Σίγουρα το έχει δοκιμάσει. Δεν υπάρχει, όμως, περίπτωση να το πέτυχε.
Όχι γιατί μπέρδεψε τα κουμπιά, χάνοντας την ευκαιρία να ποστάρει γκολ που θα πετύχαινε από τη σέντρα στο αγαπημένο του «FIFA» στο Playstation, αλλά γιατί τέτοια γκολ που κάποτε έμπαιναν μόνο στο Playstation, πλέον δεν μπαίνουν ούτε εκεί. Μεγάλη μπουκιά…
Τεσσάρων χρονών, πάντως, το τόπι δεν ξεκίνησε να το κλωτσάει εικονικά, αλλά… παραδοσιακά. Κανένα background με τον αθλητισμό. Το αντίθετο, αφού οι γονείς του ζαχαροπλαστεία και φούρνο έχουν στην γενέτειρά του, Πράγα. Από την μπάλα “ψήθηκε”, δηλώνοντας –μόλις στα οκτώ του– πως θέλει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Τότε, του έφυγε η μανία για τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, παρότι δεν βαρέθηκε ποτέ να ζητά και να δέχεται φανέλες του ως δώρο γενεθλίων. Αλλαξοπίστησε, γνωρίζοντας στο Euro 2004 τον Κριστιάνο Ρονάλντο, κατέληξε, όμως, όταν συστήθηκε στον Ζλάταν.
Στο μπόι, πλέον, του φέρνει. Στη θέση, ανέκαθεν. Στην ιδιοτροπία, επίσης, παρότι σε δαύτην οποιοσδήποτε άλλος -εκτός του Σουηδού– απλώς κακολογείται και δεν δικαιολογείται.
Στα 12 του, έδιωξε τον πατέρα του από το γήπεδο, μην αντέχοντας τις παρατηρήσεις του, δείχνοντάς του τα μεσαία δάχτυλα και των δυο του χεριών. Πάντα, κάτι, κάποιος θα του φταίει. Δυο σεζόν, το πολύ, οπουδήποτε και αντίο.
Χούι που ξεκίνησε από τα τσικό της Σπάρτα, με την προαγωγή στους επαγγελματίες να καθυστερεί, λόγω βεντετισμού. Δεν έχανε ευκαιρία να τον επιδεικνύει. Τα πενιχρά του έσοδα από το πρώτο του συμβόλαιο τα δαπανούσε σε οτιδήποτε συντηρούσε την γκλάμουρ εικόνα του.
Μια και μόνο χρονιά, όμως, δανεικός στην Μποέμιανς, έφτανε και περίσσευε.
Τον έφερε στο Campionato, μαζί με τη σύντροφό του από το σχολείο (και πλέον σύζυγό του), Χάνα. Γένοβα, Σαμπντόρια. Και από εκεί που μετρούσε σε μόλις εκατοντάδες κορώνες τις ετήσιες απολαβές του, έφτασε, χωρίς να έχει κάνει το παραμικρό, να τις μετράει σε ευρώ και εκατομμύρια. Το καλωσόρισμα στο κάλτσιο από τον Μάρκο Τζιαμπάολο καθόλου ψαρωτικό. Ρεαλιστικό: «Ποιος, στον διάολο, είσαι εσύ», τον ρώτησε ο κόουτς των Γενοβέζων, στην πρώτη του προπόνηση. Και άργησε πολύ να τον μάθει. Όπως όλοι. Κυκλοφορούσε στην πόλη ανενόχλητος, χωρίς κανείς να τον αναγνωρίζει. Το άστρο, όμως.
Όποτε παίρνει λεπτά συμμετοχής, ανταποδίδει με γκολ. Δημιουργεί τάση, γίνεται μόδα, πρωτοσέλιδο. Και, έτσι, μετά από μία μόνο πάλι χρονιά, νέα προαγωγή. Ο πατριώτης του, Πάβελ Νέντβεντ, “σκάει” τα 30 εκατομμύρια της ρήτρας του, για να τον πάρει στη Γιουβέντους. Ένα πρόβλημα, όμως, που ανακαλύπτεται στην καρδιά, (αρχικά) καθυστερεί και (στη συνέχεια) αναβάλλει την ακριβότερη μεταγραφή Τσέχου ποδοσφαιριστή στην ιστορία.
Η αξία του πέφτει και, παρότι λοξοδρομεί, την άκρη για το επόμενο επίπεδο την βρίσκει. Ρώμη και «τζιαλορόσι». Απογοητεύει.
Παραχωρείται δανεικός στη Λειψία, κάνει αξιοπρεπή σεζόν, μα με -ως συνήθως- αμετροεπή λόγο, αφού δεν διστάζει να συγκριθεί με τα ιερά και όσια των «Ταύρων», Βέρνερ και Πόουλσεν.
Δεν αγοράζεται, μα μένει στη Γερμανία, αφού η Λεβερκούζεν δίνει -εν μέσω πανδημίας- άλλα 26.5 εκατ. ευρώ, για να τον πάρει από τα παρατεταμένα της Ρόμα.
Πάνω από 60 στο σύνολο δαπανημένα σε όλη του την καριέρα, 1.5 κοστολογημένο το κάθε του γκολ (σε επίπεδο πρωταθλήματος), δύο φορές μόνο έχει κλείσει σεζόν με διψήφιο αριθμό τερμάτων.
𝗪𝗛𝗔𝗧 𝗔 𝗚𝗢𝗔𝗟!
🇨🇿 Patrik Schick with an effort that will go down in EURO history 🔥#EURO2020 pic.twitter.com/BqINLIPSMH
— UEFA EURO 2020 (@EURO2020) June 14, 2021
Και όμως. Εξασφαλισμένη από χτες θέση στην αιωνιότητα. Το κομψοτέχνημά του με την Εθνική Τσεχίας, με απευθείας εκτέλεση από τα 45 μέτρα, χωρίς κοντρόλ, στην κίνηση, με το ζερβό του, σε απίθανη γωνία, με αδιανόητο φάλτσο, πάνω από τον δύσμοιρο Σκωτσέζο τερματοφύλακα, το γκολ της ζωής του Πάτρικ Σικ.
Γκολ τόσο σπάνιο, τόσο αριστουργηματικό, ώστε ίσως, τελικά, και να του αλλάξει γνώμη για το πόσο καλός είναι στο Playstation…