«Ξεκινάς από το μηδέν».
Αυτή ήταν η πρώτη πρόταση που άκουσε ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, όταν κλήθηκε από την ιταλική ομοσπονδία να αναλάβει το δύσκολο έργο της αναγέννησης της Εθνικής Ιταλίας. Έμοιαζε με αποστολή αυτοκτονίας, άλμα στο κενό. Όλο το εγχείρημα έλαβε σάρκα και οστά σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους του ιταλικού ποδοσφαίρου, της ιταλικής οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας της ίδιας.
Δεν ήταν η αμφισβήτηση ή η απουσία σταθερών το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η ίδια η πραγματικότητα στη γείτονα χώρα δεν ήταν ξεκάθαρο αν μπορεί και πρέπει να γείρει προς το νέο, το άφθαρτο, το “καινούριο” ή να εξακολουθήσει να πορεύεται, βαδίζοντας επάνω σε σταθερές δεκαετιών. Τα διλήμματα πολλά, οι επιλογές όχι πάντα οι προφανείς. Πάνω-κάτω, αυτή είναι ολόκληρη η (προπονητική) ζωή του Ρομπέρτο Μαντσίνι από το Τζέζι, μια μικρή πόλη στην “παπική” περιφέρεια της Μάρκε.
«Καλύτερα να έχεις έναν πεθαμένο μέσα στο σπίτι, παρά έναν Μαρκιτζάνο να σου χτυπάει την πόρτα». Τόσο πολύ τους φοβούνται τους Μαρκιτζάνους οι υπόλοιποι Ιταλοί, η δεισιδαιμονία βαστάει από τον Μεσαίωνα, από τότε που οι Μαρκιτζάνοι ήταν οι εκλεκτοί του Ποντίφικα και εισέπρατταν τους φόρους των -φτωχών- αγροτών και μικρογαιοκτημόνων. Δύσκολοι, δύστροποι, άτεγκτοι και τσιγκούνηδες είναι το στερεότυπο. Ο Μαντσίνι κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά τα κουβαλάει μαζί του. Φιλοχρήματο τον χαρακτηρίζουν οι εχθροί του, δύσκολος παραδέχεται κι ο ίδιος ότι είναι, δύστροπος το ίδιο.
Έχοντας χτίσει μια τεράστια προσωπικότητα εντός αγωνιστικών χώρων, έχοντας θητεύσει στο πλάι πολύ μεγάλων μορφών του ποδοσφαίρου, επέλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο μονάχα δυο, από εκείνους που θεωρεί μέντορες: του Βουγιαντίν Μπόσκοφ και του Σβεν Γκόραν Έρικσον. Πήρε ακόμα και ορισμένες από τις ιδιοτροπίες τους, μερικά από τα “κουσούρια” που παρεξηγούνται πολύ εύκολα και καθορίζουν καριέρες.
Πλάι στον Σουηδό, ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα, 36άρης, “χορτάτος” υποτίθεται από ποδόσφαιρο. Δεν άντεξε ούτε εξάμηνο, το φθινόπωρο ήταν ήδη στη Λέστερ για έναν τελευταίο χορό με σορτσάκι και φανέλα. Τα χρόνια είχαν περάσει, το ποδόσφαιρο είχε αλλάξει, η Αγγλία ήταν η κατάλληλη χώρα για να τον πείσει ότι πάει, το παραμύθι εντός αγωνιστικών χώρων τελείωσε. Όχι γιατί δεν του επέτρεπε η κλάση του να συνεχίσει, αλλά γιατί δεν μπορούσε να ακολουθήσει σε αθλητικό επίπεδο.
Δεν υπάρχει πιο επίπονη διαδικασία για έναν ποδοσφαιριστή. Είναι σαν να πέφτει η αυλαία, να έχεις πάρει το χειροκρότημα και να μένεις ολομόναχος. Η ικανοποίηση κρατάει μερικά λεπτά, μετά αντιλαμβάνεσαι ακαριαία το σκοτάδι και τα “τσιμπήματα” έρχονται ένα-ένα, από το πρώτο πρωινό που ξυπνάς και δεν έχεις προπόνηση, τον πρώτο πιτσιρικά που δεν σε αναγνωρίζει στον δρόμο, την πρώτη μέρα που το τηλέφωνο παύει να χτυπάει.
Είναι πολύ σκληρό το ποδόσφαιρο, ακόμα πιο σκληρό όταν είσαι «Μαντσίνι», όταν όλος ο κόσμος σε λογίζει περισσότερο ως καλλιτέχνη παρά ως αθλητή. Το τηλέφωνο του «Μάντσιο», όμως, χτύπησε. Με ειδική άδεια από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, ξεπεράστηκε η “λεπτομέρεια” του γεγονότος ότι δεν διέθετε δίπλωμα προπονητή, και του επετράπη να καθίσει στον πάγκο της Φιορεντίνα.
Έγινε χαλασμός τότε στην Ιταλία, το 2001 το ιταλικό πρωτάθλημα δεν είχε πάρει ακόμη την κατιούσα, όπως έγινε αργότερα, “μετρούσε” εντός και εκτός συνόρων.
Από την πόλη του Μικελάντζελο ξεκίνησε το ταξίδι. Με καλλιτεχνική αύρα, με το δέος της Galleria Uffizi και τους περιπάτους στο Ponte Vecchio να καθιστούν τον Ρομπέρτο Μαντσίνι «προπονητή». Εκεί έμαθε τη διαφορά, εκεί μπήκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα πορεία.
Ουδέποτε θεωρήθηκε “γκουρού”, κανένας δεν τον είπε αυθεντία. Πάντοτε, τον ακολουθούσε η κοινή πεποίθηση του “χαϊδεμένου”, του προπονητή “με πλάτες”. Είτε οικονομικές, όπως επί παραδείγματι στη Σίτι, την Ίντερ και τη Γαλατά, είτε διοικητικές, όπως σχεδόν σε κάθε ομάδα, στην οποία δούλεψε.
Είχε πάντα αυτό το ύφος ανωτερότητας, αυτή την αριστοκρατική συμπεριφορά του ανθρώπου που θεωρεί εαυτόν κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Και με υποσημείωση ότι πάντοτε τα ζύγιζε όλα με βάση -πρώτα- τα οικονομικά κριτήρια. Ποτέ δεν τον άκουγες γοητευμένο από το “project”, ποτέ δεν πρόταξε το δέσιμο ή την αγάπη για την ομάδα, όπως θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κάνει στη Λάτσιο.
Ποδοσφαιρικά η πρότασή του ήταν κάτι σαν μίξη της καριέρας του. Ένα εκλεπτυσμένο ποδόσφαιρο, μακριά από σύνθετους τακτικισμούς ή πολύπλοκα επιστημονικά σχέδια. Το βέβαιο είναι ότι, στη δική του πλάστιγγα, το θέαμα προηγείται του αποτελέσματος, με τη διαφορά ότι απαιτούσε από τους ποδοσφαιριστές του να κάνουν στο γήπεδο εκείνα που ήταν σε θέση να κάνει εκείνος, όταν έπαιζε. Μέγα λάθος.
Προϊόντος του χρόνου, μετέτρεψε το παιχνίδι του σε πιο physical, έψαξε τη φυσική υπεροχή, τη δύναμη κυρίως στον χώρο του κέντρου, την πειθαρχία και την υψηλή τεχνική. Όλα αυτά κοστίζουν. Στο ποδόσφαιρο του σήμερα, μάλιστα, κοστίζουν πάρα πολλά.
Έφτασε να χαρακτηριστεί «πραγματιστής, καθόλου θεαματικός και για πολύ ακριβά γούστα». Η αλήθεια είναι ότι ζητούσε πάντα επίμονα επενδύσεις εκατομμυρίων σε αστέρες, σε ποδοσφαιριστές πολύ υψηλού επιπέδου, προκειμένου να παρουσιάσει αυτό που είχε στο μυαλό του. Γι’ αυτό οι διαδοχικές ρήξεις με όλους τους συλλόγους, με τους οποίους συνεργάστηκε, γι’ αυτό και το “κακό” όνομα στην πιάτσα. Είπαμε, «δύσκολος, άτεγκτος και δύστροπος».
Μέχρι που, την άνοιξη του 2018, ήρθε η πραγματική καμπή στη ζωή και την καριέρα του. Το ιταλικό ποδόσφαιρο και η Ιταλική Ομοσπονδία αναδομούνται εκ βάθρων, οι αλλαγές είναι συγκλονιστικές, σχεδόν απίστευτες για μια από τις πιο παραδοσιακές ποδοσφαιρικές δυνάμεις στον πλανήτη.
Η απόφαση επιζητούσε τόλμη, άγνοια κινδύνου, διάθεση παραμονής σε επικίνδυνα ύδατα. Ο «Μάντσιο», για πρώτη φορά, τόλμησε. Για πρώτη φορά, βγήκε από το καβούκι της comfort zone του, έσπασε το πλουσιοπάροχο συμβόλαιό του στη Ζενίτ και ήρθε να διαδεχθεί τον Βεντούρα.
Ήξερε τι και πότε το αναλάμβανε. Η Ιταλία είχε αποκλειστεί από το Παγκόσμιο Κύπελλο, στη Ρωσία παρακολουθήσαμε το πρώτο Μουντιάλ χωρίς «Squadra Azzurra». Δεν υπήρχε πιο κάτω στο μυαλό και το θυμικό των Ιταλών. Δεν μπορεί να υπάρξει πιο κάτω. Ο Μαντσίνι έγινε το αστέρι που δεν είχε η ομάδα. Ο συνδετικός κρίκος της Ιταλίας που ξέρει και θυμάται ο κόσμος, με την Ιταλία της σκληρής πραγματικότητας. Μια ομάδα δίχως αστέρες, δίχως σημείο αναφοράς, χωρίς έστω έναν να ξεχωρίζει.
Κάνει άμεσα λόγο για “γκρουπ”, δημιουργεί μια ομάδα με ελευθερίες και πειθαρχία στην ίδια όψη του νομίσματος. Δεύτερη δεν υπήρχε, θα έπρεπε να ανακαλυφθεί στην πορεία, εάν και εφόσον η «Squadra Azzurra» κατέληγε οπουδήποτε.
È un enorme piacere tornare dopo 9 mesi a Coverciano e rivedere i ragazzi. Spero si possa tornare al più presto alla normalità 🇮🇹 #VivoAzzurro #Mancio pic.twitter.com/PgypxApU2X
— Roberto Mancini (@robymancio) August 30, 2020
Ο Μαντσίνι διαδραμάτισε τον ρόλο του φάρου. Στις κεντρικές ομιλίες του στους ποδοσφαιριστές, δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή του, γιατί εκείνοι που τον περιβάλλουν, αντιλαμβάνονται το χάρισμα και γοητεύονται από την αξιοπιστία πιο πολύ του πρώην μεγάλου παίκτη παρά του μεγάλου προπονητή. Η “φιγούρα” του κράτησε ζωντανή την ομάδα, η μορφή του ήταν ο συλλέκτης της αρνητικής και της θετικής ενέργειας, απ’ όπου κι αν προερχόταν.
Ένα πράγμα είπε, όταν ανέλαβε: «Είμαστε εδώ, για να αποκαταστήσουμε το όνομά μας. Είμαστε εδώ, για να ξαναφέρουμε ενθουσιασμό και χαρά σε έναν κόσμο σκυθρωπό και δίχως ελπίδα. Χαρά ξαναφέρνεις, μόνο με θάρρος και αναζητώντας την ομορφιά στις τέσσερεις γραμμές του γηπέδου». Αυτό ήταν όλο: η αναζήτηση της ομορφιάς.
Ο ιταλικός λαός είναι κατ’ εξοχήν εραστής της εικόνας, λατρεύει την αισθητική, ζει για να επιδεικνύει τον ναρκισσισμό του. Ο «Μάντσιο» δυσκολεύτηκε, αντιμετώπισε τεράστια δυσπιστία και κριτική, δεν τον άφησαν σε χλωρό κλαρί. Μέχρι τη μαγική νύχτα της Γένοβας, τη νύχτα της “επανάστασης” στο Marassi, το γήπεδο όπου δοξάστηκε με τη μεγάλη Σαμπντόρια.
Εκείνη τη νύχτα, σε ένα “αδιάφορο” φιλικό με την Ουκρανία που έληξε 1-1, ο ιστορικός του μέλλοντος θα συναντήσει για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία των «Azzurri» την απουσία του «9». Είναι η πρώτη φορά που η Ιταλία αγωνίζεται χωρίς σέντερ φορ, η πρώτη φορά που “προδίδει” την παράδοση και τα κεκτημένα της.
Η χώρα που λατρεύει τους ήρωες με το «9», η χώρα του Πάολο Ρόσι, του Πίπο Ιντζάγκι, η χώρα που ανακαλύπτει σέντερ φορ ακόμα και για ένα μόνο τουρνουά (Τοτό Σκιλάτσι), αγωνίζεται με τρεις περιφερειακούς. Κιέζα, Μπερναρντέσκι, Ινσίνιε. Κανείς δεν έχει εντολή να παίξει φορ, όλοι έχουν ελευθερία κινήσεων, το φουνταριστό τον καθορίζει η ίδια η ροή του ματς.
Φαντασία, ιδέες, επιθυμία να δημιουργηθεί κάτι πραγματικά καινοτόμο σε σχέση με την παράδοση του ιταλικού calcio. Οι ποδοσφαιριστές κατανόησαν, η ομάδα αγκάλιασε το όραμα, η ομοσπονδία δεν σήμανε συναγερμό. Η Ιταλία “έπαψε να είναι Ιταλία”, έγινε ξαφνικά ένα “γκρουπ”, ένας συνδυασμός εμπειρίας και ξεγνοιασιάς, μια ομάδα με σεβασμό και αναγνώριση των ρόλων.
Η ομάδα έγινε «γροθιά», παραπάνω από «παρέα», όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε.
Στο ντεμπούτο του ψαρωμένου Λοκατέλι στο Άμστερνταμ, οι συμπαίκτες χειροκρότησαν (!) την είσοδό του, σαν να τον υποδέχτηκαν στο αρχοντικό τους. Ο «Μάντσιο» όρθιος, fit και πάντα ανέκφραστος, έστρωσε τη φράντζα στο μαλλί και άφησε να του ξεφύγει ένα χαμόγελο. Ήταν η πρώτη φορά, το πρώτο γεγονός που τον οδήγησε στο αβίαστο συμπέρασμα ότι αυτή η ομάδα, η συγκεκριμένη ομάδα μπορεί να κάνει κάτι μεγάλο.
Δεν έχει χάσει παιχνίδι. Μετράει 33 χωρίς ήττα, έσπασε το ρεκόρ συνεχόμενων νικών του Βιτόριο Πότσο από το 1938 (!), μεγαλύτερο τοτέμ από την προπολεμική Ιταλία δεν υπάρχει. Στον Τελικό του Euro, τα παιχνίδια έγιναν 34. Κυρίως, έσπασε η δεισιδαιμονία του ’68. Από τότε είχε να το πάρει η «Squadra Azzurra», κουβαλούσε στην ιστορία της το «στρίψιμο του νομίσματος», δεν είχε πια ιστορίες να διηγηθεί, ο μύθος είχε αφεθεί στον χρόνο.
Ξάφνου, έγινε ο εκλέκτορας της Αναγέννησης, ο Μικελάντζελο του calcio, σε ένα Euro που έπρεπε να διεξαχθεί το 2020 και, τελικά, ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2021.
Η Ιταλία ξεπρόβαλε από το σκοτάδι, το φως έπεσε επάνω στα κομψά κοστούμια του διόσκουρου Τζιανλούκα Βιάλι, του Αλμπερίκο Εβάνι, του Λέλε Οριάλι, του Ντανιέλε Ντε Ρόσι, του Ρομπέρτο Μαντσίνι.
🇮🇹 Italy's winning moment 🥇 Roberto Mancini 😄🎉@azzurri | #EURO2020 pic.twitter.com/jmrRlUAUfr
— UEFA EURO 2024 (@EURO2024) July 12, 2021
Τα δάκρυά του, η σφιχτή αγκαλιά με τον Λούκα, μετά τη λήξη του Τελικού, ήταν ένα κλάμα εξαγνισμού, απελευθέρωσης, αγαλλίασης. Πόση λάμψη σε ένα κλάμα…
Για τον Ρομπέρτο ήταν σαν το κλάμα με λυγμούς του ανθρώπου που βγάζει μια ομάδα ανθρώπων από τη στενωπό στο φως, ενός ηγέτη που καθοδήγησε 26 διαφορετικές προσωπικότητες στη Γη της Επαγγελίας, τους ενέγραψε στο διηνεκές.
«Χαρείτε το. Επιστρέψαμε. Είμαστε εδώ. Στο χέρι μας είναι να μην ξαναφύγουμε ποτέ».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro