Ίδιος προπονητής, ο Ζλάτκο Ντάλιτς, Μπρόζοβιτς και Κόβατσιτς να υποστηρίζουν το μυθικό Μόντριτς στο κέντρο του γηπέδου, Πέρισιτς στο πλάι, Λιβάκοβιτς στο τέρμα, Κράμαριτς στην κορυφή, Πάσαλιτς, Βλάσιτς, Πιάτσα, μέχρι κι ο “δικός μας” Ντομαγκόι Βίντα στον πάγκο, αγέρωχος, να κοιτάζει δίπλα και θαρρείς να ψάχνει τον Ράκιτιτς και τον Σούμπασιτς να ανταλλάξει μια κουβέντα, ένα αστείο, μια ιδέα για να αλλάξουν τη ροή του αγώνα.
Αν για την αλλαγή της θέσης και του ρόλου του Γκβάρντιολ φρόντισε ο Γκουαρντιόλα με τη χρησιμοποίησή του στη Μάντσεστερ Σίτι, αν για τον Στάνισιτς “μίλησε” ο Τσάμπι Αλόνσο και η καταπληκτική σεζόν της Μπάγερ Λεβερκούζεν, πώς προέκυψε Λούκα Σούτσιτς;
Τι δουλειά έχει ένα πιτσιρίκι γεννημένο το 2002 στο Λιντς της Άνω Αυστρίας ανάμεσα σε ιερά τέρατα; Τι δουλειά έχει ένα λεπτεπίλεπτο παιδί με καθαρό πρόσωπο και μοντέρνο κούρεμα μεταξύ των σκαμμένων προσώπων και του ιδρώτα των μπαρουτοκαπνισμένων και “φτασμένων” βετεράνων;
Γιος του Ζέλικο και της Μπρανισλάβα, προσφύγων με βοσνιοκροατική καταγωγή, οι οποίοι διέφυγαν στην Αυστρία εξ αιτίας του πολέμου. Ναι, ζούμε πια στην εποχή των παιδιών «των παιδιών του πολέμου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Λούκα, φερειπείν, παρότι έχει όλα τα δικαιώματα και η περίπτωσή του καλύπτει το iussoli, αυστριακή υπηκοότητα δεν ζήτησε ποτέ. Κροάτης αισθάνεται, δεν ετέθη ποτέ ζήτημα επιλογής εθνικότητας, ακόμα κι αν του εξασφάλιζε ένα καλύτερο συμβόλαιο μια τέτοια κίνηση.
Μεγάλωσε ακούγοντας τους γονείς να διηγούνται την ιστορία, τον τρόπο που αναγκάστηκαν να φύγουν από το Μπουγκόινο, το μαρασμό, το χαμό οικογένειας και φίλων, το υποχρεωτικό ξεκίνημα “από την αρχή”. Εύκολο να το λες και να γράφεις, δύσκολο να το βιώνεις. Ο Λούκα έχει μέσα του πράγματα που τα φυλάει καλά κρυμμένα. Είναι μικρός, θα πείτε, είναι νεαρός ακόμη και μακριά από τα λαμπερά φώτα, μιας και η Σάλτσμπουργκ δεν είναι ακριβώς και η πιο ενδιαφέρουσα ομάδα στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα για το κοινό. Είναι όμως για τη Red Bull και τα “projects” της.
Θυμηθείτε τον Χάαλαντ, τον Σόμποσλαϊ, ακόμα-ακόμα και το ενδιαφέρον του αυστριακού κολοσσού για το δικό μας prospect, τον Κωνσταντέλια. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται ο Σούτσιτς, ο οποίος, μετά τα ξεκινήματα στη γειτονιά του Αλκόβεν και το πέρασμα από τις ακαδημίες της τοπικής Ουνιόν Έντελβαϊς του Λιντς, εντάχθηκε στη Σάλτσμπουργκ 14 ετών και “έδειξε” με τη μία.
Ορισμένα παιδιά το έχουν μέσα τους, είναι γεννημένα μ’ αυτό. Ο Σούτσιτς είχε και την τεχνική και την κροατική αλητεία και αυτή την αναίδεια του μεγάλου παίκτη, ο οποίος τη βγάζει στο χορτάρι, πριν καν γίνει μεγάλος.
Ένας δανεισμός στη Λίφερινγκ στα 17 και 12 ασίστ και 6 γκολ αργότερα, άμεση επιστροφή στη Red Bull. Φοράει το «10» στη φανέλα. Δεν θα μπορούσε να φοράει οτιδήποτε άλλο.
Ντεμπούτο στο Champions League αμέσως, Σεπτέμβρη του 2020. Αντικατέστησε το Σόμποσλαϊ, ήταν κάτι σαν παράδοση-παραλαβή. Έναν χρόνο τού πήρε και στη Σάλτσμπουργκ για να θέσει τους δικούς του αγωνιστικούς όρους, να υποχρεώσει προπονητή και διοίκηση να διαμορφώσουν την ομάδα με γνώμονα τα προσόντα του. Έκτοτε ξεκινάει η ενδεκάδα απ’ αυτόν. Πρωταθλήματα και Κύπελλα Αυστρίας, καλύτερος παίκτης της λίγκας: been there, done that. Σερί, άκοπα και άνετα.
Εξακολουθεί και δηλώνει οπαδός της Χάιντουκ και της Μπαρτσελόνα. Προσπαθεί το είδωλό του, ο Λούκα Μόντριτς, να του αλλάξει άποψη, καθότι οπαδός της Ντιναμό και της Ρεάλ, αλλά μάταια. Ήταν κίνητρο και για το μικρό το “τελευταίο Euro” του Μόντριτς. Εκτός από το ίδιο όνομα που έχουν, ο πιτσιρικάς ονειρεύεται και την καριέρα του μεγάλου. Χωρίς να το θεωρεί ύβρη.
Ήταν το πέμπτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα για τον «Κρόιφ της Δαλματίας» και εξακολουθούσε να καθορίζει το στυλ και την πορεία αυτής της απίθανης ομάδας και σχεδόν όλων των παιδιών που την απαρτίζουν. Μόνον όταν αποσυρθεί ο Μόντριτς, θα αλλάξει φιλοσοφία και στυλ παιχνιδιού η Κροατία.
Θα αναγκαστεί, για την ακρίβεια, γιατί άλλος όπως ο Μόντριτς δεν υπάρχει στο ευρωπαϊκό στερέωμα, κι ας πατάει τα 39 στις 9 του Σεπτέμβρη του 2024. Οι συμπαίκτες του τρέχουν και γι’ αυτόν, του συγχωρούν ακόμα και τα χαμένα πέναλτι, προσφέρουν φώσφορο σε μια αποκαμωμένη μεγάλη ομάδα που άφησε την τελευταία της πνοή στα γήπεδα της Γερμανίας.
Το κλάμα του μεγάλου Λούκα μετά το γκολ, ένα διαβολεμένο λεπτό μετά το δικό του χαμένο πέναλτι, είναι η εικόνα μιας μεγάλης ομάδας που αρνείται να αποχαιρετήσει από τους ομίλους ένα μεγάλο τουρνουά. Όχι σε έναν οποιοδήποτε όμιλο, στον δυσκολότερο της διοργάνωσης, με Ισπανία, Ιταλία και τη φιλόδοξη Αλβανία, την οποία ακολούθησαν πάνω από 30.000 φανατικοί οπαδοί της.
Στο πρώτο παιχνίδι εναντίον των Ισπανών, ο Σούτσιτς μπήκε ως αλλαγή με τα πάντα να έχουν κριθεί. Η Κροατία είχε ταπεινωθεί από το πρώτο ημίχρονο, δεχόμενη 3 γκολ και με παντελή αδυναμία να παρακολουθήσει αθλητικά, ταχυδυναμικά, τακτικά, τους Ισπανούς. Αντέταξε κάποια ψήγματα τεχνικής, προσπάθησε να μειώσει, αλλά το χαμένο πέναλτι του Πέτκοβιτς και το VAR τής στέρησαν μια πιο τιμητική ήττα.
Με τους Αλβανούς, στο πρώτο παιχνίδι χωρίς γυρισμό, ο Ντάλιτς και πάλι δεν τον ξεκίνησε. Τον έριξε στη μάχη στο ημίχρονο, στη θέση του απογοητευτικού σε αυτό το Euro, Λόβρο Μάγερ. Οι Κροάτες αντιμετώπιζαν το φάσμα του αποκλεισμού, ήταν πίσω στο σκορ με το γκολ του Λάτσι και δεν μπορούσαν καν να απειλήσουν. Ο Σούτσιτς άλλαξε την εικόνα και τους συσχετισμούς. Γιατί είναι φρέσκος, νέος, διψασμένος, γεμάτος κίνητρο και φιλοδοξία.
Η Κροατία γύρισε το ματς, θα το κέρδιζε, εάν δεν ισοφάριζε στις καθυστερήσεις ο Γκιάσουλα, και την τελευταία αγωνιστική με τους Ιταλούς θα ήταν υπέρ-αρκετό ένα «biscotto», που λένε και στη «μπότα», μια βολική ισοπαλία και για τους δυο για να προκριθούν. Η μοίρα τα ήθελε αλλιώς, θεατρικά και απολύτως δραματικά.
Στο κρισιμότερο παιχνίδι, σε αυτό που έκρινε τα πάντα, ο Ντάλιτς τον έριξε μέσα από την αρχή. Έκανε δική του τη δεξιά πλευρά, ταλαιπώρησε Πελεγκρίνι και Καλαφιόρι, διέρρηξε ουκ ολίγες φορές τη διπλή ζώνη του Σπαλέτι. Υπέρμετρο πάθος, απροσεξίες και (δικαιολογημένο) άγχος, όσο δεν ερχόταν το γκολ. Πριν το μισάωρο είχε ήδη κάρτα για ένα σκληρό μαρκάρισμα στον Πελεγκρίνι. Προσπαθούσε να τρέξει και για τον Μόντριτς.
Η Κροατία μετά την αρχική πίεση άρχισε να χάνει μέτρα, τον ματς δεν της έβγαινε. Στο δεύτερο ημίχρονο εμφανίστηκε άλλη ομάδα στο τερέν. Πίεσε, κέρδισε το πέναλτι, κυνήγησε τους Ιταλούς μέχρι το πολυπόθητο γκολ. Μαντέψτε ποιος έβγαλε τη γλυκιά σέντρα για τον Μπούντιμιρ που οδήγησε στην απόκρουση του Ντοναρούμα και το απίθανο tap in του Μόντριτς.
Ναι, ο Λούκα Σούτσιτς, ο πρώτος που έτρεξε με τις φλέβες πεταμένες από πάνω του, όταν ο Κροάτης καλλιτέχνης ξάπλωσε εξαγνιστικά στο χορτάρι. Η Κροατία είχε πια το αποτέλεσμα που την εξυπηρετούσε. Ο μικρός Λούκα αποχώρησε στο 70, προκειμένου να μπει η παλιοσειρά, ο Πέρισιτς, και να αποφευχθεί η δεύτερη κάρτα του μικρού. Δέκα λεπτά αργότερα αποχώρησε ο μεγάλος Λούκα, με standing ovation απ’ όλο το γήπεδο, ακόμα κι απ’ τους Ιταλούς, οι οποίοι ήταν με το ένα πόδι εκτός επόμενης φάσης.
Κάθισαν στον πάγκο δίπλα-δίπλα. Όταν στο 98ο λεπτό, στην τελευταία φάση του αγώνα, ο Ματία Τζακάνι πλάσαρε αριστοτεχνικά στο παράθυρο του Λιβάκοβιτς μετά τη μαγική ενέργεια του Καλαφιόρι, οι δυο Λούκα ήταν στον πάγκο. Ο Μόντριτς δάγκωνε τη φανέλα του. Ο Σούτσιτς κοιτούσε το άπειρο. Δεν αντιλαμβάνεται πιθανώς ότι εκείνος έχει ακόμη χρόνο. Κι ας λυπάται.
Έστω κι έτσι, πήρε μέρος στο “Last Dance” μιας φουρνιάς, μιας παρέας που τρύπησε κάθε πιθανό και απίθανο ταβάνι. Ομάδα βαρετή, παλιομοδίτικη, με το cruise control συνεχώς ενεργοποιημένο στο μοτέρ. Ρολόι σταματημένο. Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πια, αλλά όλοι τους εκεί, στο καθήκον, στην “τελευταία φορά”. Farewell σε μια σπουδαία ομάδα.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα για το EURO 2024