Ξεκίνημα καταιγιστικό. Η χρονοκάψουλα είχε λειτουργήσει άψογα.
Το παιχνίδι διεξάγεται μεσημέρι, με τον ήλιο να χωρίζει το γήπεδο στα δυο, τη σκιά να δυσκολεύει την αρτιότητα της τηλεοπτικής μετάδοσης, τον κόσμο να χοροπηδάει στο σπίτι του ποδοσφαίρου, το Wembley. Ο Ντάλιτς με λευκό t–shirt μέσα απ’ το σακάκι, ο Σάουθγκεϊτ με εκείνο το μπλοκάκι με το σπιράλ να σημειώνει. Vintage.
Στο πιο αλλόκοτο Euro όλων των εποχών δεν γινόταν να λείπει ένα τέτοιο ματς.
Οι Άγγλοι στο πρώτο τέταρτο ασταμάτητοι, οι Κροάτες σαστισμένοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την ορμή του Μάουντ, τις κούρσες του Στέρλινγκ, την τέχνη του Φόντεν. Μόνο ο κάπτεν Χάρι δεν συμμετείχε στο πάρτι, χαμένος ανάμεσα στους δίδυμους πύργους του Ντάλιτς. Το δοκάρι του Φιλ ήταν το προειδοποιητικό χτύπημα. Ένας millennial στην πιο old-fashioned ατμόσφαιρα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Το παιχνίδι, όμως, δεν έλεγε να ξεκλειδώσει, οι Άγγλοι ανέκαθεν έτρεμαν τις πρεμιέρες, ήταν trivia από πότε είχαν να κερδίσουν.
Η ισοπαλία του ημιχρόνου αδικούσε την Αγγλία, παρά το γεγονός ότι, μετά το σφυροκόπημα του πρώτου μισού, οι Κροάτες ισορρόπησαν το παιχνίδι. Χρειαζόταν ένα γρήγορο γκολ, ένας από μηχανής Θεός να απομακρύνει τα σύννεφα που είχαν ξεκινήσει να συγκεντρώνονται επάνω από το Wembley.
Ο Σάουθγκεϊτ δεν άλλαξε τίποτα στο ημίχρονο. Δεν είχε λόγο, δεν έπρεπε να στείλει το λάθος μήνυμα και να μεταδώσει το άγχος του στους ποδοσφαιριστές. Επέμενε στο ρίσκο. Είχε δίκιο. Ο Κάλβιν Φίλιπς προσποιήθηκε στα τρία τέταρτα, αδειάζοντας δυο αντιπάλους, είδε τον Ραχίμ να κάνει κίνηση στον χώρο και σέρβιρε. Ο Στέρλινγκ ξεχύθηκε στον χώρο και, ένα δέκατο του δευτερολέπτου πριν τον κόψουν, πλάσαρε σωστά τον Λιβάκοβιτς.
Ακόμα και οι κάμερες κουνήθηκαν πάνω-κάτω. Οι Άγγλοι φίλαθλοι -γυμνοί από τη μέση κι επάνω- να τρέχουν. Ένα παιδί από την Τζαμάικα, από το κακόφημο Μάβερλεϊ, την γειτονιά του Κίνγκστον, όπου, άπαξ και διαβείς την εξώπορτα τη νύχτα, δεν είναι βέβαιο ότι θα ξαναγυρίσεις, ήταν εκείνο που έλυσε τον γόρδιο δεσμό.
Η μάνα του, η Ναντίν, ο φύλακας-άγγελός του, τον άφηνε να παίζει μπάλα μέσα στο σπίτι. Το 1999, βρήκε τη δύναμη και, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, μετανάστευσε στην Αγγλία. Ο μικρός Ραχίμ δεν είχε σταματήσει ποτέ να κλωτσάει τη μπάλα.
Ατίθασο παιδί, δεν στέριωνε σε κανένα σχολείο, μέχρι που τον έστειλαν στο Vernon Special School που έμοιαζε με σωφρονιστήριο. Κοτσιδάκια στα μαλλιά, “τζαμαϊκανή” αύρα, επιθετική συμπεριφορά. Όπως είχε πει και ένας δάσκαλός του, «το παιδί, στα 17, θα είναι είτε στη φυλακή είτε στην Εθνική Αγγλίας». Ευτυχώς, ίσχυσε το δεύτερο. Ένα μικρό, απείθαρχο, βραχύσωμο παιδί που, από τα 14, έκανε ό,τι ήθελε τις αντίπαλες άμυνες και εξέθετε προπονητές και συμπαίκτες. Ένα παιδί, το οποίο έψαχνε τη μια και μοναδική ευκαιρία που επρόκειτο να του προσφερθεί.
Η Ναντίν αποφάσισε να τον εγγράψει στην QPR, πίστευε ότι, σε μια ομάδα μικρότερου βεληνεκούς, ο γιος της θα έχει περισσότερες πιθανότητες να διαπρέψει. Το Λονδίνο ο Ραχίμ δεν το αισθανόταν σπίτι του, αλλά η αύρα του Wembley τον είχε μαγέψει και είχε καρφωθεί στο μυαλό του μια μέρα να μπει και να πατήσει το χορτάρι του, να “μυρίσει” τα αποδυτήρια, να αισθανθεί το δέος.
Η εξέλιξη αυτού του παιδιού υπήρξε μοναδική. Από τις 50 λίρες της QPR στον χορό εκατομμυρίων, πριν καν συμπληρώσει τα 16 του. Ο Ράφα Μπενίτεθ, τότε προπονητής της Λίβερπουλ, έπεισε τους ιθύνοντες της ομάδας του Μερσεϊσάιντ να δαπανήσουν 1 εκατ. στερλίνες, οι οποίες κατέληξαν να γίνουν 7.5 εκατ., βάσει των συμμετοχών αυτού του θαυμάσιου ποδοσφαιριστή. Όταν επρόκειτο να ανανεώσει το συμβόλαιό του, η προσφορά της Λίβερπουλ άγγιξε ακόμα και τις 100.000 λίρες την εβδομάδα. Ο Ραχίμ αρνήθηκε. Τη θέση του Ράφα είχε πάρει ο Μπρένταν Ρότζερς, η Λίβερπουλ απείχε ακόμη από την κραταιά ομάδα που έγινε αργότερα με τον Κλοπ. Τα tabloids τον κατακεραύνωσαν. Έγινε ο «άπληστος πιτσιρίκος», ο «αχάριστος μικρός», ένα «παλιόπαιδο που κάπνιζε ναργιλέ», ένας άμυαλος νεαρός εκατομμυριούχος που «εισέπνεε ακόμη και αέριο του γέλιου» στις εξόδους του, όπως τον συνέλαβε η «Sun» και δεν του χαρίστηκε στο πρωτοσέλιδό της.
Το golden boy κατέληξε στη Σίτι με 44+5 εκατ. στερλίνες. Έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος Άγγλος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Οι τίτλοι με τι Σίτι, η καταξίωση με την Εθνική, η βελτίωση με τον πάντα στοργικό Γκουαρντιόλα τον μετέτρεψαν σε ολοκληρωμένο ποδοσφαιριστή, σε έναν μοντέρνο ταχύτατο ακραίο επιθετικό που αδυνατούν να σταματήσουν όλες οι αντίπαλες άμυνες. Έλειπε μονάχα η απόλυτη αποδοχή με τα λιοντάρια.
Έμελλε να ‘ρθει στο γήπεδο που ονειρευόταν μικρός, όταν ακόμη τα dreadlocks τού έκρυβαν τα μάτια. Στο 57ο λεπτό της πρεμιέρας με την Κροατία. Το μεγαλύτερό του γκολ. Μέχρι το επόμενο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro