από εκείνον μία εξαιρετιική σεζόν. Ο Σίφο είναι άλλωστε ακόμη 27 ετών και έχει δυνάμεις. Γίνεται και πάλι ενορχηστρωτής, καθώς νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα ζεστό, προστατευμένο περιβάλλον που τον στηρίζει.
Η αποχώρηση του Βενγκέρ και ο ερχομός του Ζαν Τιγκανά θα τον κάνουν ακόμα πιο παραγωγικό. Σε αυτό θα βοηθήσει και η εκπληκτική φουρνιά που θα βγάλει η Μονακό. Μπροστά του θα έχει ένα πραγματικό πολυβολείο, με τους Τιερί Ανρί, Βίκτορ Ικπέμπα, Σόνι Άντερσον και Νταβίντ Τρεζεγκέ να απολαμβάνουν τις ασίστ του. Μαζί και οι Αλί Μπεναρμπία, Φαμπιάν Μπαρτέζ, Εμανουέλ Πετί, για να οδηγήσουν την πομάδα στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος το 1997.
Αυτή θα είναι και η τελευταία περιπέτειά του εκτός συνόρων. Η αγαπημένη του Άντερλεχτ θα τον καλέσει πίσω για το μεγάλο φινάλε. Μία γεμάτη τριετία που θα φέρει ακόμα ένα Πρωτάθλημα (2000). Κυρίως όμως θα τον στείλει σε ένα τελευταίο Μουντιάλ.
Αφού θα έχει ταξιδέψει στις ΗΠΑ το 1994 και στη Γαλλία το 1998, θα γίνει ο Βέλγος με τις περισσότερες παρουσίες σε Παγκόσμιο Κύπελλο και ένας από τους 14 συνολικά στον κόσμο με τέσσερεις διοργανώσεις.
Εκείνος βέβαια θέλει κι άλλο. Είναι λες και αυτό το απολαμβάνει περισσότερο από κάθε άλλο στο ποδόσφαιρο. Εκείνη τη σύναξη των κορυφαίων, νιώθει ότι ανήκει σε αυτή την κάστα και δεν θέλει να χάνει ραντεβού. Έχει βάλει στόχο το 2002 στην Ασία, αλλά ένας τραυματισμός στον ώμο και μία επιπλοκή στην επέμβαση, η οποία θα μπορούσε να του κοστίσει ακόμα και τη ζωή του, τον υποχρεώνουν σε αναγκαστικό αντίο.

Σεπτέμβριος 1993: Ο Έντσο Σίφο με τη φανέλα της Μονακό (δεξιά ο Λιλιάν Τουράμ) σε εκτός έδρας αναμέτρηση με την ΑΕΚ / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Μακριά από το οριστικό
«Σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή μου, ήταν κάποιοι που ισχυρίστηκαν ότι μου έλειπαν πράγματα, από το να θεωρηθώ πραγματικά σπουδαίος. Εγώ θα απαντήσω ότι δεν θα βρείτε πολλούς που να έχουν τα δικά μου ρεκόρ με την Εθνική αλλά και με τη δική μου χάρη στο παιχνίδι. Οπότε είμαι χαρούμενος με αυτό που υπήρξα στα γήπεδα και αυτό θα κρατήσω», θα μονολογήσει στο κλείσιμό του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Έντσο Σίφο προοριζόταν για κάτι περισσότερο από έναν δαντελένιο παίκτη. Μόνο που δεν έγινε ποτέ του αρχηγός, μιας και εκείνος που θέλει να τον υπακούν πρέπει να ξέρει και να διατάζει. Και εκείνος έμοιαζε μάλλον μπερδεμένος.
Ίσως να φταίει ότι δεν μπόρεσε να γίνει προφήτης σε κανέναν από τους τόπους του. Ίσως μέσα του ήταν πολύ Ιταλός για να είναι Βέλγος αλλά ταυτόχρονα και πολύ Βέλγος για να είναι Ιταλός.
Ίσως πάλι ότι ήταν πολύ καλός για να είναι κανονικός αλλά ταυτόχρονα και πολύ ατελής για να θεωρηθεί σπουδαίος.
Το πεπρωμένο εκείνου του παιδιού με το «Μαύρο Πρόσωπο» ήταν τελικά να σταματάει πάντα δύο βήματα μακριά από κάτι οριστικό. Και να κινείται αέναα σε μια περίεργη σφαίρα του ημιτελούς…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: