Τον λένε Μπάμπουλο. Είναι σκύλος, είναι καρτούν και είναι Βάσκος.
Τον επινόησε ο παραμυθάς, συγγραφέας, Μπερνάντο Ατσάγα. Τον αποτύπωσε στο χαρτί, δίνοντας μορφή και σχήμα στη φαντασία του, ο κορυφαίος εικονογράφος της Ισπανίας και ένας από τους δημιουργικότερους του πλανήτη, ο Μικέλ Βαλβέρδε (αδερφός του προπονητή).
Ο Μπάμπουλο, μέσα από τα βιβλία των δημιουργών του, έχει ταξιδέψει παντού, έχει βρεθεί παντού, σε ολάκερη την πορεία της ανθρωπότητας, παρουσιάζοντας μέσα από τις περιπέτειές του τα σημαίνοντα της ιστορίας. Συνήθως με τη βοήθεια των προγόνων του ή συγγενών τους σε τόπους άλλους, μακρινούς.
Για παράδειγμα, ο Μπαμπουλέγι ήταν στη Σάντα Μαρία, όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος διάβηκε τη μεγάλη θάλασσα και πρωτοπάτησε στη Νέα Γη. Ή ο Μενελίπος Μπάμπουλο ήταν αυτός που έσωσε τον Οδυσσέα από το τραγούδι των Σειρήνων και ο Μπαμπουλίδης αυτός έτρεξε στον πρώτο-πρώτο Μαραθώνιο. Και πόσοι άλλοι.
Αστείρευτη η φαντασία, ατελείωτα τα συμβάντα και γεγονότα που οι γεννήτορες του τετράποδου από τη χώρα των Βάσκων τοποθέτησαν στον χρόνο και τον τόπο, μόνο και μόνο για να διηγηθούν και να επιμορφώσουν τα απανταχού πιτσιρίκια. Με ιστοριούλες, με διηγήματα για πρωινό ή για καληνύχτισμα στο προσκέφαλο ενός κρεβατιού, όλα μέσα από περιπέτειες ενός σκύλου.
Για να τον ακολουθήσουμε, έτσι, με ιστοριούλες, με διηγήματα που περιγράφουν μια άλλη πορεία. Χωρίς συνέχεια, χωρίς σειρά, χωρίς ροή. Αυτοτελώς μα συνεκτικά. Σε μονοπάτι που, παρότι φαίνεται γραμμικό, εν τούτοις είναι, γονιδιακά θαρρείς, κυκλικό. Κλωθογυρίζει στα ίδια. Όχι βαρετά, όχι σε προβλεπόμενη επανάληψη, μα στηριγμένα σε αξίες βαθιά δομημένες, εσωτερικά ιερές, ξεπερνώντας τις νόρμες και τα μοντέλα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, έχοντας πλέον καθορίσει μια αταλάντευτη προσωπικότητα που ξεπερνάει κατά πολύ το άθλημα.
Όχι γιατί δεν το λατρεύει. Ίσα-ίσα. Αλλά γιατί ούτε εξαρτάται από αυτό ούτε και το υπηρετεί σώνει και ντε, με εκπτώσεις σε όσα ο ίδιος με την κάμερά του στο χέρι μπορεί να απεικονίσει. Για αυτό, μέσα σε αυτό, μέσα από αυτό.
La vida a lo bestia, η ζωή στα άκρα, στο όριο, στην υπερβολή.
Καλό, κακό, υποκειμενικό τελείως. Καλά-καλά ούτε και ο ίδιος μπορεί να ξεχωρίσει. Ή, έστω, μπορεί να διατυπώσει, με κάτι ξέχωρα της καλλιτεχνικής του έκφρασης.
Ίσως τελικά ο Μπάμπουλο ή, γιατί όχι, καλύτερα, ο «Μπαμπουλέρδε» να δώσει μελλοντικά μια κάποια λύση.
Μέχρι τότε, το παράδειγμα της χρήσης του τετράποδου οικειοποιείται. Και ως ιδέα μα κυρίως ως χρήσιμος, φανταστικός παρόντας και αφηγητής των όσων έχει σημάνει η καριέρα του Ερνέστο Βαλβέρδε.
Μπαμπουλιόλ
Είχε φτάσει 22 χρόνων. Και δεν είχε κλωτσήσει το τόπι σε επίπεδο La Liga. Δήλωνε επιθετικός, μα δεν έπειθε. Ούτε στην όψη, αφού με το ζόρι ξεπερνούσε τα 170 εκατοστά, ούτε κυρίως στις επιδόσεις. Δύο ντουζίνες γκολ σε μια τετραετία επαγγελματισμού δεν ζαλίζουν. Πόσο μάλλον όταν επιτυγχάνονται σε χαμηλότερες κατηγορίες. Γι’ αυτό και, όταν αποκτήθηκε από την Εσπανιόλ, καλοκαίρι του ’86, ουδείς ασχολήθηκε.
Ανάγκασε όμως. Τυχερός που αποτέλεσε μέρος της πιθανώς κορυφαίας ομάδας της ιστορίας των «Periquitos».
Στην πρώτη του χρονιά, τερμάτισαν στην τρίτη θέση. Ψηλότερα ποτέ δεν έχουν τερματίσει. Στην δεύτερη, επόμενο level. Αποκλείοντας μεταξύ άλλων Γκλάντμπαχ και Μίλαν, έφτασαν στον Τελικό του Κυπέλλου UEFA. Και ο Βαλβέρδε, με το «9» στην πλάτη, στη μέση όλων. Ενδεικτικό πως μόνο στη La Liga στη διετία του στην Εσπανιόλ πέτυχε 16 γκολ.
Την ημέρα όπου η συμπολίτισσα Μπαρτσελόνα ανακοίνωσε την πρόσληψη του Γιόχαν Κρόιφ στην τεχνική της ηγεσία για να μαζέψει μια άνευ προηγούμενου -τότε- κατρακύλα, ο άλλος, ανεπαίσθητος συγκριτικά και ιστορικά, πόλος της Βαρκελώνης βίωνε κάτι διαμετρικά αντίθετο και μοναδικό ιστορικά, φιλοξενώντας τη Λεβερκούζεν στο πρώτο από τα δύο ραντεβού τους στον Τελικό.
Εξελίχτηκε σε μονόπρακτο, με τους Καταλανούς να επικρατούν με 3-0, σκορ διαμορφωμένο μάλιστα από το ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, με την ασίστ στο τελευταίο γκολ από τα πόδια του Βαλβέρδε, σκορ που έμοιαζε φτωχό για την κυριαρχία τους, σκορ που έδινε εικόνα, αίσθηση, αύρα ανωτερότητας, τίτλου.
Κι όμως. Με τον ίδιο εκτός αποστολής, στο ίδιο λεπτό (57′), δύο εβδομάδες αργότερα στη ρεβάνς του BayArena, οι Καταλανοί δέχτηκαν το πρώτο τους. Ακολούθησε κατηφόρα, παράταση, πέναλτι. Και εκεί, με τρία χαμένα τελευταία πέναλτι, χάθηκε και το τρόπαιο.
Όπως νεόκοπος ήταν ως ποδοσφαιριστής, όταν πήγε στην Εσπανιόλ, έτσι, πρωτόλειος ουσιαστικά, με μιάμιση σεζόν τεχνικός σε επίπεδο La Liga, γύρισε 18 χρόνια αργότερα ως προπονητής.
Αναλαμβάνοντας μεν μια ομάδα που είχε πανηγυρίσει το μόλις τέταρτο τρόπαιο της ιστορίας της, το Κύπελλο Ισπανίας (2006), αλλά είχε αποφύγει τον υποβιβασμό κυριολεκτικά στο παρά ένα της χρονιάς, επικρατώντας με γκολ στο 89′ της Σοσιεδάδ στην τελευταία αγωνιστική.
Το ρόστερ, παρότι εν πολλοίς άγουρο, γεμάτο προοπτική και δυνατότητες. Ο Κάρλος Καμενί στο τέρμα, ο Ντάνιελ Χάρκε αφεντικό της άμυνας, ο Πάμπλο Σαμπαλέτα “μηχανάκι” στα άκρα, οι Λουίς Γκαρσία, Ιβάν Ντε Λα Πένια και Άλμπερτ Ριέρα οι κατευθυντήριοι δημιουργικά μοχλοί και ο Ραούλ Ταμούδο με τον Βάλτερ Παντιάνι η κατάληξη όλων επιθετικά.
Δεν υπήρξε μήνας του μέλιτος. Η Μπαρτσελόνα καλωσόρισε τον Βαλβέρδε διαλύοντας την Εσπανιόλ στο Super Cup (0-4), η νέα του ομάδα δεν σκόραρε καν στα τέσσερα πρώτα της παιχνίδια, κάνοντας μόνο μία νίκη στις 10 πρώτες αγωνιστικές του Πρωταθλήματος, ενώ ακόμα και η υπεράσπιση του Κυπέλλου έσβησε νωρίς με σοκαριστικό αποκλεισμό στον πρώτο κιόλας γύρο από την Ράγιο Βαγιεκάνο, τότε στη Segunda B.
Μοιραία, η θέση του προπονητή έγινε γρήγορα επισφαλής. Μέσα Νοεμβρίου ήταν, η Εσπανιόλ προερχόταν από έξι διαδοχικές ισοπαλίες στο Πρωτάθλημα και ο Βαλβέρδε ήξερε πως για έβδομη δεν είχε περιθώριο. Ειδικά εφόσον φιλοξενούσε την ανάλογα προβληματική πρώην ομάδα του, την καθ’ όλα και για πάντα αγαπημένη του, Μπιλμπάο. Στο 94′, απολυόταν. Στο 95′, με γκολ του ερχομένου από τον πάγκο, Παντιάνι, η Εσπανιόλ επικράτησε με 3-2 και, έτσι, παρέμεινε.
Σημείο καμπής. Και πιθανώς όχι μόνο μιας σεζόν ή μόνο για μια ομάδα. Απελευθερωμένοι οι Καταλανοί σκόρπισαν τέσσερεις μέρες μετά τη Ζούλτε Βάρεγκεμ (6-2 στην Βαρκελώνη, με τα τέσσερα πρώτα γκολ να σημειώνονται στο πρώτο ημίωρο) και έτσι ξαφνικά το Κύπελλο UEFA από περιττή αναγκαιότητα άρχισε να μορφοποιείται σε ευκαιρία, αρχικά τουλάχιστον, περαιτέρω ξεγνοιασιάς και δοκιμών.
Ιστορικά αξιοσημείωτο πως το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν το πρώτο στην καριέρα του Βαλβέρδε όπου ομάδα του παρατάχτηκε με τρεις στην επίθεση και σε σχηματισμό 4-3-3.
Στον όμιλο (με Άγιαξ και Αούστρια και μονά παιχνίδια) πρώτευσε με το απόλυτο. Και, παρότι στο Πρωτάθλημα είχε τα σκαμπανέβασματά της (τη μία εβδομάδα τη φιλοδωρούσε με τέσσερα η Ταραγόνα, την άλλη κέρδιζε με τριάρα την Μπαρτσελόνα), διεθνώς το μομέντουμ δεν άλλαζε, δίνοντας, αφού το στάτους στη La Liga τής το επέτρεπε, ολοένα και περισσότερο βάρος εκεί.
Με δύο νίκες απέκλεισε τη Λιβόρνο στους «32», στους «16» ξεπέρασε τη Μακάμπι Χάιφα (0-0 στο Ισραήλ, 4-0 στη ρεβάνς, με όλα τα γκολ να σημειώνονται στο τελευταίο ημίωρο). Ακολούθησε η Μπενφίκα στα προημιτελικά. Σε μοναδική παράσταση, έφτασε στο 3-0 πριν την ώρα στο πρώτο ματς στη Βαρκελώνη, οι Λουζιτανοί όμως κατάφεραν να βρουν τελικά και… πορτοφόλι, μειώνοντας στο τελικό 3-2.
Στη ρεβάνς όμως του Da Luz η Εσπανιόλ έδωσε μια άλλη διάσταση, ασυνήθιστη για τη φιλοσοφία της εκείνη τη σεζόν, μια ανασταλτικής συνέπειας. Πήρε το 0-0 και προκρίθηκε στα… ισπανικά ημιτελικά (Σεβίλλη και Οσασούνα είχαν φτάσει ως εκεί), όπου την περίμενε μία ακόμα, μετά τους Λουζιτανούς, προερχόμενη από τους ομίλους του Champions League, η Βέρντερ.
Οι μνήμες του χαμένου Τελικού του 1988 ανασύρθηκαν ακόμα πιο έντονα, όταν οι Καταλανοί πήραν προίκα για τη ρεβάνς της Βρέμης ένα 3-0 από το πρώτο παιχνίδι στο “σπίτι” τους. Εκεί, στον επαναληπτικό, οι μνήμες φάνηκε να μετατρέπονται νωρίς στους ίδιους εφιάλτες, με τους «Πράσινους» να προηγούνται γρήγορα. Έμειναν όμως 10 στο γήπεδο πριν καν το 20λεπτο και έτσι η Εσπανιόλ, αξιοποιώντας απόλυτα τη συνθήκη και το πλεονέκτημά της, γύρισε το παιχνίδι και με δεύτερη νίκη (2-1) έφτασε στον δεύτερο διεθνή Τελικό της ιστορίας της.
Κόντρα στη Σεβίλλη. Την κάτοχο του τροπαίου. Στο Hampden Park της Γλασκώβης. Δύο φορές οι Καταλανοί βρέθηκαν πίσω στο σκορ. Και στις δύο απάντησαν, πρώτα στέλνοντας τον Τελικό στην παράταση και εκεί, παρότι από το 70′ παίζοντας με 10, στα πέναλτι.
Δύο στα δύο. Και μηδέν στα δύο. Τρία άστοχα πέναλτι είχαν στερήσει από την Εσπανιόλ το τρόπαιο στον πρώτο της Τελικό. Άλλα τόσα απέκρουσε ο Αντρές Παλόπ στον δεύτερο, αφενός αλλάζοντας αμετάκλητα το στάτους των Ανδαλουσιάνων και αφετέρου επαναφέροντας στα ιστορικά του μέτρα -μια και καλή έκτοτε- αυτό της Εσπανιόλ.
Με τον συνδετικό κρίκο των δύο κορυφαίων διεθνών στιγμών της ιστορίας της, μια ως παίκτης και μια ως προπονητής, να πιστώνεται μεν τα ταξίδια, αλλά να μην γεύεται τους καρπούς των προορισμών τους. Καρποί που του έμειναν άγνωστοι, μαράζι παντοτινό, αφού ποτέ -έκτοτε- δεν μπόρεσε να τους γευτεί, όπου και αν βρέθηκε, όπου και αν προπόνησε…
Μπαμπουλετσέα και Μπαμπουλόπουλος
Γεννήθηκε στην Εξτρεμαδούρα, στο άλλο άκρο απ’ τη Χώρα των Βάσκων. Επειδή όμως οι γονείς του μετακόμισαν εκεί, ενόσω ο ίδιος ήταν βρέφος, οι συντοπίτες του παρέβλεψαν τις τυπικότητες και τους κανονισμούς και του επέτρεψαν να παίξει στο καμάρι τους, την Αθλέτικ, η οποία χώρο τότε είχε μόνο -αποκλειστικά και απαρέγκλιτα- για βέρους, γέννημα θρέμμα, Βάσκους.
Έξι χρόνια τούς έδωσε. Τα καλύτερα της ποδοσφαιρικής του καριέρας δεν ήταν σίγουρα. Τα πιο ήρεμα όμως, τα πιο κατασταλαγμένα, τα πιο ξεκάθαρα για το τι θέλει να κάνει και κυρίως πώς θέλει να το προσπαθήσει, ήταν σίγουρα. Πέραν του τιμητικού, ενδεικτικό πλήρους και άνευ όρων αποδοχής, που είχε το προσωνύμιο που του χάρισαν οι από τότε συμπατριώτες του, ήταν και έκδηλο του τρόπου. Με τον οποίον, ως τότε, λειτουργούσε στο γήπεδο και με τον οποίον, από τους πάγκους, θα λειτουργούσε ως προπονητής.
«Txingurri» λοιπόν τον είπαν. «Το μυρμήγκι». Εργατικός. Επίμονος. Χωρίς όμως να ακολουθεί την ίδια ρουτίνα, το ίδιο δρομολόγιο. Ποτέ του δεν έγινε τζίτζικας, όμως έμαθε να διακρίνει, να αξιολογεί, να ιεραρχεί και να κατηγοριοποιεί αυτά και όσα καθόρισαν τόσο την επαγγελματική του διαδρομή όσο και την προσωπική του, εκτός των γηπέδων (κυρίως αυτή), στάση και προσέγγιση.
Στην Αθλέτικ λοιπόν, στο Μπιλμπάο, στους Βάσκους, άρχισε να δομεί τα πάντα. Προπονητικά και καλλιτεχνικά. Προπονητικά, έκανε όλη την διαδρομή από τα φυτωριακά τμήματα ως την πρώτη ομάδα, την οποία και άμεσα, στην πρώτη του σεζόν στα σαλόνια, οδήγησε στην πέμπτη θέση και στο Κύπελλο UEFA (2004). Καλλιτεχνικά, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, όποτε είχε παραπανίσιο χρόνο (πάντα, οπουδήποτε, φρόντιζε να βρίσκει), με κασκέτο στο κεφάλι και την κάμερα στο χέρι να φωτογραφίζει. Οτιδήποτε τον κέντριζε. Και τότε τον κέντριζαν όλα. Παντού.
Το καλοκαίρι του 2021, εν μέσω της πανδημίας, έχοντας στις πλάτες του πάρα πολλά χρόνια ενεργούς ενασχόλησης με τη φωτογραφία, αποφάσισε να φιλοξενήσει στο γειτονικό τού Μπιλμπάο, Σαν Σεμπαστιάν, μια ακόμα έκθεση. Πάλι με κύριο -αλλά όχι μόνο- αντικείμενο το ποδόσφαιρο. Θέλοντας αφενός να δείξει τη βελτίωσή του ως καλλιτέχνης (την οποία και ο άπλετος χρόνος που πλέον είχε μετά την απομάκρυνσή του από την Μπαρτσελόνα τού είχε επιτρέψει να σμιλέψει) μα και μια διαφορετική οπτική.
Να αλλάξει την εστίαση, απαθανατίζοντας ο ίδιος αυτό που όλοι όσοι φανατικά, πιστά, μανιασμένα πολλές φορές, επιζητούσαν, ακολουθώντας, λατρεύοντας την ομάδα τους: να πάρουν δηλαδή μια ματιά από το “μέσα” της. Ο Βαλβέρδε ήταν μέρος διαχρονικά αυτού του “μέσα”, οπουδήποτε, σε όσες ομάδες υπηρέτησε. Και έτσι στις φωτογραφίες του έδειχνε αυτός από “μέσα” πώς φαίνονταν, πώς είναι, όσοι βρίσκονται “έξω”.
Κυρίαρχη και εδώ, και στη συγκεκριμένη έκθεση, η θητεία του στην Ελλάδα. Πολύτιμη. Σε δυο μέρη. Το πρώτο, στην παρθενική του διεθνή προπονητικά απόπειρα. Ο Ολυμπιακός σκαλοπάτι. Έτσι τον αντιμετώπισε, αφού γεύση και συνθήκες πρωταθλητισμού δεν είχε βιώσει ποτέ ως τεχνικός. Την πήρε, κατέκτησε το Νταμπλ και επαναπατρίστηκε αμέσως, μόνο και μόνο για να κλείσει την παρένθεση, γυρίζοντας στους «Ερυθρόλευκους» υπό άλλη ιδιοκτησία πλέον το καλοκαίρι του 2010 (και αφού είχε προηγηθεί το αποτυχημένο του πέρασμα στη Βιγιαρεάλ). Πρόσθεσε δύο ακόμα Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο.
Άκουσε, για πρώτη φορά και ίσως ποτέ αλλού έκτοτε, τ’ όνομά του, απλώς αυτό, να γίνεται σύνθημα από την εξέδρα. Λατρεύτηκε. Γοητεύτηκε από τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που η χώρα περνούσε και στα μάτια του αντικατοπτρίζονταν και στο ποδόσφαιρο. Τις αποτύπωσε όσο μπορούσε. «Έχω χιλιάδες ιστορίες να πω από την Ελλάδα. Και όχι μόνο ποδοσφαιρικά», εξομολογήθηκε, φεύγοντας.
Εδώ άλλωστε πραγματοποίησε την πρώτη του φωτογραφική έκθεση, προσπαθώντας όσες γίνονταν, όσες είχε την καλλιτεχνική επάρκεια να εξιστορήσει. Κοινός τόπος με αυτήν του καλοκαιριού του 2021 στο Σαν Σεμπαστιάν η εμφανής πλέον βάσει σύγκρισης αρτιστική του ματιά, η οποία γενίκευσε και την ποδοσφαιρική του θεώρηση. «Οι φίλαθλοι δεν πάνε απλώς για να παρακολουθήσουν ένα παιχνίδι. Πάνε για να συμμετέχουν σε αυτό». Τίποτα, όντως, δεν κινητοποιεί όσο το ποδόσφαιρο.
Και αυτό το επιβεβαίωσε, επιστρέφοντας και στο Μπιλμπάο, μετά από ένα πάλι κακό φεγγάρι στη Βαλένθια. Ακόμη μια τετραετία αφιέρωσε στο «San Mamés». Μακροβιότερος σταθμός και της πορείας του στους πάγκους. Κάτι περισσότερο για το πώς ένιωθε και πώς αποζητούσε το βάσκικο απάγκιό του, επαγγελματικό και ανθρώπινο, δεν χρειάζεται.
Χάρισε στα «Λιοντάρια» τον πρώτο τους τίτλο μετά από 31 χρόνια (το Ισπανικό Super Cup το 2015), τα έφερε στο Champions League (2014-2015) και, παρότι δεν ξόρκισε τους ευρωπαϊκούς του δαίμονες (ως τα προημιτελικά του Europa League έφτασε τη σεζόν 2015-2016, όπου και αποκλείστηκε -πάλι- από τη Σεβίλλη…), έγινε και παραμένει ο τεχνικός με τα περισσότερα παιχνίδια στην ιστορία τους.
Μπαμπουλόνα
Ήταν το πεπρωμένο του. Δεν γίνονταν να το απαρνηθεί. Το μικρόβιο τού μπήκε, ενόσω αγωνιζόταν στην Μπαρτσελόνα. Αγωνιζόταν. Υπερβολή. Σπάνια φόρεσε την «blaugrana» στην διετία του στο «Camp Nou». Περισσότερο άκουγε. Μάθαινε, ζώντας καθημερινά τις διδαχές του Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος από τότε, ενόσω είχε παίκτη απέναντί του, έβλεπε προπονητή. «Είναι έξυπνος. Τα μάτια του είναι πάντα σε κίνηση, ψάχνουν να βρουν νέα πράγματα και το μυαλό του ορθάνοιχτο για να μάθει», είχε προλάβει να γράψει ο Ολλανδός, πριν καν ο ίδιος ο Βαλβέρδε διανοηθεί να ξεκινήσει την προπονητική.
Σίγουρα όμως αυτός ήταν που έθεσε σε κίνηση όχι μόνο την ποδοσφαιρική μα και συνολικά την στάση ζωής του. Το μεδούλι της φιλοσοφίας του Κρόιφ, στο αποκορύφωμά της μάλιστα με την δημιουργία της Dream Team της Μπαρτσελόνα, ήταν που τον ενέπνευσε να κυνηγήσει αυτό ακριβώς το πεπρωμένο. Ποδοσφαιρικό, ναι, μα όχι μόνο. Ανθρώπινο, καλλιτεχνικό. Ανάγκη.
Έτσι λοιπόν, ως παίκτης των Καταλανών, γράφτηκε σε μια σχολή φωτογραφίας. Δεν την ολοκλήρωσε. Τον απορρόφησε η προπονητική, η εφαρμογή, η δοκιμή τουλάχιστον, της κατήχησης του Ολλανδού. Στην αρχή της προπονητικής του καριέρας δεν αποδείχτηκε σύμμαχος, γι’ αυτό κι άλλωστε βρήκε αποκούμπι στην κάμερα. Τότε ήταν λοιπόν, ύστερα από ένα σαββατικό που καθιέρωσε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στους πάγκους, που ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Φωτογραφίας της Βαρκελώνης.
Ήταν πλήρης. Εξέδωσε την πρώτη του συλλογή, ονοματίζοντάς την -ω, τι παράδοξο- «Ημίχρονο» («Medio Tiempo»). Αυτή ήταν η βάση της έκθεσης που έκανε, όταν έφυγε από τα μέρη μας. Η πρώτη του απόπειρα. Η πρώτη του, ανάλογη, τόσο διαφορετική, έκθεση της ψυχής του. Με όχημα αυτό που επέλεξε να υπηρετήσει, όπως ο ίδιος ένιωθε. Το ποδόσφαιρο. Με 66 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κατά βάση από την εν Ελλάδι θητεία του. Όχι μόνο μέσα από τα γήπεδα αλλά κυρίως από αυτά.
Το αποφάσισε κατόπιν της παρότρυνσης του μόνιμου υποστηρικτή του, του μόνιμου συνοδοιπόρου σε κάθε τι, της συζύγου του, Χουνκάλ. Ως τότε, εξετίθετο μόνο στους πάγκους. Ψέματα. Το έκαναν οι ομάδες του γι’ αυτόν, με όσα παρουσίαζαν στο γήπεδο. Επιτυχημένος πλέον. Μα δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τη φαμίλια του. Γι’ αυτήν ουσιαστικά έφυγε και τις δύο φορές από τον Ολυμπιακό.
Γι’ αυτό, πριν επιστρέψει και προπονητικά στο αγαπημένο του Μπιλμπάο, την πατρίδα που τον υιοθέτησε, αρνήθηκε το πρώτο κάλεσμα της Μπαρτσελόνα. Ήθελε, όποτε είχε την ανάγκη, να πάρει την κάμερά του, να πάρει τη μηχανή του και ν’ απαθανατίσει. Στιγμές, ανθρώπους, καταστάσεις, εικόνες. Όχι ζώντας την καθημερινή, συνεχή τρέλα ενός εκ των πλέον πολύβουων clubs του πλανήτη. Γούσταρε μαζί με τον κολλητό του, σπουδαίο Ισπανό μουσικό, Ρούπερ Ορντορίκα, και τις κιθάρες τους να νανουρίζουν μελωδικά τα παιδιά τους (παρότι δεν το χρειάζονταν πια…).
Ακόμα και όταν είχε αποφασίσει πως δεν θα συνέχιζε στο «San Mamés», δεν ήθελε να ακούει κουβέντα για την Μπαρτσελόνα. Σκόπευε να μην δουλέψει έναν χρόνο, να μείνει μακριά. «Είναι αδύνατον να συνδυάσεις την φωτογραφία, την οικογένεια, με μια ομάδα της Primera». Δεν το έκρυψε, δημόσια το έλεγε. Πόσο μάλλον όταν δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε ομάδα αλλά για την ομάδα που στιγμάτισε το ποδόσφαιρο στον αιώνα μας.
Το ήξερε λοιπόν. Ακόμα και όταν έγινε η πρώτη επαφή, λίγο μετά τον Απρίλιο του ’17, δεν ήθελε να το συζητήσει. Ήταν διστακτικός. Την λύση και πάλι η Χουνκάλ την έδωσε. Απότομα μα ρεαλιστικά. Όσο γοητευτικά παραδοσιακός σε αξίες ξεχασμένες και αν ήταν ο σύζυγός της, δήλωνε επαγγελματίας προπονητής. Και, παρότι ήταν όντως ικανός, ίσως ο μόνος σε τούτον τον πλανήτη, ν’ αρνηθεί δύο φορές την Μπαρτσελόνα (παράσημο από μόνο του που οι «Blaugrana», παρά την πρώτη του άρνηση, επανήλθαν, έχοντας την καθολική στήριξη των οπαδών τους), δεν γινόταν να συνεχίσει να δηλώνει τέτοιος, ζώντας με την απορία.
«Καλύτερα να ζεις με ενοχές για κάτι που έκανες παρά με απωθημένα για κάτι που δεν έκανες». Μόνο έτσι, τότε, πείστηκε.
Μα, και πάλι, δεν ήθελε να μπλέξει με πολλά-πολλά. Όπως αποκάλυψε ο Πρόεδρος της «Μπάρτσα», καθ’ όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν μίλησε ποτέ μαζί του. Μόνο με τον εξουσιοδοτημένο για όλα ατζέντη του (όλοι όσοι διαχειρίστηκαν τα των συμβολαίων του στις προηγούμενες ομάδες του μπορούν να το επιβεβαιώσουν, ο Βαλβέρδε δεν εμφανίστηκε ποτέ και πουθενά, στο οτιδήποτε).
Όλα. Μεγάλη κουβέντα. Δύο όλους και όλους όρους έθεσε. Πρώτα, να τον ακολουθήσουν στην Βαρκελώνη οι παντοτινοί του συνεργάτες, ο Γιον Ασπιάθου και ο Χοσέ Ποθάνκο. Δεύτερος, απαρέγκλιτος, διετές συμβόλαιο. Τόσο ήθελε, τόσο του χρειαζόταν, τόσο πλέον μπορούσε κιόλας. Και προπονητικά. Και εμπειρικά.
Και πρακτικά. Στη διετία του ως τεχνικός της Μπαρτσελόνα πανηγύρισε ισάριθμα Πρωταθλήματα, ένα Νταμπλ στην πρώτη του χρονιά και ένα Super Cup. Αυτά τον οδήγησαν, κόντρα στα θέλω του, κόντρα στις συνήθειες και τις αντοχές του, να συναινέσει σε ανανέωση. Δεν την χάρηκε. Δεν την ολοκλήρωσε.
Δύο σοκαριστικοί αποκλεισμοί στο Champions League, πρώτα από τη Ρόμα στα προημιτελικά του 2018 (4-1 το πρώτο ματς στη Βαρκελώνη, 0-3 στη ρεβάνς της «Αιώνιας Πόλης») και μετά, την επόμενη σεζόν, από τη Λίβερπουλ (η οποία ανέτρεψε το 3-0 του Camp Nou με ένα φοβερό και τρομερό 4-0 στο Anfield), αποδείχτηκε πως βάρυναν πολύ περισσότερο.
Μια αφορμή αναζητούταν. Πιθανώς και εκατέρωθεν. Δόθηκε στην αυγή του 2020 με την απώλεια του Ισπανικού Super Cup και οι δυο πλευρές χώρισαν συναινετικά, με τον Βαλβέρδε ν’ αφήνει τους Καταλανούς στην κορυφή της La Liga, την οποία και τελικά δεν κατέκτησαν.
Βρήκε την ηρεμία του. Είχε γεράσει. Η εικόνα του, και ειδικά του κολοβού τρίτου του χρόνου στον πάγκο των «Blaugrana», ήταν ενδεικτική. Και δεν είχε να κάνει με τον χρόνο, όχι. Ήταν η πίεση που φαινόταν, που καθρεφτιζόταν στις αλλαγές στο παρουσιαστικό του. Ήταν όλοι οι λόγοι, όλες οι αιτίες που τον έκαναν να είναι διστακτικός να αναλάβει τη διαχείριση αυτού του συναξαριού των τρελών και της παραφροσύνης.
Έφυγε και βρήκε την υγειά του. Την ηρεμία του. Την άνεση που πάντα ήθελε, εξασφαλίζοντας φυσικά και με την αποζημίωση που πήρε πως δεν θα χρειαστεί να δουλεύει, για όσο δεν νιώθει ο ίδιος την ανάγκη να το κάνει.
Ο πρόλογος σ’ εκείνη την συλλογή φωτογραφιών, στο «Ημίχρονο», είχε την υπογραφή του Μπερνάντο Ατσάγα, του δημιουργού δηλαδή του Μπάμπουλο. Έλεγε λοιπόν τότε πως ο Βαλβέρδε μπορεί ν’ αμφισβητείται ως ποδοσφαιριστής, μπορεί ως προπονητής, σίγουρα όμως δεν πρέπει ν’ αμφισβητείται ως φωτογράφος.
Η θητεία του στους «Blaugrana» μπορεί για κάποιους να ενίσχυσε την άποψη του Ατσάγα, μπορεί για άλλους να την αναίρεσε, θεωρώντας πως μόνο το αυτονόητο πέτυχε ο Βαλβέρδε εκεί. Μπορεί να είναι και έτσι. Μπορεί να ήταν ένας γάμος εξαρχής, βάσει φιλοσοφίας, αταίριαστος, ο οποίος κατέληξε σε μια συμβίωση μόνο και μόνο για “χάρη των παιδιών”, μέχρι να μην ήταν καν επαρκής λόγος για να παραταθεί.
Το σίγουρο είναι πως, ανεξαρτήτως αν πέτυχε ή όχι στη Βαρκελώνη, μόνο και μόνο το ότι καθυστέρησε την έκτοτε ελεύθερη πτώση της Μπαρτσελόνα, το ότι τράβηξε ως τα άκρα, ως το μη παρέκει τη φυσιολογική, νομοτελειακή ολοκλήρωση μιας εποχής, είναι επίτευγμα που πιθανότατα κάποια στιγμή θα καρπωθεί.
Όχι πως τον ενδιαφέρει. Περισσότερο θα πείραζε τον Ερνέστο Βαλβέρδε αν τελικά τον αμφισβητούσαν καλλιτεχνικά, φωτογραφικά, στην πόλη όπου, στο κάτω κάτω της γραφής, πήρε το πτυχίο του…
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Ενρίκε: Το νόημα της ζωής
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Βιθέντε Ντελ Μπόσκε: Η αφτιασίδωτη λιακάδα ενός γαλήνιου μυαλού
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool / Τσάμπι Αλόνσο – Λεβερκούζεν: Xabi, vidi, vici