Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός έφερε τον ατίθασο Βουκεφάλα για να τον πουλήσει στον Φίλιππο, κανείς δεν περίμενε ότι μόνο ο Αλέξανδρος θα κατόρθωνε να τον δαμάσει.
Ο Φίλιππος με δάκρυα χαράς στα μάτια, πλήρωσε τα δεκατρία τάλαντα και, χαϊδεύοντας τον Αλέξανδρο στο κεφάλι, του είπε: «Παιδί μου, ζήτα για τον εαυτό σου βασιλεία αντάξια στο μεγαλείο σου, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».
Περίπου το ίδιο πράγμα είπε και ο Ίλια Ίβιτς, χαϊδεύοντας το κεφάλι του Φέλιξ Μπόρχα, όταν προσπαθούσε να τον πείσει ότι ο δανεισμός στη Μάιντζ και τη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας θα ήταν ο πιο αντάξιος επόμενος σταθμός της καριέρας του: «Το Ελληνικό πρωτάθλημα και ο Τάκης Λεμονής είναι πολύ μικρά, για να χωρέσουν το ταλέντο σου. Πήγαινε στη Γερμανία, εμπιστεύσου τον Κλοπ και ταβάνι σου θα γίνει ο ουρανός».
Το «καγκουρό του Κίτο» έμεινε σιωπηλό, έριξε μια φευγαλέα ματιά στον μάνατζέρ του, τον Ντένις Γουόκερ, ο οποίος τον είχε συμβουλεύσει να διαπραγματευτεί σκληρά, ήξερε, όμως, ήδη μέσα του ότι ο κύριος με το pin stripe κοστούμι και τα φιλντισένια μανικετόκουμπα είχε δίκιο.
Τη στιγμή που άπλωσε το χέρι για να σφίξει εκείνο του Ίβιτς, πέρασε από μπροστά του το φλας της (σκάρτης) διετίας στην Ελλάδα.
Τον είχε πρωτοδεί ο Γκερντ Έμονς σε ένα φιλικό Ολλανδίας-Εκουαδόρ και είχε ενημερώσει τον μεγάλο Τροντ Σόλιντ, τότε προπονητή του Ολυμπιακού και θιασώτη “των διαθέσιμων βαθμών”. Εξηγούμαι. Ο Νορβηγός Σόλιντ ή αλλιώς «ο άνθρωπος με το σημειωματάριο» ήταν ένας φλεγματικός τύπος, ο οποίος -με τον κόσμο να καταρρέει γύρω του και οπαδούς/δημοσιογράφους να βγάζουν αφρούς- είχε εφεύρει το δόγμα των βαθμών που απέμεναν, βάσει των υπολοίπων αγώνων στον όμιλο του Ολυμπιακού στο Champions League.
Πρεμιέρα και ήττα με 1-3 από τη Ρόζεμποργκ μέσα στο Καραϊσκάκη; «Έχουμε ακόμa 15 διαθέσιμους βαθμούς», ο Σόλιντ. Ήττα και τη δεύτερη αγωνιστική; «Τίποτα δεν τελείωσε, έχουμε ακόμη 12 διαθέσιμους βαθμούς», και πάει λέγοντας. Ο Ολυμπιακός τερμάτιζε τέταρτος, ο καλός Τροντ, όμως, ήταν ικανός να σου πει ότι ο Ολυμπιακός έχει διαθέσιμους 18 βαθμούς την επόμενη σεζόν.
Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, έχοντας ήδη τον Καστίγιο και τον Κωνσταντίνου στην ομάδα και έχοντας στον νου του ότι ο Ολυμπιακός θα αποκτήσει και τον Σαλπιγγίδη, ήθελε να κλείσει την τετράδα των φορ με ένα παιδί είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Έχοντας ήδη τη θετική αύρα από την “ανακάλυψη” του Γιάγια Τουρέ, είχε το σθένος να ζητήσει από τον Σωκράτη Κόκκαλη και την υπογραφή του -23χρονου τότε- Μπόρχα.
Ο Φέλιξ προερχόταν από την πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του, είχε σκοράρει 27 γκολ σε 49 συμμετοχές, ήταν ενεργό μέλος της Εθνικής ομάδας του Εκουαδόρ και εν ολίγοις είχε όλα τα εχέγγυα για να δοκιμάσει την τύχη του σε ένα Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Το μεγάλο deal κλείνει στο 1 εκατ. ευρώ, ποσόν σχετικά μικρό για τα δεδομένα της εποχής, απόλυτα λογικό ωστόσο για ένα παιδί από το Εκουαδόρ το οποίο ουδέποτε είχε δοκιμάσει εκτός της πατρίδας του να παίξει ποδόσφαιρο.
Υπό νορμάλ συνθήκες, ο Μπόρχα θα ερχόταν στον Ολυμπιακό ως μια λογική επένδυση ελεγχόμενου ρίσκου, στην Ελλάδα, όμως, την πραγματικότητα την αντιλαμβανόμασταν εντελώς διαφορετικά.
Όταν τον Απρίλιο του 2006 διαρρέεται η οριστική συμφωνία Ολυμπιακού και Κίτο για την αγορά του Φέλιξ, ο ελληνικός Τύπος παίζει ρέστα. Κι αν τα οπαδικά έντυπα “έπρεπε” πάντα να υπερβάλλουν, οι υπόλοιποι δεν έχουν απολύτως καμία δικαιολογία.
Σημειωτέον ότι μιλάμε για εποχές παχιών αγελάδων, για μομέντουμ “μετα-2004“ και “μετα-«καλύτερων Ολυμπιακών Αγώνων όλων των εποχών»“.
Η Νο1 σε κυκλοφορία αθλητική εφημερίδα πουλούσε -ειδικά το καλοκαίρι- 60, 70 και 80.000 φύλλα, νούμερα ασύλληπτα ακόμα και για κυριακάτικη εφημερίδα των ημερών μας.
Η αποστολή του Γιώργου Μαζιά στον Ισημερινό αντιμετωπίστηκε περίπου σαν κάτι το φυσιολογικό. Ο ισπανομαθής Χόρχε επισήμανε τους κινδύνους, αλλά η φρενίτιδα Μπόρχα είχε ήδη εξαπλωθεί. «Είναι, όπως φαίνεται, ό,τι καλύτερο έχει αυτή τη στιγμή το ποδόσφαιρο του Εκουαδόρ προς εξαγωγή, είναι, όμως, πολύ δύσκολο να προβλέψεις αν θα “πιάσει” ο παίκτης στην Ελλάδα», έγραφε στην ακτινογραφία του Φέλιξ στο κεντρικό σαλόνι της εφημερίδας o δημοσιογράφος. Ο καθένας, όμως, διάβαζε αυτό που ήθελε να διαβάσει.
Το DVD με τίτλο «η SportDay σας παρουσιάζει την κόκκινη “κόμπρα”» σίγουρα δεν βοήθησε το ρεπορτάζ που μεταξύ άλλων ανέφερε: «είναι αλήθεια ότι οι παίκτες που συνήθως φεύγουν από το Εκουαδόρ, δεν καταφέρνουν να κάνουν τη μεγάλη καριέρα, την οποία -βάσει των προσόντων τους- φαίνεται ότι μπορούν να κάνουν». Το DVD σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα πρωτοσέλιδα είχαν δημιουργήσει στο κοινό μια εντύπωση ότι στην Ελλάδα έρχεται ο Ρονάλντο.
Κάποιοι, μάλιστα, είχαν και τη θρασύτητα να το γράψουν, ήταν ό,τι πιο υπερβολικό γράφτηκε για τον δύσμοιρο Φέλιξ, ο οποίος, πριν καν πατήσει το πόδι του στο αεροδρόμιο, είχε γίνει «κόμπρα, μηχανή των γκολ, σαΐτα του Εκουαδόρ, με εσάνς από Ρονάλντο και ολίγη από τη vintage αναφορά “θα αφήσει εποχή”».
Και μετά, ήρθε η δήλωση του Αλέφαντου για τη… χαλάρωση σφιγκτήρων: «Ο Μπόρχα θα ξετινάξει (sic) τα αντίπαλα σέντερ μπακ», είπε (περίπου) ο μακαρίτης ο Αλέφαντος και εννοείται ότι ο Θέμης Σινάνογλου δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και το έβαλε μπαλκόνι στο ΦΩΣ. Από εκείνη τη ρήση του Αλέφαντου κι έπειτα, το μέλλον του Φέλιξ στον Ολυμπιακό ήταν προδιαγεγραμμένο.
Οι προσδοκίες είχαν φτάσει στον Θεό, το λιγότερο που περίμενε ο κόσμος, ήταν ένας οδοστρωτήρας. Δήλωσε κι ο ίδιος ότι «θα βάλω 25 γκολ» και το γλυκό έδεσε για τα καλά.
Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εκείνη η πρώτη συνέντευξη του Μπόρχα σε ελληνικό μέσο.
«Όλα έγιναν ξαφνικά. Μου είπαν για τον Ολυμπιακό ότι είναι πρωταθλητής στην Ελλάδα. Εγώ ήξερα ότι εκεί παίζει ο Ριβάλντο. Ο παίκτης που θαυμάζει όλος ο κόσμος, θα είναι τώρα συμπαίκτης μου. Απίστευτο, αλλά στη ζωή εκεί που δεν το περιμένεις έρχονται και τα καλά και τα άσχημα. Ευτυχώς για μένα, όλα στην ζωή μου τελευταία πηγαίνουν δεξιά. Έχω φιλοδοξίες και ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα που με καλύπτει. Εγώ θέλω η ομάδα να παίρνει κάθε χρόνο το πρωτάθλημα και να πάμε καλά στην Ευρώπη. Θα κάνω τα πάντα γι’ αυτό.
Αυτή είναι η δουλειά μου. Μπορεί να χρειαστεί να παίξω τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Θέλω να πετύχω και κάθε επιτυχία θέλει θυσίες. Δεν θα με επηρεάσει η διαφορά υψομέτρου. Γεννήθηκα κοντά στην θάλασσα και τα τελευταία χρόνια ζω κοντά στο Κίτο. Το υψόμετρο είναι μεγάλο, αλλά το πρόβλημα το έχουν κυρίως αυτοί που έρχονται από τα χωριά χαμηλά πάνω στο βουνό. Στη Νασιονάλ και σε όλες τις ομάδες του Κίτο έχουμε μάθει να ζούμε με λιγότερο αέρα στα πνευμόνια μας.
Μου λείπουν ακόμα πράγματα για να φτάσω στο επίπεδο που θέλω, και γι’ αυτό δουλεύω σκληρά. Το ίδιο θα κάνω και στην Ελλάδα. Μόνο καλύτερος θα γίνω. Είμαι παίκτης περιοχής. Κλασικό «9», όπως λέμε. Μέσα στην περιοχή, έχω τη δυνατότητα να τελειώσω κάθε φάση. Πρέπει να αποκτήσω διάρκεια στο σκοράρισμα, αλλά αυτό θα έρθει με τον χρόνο. Μου αρέσει να σκοράρω με κεφαλιά. Νομίζω ότι είμαι γρήγορος και ότι σουτάρω δυνατά. Σημασία, όμως. πάνω από όλα έχει να νικάει η ομάδα μου. Σήμερα η Νασιονάλ, αύριο θα είναι ο Ολυμπιακός».
Το «καγκουρό» που στην Ελλάδα παρέπεμπε στους ομογενείς Αυστραλούς, μετατρέπεται σε «κόμπρα», αλλά στα φιλικά η «κόμπρα» δεν δαγκώνει. Μαχητικός, αλτικός, σχετικά γρήγορος, αλλά την έβρισκε με το καλάμι. Τεράστιο πρόβλημα στο κοντρόλ, πολύ πίσω στα fundamentals, δύσκολη η προσαρμογή στα δεδομένα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ο Σόλιντ ζητάει πίστωση χρόνου, ο Ολυμπιακός, όμως, δεν μπορεί να περιμένει και το δίδυμο Κωνσταντίνου-Καστίγιο παγιώνεται. Μέσα Σεπτεμβρίου έρχεται και το νικητήριο γκολ-ψυχολογίας στο Παγκρήτιο με τον ΟΦΗ, αλλά ο Ολυμπιακός του Σόλιντ είναι μια κακή ομάδα, χωρίς σαφή προσανατολισμό μέσα στο χορτάρι και ένα κουραστικό ποδόσφαιρο. Ο Φέλιξ, όποτε έπαιρνε χρόνο, τα γκολάκια του τα έβαζε, ο κόσμος του Ολυμπιακού, όμως, “έβραζε” με τη δεύτερη συνεχόμενη πλήρως αποτυχημένη σεζόν στην Ευρώπη.
Συμπτωματικά, το τελευταίο παιχνίδι του Τροντ Σόλιντ στον πάγκο του Ολυμπιακού στο Ελληνικό πρωτάθλημα (μια ανατροπή από 0-2 σε 3-2 με το Αιγάλεω) είναι το πρώτο εντός έδρας παιχνίδι που καθαρίζει ο Φέλιξ με την ερυθρόλευκη.
Ο Λεμονής επιστρέφει να σώσει ό,τι σώζεται από τη χρονιά τον Δεκέμβριο και οι συμμετοχές του Μπόρχα γίνονται ακόμα πιο σπάνιες και ολιγόλεπτες.
Ολοκληρώνει την παρθενική του σεζόν με 6 γκολ, αλλά χωρίς το highlight που θα του εξασφάλιζε θέση στο ρόστερ και την επομένη.
Βρέθηκε πολύ κοντά σε έναν δανεισμό στην Κέρκυρα μαζί με τον Ταραλίδη και, αν δεν άλλαζε το διοικητικό τοπίο στον Ολυμπιακό, πολύ πιθανόν να κατέληγε εκεί. Κόκκαλης και Λούβαρης, όμως, έκαναν ένα διάλειμμα, το μάνατζμεντ το ανέλαβε ο Πέτρος Κόκκαλης σε άμεση συνεργασία με Ίλια Ίβιτς και Τάκη Λεμονή και ο Ολυμπιακός άλλαξε αγωνιστικό πρόσωπο εκ βάθρων.
Την ημέρα που έκλεινε ο Ντάρκο Κοβάτσεβιτς, ο Ίλια Ίβιτς συμφωνούσε με την Μπούρσασπορ για δανεισμό του Μπόρχα. Ο Φέλιξ, όμως, δεν ήθελε να μετακομίσει στην Τουρκία, ήθελε να παλέψει για μια θέση στο ρόστερ του Ολυμπιακού. Όταν πια έκλεισαν και οι Νούνιεζ-Μήτρογλου, ήταν κάτι παραπάνω από σαφές ότι δεν θα έβρισκε ούτε τα λίγα λεπτά συμμετοχής που προσδοκούσε.
Η πρόταση της Μάιντζ από την Zweiteliga ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού. Δανεισμός ενός έτους με το συμβόλαιο του παίκτη καλυμμένο, συν option αγοράς κοντά στο 1 εκατ. ευρώ. Ο Ίβιτς φόρεσε το pin stripe, πήγε στα γραφεία, κάλεσε τον Φέλιξ και όλα πήραν τον δρόμο τους. Ο δανεισμός ανακοινώθηκε 30 Ιουλίου του 2007, με τον τεχνικό διευθυντή της Μάιντζ, Κρίστιαν Χέιντελ, να τονίζει ότι «ο Φέλιξ Μπόρχα είναι ο τύπος του επιθετικού που έψαχνε ο προπονητής μας, Γιούργκεν Κλοπ. Είναι ευέλικτος, γρήγορος, δυναμικός, με πολύ καλό άλμα».
Στον Πειραιά μόνο καπνογόνα δεν άναψαν, ο Ίλια αποθεώθηκε για τις γνωριμίες και τις ικανότητές του και ο Φέλιξ πήρε τον δρόμο τομ μακρύ για τη Ρηνανία. Στο Bruchweg Stadium βρήκε τον μετέπειτα προπονητή-σταρ της Λίβερπουλ και μια ομάδα που δεν περίμενε από εκείνον να «”χαλαρώνει τους σφιγκτήρες” στα αντίπαλα σέντερ μπακ».
Σκόραρε κατά ριπάς (16 γκολ σε 32 εμφανίσεις), αναγκάζοντας τη διοίκηση της γερμανικής ομάδας να ενεργοποιήσει τη ρήτρα της αγοράς του από τον Ολυμπιακό, τέσσερεις ολόκληρους μήνες πριν εκπνεύσει η προθεσμία.
Ένας παίκτης-ανέκδοτο στο Ελληνικό πρωτάθλημα, είχε γίνει ένας χρήσιμος παίκτης στη Γερμανία και μάλιστα βοήθησε τη Μάιντζ να κερδίσει και τον προβιβασμό της στη Bundesliga.
Έφυγε σαν φίλος το 2010 σε ηλικία 27 ετών για την Πουέμπλα στο Μεξικό, όπου και εκεί έβαλε τα γκολάκια του και με την απόδοση και το σπαθί του κέρδισε μια ακόμα μεταγραφή στην Πατσούκα. Έκανε τις βόλτες του σε διάφορες ομάδες του Εκουαδόρ, του Περού, των ΗΠΑ, παντού με το χαμόγελο και μια τίμια παρουσία. Η χάρη του έφτασε μέχρι το Χονγκ Κονγκ και το 2017 στα 34 του επέστρεψε στην αγαπημένη του Νασιονάλ.
Ακόμα και σήμερα, στο λογαριασμό του στο twitter έχει φωτογραφία προφίλ, στην οποία εκτελεί μια άσκηση μαζί με τον Ριβάλντο. Αμφιβάλλω αν ξέρει πόσο cult διάσταση έχει πάρει η περίπτωσή του στη χώρα μας και πώς διασώζονται σχεδόν τα πάντα γι’ αυτόν. Το αδηφάγο του πράγματος, το στερεότυπο που νικά πάντα την αλήθεια.
Πριν κάποια χρόνια, τον είχαν βρει και είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια και για την Ελλάδα και για τον Ολυμπιακό: «Όταν ακούω τη λέξη Ελλάδα, τα πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό, είναι ο Ολυμπιακός, μετά αυτή η υπέροχη πόλη, η Αθήνα, και, τέλος, ο Ελληνικός λαός που μου συμπεριφέρθηκε τόσο καλά. Δεν μπορώ να ξεχάσω και την κουζίνα σας, μου άρεσαν πολύ κάτι οστρακοειδή που είχα φάει σε μία ταβέρνα στην Ελλάδα, και δεν χόρταινα τα σουβλάκια».
Ξένος με εμάς, ξένος με την ψυχολογία μας, ξένος γενικώς. Το πέρασμά του, το μέρος της ιστορίας του που αφορά στην Ελλάδα, είναι μέρος της ιστορίας πολλών ποδοσφαιριστών, αμέτρητων αθλητών που βρέθηκαν στον λάθος χρόνο, στο λάθος σημείο, στη λάθος στιγμή.
Δοκάρι και μέσα, «Θεός». Δοκάρι και έξω, «παλτό»…
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro