Ήμουν στην Α1 μπάσκετ από το 1997, στο καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης στα 90’s. Τώρα, όμως, το μπάσκετ βρίσκεται σε κρίση. Στη μεγαλύτερη ίσως κρίση των τελευταίων ετών…
Σε όλα αυτά τα χρόνια που ασχολήθηκα, ως παίκτης ή πλέον ενεργά στον Π.Σ.Α.Κ., σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε ένα πλάνο.
Δεν υπήρξε ένα πρόγραμμα, ώστε να διασφαλίζονται και τα έσοδα των ομάδων, τα συμβόλαια όλων των παικτών, αλλά και το αποτύπωμα που θα έχει το άθλημα στην κοινωνία.
Κάθε κατάσταση συνέβαινε και συμβαίνει τυχαία, με βάση τα τηλεοπτικά συμβόλαια και τους χορηγούς που επιθυμούν να διαφημιστούν.
Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, δεν υπάρχει ένα προϊόν με το οποίο μία εταιρία μπορεί να ταυτιστεί. Επίσης, δεν υπάρχει κεντρική διαχείριση τηλεοπτικών δικαιωμάτων, που θα αύξανε τα έσοδα και οι ομάδες θα μπορούσαν να είναι περισσότερο βιώσιμες.
Ο ΕΣΑΚΕ, άλλωστε, δεν διαθέτει διευθυντή μάρκετινγκ και δεν έχει φροντίσει να συνάψει μία εξωτερική συνεργασία με εταιρία μάρκετινγκ που θα κάνει το μπάσκετ ένα ελκυστικό προϊόν για τις επιχειρήσεις και τον κόσμο.
Που θα προωθήσει το άθλημα μέσα και από την κοινωνική εταιρική ευθύνη του αλλά και τις δράσεις του.
Οι ίδιοι οι αθλητές και τα μεγάλα αστέρια, όπως οι Βασίλης Σπανούλης, Γιώργος Πριντεζης ή ως πέρσι ο Νικ Καλάθης και παλαιότερα ο Δημήτρης Διαμαντίδης, θα πρέπει να είναι η διαφήμιση του πρωταθλήματος, τόσο αγωνιστικά όσο και επικοινωνιακά.
Έχουν περάσει πολλοί επιτυχημένοι επιχειρηματίες ως πρόεδροι και παράγοντες στο μπάσκετ, δίχως όμως να καταφέρουν το μοντέλο διοίκησης και μάρκετινγκ των εταιριών τους να εφαρμοστεί και στους συλλόγους με τους οποίους ασχολήθηκαν.
Επομένως, το κοινό εύλογα -ελλείψει και των χρημάτων του παρελθόντος- έχει πάψει να θεωρεί το ελληνικό πρωτάθλημα ως ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης.
Μία λίγκα-διαφήμιση, όπως πράγματι ήταν παλαιότερα, καθώς ο κόσμος έχει πολύ περισσότερες επιλογές διασκέδασης για εκείνον και την οικογένεια του.
Γιατί, πλέον, να έρθει κάποιος στην εξέδρα να παρακολουθήσει έναν αγώνα μπάσκετ;
Γιατί το παιδί του να ταυτιστεί με δώδεκα Αμερικανούς;
Γιατί ο τελευταίος ξένος να αμείβεται με 2.000 δολάρια μηνιαίως, ενώ αλλάζει δύο φορές στην σεζόν επειδή δεν βγήκε «λαβράκι», και πώς αυτός κάνει καλύτερη τη λίγκα, την ομάδα του και τους συμπαίκτες του;
Όταν ξεκίνησα εγώ να παίζω, έβλεπα τον Παναγιώτη Φασούλα, τον Ευθύμη Ρεντζιά, τον Γιώργο Σιγάλα, τον Φραγκίσκο Αλβέρτη και δύο εκπληκτικούς Αμερικανούς σούπερ σταρ και ήθελα να τους μοιάσω, να γίνω σαν εκείνους.
Αυτή τη στιγμή, στη σύγχρονη Α1, ένα παιδί με ποιους μπορεί να ταυτιστεί; Ποιους μπορεί να θεωρήσει πρότυπο;
Και ακόμη δεν έχουμε καταλάβει και δεν μας έχουν εξηγήσει γιατί οι πρόεδροι επιθυμούν την παρουσία έξι ξένων στα ρόστερ, με την δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν Έλληνες να καλύψουν τα κενά.
Πρέπει να μειωθούν οι ξένοι στην Α1.
Πώς θα μπορέσει να καθιερωθεί η νέα γενιά γηγενών παικτών όταν δεν λαμβάνουν ευκαιρίες να αγωνιστούν και μένουν στον πάγκο για να κοιτούν αμφιβόλου αξίας ξένους να τους παίρνουν τη θέση στο παρκέ;
Βεβαίως, οποίος σκοράρει 15 πόντους στο εφηβικό ή διακρίνεται στις μικρές εθνικές δεν σημαίνει ότι αξίζει να κάνει καριέρα στην Α1… Οι αθλητές έχουν την απόλυτη ευθύνη για το αν καταφέρουν να παίξουν επαγγελματικά.
Η ελληνοποίηση είναι ο μοναδικός δρόμος για να έρθει και πάλι ο κόσμος στο γήπεδο.
Τα νέα παιδιά μπορούν να αισθανθούν κοντά μόνο με Έλληνες που αγωνίστηκαν σε υψηλό επίπεδο, με κορυφαίους ξένους. Με αθλητές στους οποίους θέλουν να μοιάσουν, όπως έκανε και η δική μου γενιά πριν από 25 χρόνια.
Οι ίδιοι οι πρόεδροι πρέπει να δημιουργούν μπάτζετ το οποίο μπορούν να καλύψουν κάθε χρονιά. Πρέπει, επίσης, να έχουν κριτήρια ιδιοκτησίας, για προστατεύσουν το προϊόν τους.
Θα πρέπει να συνεργαστούν με εταιρίες όπως η Sport Radar, που θα διασφαλίσει την αξιοπιστία του πρωταθλήματος και των διαδικασιών του σε κάθε επίπεδο.
Ποτέ οι αθλητές, όπως σε άλλες μπασκετικά προηγμένες χώρες, δεν έχουν ερωτηθεί πώς θα ήθελαν να διεξάγεται το πρωτάθλημα (τους).
Γιατί οι αγώνες της Α1 αρχίζουν στις 3:45μ.μ., όταν ακόμη τα καταστήματα είναι ανοικτά και ο κόσμος δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει;
Ποια είναι η στρατηγική διαφήμισης και διάδοσης του μπάσκετ και με ποιους τρόπους από την Α1, το κορυφαίο πρωτάθλημα της χώρας;
Γιατί η τηλεόραση μεταδίδει τέσσερα ματς ταυτόχρονα, χωρίς το κοινό να μπορεί να απολαύσει ένα παιχνίδι με την οικογένειά του; Ποια εταιρία θα πληρώσει έτσι διαφήμιση στο γήπεδο ή σε τηλεοπτικό χρόνο;
Οι απορίες παραμένουν αναπάντητες.
Οι αναμετρήσεις δεν είναι kids friendly και απορούμε γιατί δεν ορίζονται σε διαφορετικές ώρες κάθε Κυριακή…
Γιατί ένα παιδί φεύγει από ένα γήπεδο με άδεια χέρια, χωρίς ένα καπέλο ή ένα μπαλάκι, ένα αναμνηστικό της αγαπημένης ομάδας του;
Κάτι που θα κάνει ελκυστική την επίσκεψή του στο γήπεδο και θα του δημιουργήσει την επιθυμία να ξαναπάει εκεί.
Υπάρχουν αρκετές ομάδες, συνήθως οι λεγόμενες μεγάλες, που λειτουργούν έτσι και το κάνουν και εξαιρετικά.
Γιατί οι μικρότερες σε δυναμικότητα και αναγνώριση ομάδες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν προσφέρουν κάτι στην κοινωνία;
Στα χρόνια που αγωνίστηκαν την Α1, είδα μόνο την ομάδα του Ρεθύμνου να έχει παρουσία σε σχολεία, σε γηροκομεία, σε συσσίτια.
Το Ρέθυμνο καλλιεργούσε με τους μαθητές λαχανικά σε αυλές δημοτικών σχολείων και τα πρόσφερε στον κόσμο, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο του Δήμου.
Διοργάνωνε πρωτάθλημα μπάσκετ δημοτικών σχολείων και ανακαίνισε ανοικτά γήπεδα με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Έτσι, για δέκα χρόνια, ο σύλλογος είχε κάθε σεζόν περισσότερα από 1.200 εισιτήρια διαρκείας.
Ο κόσμος είχε εισπράξει την κοινωνική ευαισθησία της ομάδας και το έδινε πίσω.
Ένας πρόεδρος εμφανίζεται πια στην Α1, ξοδεύει περίπου δύο εκατομμύρια ευρώ σε τρία ή τέσσερα χρόνια και καταλήγει να αποχωρεί… Η ομάδα υποβιβάζεται (συχνά δίχως αγωνιστικά κριτήρια) και δεν μένει τίποτα πίσω στην κοινωνία της εκάστοτε πόλης.
Ο ίδιος παράγοντας, συνήθως ασχολήθηκε επειδή απλώς του άρεσε η «καρέκλα» και γοητεύτηκε από την ιδέα να τον φωνάζουν «πρόεδρο».
Υποτίθεται, βεβαίως, ότι αγαπά το μπάσκετ επειδή σπατάλησε τα λεφτά του και έκανε αυτό που ήθελε. Όμως με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε επίσης να αφήσει πίσω του ένα πολυτελές γήπεδο στην τοπική κοινότητα.
Να αφήσει έναν χώρο ακόμη και με το δικό του όνομα, ο οποίος θα καθορίσει το μέλλον ενός συλλόγου και μίας κοινωνίας.
Να δείξει, κοινώς, και με αυτό τον πρακτικό τρόπο την αγάπη του για το άθλημα.
Ο λόγος, φυσικά, δεν γίνεται μόνο για τους παράγοντες.
Όλοι οι παίκτες της Α1 θα έπρεπε να έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, απέναντι στον κόσμο και αυτό είναι ευθύνη και του ΕΣΑΚΕ.
Οι αθλητές θα πρέπει να υπογράφουν αυτόγραφα έπειτα από κάθε αγώνα. Σε κάθε ματς θα ήταν ιδανικό να υπάρχει σχολική κερκίδα.
Θα θέλαμε τακτικά μέσα στη σεζόν να επισκέπτονται σχολεία, ιδρύματα και να προσφέρουν σε όσους έχουν ανάγκη, πιο συστηματικά.
Μόνο οι μεγάλες ομάδες έχουν τη δύναμη να βάλουν όλους τους εμπλεκόμενους σε ένα τραπέζι, ώστε να επέλθει μία τεράστια αλλαγή και να παρακολουθήσουμε το μπάσκετ που θέλουμε όλοι μας. Θα χρειαστεί ένα πλάνο, ένα οργανόγραμμα για τα επόμενα χρόνια, για το πώς θέλουμε να είναι η Α1 και το τι πρέπει να αλλάξει.
Το ποσό καλή είναι Α1 καθορίζει σε ένα βαθμό το επίπεδο αλλά και τους προϋπολογισμούς και των ομάδων μικρότερων κατηγοριών.
Οφείλουμε, όλοι μαζί οι φορείς, να καθίσουμε να συζητήσουμε σε μία βάση για τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν ως προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε όλη αυτή την προσπάθεια χρειάζεται η συνεισφορά εν ενεργεία και παλαίμαχων αθλητών.
Σαφώς και δεν μπορούν όλοι οι αθλητές να διοικήσουν, ωστόσο γνωρίζω πολλούς πετυχημένους και ικανότατους παίκτες οι οποίοι θα πρέπει επιτέλους να πάρουν την ευκαιρία να διοικήσουν. Κυρίως να φέρουν στην κουβέντα τις νέες ιδέες τους.
Να αποτελέσουν την εικόνα και της ομοσπονδίας, αλλά και του ΕΣΑΚΕ, προς την κοινωνία, προς τους φιλάθλους και τους χορηγούς.
Είμαστε από τις λίγες χώρες στις οποίες ένας αθλητής που αποχωρεί από την ενεργό δράση παραμένει μακριά από οτιδήποτε έχει να κάνει με τα κοινά του μπάσκετ.
Στην καλύτερη περίπτωση, θα αναλάβει ένα πόστο βοηθού προπονητή ή θα ασχοληθεί με μία ακαδημία.
Πολλοί μεγάλοι αθλητές, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν αναβαθμίσει το πρωτάθλημα της Α1 και το έχουν διαφημίσει και σε όλη την Ευρώπη, μένουν εκτός και άπραγοι.
Κακώς δεν παραμένουν η εικόνα και το «πρόσωπο» της λίγκας ούτε συνεχίζουν να προβάλλουν το άθλημα προς τα έξω.
Κάτι αντίθετο με όσα συμβαίνουν σε άλλες χώρες, όπου παλαίμαχοι παίκτες, όπως οι Άρβιντας Σαμπόνις, Αντρέι Κιριλένκο και Χόρχε Γκαρμπαχόσα σε Λιθουανία, Ρωσία και Ισπανία αντίστοιχα, αναλαμβάνουν πόστα και δίνουν συνέχεια στην επιτυχία τους, από άλλη θέση.
Ο ΕΣΑΚΕ, από την πλευρά του, πρέπει κάθε χρόνο να αφήνει το κοινωνικό αποτύπωμά του σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας.
Κάτι που επιχειρήθηκε να γίνει την περασμένη σεζόν με τη συνεργασία με την ΕΚΟ, αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
Δεν είναι ανέφικτο η διοργανώτρια αρχή να φτιάχνει κάθε χρόνο από ένα γήπεδο σε ακριτικά, για παράδειγμα, σημεία. Ή να ανακαινίζει γήπεδα σε όλη τη χώρα, ώστε «προ(σ)καλεί» τον κόσμο να ασχοληθεί με το μπάσκετ.
Η πιο ορθολογική και σωστή προς αυτή την κατεύθυνση που γίνεται από κοινού μεταξύ ΕΣΑΚΕ, Π.Σ.Α.Κ. και ΕΟΚ είναι τα τουρνουά 3 on 3 στα οποία, σε έξι πόλεις της Ελλάδας, αγωνίζονται 7.000 παιδιά κάθε καλοκαίρι.
Αυτή είναι η πραγματική διαφήμιση του μπάσκετ και είναι ένα μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι από αυτά που μπορούμε να κάνουμε όλοι μαζί.
Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν πρόεδρος του Π.Σ.Α.Κ..
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / «Ψυχοθεραπεία» / «Το Μπάσκετ Δεν Τελειώνει» / «Όταν σβήνουν τα φώτα» / «Πώς χρεοκοπούν οι αθλητές» / «Το lockdown σκοτώνει το μπάσκετ» / «ΝΒΑ ντραφτ σημαίνει ευκαιρία» / «Τα δύο πρόσωπα της Ευρωλίγκας» / «Ο αθλητισμός που θέλουμε»
Ευθύμης Ρεντζιάς: «Πρεσβευτής, αλλά μόνιμα στο… θρανίο»
Βλάντο Γιάνκοβιτς: «Το μπάσκετ είμαστε εμείς»
Χάρης Γιαννόπουλος: «Μίλα, εκφράσου!»: Σκέψεις ενός 30χρονου μπασκετμπολίστα…