Νοτιοανατολικά της Ολλανδίας, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο και τη Γερμανία, εκτείνεται το Limburg (ή Λιμβουργία επί το ελληνικότερον), μια περιοχή με απεριόριστη στρατηγική σημασία για ολόκληρη την Ευρώπη.
Συνδετικός κρίκος BeNeLux και κοιλάδας του Ρουρ, η Λιμβουργία είναι μια επαρχία με δική της γλώσσα, εντελώς ξεχωριστό χαρακτήρα και εξαιρετικά πολύτιμη γεωστρατηγική θέση από τους καιρούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι την εποχή των Αψβούργων και τους μεγάλους πολέμους.
Εύφορη και ιστορική γη που αποτέλεσε μήλον της έριδος για τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες δυνάμεις, με ιδιαίτερους ανθρώπους που γίνονται εύκολα παρεξηγήσιμοι στο φευγαλέο επισκέπτη. Άνθρωποι με δικούς τους κώδικες, δικό τους -περήφανο- πολιτισμό και τρομερές παραδόσεις, σε βαθμό που και η ίδια η Ευρώπη το αναγνώρισε, επιλέγοντας αυτόν τον τόπο για την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, τη συμφωνία που γέννησε την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τόπος αντιθέσεων και αντιφάσεων, άνθρωποι σκληροί, παραδοσιακοί, πότες, αλλά συνάμα περήφανοι, φιλόξενοι και πολυπράγμονες. Ό,τι πλησιέστερο στους δικούς μας Κρήτες.
Επειδή ποτέ και τίποτα δεν είναι τυχαίο, σ’ αυτήν την ιδιαίτερη γη, στο Μπρούνσουμ συγκεκριμένα, στις 7 Μαΐου του 1940 είδε το πρώτο φως ο Ευγένιος Γκέραρντ (Eugène/Gène Gerards).
Οικογένεια αμιγώς ποδοσφαιρική, πατέρας πρώην ποδοσφαιριστής και ερωτευμένος με το ποδόσφαιρο, για περισσότερα από 26 χρόνια Πρόεδρος της τοπικής Sport Vereniging (SV) Limburgia, αδελφός ποδοσφαιριστής, μάνα και αδελφή συνηθισμένες στα σκισμένα γόνατα, τις διπλές προπονήσεις και την ποδοσφαιρική ορολογία.
Πιτσιρικάς ονειρευόταν να γίνει πιλότος, τον συνάρπαζαν οι αιθέρες, η αίσθηση ελευθερίας που νιώθεις απέναντι στο άπειρο. Το ποδόσφαιρο το θεωρούσε μέρος της καθημερινότητάς του, μέσο άθλησης και σφυρηλάτησης ενός αθλητικού σώματος, όχι κύρια ασχολία, δεν ήταν συναρπαστικό στο εφηβικό μυαλό του.
Μέχρι που δοκίμασε σε μια σχολή πιλότων, κάθισε πίσω από το πιλοτήριο και πείστηκε ότι τόση αδρεναλίνη δεν ταιριάζει στο μειλίχιο χαρακτήρα του και ότι είναι πολύ πιο ασφαλής, πατώντας στο έδαφος.
Αφοσιώθηκε στο ποδόσφαιρο, ξεκίνησε να προπονείται πιο εντατικά και να διεκδικεί φάση βασικού στην SV Limburgia.
Το βασικό πρόβλημα δεν είναι ότι είναι αργός και μια πρώιμη εκδοχή “defensive striker”, αλλά ότι είναι «ο γιος του Προέδρου» με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παίρνει παιχνίδια, σκοράρει σποραδικά, φτιάχνει σιγά-σιγά ένα όνομα σε τοπικό επίπεδο και τον καλεί η (τότε) Φορτούνα ’54, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από το σπίτι του, στα σύνορα με τη Ρηνανία. Είναι 23 στα 24, διψάει για ποδόσφαιρο και θέλει να αποδείξει ότι δεν έπαιζε χαριστικά μέχρι πρότινος στην ομάδα του πατέρα του. Στη Φορτούνα αγωνίζεται από το 1964 μέχρι το 1969, σκοράρει αρκετά γκολ, κυρίως εμφανίζει μια πρωτοφανή για την κατηγορία αντίληψη του παιχνιδιού.
Η έλλειψη ταχύτητας εξαναγκάζει τον Γκέραρντ να αναζητήσει ποδοσφαιρικές διεξόδους οι οποίες περισσότερο παρέπεμπαν σε μεταγενέστερα, πιο σύγχρονα ολλανδικά μοντέλα. Παίζει με το χώρο, εκμεταλλεύεται το πλάτος, την ταχύτητα και την έκρηξη των συμπαικτών του που είναι μεγάλα ονόματα της εποχής.
Έχει την τύχη να αγωνίζεται συμπαίκτης με ποδοσφαιριστές όπως ο Γιαν Νότερμανς, ο Σπιτζ Κον, ο Μπαρτ Κάρλιερ, ο Βέλγος Τζεφ Βλίερς, κυρίως έχει την ευλογία να παίξει ποδόσφαιρο δίπλα σε μια τεράστια μορφή του ολλανδικού ποδοσφαίρου, τον Κορ Βαν Ντερ Χαρτ, τον πρώτο στόπερ στην ιστορία που εισήγαγε τεχνική και επιθετικές αρετές στην μέχρι πρότινος “ξύλινη” θέση.
Έμαθε πολλά από τον Βαν Ντερ Χαρτ, ο οποίος, μετά την τεράστια καριέρα σε Άγιαξ και τη μεταγραφή στη Γαλλία και τη Λιλ, επέστρεψε στην Ολλανδία και έβαλε ουσιαστικά τη Φορτούνα στον ποδοσφαιρικό χάρτη της χώρας. Η ομάδα φτάνει ακόμα και στη δεύτερη θέση της Eredivisie, κατακτά το Κύπελλο το 1957 στον Τελικό του De Kuip στο Ρότερνταμ εναντίον της μεγάλης Φέγενορντ, ανήκει δικαιωματικά στις κορυφαίες ομάδες της χώρας.
Ο Έγκε έχει αρχίσει και αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο διαφορετικά, έχει κατανοήσει ότι επωάζεται μια μοναδική σχολή και δεν ενοχλείται από το γεγονός ότι δεν είναι βασικός.
Τις υψηλές ταχύτητες μπορεί να τις παρακολουθήσει μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν και επιστρέφει στην ομάδα που τον ανέδειξε, την SV Limburgia, με παράσημο καριέρας την κλήση στην προεπιλογή της Εθνικής ομάδας από τον Ντένις Νεβίλ το Σεπτέμβριο του 1964 για το τουρνουά του Άμστερνταμ. Δεν τα κατάφερε να μπει στην τελική 22άδα, αλλά μέχρι τα στερνά του αυτήν την κλήση τη θεωρούσε κορυφαία στιγμή της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής.
Στην παρηκμάζουσα SVL παρέμεινε μέχρι το 1973, ακολούθησε την ομάδα στην πτώση ακόμα και στο ερασιτεχνικό περιφερειακό Πρωτάθλημα, προς το τέλος είχε αναλάβει και χρέη μέντορα για ορισμένα από τα νέα παιδιά που λόγω του κύματος “Άγιαξ” στην καθημερινότητα των Ολλανδών είχαν αγαπήσει και ήθελαν να δοκιμάσουν με το ποδόσφαιρο.
Ήταν 33 ετών, αλλά τα γόνατά του δεν άντεχαν πλέον την καταπόνηση και οι χαμηλές κατηγορίες για ένα ευπαθές και ταλαιπωρημένο σώμα είναι προς αποφυγήν. Κι όμως, το ποδόσφαιρο το σταμάτησε “πλήρης” από αγωνιστική άποψη.
Η αντίληψή του, η διορατικότητά του και η ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι του αντιπάλου τον είχαν μετατρέψει σε απαραίτητο συστατικό της ομάδας, η μεταδοτικότητα και το ενδιαφέρον του για τα νέα παιδιά τον οδήγησαν στην απόφαση να συνεχίσει από άλλο χώρο, αυτόν του προπονητή.
Ταξίδεψε στη φημισμένη σχολή της Κολωνίας, παρακολούθησε σεμινάρια, εντρύφησε στο πιο τακτικό κομμάτι του ποδοσφαίρου. Έχοντας εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και κατέχοντας το δίπλωμα ψυχολογίας, του έλειπε μόνον η εμπειρία και το βάπτισμα του πυρός για να ξεκινήσει καριέρα προπονητή.
Χρειαζόταν απλώς μια συγκυρία, ένας συνδυασμός τυχαιότητας των γεγονότων που θα του εξασφάλιζαν την πρώτη του δουλειά. Κι ο συνδυασμός αυτός δεν άργησε να έλθει και μάλιστα στην επαρχία του, τη Λιμβουργία.
Φεβρουάριος του 1974 και η καλύτερη ομάδα της επαρχίας, η Ρόντα, στο ελεύθερο πια από το κλείσιμο των ορυχείων, Κερκράντε, μένει χωρίς προπονητή. Ο Χένι Χόλινκ αποδέχεται την πρόταση της Στράσμπουργκ και μετακομίζει στην Αλσατία. Η πρώτη επιλογή αντικαταστάτη φέρνει στη Λιμβουργία τον φοβερό και τρομερό πρώην Αξιωματικό της Βέρμαχτ, Φριτς Πλίσκα.
Ο Γερμανός, εξαιτίας μιας ασθένειας που τον ταλαιπώρησε, δεν θα καθίσει ούτε δίμηνο στον πάγκο της Ρόντα, με αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό και την πλήρη αλλαγή στρατηγικής του συλλόγου. Η Ρόντα αποφασίζει να στραφεί σε νεαρούς Ολλανδούς προπονητές, να δημιουργήσει ένα είδος δικής της σχολής με άξονα τα εγχώρια και μη ταλέντα. Καλεί τον Μπέρτ Γιάκομπς, τότε στα 33 του, να αναλάβει το project, ο οποίος παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει ήδη πενταετή εμπειρία στους πάγκους στην Ουτρέχτη.
Ο Μπέρτ γνωρίζει τον Έγκεν στο κεντρικό γραφείο παροχής υπηρεσιών της νομαρχίας, όπου έχει πάει να διευθετήσει κάποια γραφειοκρατικά ζητήματα. Ο Γκέραρντ βρισκόταν επίσης εκεί έχοντας σύμβαση εργασίας με την κοινωνική υπηρεσία του δήμου του Μπρούνσουμ. Αυτό ήταν.
Ο Γιάκομπς γοητεύεται από την ικανότητα του Έγκεν να διαχειρίζεται τους ανθρώπους, όταν μαθαίνει ότι ασχολείται και με το ποδόσφαιρο γοητεύεται και τον εντάσσει στο team του σαν assistant. Το ημερολόγιο γράφει Μάιος του 1974 και ο Έγκεν Γκέραρντ είναι επισήμως βοηθός προπονητή στη Ρόντα, το ταξίδι του στους πάγκους έχει μόλις ξεκινήσει.
Παραλαμβάνουν τη Ρόντα στη 15η θέση, αμέσως την καθιερώνουν στις μεσαίες θέσεις της βαθμολογίας, διδάσκοντας ποδόσφαιρο σε νεαρούς ποδοσφαιριστές. Πολύ σύντομα, το 1976, η Ρόντα φθάνει μέχρι τον Τελικό κυπέλλου, όπου χάνει το τρόπαιο από την PSV, ποσώς ενδιαφέρει όμως Γιάκομπς και Γκέραρντ η τόσο γρήγορη καταξίωση. Αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο ως διδαχή, είναι παιδαγωγοί και εκτιμούν αμφότεροι ότι είναι πολύ πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι θεωρούν οι μάζες και το φίλαθλο κοινό.
Με τον Μπέρτ έχουν μια άψογη επαγγελματική σχέση και η χημεία τους βγαίνει και στην ομάδα, στα αποτελέσματα. Η “μικρή” Ρόντα αναρριχάται ακόμα και στην τέταρτη και πέμπτη θέση, αποδίδει σπουδαίο ποδόσφαιρο και το μυστικό βρίσκεται στην προπόνηση και την αυστηρή και ενδελεχή επιλογή ταλέντων της περιοχής και όχι μόνο.
Όταν την άνοιξη του 1980 ο Γιάκομπς κλείνει τον κύκλο του στην ομάδα, ο Έγκεν είναι στην καλύτερη και πιο παραγωγική ηλικία ως προπονητής, 40 ετών. Περιμένει να αναλάβει ο ίδιος, τελικά όμως η διοίκηση του συλλόγου προσλαμβάνει τον εξαιρετικό Πιτ Ντε Βίσερ.
Θα περίμενε κανείς ο Γκέραρντ να το φέρει βαρέως, απεναντίας ωστόσο, Πιτ και Έγκεν γίνονται οι καλύτεροι φίλοι, αδελφικοί που δεν χάλασαν τη σχέση τους μέχρι τα στερνά του.
Για να αντιληφθεί κανείς τι εστί Πιτ Ντε Βίσερ, αρκεί να κοιτάξει το βιογραφικό του, να διαβάσει αργότερα ως scout ποιους ποδοσφαιριστές ανακάλυψε και για ποιους εισηγήθηκε λέγοντας ότι θα κάνουν πολύ μεγάλη καριέρα. Ρομάριο, Ρονάλντο, Λουκάκου, Ρόμπεν, Βαν Νιστελρόι, Γκόμεζ, Νταβίντ Λουίζ, Φαρφάν, Όσκαρ, Άλεξ, Ντε Μπρόινε, Κουρτουά, Νεϊμάρ, Ντζούντζακ είναι μόνο μερικά από τα εκατοντάδες πολύ μεγάλα ονόματα που ξεχώρισε ο βραβευμένος με το Rinus Michels Award Ολλανδός δάσκαλος.
Εκείνον τον καιρό πάντως η αποστολή του Ντε Βίσερ δεν ήταν εύκολη, αφού αφενός έπρεπε να αντικαταστήσει τον πολύ αγαπητό Γιάκομπς στη Ρόντα και αφετέρου να γίνει ο ίδιος μέλος του team που θα έβρισκε και όχι να δημιουργήσει το δικό του.
Με τον Έγκεν έδεσαν σε ένα τρελό ταξίδι στη Δανία, απ’ εκείνα που συνήθιζε να κάνει ο Γκέραρντ προκειμένου να βρει τον επόμενο Νέεσκενς. Στο θρυλικό VW του Ευγένιου, ο Αθλητικός Διευθυντής Χενς Κέρβερ, ο έτερος βοηθός Τσεφ Μόμερτζ και ο Πιτ Ντε Βίσερ. Σαββατόβραδο ξεκίνησαν, είδαν το παιχνίδι στη Δανία και Δευτέρα πρωί ήταν πίσω στην προπόνηση.
Με δυο θερμός καφέ, μερικά σάντουιτς και την πειθαρχία του Έγκεν που τους άφηνε να κοιμούνται και οδηγούσε σκληρά, σαν πιλότος. Αυτή η άγνοια κινδύνου, αυτό το πάθος του Γκέραρντ εντυπωσίασε τρομερά τον Ντε Βίσερ, ειδικά από τη στιγμή που επρόκειτο για έναν άνθρωπο που θα γινόταν πρώτος προπονητής και του πήρε τη θέση.
Κόλλησαν, έβγαιναν μαζί, δοκίμαζαν μαζί τα αγαπημένα τους κρασιά, ο Έγκεν τον ξενάγησε στην περιοχή, τον έβαλε στην ομάδα, τον υπερασπίστηκε. Ο ίδιος ο Πιτ τα διηγείται και γεμίζουν τα μάτια του.
Η προπόνηση έγινε ένα προϊόν συλλογικότητας, δέσποζε όμως ο Γκέραρντ ως παλαιότερος και πιο νεωτεριστής. Ο Ντε Βίσερ είχε αναλάβει το τακτικό κομμάτι, ο Έγκεν προσπαθούσε να την κάνει ενδιαφέρουσα, να τεστάρει τα όρια των ποδοσφαιριστών. Τον Ιανουάριο του 1983 είχε χιονίσει πάρα πολύ στο Kερκράντε, οι ποδοσφαιριστές περίμεναν ότι η προπόνηση (λογικά) θα ματαιωθεί.
Στο γήπεδο από νωρίς ο Έγκεν, να κουβαλάει τα δοκάρια που ζύγιζαν μισό τόνο με τον πάγο επάνω τους, το τερέν κατεστραμμένο από τον πάγο. «Κανονικά προπόνηση, απλώς όχι εδώ», φώναξε ο Ευγένιος. Ο Ρενέ Τροστ, ο σπουδαίος αμυντικός που μετέπειτα έγινε και σημαία της ομάδας, δεν πίστευε στα αυτιά του και, όταν μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι, ο Έγκεν τους μάζεψε και τους πήγε στο Brunssummerheide, το αχανές πάρκο στο Λαντγκράαφ.
«Έχω χαράξει με κιμωλία και έχω αφήσει από ένα μαντήλι σε κάθε δέντρο. Ανά 200, 400, 600 και 800 μέτρα. Όποιος μου φέρει ένα-ένα τα τέσσερα μαντήλια θα πάρει ρεπό», είπε ο πανούργος Ολλανδός και έκλεισε το μάτι. Οι πιτσιρικάδες δεν κατάλαβαν ότι θα έκαναν προπόνηση, χωρίς να ακουμπήσουν μπάλα, χωρίς καν γήπεδο.
Χρησιμοποιούσε πάρα πολύ συχνά τέτοιου είδους τεχνάσματα ο Γκέραρντ, σε όλη του την καριέρα προσπαθούσε να είναι εφευρετικός, ήξερε ότι για τα νέα παιδιά το πιο βαρετό κομμάτι του ποδοσφαίρου ήταν η προπόνηση και ειδικά η ενδυνάμωση και η φυσική κατάσταση.
Προπονητές όπως ο Ντε Βίσερ, ο Χανς Έικενμπροκ, ο Φρανς Κέρβερ, τον λάτρεψαν γι’ αυτόν του το χαρακτήρα, οι παίκτες τον χαρακτήριζαν πολλές φορές σκληρό, θύμωναν μαζί του, αλλά αργότερα τον ευχαριστούσαν, γιατί έφτιαξαν την καριέρα τους.
«Χωρίς τον Έγκεν, δεν θα είχα πετύχει τίποτα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ήμουν κάποιος που ήθελε να δουλέψει σκληρά και να φτάσει ψηλά, αλλά δεν είχα ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση. Ο Έγκεν με έκανε να νιώσω ότι μπορώ να διαχειριστώ τις δυσκολότερες καταστάσεις, να κατακτήσω τον κόσμο. Έχω δουλέψει μεταξύ άλλων με τον Χουμπ Στέφενς, το Μαρτίν Γιολ, το Σεφ Βερχόοσεν. Κανείς δεν μπόρεσε να μου μεταδώσει όσα ο Γκέραρντ», θυμάται ο Τροστ.
Το είχε αυτό ο Γκέραρντ, μπορεί να απαιτούσε πειθαρχία και να φάνταζε αλλόκοτος στους παίκτες του, αλλά θα έκανε τα πάντα γι’ αυτούς. Εκείνος πρωτοστατούσε και, παρά την αδυναμία της διοίκησης να ανεβάσει επίπεδο την ομάδα, έκλεινε τα καλύτερα καλοκαιρινά τουρνουά για τη Ρόντα, προκειμένου να αποκτήσουν κυρίως οι νεαροί ποδοσφαιριστές παραστάσεις και να περάσουν στο επόμενο επίπεδο. Κι ας ήξερε ότι θα τους χάσει από το Κερκράντε και θα πάρουν μεταγραφή σε μεγαλύτερο σύλλογο ή είναι περαστικοί.
Ένας από αυτούς τους ποδοσφαιριστές που είχαν συνεργαστεί τότε μαζί του στη Ρόντα ήταν και ο Έλληνας Γρηγόρης Τσινός, λεπτομέρεια που θα αποβεί κομβική στην ιστορία μας.
Κάποτε έκλεισε ένα τουρνουά στην Πολωνία και, επειδή δεν υπήρχαν τα χρήματα για ένα μεγάλο και σύγχρονο πούλμαν, νοίκιασε τρία βανάκια, χώρισε την ομάδα σε οκτάδες και μπήκε μπροστά με το δικό του VW για να παίξουν οι πιτσιρικάδες στο τουρνουά. Είκοσι ώρες οδήγηση, Ολλανδία-Πολωνία, το καραβάνι του Γκέραρντ.
Σε ένα άλλο τουρνουά στο Κούνεο, είχε κατορθώσει να “χώσει” τη Ρόντα μαζί με τη Λίβερπουλ, την Τορίνο και τη Σέλτικ. Η Ρόντα προς έκπληξη όλων κέρδισε το τουρνουά, ο Έγκεν τους είχε ντοπάρει ψυχολογικά, μόλις μπήκαν στα αποδυτήρια, είδαν στους φοριαμούς από μια φωτοτυπία του προγράμματος της μίνι-διοργάνωσης που αναφερόταν στην ομάδα και την είχε κολλήσει εκεί ο Γκέραρντ. «”Αυτή η άγνωστη μικρή ολλανδική ομάδα”. Έτσι γράφουν, δεν σας υπολογίζουν. Για να δούμε αν έχουν δίκιο και εάν θα λιγοψυχήσετε, επειδή αντιμετωπίζετε τον Νταλγκλίς και τον Ρας».
Οι ποδοσφαιριστές πάντοτε, όταν νιώθουν ότι οι προπονητές τούς πιστεύουν, αποδίδουν καλύτερα, όσο κι αν κουράζονται στην προπόνηση. Το μεγάλο μυστικό του Γκέραρντ αυτό ήταν στο Kερκράντε. Έκανε τους ποδοσφαιριστές να παίζουν πότε γι’ αυτόν και πότε για τον εκάστοτε πρώτο προπονητή.
Στον πάγκο της ως πρώτος προπονητής κάθισε μόνο για ένα πολύ σύντομο διάστημα ως υπηρεσιακός, κι ας έχει γραφτεί κατά κόρον στην Ελλάδα το αντίθετο. Ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του τεχνικού επιτελείου, ιθύνων νους, όχι όμως ο head coach.
Σε κάποιο σημείο της καριέρας του, όταν πια είχε συμπληρώσει 10 ολόκληρα χρόνια στη Ρόντα, αναζητούσε μια νέα πρόκληση, πιθανόν μια κλήση από την Eredivisie που δεν ήρθε ποτέ. Το δίπλωμά του από την Κολωνία δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της πρώτης κατηγορίας της Ολλανδίας, ήταν ένα επίπεδο κάτω.
Ο Γκέραρντ είχε το ουσιαστικό αλλά όχι το τυπικό προσόν για να καθίσει στον πάγκο μιας top level ομάδας στο Ολλανδικό Πρωτάθλημα.
Όταν το Νοέμβριο του 1984 χτύπησε το τηλέφωνό του και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν άνθρωπος που βολιδοσκόπησε για λογαριασμό μιας ομάδας από την Ελλάδα, ο Έγκεν εξεπλάγη.
Είχε γνωριστεί με κάποιους ανθρώπους του Παναθηναϊκού στο τουρνουά του Άμστερνταμ, είχαν γίνει οι συστάσεις, αλλά δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του ότι θα μπορούσε ποτέ να κληθεί για να προπονήσει στην Ελλάδα.
Δεν ήταν αρνητικός, απλώς ενημέρωσε τον Κώστα Καζανάκη ότι μόλις είχε απολυθεί ο Έικενμπροκ από τη Ρόντα και είχε δεσμευθεί ότι θα μείνει για να βοηθήσει την ομάδα να βγει από το τέλμα. Ο Κώστας Καζανάκης αναφέρει στο Θόδωρο Βαρδινογιάννη ότι ο Ολλανδός υπήρξε θετικός στην προσέγγιση, αλλά εξήγησε ευγενικά ότι δεν μπορεί να αφήσει την ομάδα του εν μέσω της αγωνιστικής περιόδου και θα προτιμούσε να ξαναγίνει η συζήτηση το καλοκαίρι.
Ο Βαρδινογιάννης εκτίμησε πάρα πολύ τη στάση του Γκέραρντ, ως πρώτη έμμεση επαφή τού φάνηκε πολύ τίμια και “αντρίκεια”. Και ως γνωστόν, ο Θόδωρος ήταν Κρητικός με όλη τη σημασία της λέξης, απ’ εκείνους που το λόγο τον μετράνε περισσότερο από τα χαρτιά και τα συμβόλαια.
Όταν τον Ιανουάριο του 1985 ανέλαβε ο Φρανς Κέρβερ και η Ρόντα επέστρεφε σε μια κανονικότητα, ο Γκέραρντ άρχισε να το σκέφτεται πιο σοβαρά. Είχε επισκεφτεί αρκετές φορές την Ελλάδα, εκείνο το καλοκαίρι είχε κανονίσει διακοπές στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, τα Βαλκάνια δεν του ήταν ξένα, μη οικεία περιοχή.
Ο Βαρδινογιάννης δεν είχε ξεχάσει εκείνη την υπόσχεση του Ολλανδού στο τηλεφώνημα του Καζανάκη. Έδωσε εντολή να ξαναγίνει μια προσπάθεια, να επαναπροσεγγιστεί ο προπονητής που ο Τσινός ορκιζόταν ότι θα κάνει θαύματα στην Ελλάδα.
Ο ιστορικός φροντιστής της Ρόντα, Νορμπέρτ Κόιλεν, θυμάται ότι εξεπλάγη, όταν είδε τον Ευγένιο απλώς με μια βαλίτσα και ολομόναχο να αναχωρεί για την Ελλάδα. Ούτε ο ίδιος δεν περίμενε να ριζώσει στην Ελλάδα, θυμάται ο Κόιλεν.
Μάλιστα, είχε βγάλει εισιτήριο μετ’ επιστροφής, Ιούλιο αναχώρηση και Σεπτέμβριο επιστροφή. Είχε άλλωστε πίσω γυναίκα και παιδιά, μια ζωή που πολύ δύσκολα θα άφηνε ένας αστός σχετικά 45άρης. Ειδικά ο γιος του, ο Φρανκ, του το κράτησε για πολύ καιρό, δεν συνθηκολόγησε ποτέ με την απόφαση του πατέρα του να αφήσει μια ζωή για να ξεκινήσει ουσιαστικά μια καινούρια. Διότι στην Ελλάδα και το Ηράκλειο ο Έγκεν ουσιαστικά ξαναγεννήθηκε.
Από την πρώτη μέρα, από τότε που συνάντησε το Θόδωρο Βαρδινογιάννη στο γραφείο του στο Σύνταγμα, στο Meridien. Kόλλησαν αμέσως, υπέγραψαν μόνο εκείνο το συμβόλαιο, όλα τα επόμενα υπογράφηκαν με ένα σφίξιμο στο χέρι. Κρητικά και αντρίκεια.
«Αυτός ο άνθρωπος γελάει, εμπνέει εμπιστοσύνη και αποπνέει χαρά. Θα μεγαλουργήσει στον ΟΦΗ», είπε ο Θόδωρος στους συνεργάτες του, μετά τη γνωριμία με τον Ολλανδό. Και είχε δίκιο.
Ο Γκέραρντ, ο οποίος μέχρι τότε ερχόταν μόνο για διακοπές στην Ελλάδα, πήρε το μικρό VW του, το έβαλε στο καράβι, κατέβηκε στο νησί και ερωτεύτηκε πάνω απ’ όλα τον τόπο και μετά τον ΟΦΗ.
Όταν του είπαν να πάρει διερμηνέα, αρνήθηκε πεισματικά, απάντησε ότι τη χώρα τη μαθαίνεις, μόνο αν μάθεις τη γλώσσα. Πήρε τη γυναίκα ενός Ολλανδού που είχε μείνει στο νησί, την Αφροδίτη Σχιλτς, και έκανε μαθήματα κάθε μέρα, συνεχώς τη ρωτούσε για την Κρήτη, την ιστορία της, τα ήθη, τα έθιμα, τις κρυμμένες γωνιές της πόλης.
Από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην Κρήτη, ο άνδρας από τη Λιμβουργία μαγεύτηκε, σαγηνεύτηκε από τον τόπο και τους ανθρώπους. Είπαμε, τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Βρήκε έναν σύλλογο ουσιαστικά ερασιτεχνικό, χωρίς υποδομές, χωρίς βασικά πράγματα που στην Ολλανδία θεωρούνταν προαπαιτούμενα. Τον πήγαν στο Λίντο όπου έκανε προπόνηση ο ΟΦΗ, βρήκε ένα ανισοβαρές ρόστερ που προσπαθούσε να παίξει ποδόσφαιρο σε μια αλάνα, με τη θάλασσα και την αρμύρα να χτυπούν τα πρόσωπα των παικτών και τις μπάλες να χάνονται από τον αέρα.
Δεν υπήρχαν κανονικά αποδυτήρια, στα τέρματα τα υπολείμματα διχτυών σκισμένα, μπάλες να εκτοξεύονται στη θάλασσα. Οποιοσδήποτε θα είχε κάνει πίσω, δεν θα το τολμούσε να ξεκινήσει την οικοδόμηση ουσιαστικά μιας ομάδας από το μηδέν. Είχε όμως τη στήριξη του Θόδωρου, το όραμά του τον είχε συναρπάσει, πίστεψε ότι πραγματικά αυτός ο άνθρωπος τον ΟΦΗ τον θέλει ψηλά, πολύ ψηλά. Και έσκυψε το κεφάλι και στρώθηκε στη δουλειά, στην πραγμάτωση του σχεδίου.
Στην αρχή κανείς δεν έδινε τύχη στο σχέδιο του Θόδωρου και του Ολλανδού, όταν ανακοινώθηκε από τον ΟΦΗ, οι εφημερίδες δεν έγραψαν καν σωστά το όνομά του. Οι περισσότεροι που ήξεραν από Κρήτη και Ηράκλειο δεν του έδιναν ούτε τρίμηνο στον πάγκο του ΟΦΗ, οι πιο ρεαλιστές έκαναν λόγο για τεράστιο εγχείρημα χωρίς πιθανότητες επιτυχίας, η πιάτσα απλώς τόνιζε ότι «δεν θα κάνει παρέλαση».
Όντως ο ΟΦΗ ξεκίνησε με πολλά νεαρά παιδιά και αλλεπάλληλα άσχημα αποτελέσματα. Κάποια στιγμή ετέθη και θέμα αλλαγής στο Βαρδινογιάννη, η εντολή όμως ήταν να αποφευχθούν οι παλαιότερες παλινωδίες (πριν τον Γκέραρντ ο ΟΦΗ είχε αλλάξει τρεις προπονητές σε μια σεζόν, τον Πετρόπουλο, τον Μπέιλι και τον Πάκερτ), να πέσει το βάρος στις ακαδημίες, να στηριχθεί ο προπονητής.
Κι όπως γίνεται στα παραμύθια, από τότε που ο Γκέραρντ στηρίχθηκε και αποφασίστηκε να τελειώσει τη σεζόν με οποιοδήποτε κόστος, ο ΟΦΗ από τον Ιανουάριο του ’86 άρχισε να πετάει φωτιές.
Ταυτόχρονα με την πρόοδο στην ομάδα, υψωνόταν επιτέλους και η κερκίδα με την επέκταση στο Γεντί Κουλέ, έπεφταν τα θεμέλια για το μεγαλύτερο απ’ όλα τα έργα υποδομής, το Βαρδινογιάννειο Αθλητικό Κέντρο (ΒΑΚ), το οποίο ολοκληρώθηκε το ’89-’90. Ξεκινούσε η εποχή ΟΦΗ στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Γκέραρντ συνένωσε τη ζωντάνια του τόπου με την βορειοευρωπαϊκή οργάνωση, με το πτυχίο ψυχολογίας δεν δημιουργούσε απλώς ποδοσφαιριστές, έπλαθε χαρακτήρες.
Την πρώτη του μόλις χρονιά ο ΟΦΗ βγήκε στην Ευρώπη, επιτυχία ασύλληπτη μέχρι τότε, την οποία πιστώνονται τόσο ο Ολλανδός όσο και ο Θόδωρος με τους συνεργάτες του, τον Καζανάκη και το Μυριοκεφαλιτάκη.
Ήρθε η πρώτη νίκη στο UEFA, το 1-0 με τη Χάιντουκ στο Γεντί Κουλέ, η συνέχεια υπήρξε ονειρική. Γιάννης Σαμαράς, Νίκος Νιόπλιας, ο μεγάλος Χιλιανός Αλεσάντρο Ίσις, υπερχρήσιμοι βετεράνοι όπως ο Γρηγόρης Χαραλαμπίδης και ο Τάκης Περσίας, ο πρώτος ΟΦΗ του Γκέραρντ είναι χάρμα ιδέσθαι.
Τρίτη θέση στο Πρωτάθλημα και ο πρώτος Τελικός Κυπέλλου Ελλάδος. 21 Ιουνίου του 1987 στο Ολυμπιακό Στάδιο εναντίον του Ηρακλή. Το ΟΑΚΑ δεν έχει πάρα πολύ κόσμο για την εποχή (λίγο πάνω από 30.000 άνθρωποι), ωστόσο η παρουσία των Κρητικών το κάνει να χορέψει πεντοζάλη.
Στην Αθήνα έχει τρομερή ζέστη, είναι μια πρόγευση του θανατηφόρου καύσωνα που ακολούθησε και κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες συμπατριώτες μας έναν μήνα αργότερα.
Το παιχνίδι είναι αργό, ο Αρχοντίδης, όπως συνήθιζε, έχει παρατάξει τον Ηρακλή με αμυντικούς προσανατολισμούς, αφήνοντας όμως ελεύθερους τους ταλαντούχους μέσους του, ενώ από την άλλη ο Γκέραρντ έχει προτιμήσει την έμπειρη ενδεκάδα του, ποντάροντας στην προσωπικότητα και το καθαρό μυαλό.
Κακός Τελικός, παραγωγή φάσεων δεν υπάρχει και ό,τι καλό προκύπτει προέρχεται από στημένες φάσεις. Σε μια από αυτές, με τη συμπλήρωση του ημιώρου, ο Βασίλης Χατζηπαναγής εκτελεί ένα φάουλ από αριστερά, κοντά στο σημαιάκι του κόρνερ, ο Γιάννης Μιχαλήτσος απομακρύνει με το κεφάλι και ο Σάββας Κωφίδης με δυνατό σουτ, προτού η μπάλα ακουμπήσει στο έδαφος, τη στέλνει πρώτα στο δοκάρι και μετά στα δίχτυα.
Ο Ηρακλής προηγείται ανέλπιστα με 1-0, με ένα γκολ που πανηγυρίζεται πολύ έντονα από παίκτες και κόσμο του «Γηραιού», αλλά ταυτόχρονα “ξυπνάει” τον ΟΦΗ που από εκείνο το σημείο και μετά γίνεται αφεντικό στο ματς και ξεπερνάει το άγχος του “πρωτάρη”.
Πολύ γρήγορα και ενώ ο Ηρακλής δεν μπορεί να διαχειριστεί το προβάδισμά του στο σκορ, ο Όμιλος, αφού “προειδοποίησε” δύο φορές, φτάνει στην ισοφάριση. Ο Γρηγόρης Παπαβασιλείου σεντράρει και ένας από τους καλύτερους κεφαλοσφαιριστές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Δραμινός Γρηγόρης Χαραλαμπίδης, πηδώντας στο σωστό χρόνο, με δυνατή σκαστή κεφαλιά νικάει Λευκόπουλο και Γκεοργκίεφ και ισοφαρίζει. Είναι μόλις το 35ο λεπτό και οι ουδέτεροι αισιοδοξούν ότι τα δύο γκολ μπορεί να βελτιώσουν το μέχρι τότε κακό θέαμα.
Γίνεται το αντίθετο, οι δύο ομάδες κλείνονται ακόμα περισσότερο και ακολουθεί αυτό που συνηθίζουμε να λέμε για να αποκρύψουμε το κακό θέαμα «παιχνίδι κέντρου». Ο ΟΦΗ προσπαθεί κατά διαστήματα να τρέξει λίγο περισσότερο τη μπάλα, κάνει κάποιες χλιαρές επισκέψεις στην εστία του Γκεοργκίεφ, αλλά δεν κατορθώνει να βρει το δεύτερο γκολ.
Η ζέστη έχει υποχωρήσει κάπως λόγω του προχωρημένου της ώρας, ο Αρχοντίδης κάνει ακόμα πιο αμυντικογενή τον Ηρακλή, αλλάζοντας τον Καραΐσκο με τον σκληροτράχηλο Γιώργο Παπαδόπουλο, και το παιχνίδι στο δεύτερο ημίχρονο γίνεται ακόμα χειρότερο από το πρώτο. Τα 90 συμπληρώνονται, χωρίς να μεταβληθεί απολύτως τίποτα και οι δύο προπονητές εξακολουθούν να προσέχουν την άμυνα ακόμα και κατά τη διάρκεια της παράτασης.
Ο Αρχοντίδης αποφασίζει να κάνει την κίνησή του στο 98ο λεπτό, βάζοντας στο παιχνίδι τον σέντερ φορ Αδάμου, προς έκπληξη όλων όμως σηκώνεται η πινακίδα με τον αριθμό «10». Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, εμφανώς δυσαρεστημένος, αποχωρεί, ενώ οι φίλαθλοι απορούν με την κίνηση του Σερραίου τεχνικού του Ηρακλή να αποσύρει το «Βάσια».
Το παιχνίδι φωνάζει ότι θα κριθεί στα πέναλτι και ο Χατζηπαναγής είναι ίσως ο μοναδικός σπεσιαλίστας ανάμεσα στους 22, συνεπώς η αντικατάστασή του στερείται λογικής.
Το ημίωρο της παράτασης ολοκληρώνεται πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς το παραμικρό αξιοσημείωτο πέραν της αντικατάστασης Χατζηπαναγή, και ο Τελικός πηγαίνει στα πέναλτι. Πρώτος καλείται να εκτελέσει ο Νορβηγός Ζούντμπι, ο οποίος κατάκοπος στέλνει τη μπάλα ψηλά άουτ. Ο έμπειρος Χαραλαμπίδης που έχει επιλεγεί από τον Γκέραρντ ευστοχεί και ο ΟΦΗ αποκτά και το ψυχολογικό πλεονέκτημα.
Ακολουθεί το μίνι σόου και το highlight της καριέρας του Μύρωνα Σηφάκη. Ο Σηφάκης είναι από σπόντα βασικός στον Τελικό και, όπως μαρτυρά και το ονοματεπώνυμό του, γέννημα θρέμμα Κρητικός και Ηρακλειώτης. Η βραδιά της 21ης Ιουνίου αποτελεί για εκείνον το παράσημο της καριέρας του, αφού σε ηλικία 27 ετών γίνεται ο ήρωας της μιας νύχτας και ο άνθρωπος που επί της ουσίας θα χαρίσει το τρόπαιο στον ΟΦΗ.
Αποκρούει το πέναλτι του Χρήστου Ζήφκα και, αφού ευστοχούν Τσινός, Δανιήλ Παπαδόπουλος και Παπαβασιλείου, κρίνει τον Τελικό στο τελευταίο πέναλτι του Αδάμου. Η εκτέλεση του φορ του Ηρακλή είναι κακή, το πλασέ του στην αριστερή γωνία του Μύρωνα είναι ασθενές και ο Σηφάκης θα το αποκρούσει και αυτό με τη βοήθεια της τύχης, αφού η μπάλα μετά το χέρι του θα χτυπήσει στο δοκάρι και ως διά μαγείας θα επιστρέψει στην αγκαλιά του.
Ο ΟΦΗ είναι Κυπελλούχος Ελλάδος, ο Σηφάκης, δευτερόλεπτα αφού συνειδητοποιεί τι έκανε, διανύει το μισό γήπεδο αλαλάζων με υψωμένη τη γροθιά, προτού πνιγεί στις αγκαλιές των συμπαικτών του. Στα επίσημα ο Θεόδωρος Βαρδινογιάννης είναι εμφανώς συγκινημένος που η ομάδα του τόπου του κατακτά έναν τίτλο, είναι μια μεγάλη βραδιά για την οικογένεια Βαρδινογιάννη, αφού στο γήπεδο παρίστανται και τα αδέλφια του, Βαρδής και Γιώργος.
Το καμάρι της Κρήτης κατακτά τον πρώτο του τίτλο και το Ηράκλειο γιορτάζει, ξεχύνεται στους δρόμους. Πέφτουν πραγματικά πολλά λεφτά στις υποδομές της ομάδας, ο Θόδωρος είναι ξετρελαμένος με τον Γκέραρντ, ο οποίος δεν εμμένει σε αμιγώς ποδοσφαιρικά κριτήρια, αλλά προσέχει τα μικρά παιδιά σε όλες τις εκφάνσεις του σπορ, τακτικά, φυσική κατάσταση, εκπαίδευση, παντού.
Νομοτελειακά έρχεται και η πρώτη ευρωπαϊκή πρόκριση, εναντίον της Βίτοσα (Λέφσκι Σόφιας) ανατρέποντας το 1-0 της Βουλγαρίας με 3-1 στο Γεντί Κουλέ. Στον επόμενο γύρο θα έλθει ο πολύ δύσκολος αποκλεισμός από την Αταλάντα του Στρόμπεργκ, με παράσημο το ιστορικό 1-0 με το γκολ του Περσία στην Τούμπα.
Ο ΟΦΗ έχει παγιωθεί στις πρώτες βαθμολογικές θέσεις, αφήνοντας πίσω του παραδοσιακές δυνάμεις του ελληνικού ποδοσφαίρου, ξανατερματίζει τρίτος στο Πρωτάθλημα και κατακτά και το Βαλκανικό Κύπελλο την επόμενη χρονιά στον Τελικό με τη Ραντνίτσκι (3-1 με γκολ του Βλαστού, του Μπατσινίλα και του Νίκι Παπαβασιλείου).
Όλη η ποδοσφαιρική Ελλάδα μιλάει για το θαύμα του Γκέραρντ που πλέον αρχίζει και παρομοιάζεται με τον Γκι Ρου του ελληνικού ποδοσφαίρου. είναι ο μοναδικός αμετακίνητος προπονητής όλων των εποχών.
Και οι επιτυχίες του διαδέχονται η μια την άλλη. Το 1990 δεύτερος Τελικός Κυπέλλου μέσα σε μια τριετία, αυτή τη φορά χωρίς την κατάκτηση του τροπαίου (2-4 από τον Ολυμπιακό του Ντέταρι), σταθερά υψηλές θέσεις στο Πρωτάθλημα και το 1993 έρχεται και η ονειρώδης ευρωπαϊκή πορεία.
Ο ΟΦΗ στον πρώτο γύρο αποκλείει τη Σλάβια Πράγας, την δεύτερη κορυφαία ομάδα της Τσεχίας μετά τη Σπάρτα.
Στην ομάδα έχουν προστεθεί μυθικές πια μορφές της, όπως ο Μαχλάς, ο Μαρινάκης, ο Πουρσανίδης και ο αγαπημένος Ντράγκαν των Snakes, ο Τζουγκάνοβιτς. Αυτά τα παιδιά ήταν οι μόνοι μαζί με τον Γκέραρντ και κάποιους αισιόδοξους εντός ομάδας που πίστεψαν ότι η ομάδα είχε τύχη ακόμα και απέναντι στην Ατλέτικο Μαδρίτης, την οποία η κληρωτίδα έφερε αντίπαλο στον επόμενο γύρο. Η ήττα με 1-0 στο Vicente Calderón αποδείχθηκε πολύ μικρή για εκείνον τον ΟΦΗ. Ο Γκέραρντ τούς μάζεψε όλους και στήθηκε το μεγάλο κόλπο.
Στο κατάμεστο Γεντί Κουλέ, με ρεσιτάλ ομάδας και κόσμου, ο ΟΦΗ κάνει το απίστευτο, αποκλείει την Ατλέτικο, με το τελικό 2-0 να μοιάζει φτωχό. Μεγάλος πρωταγωνιστής του αγώνα ένα παιδί γεννημένο στο Ηράκλειο, Ομιλήτης γέννημα θρέμμα, ο Νίκος Μαχλάς.
Ο ΟΦΗ στους «16» του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης, η μοναδική ομάδα μετά την ΑΕΛ με διάρκεια και επιτυχίες στο ελληνικό ποδόσφαιρο, η μόνη που γεννά οπαδούς και προωθεί το δικό της αθλητικό μοντέλο. Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα και για Πρωτάθλημα, από την Κρήτη δεν μπορεί να περάσει κανείς, το Βαρδινογιάννειο παράγει διαρκώς νέους αθλητές, ο Γκέραρντ έχει γίνει ένα με την πόλη, η πόλη έχει γίνει ένα με τον Ευγένιο.
Η ποδοσφαιρική Ελλάδα λογίζει το Ηράκλειο τη δυσκολότερη έδρα μετά την Τούμπα, σέβεται απεριόριστα αυτό το απίθανο δημιούργημα. Ο ΟΦΗ έχει αρχίσει και γίνεται “ενοχλητικός” ακόμα και για τον Παναθηναϊκό.
Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την πορεία των πραγμάτων και την αλληλουχία των γεγονότων, εάν την 21η Σεπτεμβρίου του ’96 ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης δεν οδηγείτο νεκρός στο Υγεία, μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η είδηση στην Κρήτη πραγματικά έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, ο θρήνος και στον ΟΦΗ και προσωπικά στον Ευγένιο ήταν βαρύς.
Ο Μανώλης Παπαματθαιάκης ήταν ο πρώτος που διείδε τον κίνδυνο για τον ίδιο τον ΟΦΗ, αφού η υπόλοιπη οικογένεια ουδέποτε τον αγάπησε όπως ο Θόδωρος. Η ομάδα προχώρησε με όση βενζίνη είχε απομείνει στο ρεζερβουάρ, ο Γκέραρντ άντεξε σκάρτη τετραετία, πριν κλείσει το μεγαλύτερο κεφάλαιο της καριέρας του το 2000.
Εκείνη την 21η Μαΐου του 2000 στο Γεντί Κουλέ έγινε το συναισθηματικά φορτισμένο αποχαιρετιστήριο ματς. Τα περισσότερα “παιδιά” του εκεί, όχι όμως όλα. Στο γήπεδο πολύς κόσμος, «δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ Ολλανδέ, Ολλανδέ».
Ο Ευγένιος χρίζεται επίτιμος δημότης Ηρακλείου, είναι το λιγότερο για έναν άνθρωπο που ήρθε ως Gène Gerards κι έγινε Ευγένιος Γκεραρντάκης. Ορόσημα των τελευταίων του χρόνων στην ομάδα η έξοδος στην Ευρώπη τη σεζόν που έφυγε ο Θόδωρος με το περίφημο γκολ του Κουτσουπιά στο ΟΑΚΑ με τον Παναθηναϊκό και η σπουδαία τέταρτη θέση την τελευταία χρονιά με εμβληματική τελευταία παρακαταθήκη τον Μαχαμαντού Ντιαρά.
Το κεφάλαιο Ντιαρά είναι ξεχωριστό από μόνο του, ο Γκέραρντ, έχοντας ανακαλύψει τον ποδοσφαιριστή, παρότι θα μπορούσε να διατηρήσει ποσοστό μεταπώλησης, αρνήθηκε, προκειμένου να μην παρεμποδίσει την καριέρα του. Δεν το ξέχασε ποτέ ο Μαχαμαντού, ένα παιδί που από την Jeunesse Sportive Centre Salif Keita του Μπαμακό στο Μάλι βρέθηκε στην Κρήτη και κατέληξε στο Bernabéu.
Όταν ο Ευγένιος μετακόμισε στην ΑΕΚ το 2000 ως προπονητικό δίδυμο μαζί με τον Τόνι Σαβέβσκι, ο Ντιαρά ήδη έβγαζε μάτια στην Ολλανδία με τη Φίτεσε, προσελκύοντας το ενδιαφέρον μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων. Είναι ο ίδιος παίκτης που έφερε ο Γκέραρντ με 15.000 δολάρια και ανάγκασε τον Καλντερόν να δαπανήσει 27 εκατ. ευρώ για να τον εντάξει στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Όταν ο Πρόεδρος της Ρεάλ ρώτησε τον Καπέλο ποιοι είναι οι τρεις ποδοσφαιριστές που επιθυμεί να ενισχύσουν την ομάδα, ο Καπέλο απάντησε απερίφραστα «ο Ντιαρά, ο Ντιαρά και ο Ντιαρά». Αυτός ο ποδοσφαιριστής υπήρξε η μεγαλύτερη ανακάλυψη του Γκέραρντ και από αυτόν τον ποδοσφαιριστή δεν έβγαλε χρήματα, όταν στις μέρες μας παίρνουν ποσοστά από μεταπωλήσεις ποδοσφαιριστών μάνατζερ της σειράς και λογής παρατρεχάμενοι, άσχετοι παντελώς με το ποδόσφαιρο. Και δεν ήταν ο μόνος.
Από τους Έλληνες το πιο επιτυχημένο “κοπέλι” του ήταν ο Νίκος Μαχλάς, ένας Ομιλήτης από τα γεννοφάσκια του που βρέθηκε κι αυτός στη Φίτεσε, τον Άγιαξ και τη Σεβίλλη. Αυτό το “μάτι” του 60χρονου Γκέραρντ εκτίμησαν στην ΑΕΚ και έσπευσαν να τον κλείσουν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά, πάμπολλες φορές στο παρελθόν τον είχαν προσεγγίσει και η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός και ο ΠΑΟΚ, αλλά ο Γκέραρντ απαντούσε ότι δεν μπορεί να αφήσει την Κρήτη και το “παιδί του”, τον ΟΦΗ.
Στην ΑΕΚ Σαβέβσκι και Γκέραρντ αντικαθιστουν τον Γιάννη Παθιακάκη στον πάγκο και κοουτσάρουν την ομάδα από την 16η αγωνιστική έως το τέλος της σεζόν 2000-2001. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, 11 νίκες, 1 ισοπαλία και 3 ήττες, που επιτρέπουν στην ομάδα από την πέμπτη θέση να τερματίσει τρίτη και να τελειώσει τη σεζόν αξιοπρεπώς. Κάθισε στον πάγκο της ΑΕΚ και στα δυο ιστορικά ευρωπαϊκά ματς με αντίπαλο την Μπαρσελόνα για τον Δ’ γύρο του Κυπέλλου UEFA, αποχώρησε μόνο με θετικά σχόλια και αναμνήσεις το καλοκαίρι.
Το ταξίδι συνεχίστηκε στον ΑΠΟΕΛ, μάλιστα βρέθηκε και αντίπαλος της ΑΕΚ στα προκριματικά του Champions League της περιόδου 2002-2003, όταν ο ΑΠΟΕΛ αποκλείστηκε από την «Ένωση». Στην Κύπρο κατέκτησε το Πρωτάθλημα, το μοναδικό του Πρωτάθλημα στην γεμάτη καριέρα του, πολλές φορές όμως οι τίτλοι δεν λένε όλη την αλήθεια.
Συνέχισε στον Ηρακλή και το 2004 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τους πάγκους. Βρήκε αμέσως δουλειά, τον κάλεσε ως επικεφαλής του τμήματος scouting στην υπό ανοικοδόμηση ΑΕΚ ο Ντέμης Νικολαΐδης, θέση από την οποία πέρασε σχετικά απαρατήρητος, αφού σχεδόν καμία εισήγησή του δεν εισακούστηκε, ενώ πρωτοεμφάνισε και προβλήματα στην υγεία του.
Ποδοσφαιρικά ολοκλήρωσε το 2010, περνώντας για ένα δίμηνο από τον πάγκο της Παναχαϊκής, η καρδιά του όμως χτυπούσε μόνο στην Κρήτη, ζωντανός ένιωθε μόνο στο Ηράκλειο και στην Ελιά, το ησυχαστήριό του.
Ο φίλος του Σεφ Βερχόοσεν τού έλεγε πάντοτε ότι καταλληλότερος τόπος για να σβήσει και καριέρα και διαδρομή είναι η Κύπρος. Το κλίμα, η ησυχία, η ήρεμη ζωή, η “χαρά του συνταξιούχου”.
Ο Ευγένιος δεν το συζήτησε καν. Μόνο Κρήτη, για πάντα Κρήτη. Εκεί γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, την Κατερίνα Τραβαγιάκη, με την οποία συναντήθηκαν στο προπονητικό κέντρο και έκτοτε μόνιασαν για πολλά χρόνια στην Ελιά, ένα χωριό 700 ψυχών στη Χερσόνησο, πάνω σ’ έναν όμορφο λόφο με θέα που σου κόβει την ανάσα.
Στην Κρήτη τα ξαναβρήκε και με την οικογένεια που άφησε στην Ολλανδία, φίλιωσε με το γιο του Φρανκ που είχε πληγωθεί πολύ και του έλειπε πολύ ο πατέρας του. Ταξίδευε στην Ολλανδία, όχι συχνά, αλλά είχε πάει μέχρι και σε ένα φιλικό παιχνίδι της F’Jes στο Όιρσμπεεκ, ένα χωριό στο Σίνεν της Λιμβουργίας, για να δει εάν ο έφηβος τότε Φρανκ είναι όντως τόσο καλός όσο λέει η μητέρα του στο ποδόσφαιρο.
Δύσκολο να πει κανείς εάν αισθανόταν ενοχές, όπως με πίκρα λέει ο Φρανκ. Γεγονός είναι ότι, κάθε που επισκεπτόταν το μικρό στην Ολλανδία μέχρι τα 16 του, άδειαζε το Brit Smit (αλυσίδα πολυκαταστημάτων στην Ολλανδία), για να τον χαροποιήσει. Αργότερα η σχέση αποκαταστάθηκε, ο Φρανκ τον επισκέφτηκε και στην Ελιά, του γνώρισε τη σύζυγό του, ήρθαν κοντά ο ένας στον άλλον.
Ήταν μια πολύ δυνατή και συνάμα δύσκολη προσωπικότητα ο Ολλανδός που έγινε Κρητικός. Γεννήθηκε Ολλανδός, αλλά ήταν βαθιά Έλληνας. Όπως η Λιμβουργία δεν είναι “Ολλανδία”, έτσι και η Κρήτη δεν είναι “Ελλάδα”.
Πιθανόν οι ομοιότητες Λιμβουργίας και Κρήτης να συνετέλεσαν στο ότι ερωτεύτηκε αμέσως έναν τόπο που ακόμα και Έλληνες θεωρούν στριφνό και δύσκολο. Αυτό που αγνοούν οι περισσότεροι είναι ότι, άπαξ και αγκαλιάσεις την Κρήτη και το Ηράκλειο, θα ανταποδώσουν εις διπλούν.
Πριν τον χτυπήσει η ασθένεια, το είχε περιγράψει ο ίδιος καλύτερα απ’ όλους. «Νιώθω πως μόνο η Κρήτη είναι η πατρίδα μου. Δεν είναι επιλογή να επιστρέψω πίσω στην Ολλανδία. Εδώ θα ζήσω για πάντα. Είμαι ευτυχισμένος στην Κρήτη. Αυτό το νησί έχει εξαιρετικό κλίμα, εξαιρετική ατμόσφαιρα, καλό φαγητό, γευστικό κρασί και υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Στην Κρήτη ξέρουν πώς να ζήσουν».
Έφερνε συνέχεια φίλους του στο νησί, τους ξεναγούσε στο Ηράκλειο, o Νορμπέρτ Κόιλεν ακόμη θυμάται τη βόλτα στην παραλία, τα συνεχή κεράσματα, τις φωτογραφίες με ανθρώπους κάθε ηλικίας.
Αυτός ήταν ο Ευγένιος Γκέραρντ, ένας σταρ που σέβονταν όλοι και το απολάμβανε.
Το δυστύχημα για εκείνον και την οικογένειά του ήταν ότι από το 2005 η υγεία του είχε αρχίσει να κλονίζεται, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί η αιτία. Τελικά, έπασχε από ένα πολύ σπάνιο αυτοάνοσο νόσημα, το PSP.
Η προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση (PSP) είναι ο πιο συχνός τύπος των άτυπων παρκινσονικών συνδρόμων, αλλά έχει μόνο το 1/10 της συχνότητας της νόσου του Πάρκινσον. Από νωρίς οι ασθενείς με PSP έχουν δυσκολία στη βάδιση, την ισορροπία, εμφανίζουν δυσκολίες στις οφθαλμικές κινήσεις, ακούσιο σκαρδαμυγμό και δυσκολία να ανοίξουν τα μάτια τους, αργές κινήσεις και δυσκαμψία, ειδικά στους μυς του αυχένα.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν νοητικά προβλήματα, έλλειψη κινήτρων, άρση αναστολών, μεταβλητότητα συναισθήματος και άνοια. Και καταλήγουν στην εικόνα που έκανε ολόκληρη την Κρήτη να συγκινηθεί και να δακρύσει.
Με πρωτοβουλία του Ηλία Πουρσανίδη και αρωγό την οικογένεια Γκέραρντ, προεξέχουσας της συζύγου του Κατερίνας, η φίλαθλη Ελλάδα μπήκε στη χρονομηχανή, πέρασε μπροστά από τα μάτια μας το μεγαλύτερο μέρος από την ιστορία του ΟΦΗ.
Σηφάκης, Χοσάδας, Γιαλαμάς, Μπεκιάι, Αγιομαμίτης, Αδάμος, Αθανασιάδης, Αναστασίου, Βάβουλας, Βασιλείου, Βέρα, Βλαστός, Γεωργαμλής, Δέδες, Δερμιτζάκης, Διγκόζης, Θωμαΐδης, Ιορδανίδης, Καργιώτης, Κιάσσος, Κοζανίδης, Χανιωτάκης, Σταυρακάκης, Γκουλής, Παυλόπουλος, Πατεμτζής, Ίσις, Μαρινάκης, Πουρσανίδης, Μαχλάς, Νιόπλιας, Τζουγκάνοβιτς. Όλοι τους παιδιά του, ξανάβαλαν φανέλα και σορτσάκι για να τον τιμήσουν.
Στο Γεντί Κουλέ κι ο Παντελής Μυριοκεφαλιτάκης, ο Κώστας Καζανάκης, ο Μανόλης Παπαματθαιάκης, ο Γιώργος Καραντινός, ο Γιάννης Αρώνης. Απέναντι, όλοι οι φίλοι για να τον τιμήσουν, Νικοπολίδης, Αποστολάκης, Κωστούλας, Καψής, Γκούμας, Μπασινάς, Κατσουράνης, Λυμπερόπουλος, Καραγκούνης, Τσιάρτας, Γκόγκιτς, Κατεργιαννάκης, Βενετίδης, Γιαννακόπουλος, Κωστένογλου, Κωφίδης, Λαγωνικάκης, Μαλέκος, Μάρκος, Νταμπίζας, Τζόρτζεβιτς.
Αξίζει μνεία σε όλους τους, κι ας κουράζει το namedropping στο κείμενο.
Η βραδιά τα είχε όλα. Δάκρυα χαράς, δάκρυα λύπης, θλίψη, ευτυχία, πολύ συναίσθημα, κατανυκτική ατμόσφαιρα. Όταν εμφανίστηκε το αμαξίδιο με τον Ευγένιο λύγισαν όλοι. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί η αύρα, η διάχυση του συναισθήματος στο χώρο. Δεν υπήρχε καλύτερος επίλογος για το μεγαλείο της ιστορίας αυτού του ανθρώπου, για όλα όσα πρόσφερε στον ΟΦΗ στα 15 χρόνια της παρουσίας του.
Δεν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση στο ελληνικό ποδόσφαιρο, να συνδεθεί ένας προπονητής, ένα πρόσωπο τόσο πολύ με μια ομάδα, με τις χρυσές μέρες της, την ανάπτυξή της, την ακμή της, τα επιτεύγματά της. Και θαρρώ ότι θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν άνθρωπο που καταλάβαινε τον τόπο, που τον λάτρευε με τα καλά του και τα άσχημά του.
Πέρασαν σε flash forward από μπροστά μου χαρές και πίκρες, πιο πολύ το γκολ του Μαχλά με την Ατλέτικο, η θεόσταλτη βραδιά του Σηφάκη στον Τελικό του ΟΑΚΑ, ο Τζουγκάνοβιτς στα κάγκελα της 4 με τη φανέλα να κρύβει το πρόσωπο, το γκολ του Χάιμε στο παλιό Καραϊσκάκης, τα γκολ του Γιάννη Σαμαρά στο 2-5 με τον Παναθηναϊκό στο Στάδιο, οι Ομιλήτες να σκαρφαλώνουν στο συρματόπλεγμα.
Και κάθε που γυρνούσα να κοιτάξω στον πάγκο, έβλεπα μια γνώριμη φιγούρα με γυαλιά ντεγκραντέ και εκείνο το γεμάτο χαμόγελο.
Πάντα ο Ευγένιος στεκόταν στην άκρη του πάγκου, πάντα εκείνος θα στέκεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αλκέτας Παναγούλιας, ένας «οικουμενικός» ονειροπόλος
Γιάννης Τοπαλίδης: Εγώ και ο Ότο / Παιχνίδι με το παιχνίδι
Δημήτρης Μπουρουτζήκας: Γιατί είναι ο Ντούσαν
Ίβιτσα Όσιμ: Στον δάσκαλο μας με αγάπη
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro