Ήταν το ματς της ημέρας, ούτως ή άλλως. Η πιο “δική μας” ομάδα στο Euro, η Πορτογαλία του “δασκάλου”, Φερνάντο Σάντος, η ομάδα του Κριστιάνο Ρονάλντο, του υπεραθλητή που όλος ο κόσμος είτε λατρεύει, είτε μισεί. Όλοι, όμως, τον αναγνωρίζουν.
Ο Κριστιάνο το καθήκον του το έκανε. Λίγο πριν τη συμπλήρωση του πρώτου τετάρτου, ο Ρονάλντο σε φάση άμυνας απομάκρυνε τον κίνδυνο από την άμυνα της Πορτογαλίας, την οποία σφυροκοπούσαν ανελέητα οι Γερμανοί, από το πρώτο λεπτό. Δεκαπέντε δευτερόλεπτα αργότερα, πανηγύριζε στη απέναντι άκρη του τερέν, μετά από ένα αδιάκοπο σπριντ 80 μέτρων και ένα από τα πιο εύκολα φαινομενικά γκολ της καριέρας του. Η Πορτογαλία είχε εκτελέσει υποδειγματικά την αντεπίθεση, ο Ζότα, αυτή τη φορά, πάσαρε στο αδιαφιλονίκητο «Νο1» της Εθνικής του ομάδας και τα αγχώδη “τικ” του δασκάλου μειώθηκαν.
Ο Θεός του ποδοσφαίρου έδειχνε και πάλι να είναι με το μέρος του καλού Φερνάντο, του εραστή της οργάνωσης και του προγράμματος.
Οι Γερμανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα του αποκλεισμού, σε ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που ήρθε για να διαλύσει σταθερές δεκάδων ετών. Η Γερμανία που «κερδίζει τις εντυπώσεις, αλλά χάνει την ουσία», δεν είναι Γερμανία. Όπως η Ιταλία που παίζει μοντέρνο και επιθετικό ποδόσφαιρο, δεν είναι Ιταλία. Όπως και η αμυντικογενής Ολλανδία που αμύνεται στα τρία τέταρτα.
Στην πρώτη αγωνιστική αυτού του ομίλου της φωτιάς, ο Χούμελς ήταν η τραγική φιγούρα. Καλύτερος παίκτης της ομάδας του και, συνάμα, μοιραίος. Το αυτογκόλ του έκρινε το παιχνίδι με τη Γαλλία, η οποία, επίσης, χαλιναγωγείται από την αμυντική προσήλωση και τα χαμηλά ρίσκα που παίρνει ο Ντεσάν, με ελλοχεύοντα κίνδυνο να το πληρώσει ακριβά, όπως παραλίγο να συμβεί στο παιχνίδι με τους συμπαθέστατους Ούγγρους.
Ο Ματς, με τη συμπλήρωση μιας ώρας αγώνα, έβγαινε -καταχειροκροτούμενος- ως αλλαγή. Το ταμπλό έγραφε «1-4», ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα. Το ποδόσφαιρο εκθέτει, το ποδόσφαιρο τιμωρεί, επιστρέφει πάντα τα δανεικά του και είναι δίκαιο. Οι Γερμανοί ισοφάρισαν και προηγήθηκαν με δυο αυτογκόλ. Του Ρούμπεν Ντίας και του Γκερέιρο. Αποκαταστάθηκε η τάξη στους πλανήτες. Απελευθερωμένοι και δίχως άγχος, επέστρεψαν στο πλάνο του πρώτου τετάρτου, όταν έμπαιναν ό,τι ώρα ήθελαν στην περιοχή του Ρούι Πατρίσιο, όταν δημιουργούσαν τη μια επικίνδυνη κατάσταση μετά την άλλη.
Έλειπε μονάχα μια κεντρική φιγούρα, ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο αίτιο και το αιτιατό.
Robin Gosens. What a performance 👏👏👏#DieMannschaft #GER #EURO2020 #PORGER pic.twitter.com/iKREDWhmSn
— Germany (@DFB_Team_EN) June 19, 2021
Ο Ρόμπιν Εβεράρντους Γκόζενς (ή Γκόσενς) δεν είναι προβεβλημένο στέλεχος της «Nationalmannschaft». Αγωνίζεται στην ταπεινή και αντιεμπορική Αταλάντα, στο θαύμα του Γκασπερίνι που διατάραξε τις ισορροπίες του ιταλικού πρωταθλήματος, αλλά δεν είναι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη, για να κερδίσει την αγάπη και τον θαυμασμό των μη μυημένων.
Δεν είναι καν Γερμανός. Ο πατέρας του Ολλανδός, η μητέρα Γερμανίδα, εκείνος και τα δυο. Στο Έμεριχ, στις όχθες του Ρήνου γεννήθηκε, στη Φορτούνα του Έλτεν πήγε να πρωτοπαίξει μπάλα, είχε-δεν είχε κλείσει τα 7 του χρόνια. Αριστερό χαφάκι, γρήγορο, με δίψα για να μάθει. Ο τέλειος πηλός για τους παιδαγωγούς του.
Στα 13, ήταν έτοιμος για το αμέσως μεγαλύτερο επίπεδο, τον πήγαν στη Μπόχολτ, μια μεγαλύτερη ομάδα στην ψυχρή περιοχή της βόρειας Ρηνανίας. Το παιδί είχε ταλέντο, αλλά ήταν δυσδιάκριτο εάν άξιζε τον κόπο να πιεστεί, για να διαπιστωθεί εάν μπορεί να ανταπεξέλθει σε συνθήκες υψηλών απαιτήσεων.
Όταν κόπηκε από τις ακαδημίες του ανώτατου επιπέδου, στη Μπορούσια Ντόρτμουντ, δεν ήταν σαφές αν έπρεπε να εξακολουθήσει να κυνηγάει το όνειρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Εάν παρέμενε στη Γερμανία, πιθανότατα θα τα παρατούσε, θα έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του τις Κυριακές στα 5Χ5, θα δούλευε ως security σε κάποια εταιρεία και το Euro θα το παρακολουθούσε από την τηλεόραση.
Πήγε στο Άρνεμ, στη γενέτειρα του πατέρα του, εκεί όπου έπαψε να είναι ο «Ολλανδός» που ήταν στη Γερμανία, και έγινε ο «Γερμανός» της Ολλανδίας. Το ‘χει αυτό η μοίρα των ανθρώπων. Να τους απαγορεύεται να γίνουν προφήτες στον τόπο τους. Ο Γκόσενς στη Βίτεσε αποφάσισε να γίνει ποδοσφαιριστής, καθυστερημένα, με το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο στα 19, το καλοκαίρι του 2013.
Τον έστειλαν στη Ντόρντρεχτ, Β’ κατηγορία της Ολλανδίας, εκεί όπου σίγουρα δεν είναι το “ποδόσφαιρο που μετράει”. Είχε γίνει ένας πλήρης αριστερός ακραίος με δυνατότητα να πάρει όλη την πλευρά. Δυνατός, γρήγορος, με τεχνική και τακτική παιδεία. Εκείνο που του έλειπε, ήταν μια ευκαιρία.
Του την έδωσε η Χέρακλες, εκεί τον εντόπισαν οι ιθύνοντες της Αταλάντα και μπήκε στο project Γκασπερίνι.
Το ποδόσφαιρο της Αταλάντα είναι αγνό, επιθετικό, “άμυαλο”, ατόφιο. Στο Μπέργκαμο, έγινε ο σημερινός περιζήτητος Γκόσενς, μέχρι πριν λίγο καιρό δεν τον ήξερε κανείς. Μεγάλωσε μαζί με την ομάδα, τα κατάφερε ως ένας απλός “βοηθητικός”.
Διότι σιγά-σιγά έβγαλε στο χορτάρι τα χαρακτηριστικά των μοντέρνων μπακ που γίνονται κρυφά δεκάρια. Ενέταξε στο ρεπερτόριό του το γκολ, την τελική πάσα, την κίνηση στον χώρο, για να δημιουργηθούν οι περίφημοι “μεσοχώροι”, στους οποίους παίζεται το σημερινό, το σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Ο Λεβ τον “πρόσεξε” αργά, στα 26. Μέχρι το 2020, δεν είχε καν κληθεί στα εθνικά κλιμάκια. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε ποιο από τα δυο διαβατήρια τον συνέφερε να χρησιμοποιήσει. Κατέληξε στη Γερμανία, γιατί εκεί μεγάλωσε και εκείνη ήταν η χώρα, στην οποία έμαθε ποδόσφαιρο. Δεν έχει κλείσει καν ημερολογιακό έτος στην Εθνική, Σεπτέμβριο του’20 έκανε το ντεμπούτο του, εντασσόμενος στο πλάνο της ανανέωσης της Γερμανικής Ομοσπονδίας, κατά την τελευταία σεζόν του Λεβ στον πάγκο της. Κοιτούσε με δέος τον Χούμελς, τον Μέλερ, τον Νόιερ, όλες τις παλιοσειρές.
Γύρω του, χορεύουν εκατομμύρια, τον ζητούν όλες οι “μεγάλες” ιταλικές, τον θέλει η Τσέλσι του Αμπράμοβιτς, τον διεκδικούν όλα τα “μεγάλα” γραφεία μάνατζερ. Δεν έχει αποφασίσει, μένει προσηλωμένος σε αυτό που ξέρει καλύτερα: να παίζει ελεύθερο ποδόσφαιρο.
Η μεγαλύτερη απόδειξη του πόσο πολύτιμος έχει γίνει για το παιχνίδι της Γερμανίας, είναι το γεγονός ότι ο Λεβ τον απέσυρε στο 60ο λεπτό του αγώνα με την Πορτογαλία. Λεπτομέρεια ότι ο Ρόμπιν είχε σκοράρει και είχε μοιράσει απλόχερα τις ασίστ για τη μεγάλη ανατροπή, όντας δικαίως ο mvp του αγώνα.
Three points, two assists, one goal 🤩 A star performance from Germany's marauding wing-back Robin Gosens 🔥@Heineken | #EUROSOTM | #EURO2020 pic.twitter.com/AzTzHlIHZQ
— UEFA EURO 2020 (@EURO2020) June 19, 2021
Αποχώρησε εν μέσω αποθέωσης, με το standing ovation του Allianz Arena να είναι η πρώτη δικαίωση για ένα παιδί που δεν “ταίριαζε” πουθενά κι έπρεπε να φτάσει στα 26, για να δικαιωθεί.
«Μετά από ένα ματς με τη Γιουβέντους, προσπάθησα να κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου και να πάρω τη φανέλα του Ρονάλντο. Είχαμε κερδίσει και δεν πήγα καν να πανηγυρίσω, αλλά κατευθύνθηκα προς τον Ρονάλντο, για να πάρω τη φανέλα του. Δεν δέχτηκε. Τον ρώτησα «Κριστιάνο, μπορώ να έχω τη φανέλα σου»; Εκείνος ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει και απλώς απάντησε αυστηρά «Όχι». Είχα κοκκινίσει και ένιωσα ντροπή. Απομακρύνθηκα και ένιωθα πολύ μικρός. Είναι από τις στιγμές που σου συμβαίνει κάτι ντροπιαστικό και κοιτάζεις τριγύρω να δεις αν το είδε κάποιος άλλος. Έτσι ένιωσα τότε και προσπάθησα να το κρύψω».
Ήταν κρίμα που βγήκε στο 60′. Διότι, αυτή τη φορά, ο Κριστιάνο θα ήξερε ποιος είναι και μπορεί και να αντάλλαζε τη φανέλα του με τη δική του.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro