Μεγάλη Πέμπτη πρωί. Διαχρονικά μέρα κατάνυξης για τους Έλληνες. Εκείνη του 1957, στα μέσα Απριλίου, δεν διέφερε, αλλά ήταν για έναν επιπλέον λόγο.
Μια παρέα έχει ξεκινήσει από το κοσμικότερο ξενοδοχείο των Αθηνών στα βόρεια προάστια για βόλτα στο κέντρο της πόλης. Το ταξί όμως που τους μεταφέρει παθαίνει βλάβη -σπάει το ημιαξόνιο του- κι ακινητοποιείται.
Εξέλιξη που αντιμετωπίζεται με χαμόγελο από τους δύο φημισμένους επιβάτες του. Και πειράγματα, αφού ο ένας θεωρεί ως αιτία της ζημιάς το υπερβολικό βάρος του συνεπιβάτη του. Στην κοψιά, κανείς τους δεν δείχνει υπέρβαρος, παρότι τα κιλάκια τους τα έχουν. Ειδικά μάλιστα του κοντύτερου -κι εκείνου που συνεχώς προκαλεί με πειράγματα– εμφανέστατα.
Αυτός είναι κι ο πιο αναγνωρίσιμος στους περαστικούς κι έτσι, περιμένοντας ένα δεύτερο ταξί για να συνεχίσουν την διαδρομή τους, το ακινητοποιημένο μετατρέπεται σε τόπο προσκυνήματος. Μέσα σε λίγα λεπτά από στόμα σε στόμα στην καρδιά της ελληνικής πρωτεύουσας κυκλοφορεί το νέο, ο τόπος κι η ταυτότητα των δύο επιβατών.
«Ο Πούσκας κι ο Κόκσιτς είναι στον Βασιλικό Κήπο».
Χιλιάδες φτάνουν μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσουν, να διαπιστώσουν με τα μάτια τους, ότι οι δύο Μαγυάροι, τα δύο ξακουστά μέλη της «Aranycsapat», είναι εκεί, ανάμεσά τους.
Το δεύτερο ταξί φτάνει, αλλά κι αυτό σύντομα ακινητοποιείται, αφού ο κόσμος έχει κλείσει τον δρόμο, μετατρέποντας σε ωριαία μια διαδρομή λίγων λεπτών…
Η… προετοιμασία
Μερικούς μήνες πριν. Μέσα Νοεμβρίου. Η Χόνβεντ βρίσκεται σε περιοδεία στην Ευρώπη, έχοντας εξασφαλίσει σχετική άδεια της Ουγγρικής Κυβέρνησης. Της ίδιας Κυβέρνησης δηλαδή που είχε φροντίσει με την δημιουργία της (σ.σ. ιδέα του Γκούσταβ Σέμπες, του προπονητή της θρυλικής Εθνικής ομάδας της Ουγγαρίας εκείνης της εποχής) στις αρχές της δεκαετίας του ’50 να την μετατρέψει σε ποδοσφαιρικό όχημα προπαγάνδας, συγκεντρώνοντας τους επιλέκτους της “χρυσής γενιάς” του ουγγρικού ποδοσφαίρου.
Ο Φέρεντς Πούσκας κι ο Σάντορ Κόκσιτς ήταν ήδη εκεί (μέλη της Κίσπεστ, η οποία και μετονομάστηκε υπό τον έλεγχο του στρατού σε Χόνβεντ), ο Ζόλταν Τσίμπορ, ο Γιόζεφ Μπόζικ, ο Λάζλο Μπουντάι, ο Γκιούλα Λόραντ κι ο Γκιούλα Γκρόσιτς ενσωματώθηκαν, φτιάχνοντας ένα σύνολο πλασμένο για να υπηρετεί τους σκοπούς της δημιουργίας του. Να επιδεικνύει δηλαδή στο γήπεδο την ανωτερότητα του, με τις προεκτάσεις της να αξιοποιούνται πολιτικά.
Το ξέσπασμα της επανάστασης («Uprising») στην Ουγγαρία βρίσκει την Χόνβεντ στον δρόμο για το Μπιλμπάο, όπου θα έδινε το πρώτο παιχνίδι με την Αθλέτικ στο πλαίσιο του νεοσύστατου Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Από την Αμβέρσα λοιπόν, όπου έχει καταλύσει η ομάδα μετά την αναμέτρηση του San Mamés, αναμένοντας τον επαναληπτικό που θα διεξαγόταν στις Βρυξέλλες λόγω των ταραχών στην Βουδαπέστη, οι ελληνικές εφημερίδες φιλοξενούν μια συνέντευξη του Πούσκας με την οποία ενημερώνει το κοινό πως υπάρχει εδώ και καιρό συμφωνία για έλευση στην Αθήνα και φιλικά παιχνίδια την άνοιξη.
Η δημιουργία του Καρέλλα
Πάνω κάτω την ίδια εποχή σε μια γωνίτσα ελληνικής εφημερίδας δημοσιοποιείται πως ο Εθνικός, παρά την τεράστια αναταραχή στην Ουγγαρία, βρίσκεται σε επαφή με την διοίκηση της Χόνβεντ και την Ουγγρική Κυβέρνηση ζητώντας την συγκατάθεσή τους για την αποστολή των δελτίων πέντε ποδοσφαιριστών της ομάδας, οι οποίοι έχουν συμφωνήσει να μετακομίσουν στην Αθήνα και να συνεχίσουν την καριέρα τους στον Εθνικό. Χαρακτηριστικά τονίζεται πως το ζητούμενο για την ολοκλήρωση της συμφωνίας είναι η σύμφωνη γνώμη των οικογενειών των ποδοσφαιριστών, οι οποίοι πάντως δεν κατονομάζονται.
Είδηση που δεν έχει συνέχεια και περνάει στα “ψιλά” ακριβώς λόγω της κοινωνικοπολιτικής έντασης στην Ουγγαρία, όμως ενδεικτική της δύναμης και των φιλοδοξιών που είχε αποκτήσει τότε ο Εθνικός. Σωματείο που ιδρύθηκε το 1923 κι ήταν μόνιμα (αλλά και παρέμεινε…) στην σκιά του “μεγάλου” του Πειραιά, του Ολυμπιακού.
Καταλύτης για την προσπάθεια αλλαγής του status του ήταν ο Δημήτρης Καρέλλας. Γόνος οικογένειας επιχειρηματιών, ιδιοκτήτης της εταιρείας κλωστοϋφαντουργίας «ΑΙΓΑΙΟΝ» (τότε μεγαλύτερης στην Ευρώπη και με πρωτόγνωρη για την μεταπολεμική Ελλάδα βιομηχανική υποδομή κι εγκαταστάσεις), με τεράστια οικονομική επιφάνεια, πολύ μεγαλύτερη από αυτή των ομολόγων του στους παραδοσιακά “μεγάλους” του ελληνικού ποδοσφαίρου, και παθολογική αγάπη για τον Εθνικό, μπήκε στη διοίκησή του στις αρχές της δεκαετίας του ’50, στοχεύοντας να μετατρέψει τον σύλλογο σε ισάξιο ανταγωνιστή, αν όχι κυρίαρχο, στο ποδοσφαιρικό στερέωμα της Ελλάδας.
Με σημαντική δαπάνη δημιούργησε σε σύντομο χρονικό διάστημα την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών για τους Πειραιώτες.
Τερματίζουν δεύτεροι στο πρωτάθλημα του 1956, έναν βαθμό πίσω από τον Ολυμπιακό, και μπαίνουν στην επόμενη σεζόν -με κυριότερο εκφραστή αυτής της τάσης τον ίδιο τον Καρέλλα, ο οποίος σε κάθε του ενέργεια κι επιλογή δεν διστάζει να δείξει την οικονομική του, κι όχι μόνο, ισχύ– με ευθεία διάθεση αμφισβήτησης των πρωτείων των “μεγάλων”.
Σε κάθε επίπεδο. Είτε στο προσκήνιο (το γήπεδο, την αναγνώριση από την κοινή γνώμη και την προβολή από τα ΜΜΕ) είτε στο παρασκήνιο (πάντα ιδιαίτερος και καθοριστικός “τόπος” στο παιχνίδι επιβολής και δύναμης του ελληνικού ποδοσφαίρου). Κι αυτό ενοχλούσε την καθεστηκυία ποδοσφαιρική τάξη. Κι ενοχλούσε πολύ…
Οι πρόσφυγες
Το ίδιο όμως πλέον ενοχλούσε και το ουγγρικό καθεστώς, ο αλλοτινός προπαγανδιστικός του εκπρόσωπος, η Χόνβεντ. Έχοντας αποκλειστεί από την συνέχεια του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, οι χωρίς αντικείμενο πλέον ποδοσφαιριστές της διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ουγγαρία. Όχι μόνο αρνούνται αλλά φροντίζουν οι περισσότεροι εξ αυτών να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη που είχαν αποκτήσει, “λαδώνοντας” μυστικούς πράκτορες για να φυγαδεύσουν τις οικογένειές τους από την Βουδαπέστη.
Ο μάνατζερ της ομάδας, ο Έμιλ Εστράιχερ, κανονίζει περιοδεία στη Λατινική Αμερική, κίνηση που προκαλεί την αντίδραση της Ουγγρικής ΠΟ, η οποία στις αρχές Ιανουαρίου απαγορεύει στον Πούσκας και τους συμπαίκτες του να χρησιμοποιούν το όνομα και τα χρώματα της Χόνβεντ.
Μικρό το κακό, αφού μια ομάδα υπό την ονομασία «Hungaria» (ή αλλιώς «Free Hungary» ή, όπως έγινε γνωστή μέσα από τις αναφορές των εφημερίδων της εποχής, «Puskas & Co») και τα χρώματα της ουγγρικής σημαίας (κόκκινο, πράσινο και λευκό) αναχωρεί στα μέσα Ιανουαρίου από την Ζυρίχη για το Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Υπό την απειλή της FIFA για τιμωρία τόσο στους ποδοσφαιριστές της Ηungaria όσο και στις ομάδες που δέχονται να την αντιμετωπίσουν (απειλή πάντως λειτουργική για τη Σάντος και τη Βάσκο Ντα Γκάμα, οι οποίες ακυρώνουν τα φιλικά παιχνίδια με την παρέα του Πούσκας), δίνει επτά φιλικά σε Βραζιλία, Βενεζουέλα και Μεξικό, συγκεντρώνοντας σημαντικότατα έσοδα. Ακόμα σημαντικότερες οι προτάσεις των βραζιλιάνικων και μεξικανικών ομάδων στα αστέρια της Hungaria. Ο ίδιος ο Πούσκας αποκαλύπτει λεπτομέρειες μερικών από αυτές, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι προτεραιότητά του είναι να αγωνιστεί στην Ευρώπη, όπου κι εκεί ο χορός των μνηστήρων καθημερινά μεγαλώνει τόσο για τον ίδιο όσο και για τους συμπαίκτες του.
Στα μέσα Φεβρουαρίου η Hungaria επιστρέφει στην Ευρώπη, όπου πληροφορείται την απόβαση των σοβιετικών τανκ στη Βουδαπέστη αλλά και την απόφαση της Ουγγρικής ΠΟ για οριστική διάλυση της Χόνβεντ. Παράλληλα, τα μέλη της λαμβάνουν μια τελευταία προειδοποίηση επαναπατρισμού, με καταληκτική ημερομηνία την 31η Μαρτίου. Κάποιοι επιστρέφουν νωρίτερα στην Ουγγαρία, χωρίς φυσικά να γλυτώσουν την τιμωρία με ολιγόμηνους αποκλεισμούς. Τιμωρία ουσιαστικά “χάδι” και τελείως δυσανάλογη με αυτήν που περίμενε όσους δεν ανταποκρίνονταν στο τελεσίγραφο. Τόσο ο Πούσκας όμως όσο και οι… Co (Τσίμπορ, Κόκσιτς, Γκρόσιτς) δημοσίως δηλώνουν ότι δεν θα επιστρέψουν…
Στην Ελλάδα ο Εθνικός δικαιολογεί τις προσδοκίες. Προκρίνεται, έστω και δύσκολα, στην τελική φάση του Πρωταθλήματος (σ.σ. τότε διεξάγονταν αρχικά τοπικά πρωταθλήματα σε πέντε περιφέρειες του ελληνικού κράτους, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Βορρά και Νότο, των οποίων οι νικήτριες 10 ομάδες συγκροτούσαν το εθνικό Πρωτάθλημα), όμως εκεί μπαίνει για τα καλά στο ρουθούνι των “μεγάλων”, κερδίζοντας όλες τις παραδοσιακές δυνάμεις στον Α’ γύρο. Δεν το κάνει όμως μόνο αγωνιστικά, αφού ο Καρέλλας δεν χάνει ευκαιρία να επιδεικνύει -σε κάθε επίπεδο- τη δύναμη του.
Παραδοσιακά λοιπόν στη μεταπολεμική Ελλάδα οι τρεις σύλλογοι του αθηναϊκού κέντρου διοργάνωναν κατά την διάρκεια των διακοπών του Πάσχα ένα τουρνουά με την συμμετοχή των ομάδων τους και μιας (ή και σπανιότερα περισσότερων) καλεσμένης ομάδας από το εξωτερικό. Αυτή για το αποκαλούμενο Τουρνουά του Πάσχα του 1957 ήταν η ρουμανική Προγκρεσούλ. Στόχος εξυπακούεται πως ήταν οι εισπράξεις από τα εισιτήρια των παιχνιδιών, τότε μοναδικό έσοδο (και σημαντικότατο) των συλλόγων. Ο Καρέλλας λοιπόν κι εδώ ακόμα μπαίνει σφήνα, προκαλώντας ζημιά.
Έχοντας προφανώς επαφές μηνών με τους ιθύνοντες αρχικά της Χόνβεντ κι εν συνεχεία της Hungaria αλλά και προσβάσεις λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, στέλνει άνθρωπό του (τον περιβόητο μάνατζερ, ίσως και μοναδικό της εποχής στην Ελλάδα, τον Σωτήρη Βολωνάκη) στη Βιέννη, όπου τα περισσότερα μέλη της διαλυμένης Χόνβεντ μαζί με τις οικογένειές τους έχουν καταλύσει, και φιξάρει την έλευσή τους στην Αθήνα για φιλικά παιχνίδια, την ίδια ακριβώς περίοδο με το Τουρνουά Πάσχα!
Παρότι οι Ούγγροι δεν έχουν (ακόμη) χαρακτηριστεί πολιτικοί φυγάδες και παρότι η τιμωρία τους δεν έχει ως εκείνο το σημείο διεθνή επικύρωση (από την FIFA), ο Εθνικός ζητά και παίρνει άδεια από την Ελληνική Κυβέρνηση για τα φιλικά παιχνίδια και ανήμερα τη Μεγάλη Τετάρτη χιλιάδες οπαδών συρρέουν, σε μια μοναδική για τα τότε χρονικά ενέργεια, στο αεροδρόμιο, προκειμένου να υποδεχτούν τους Μαγυάρους.
Πάνω κάτω την ίδια ώρα και αφού έχει παρέλθει το τελεσίγραφο επαναπατρισμού, η Ουγγρική Ομοσπονδία ανακοινώνει τις ποινές της. Ετήσιος αποκλεισμός στους Πούσκας και Τσίμπορ (σ.σ. ο οποίος πάντως μετά την επιστροφή της Hungaria από τη Λατινική Αμερική είχε πάει στη Ρώμη περιμένοντας να υπογράψει στη Ρόμα, βάλλοντας σε κάθε ευκαιρία κατά του Πούσκας, τον οποίον και κατηγορούσε ουσιαστικά ως … επαγγελματία), εξάμηνος σε Γκρόσιτς, Κόκσιτς και Τσόλνοκ, τετράμηνος σε Γκιούλα Σάμπο και Άγκοστον Γκαραμβολγκί…
Οι παραστάσεις!
Το φιλικό με τον Εθνικό είναι προγραμματισμένο για τη Δευτέρα, την επομένη του Πάσχα. Στις τέσσερεις μέρες που μεσολαβούν (αλλά και σε αυτές που ακολούθησαν μέχρι την αναχώρηση της Hungaria) στην Αθήνα επικρατεί παροξυσμός σε κάθε δημόσια εμφάνιση των Μαγυάρων.
Οι εφημερίδες της εποχής καλύπτουν κάθε βήμα των Πούσκας, Γκρόσιτς και Κόκσιτς. Από -εκείνη- τη βόλτα τους στο κέντρο της Αθήνας, από την επίσκεψη τους στην Ακρόπολη, από την πρώτη τους προπόνηση στο στάδιο Καραϊσκάκη (κοινή έδρα του Ολυμπιακού και του Εθνικού) μέχρι και τον άκρως παραδοσιακό, ελληνικό, τρόπο με τον οποίον γιόρτασαν την Κυριακή (παραμονές του φιλικού) το Πάσχα.
Ο Καρέλλας (μαζί με τον Βολωνάκη αλλά και τον Ούγγρο προπονητή του Απόλλωνα Αθηνών, Γιάνος Τσολνάι) γίνεται σκιά τους, αξιοποιώντας και επικοινωνιακά τη συγκυρία.
Δεν διστάζει να πάει με τον Πούσκας στο γήπεδο του Παναθηναϊκού το Μεγάλο Σάββατο, κλέβοντας την προσοχή των (λιγοστών) παρευρισκομένων στο παιχνίδι του «Τριφυλλιού» με την Προγκρεσούλ για το Τουρνουά του Πάσχα. Οι δηλώσεις του Ούγγρου κι οι εντυπώσεις του για το παιχνίδι τυγχάνουν μεγαλύτερης προβολής ακόμα κι από το ίδιο το παιχνίδι!
Η ενόχληση όχι μόνο συνεχίζεται αλλά εντείνεται. Το ίδιο κι η φημολογία για ζωηρό ενδιαφέρον του Εθνικού για την ένταξη Μαγυάρων στο ρόστερ του, διάθεση που, αν υλοποιούνταν, θα τον έκανε πανίσχυρο…
Μόνο έτσι πάντως δεν εμφανίστηκε στο φιλικό με την Hungaria. Σ’ ένα κατάμεστο από 30.000 ανθρώπους γήπεδο τα απομεινάρια της Χόνβεντ κάνουν επίδειξη ανωτερότητας, συντρίβοντας τους Πειραιώτες με 7-0.
Μικρό το κακό για τον Εθνικό και τις φιλοδοξίες του διοικητικού του ηγέτη. Μεγαλύτερο προκάλεσε ο “ξερός”, χωμάτινος αγωνιστικός χώρος. Ο Κόκσιτς τον συγκρίνει με γήπεδα στο… Σουδάν, ο Πούσκας τον θεωρεί κατάλληλο … «δρόμο για ποδήλατα κι αυτοκίνητα».
Την επομένη κιόλας ανακοινώνεται το δεύτερο φιλικό, κόντρα στην Εθνική Ενόπλων, δύο μέρες μετά.
Τότε ο Εθνικός επιβεβαιώνει τη φημολογία των ημερών αλλά και προφανώς τις μεθοδικές κινήσεις μηνών, ανακοινώνοντας τη συμφωνία του με πέντε Ούγγρους, τον Σάμπο, τον Τσόλνοκ, τον Ζαμπόκι, τον Γκαραμβολγκί και τον Σάγκι, για τους οποίους μάλιστα δημοσιοποιείται πως υπέγραψαν και τα σχετικά δελτία.
Η σύμφωνη γνώμη των οικογενειών τους εμφανίζεται ως η μοναδική εκκρεμότητα για την ολοκλήρωση των μεταγραφών, οι οποίες φυσικά, λόγω των ποινών που είχαν επιβληθεί από την Ουγγρική Ομοσπονδία (στους Σάμπο, Τσόλνοκ και Γκαραμβολγκί), θα ενεργοποιούνταν από τις αρχές της επόμενης σεζόν. Καμία διάψευση εκ μέρους των ποδοσφαιριστών, καμία κι από την “επίσημη” Hungaria.
Η Hungaria χάνει στο φιλικό από την Εθνική Ελλάδoς με 2-1 (πάλι σε κατάμεστο γήπεδο…). Ιστορικό αν μη τι άλλο, αφού αυτό ήταν και το τελευταίο παιχνίδι της βραχύβιας ύπαρξης της.
Η αποστολή παραμένει στην Αθήνα για κάποιες μέρες και έστω και την τελευταία της ο Καρέλλας την αξιοποιεί. Μαζί με τον Πούσκας παρακολουθούν το ντέρμπι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός στο πλαίσιο του (συνεχιζόμενου, αλλά σε δεύτερη μοίρα πλέον από άποψη προβολής) Τουρνουά Πάσχα. Και πάλι φυσικά στρέφουν τα φώτα πάνω τους.
Στα μέσα του πρώτου ημιχρόνου ο Παναθηναϊκός αποχωρεί διαμαρτυρόμενος για τις διαιτητικές αποφάσεις και μια ώρα μετά επιστρέφει με 11άδα από αναπληρωματικούς! Την σκυτάλη της διαμαρτυρίας την παίρνει ο διαιτητής, ο οποίος αρνείται να συνεχίσει το παιχνίδι, με αποτέλεσμα να κατέβει ο ίδιος ο Πούσκας στον αγωνιστικό χώρο κι εν μέσω αποθέωσης και παρατεταμένων προτροπών να πάρει την σφυρίχτρα προκειμένου να αναλάβει αυτός τη διεύθυνση του αγώνα!
Κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, ωστόσο η συγκεκριμένη του ενέργεια (με τον Καρέλλα πάντα σε δεύτερο πλάνο) αλλά και τα σχόλιά του μετά το παιχνίδι κλέβουν και πάλι την παράσταση.
Οι συμφωνίες και η τιμωρία
Ο Εθνικός συνεχώς βγαίνει κερδισμένος. Κερδίζει σε οπαδούς, σε αναγνώριση, σε προβολή. Κερδίζει σε εισιτήρια, κερδίζει στο γήπεδο και θέτει τις βάσεις για να συνεχίσει να το κάνει και τα επόμενα χρόνια.
Λίγες μόνο μέρες μετά την αναχώρηση της Hungaria ο Καρέλλας φέρνει στην Αθήνα για φιλικό παιχνίδι την Ίντερ. Μοναδικές καταστάσεις για τα (τότε) δεδομένα του ελληνικού ποδοσφαίρου, ξεκάθαρες απειλές για το κατεστημένο του.
Ο Καρέλλας παρασύρεται. Κανονίζει τουρνέ στην Αίγυπτο, δεν αρκείται στις συμφωνίες με τους πέντε Ούγγρους και ζητά την άδεια από την Ουγγρική Ομοσπονδία προκειμένου να χρησιμοποιήσει σε αυτήν τον Γκαραμβολγκί και τον Σάμπο (από την συμφωνία που είχε κάνει μαζί τους, ενόσω βρίσκονταν στην Αθήνα) αλλά και τρία ακόμα στελέχη της πολλά υποσχόμενης Εθνικής Νέων της Ουγγαρίας, τον Τάμας Φριντβάλσκι, τον Γιόζεφ Κούζμαν και τον Ιστβάν Στάντσικ, δείγμα ξεκάθαρο των πολύ προχωρημένων προσβάσεων που έχει αποκτήσει στο ουγγρικό ποδόσφαιρο.
Δεν προλαβαίνει όμως. Έχει ξεπεράσει τα όρια, έχει ενοχλήσει αρκετά.
Ταυτόχρονα με το αίτημά του, η Ελληνική Ομοσπονδία -προφανώς καθοδηγούμενη από τους “μεγάλους” του κέντρου– θεωρεί τις συμφωνίες που έχει συνάψει με τους Ούγγρους δείγμα επαγγελματισμού (το πόδοσφαιρο τότε στην Ελλάδα ήταν ερασιτεχνικό), παραγνωρίζει την άδεια που είχε δώσει η Ελληνική Κυβέρνηση στον σύλλογο για τα φιλικά με την Hungaria και επιβάλλει τεράστιο πρόστιμο (125 φορές μεγαλύτερο του προβλεπόμενου) και δίμηνο αποκλεισμό από κάθε αγωνιστική υποχρέωση, αλλά με αναστολή.
Ποινή που δεδομένα -κι ανεξάρτητα από τον ανασταλτικό, ουσιαστικά προειδοποιητικό, της χαρακτήρα- δεν θα μπορούσε να σταθεί, αφού χρειάζονταν αποδείξεις πως οι Ούγγροι ήταν επαγγελματίες. Μπορεί να ήταν αποκηρυγμένοι από την πατρίδα τους, μπορεί να απολάμβαναν επαγγελματικών προνομίων (έστω και άτυπα), αλλά ποτέ η Ουγγρική Ομοσπονδία δεν θα τους αναγνώριζε επισήμως ως τέτοιους, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε πρακτικά την αφαίρεση του Χρυσού μεταλλίου που είχαν κατακτήσει οι Μαγυάροι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 (σ.σ. όπου επίσης απαγορευόταν η συμμετοχή επαγγελματιών αθλητών)!
Γι’ αυτό κι η Ελληνική Ομοσπονδία δεν αρκείται στην πρώτη ποινή. Άμεσα σχεδόν εμφανίζεται μια καταγγελία δωροδοκίας εις βάρος των παραγόντων του Εθνικού.
Δεν ήταν η πρώτη φορά σ’ εκείνη τη σεζόν που γινόταν κάτι τέτοιο (δείγμα της δράσης του Καρέλλα και στο παρασκήνιο), δεν ήταν όμως και απολύτως τεκμηριωμένη. Ο καταγγέλλων ποδοσφαιριστής της Προοδευτικής αναιρεί (προφανώς κατόπιν πιέσεων εκ μέρους του Εθνικού) την καταγγελία του, η οποία για την ιστορία αφορούσε σε παιχνίδι στο οποίο ο Εθνικός ηττήθηκε!
Η ζημιά όμως έχει ήδη γίνει.
Αυτομάτως ο ανασταλτικός χαρακτήρας της τιμωρίας περί επαγγελματισμού δεν υφίσταται κι η ποινή γίνεται άμεσα εκτελεστέα. Ο Καρέλλας… βάζει το χεράκι του, δίνοντας λαβή στους πολέμιούς του, με το να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια αξιώνοντας υπέρογκη αποζημίωση για τη ματαίωση της περιοδείας στην Αίγυπτο. Ουσιαστικά έτσι προκαλεί μια εξοντωτική τιμωρία με αποκλεισμό του συλλόγου για έναν χρόνο από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα! Απόφαση που στερεί από τον Εθνικό την δυνατότητα να δώσει τα τέσσερα τελευταία παιχνίδια του Πρωταθλήματος, όντας τότε στη δεύτερη θέση, δύο μόλις βαθμούς πίσω από τον πρωτοπόρο (και τελικά Πρωταθλητή) Ολυμπιακό, τον οποίον κι αντιμετώπιζε στην αμέσως επόμενη αγωνιστική στην κοινή τους έδρα!
Την ίδια ακριβώς εβδομάδα, αρχές δηλαδή Ιουνίου του 1957, η FIFA παίρνει επιτέλους θέση για το θέμα των ποδοσφαιριστών της Hungaria, ουσιαστικά επικυρώνοντας τις ποινές που αρχικά είχε επιβάλει η Ουγγρική Ομοσπονδία. Οι συμφωνίες του Εθνικού διαλύονται, όπως κι οι φιλοδοξίες του για αλλαγή του status quo στο ελληνικό ποδοσφαιρικό στερέωμα.
Το καλοκαίρι η ποινή του Εθνικού μειώνεται (αφού η Ελληνική Ομοσπονδία στο σκεπτικό της απόφασης, μεταξύ άλλων, αναγνωρίζει μεταχρονολογημένα πως κι η Βραζιλιάνικη Ομοσπονδία κατόπιν εισήγησης της FIFA είχε αναιρέσει αντίστοιχη ποινή που είχε επιβάλει στην Μποταφόγκο, μια από τις αντιπάλους της Hungaria στην τουρνέ της στη Λατινική Αμερική) και συμμετέχει κανονικά στο Πρωτάθλημα της επόμενης σεζόν.
Δεν κέρδισε ποτέ τίποτα. Τότε, είχε φτάσει πιο κοντά από ποτέ. Κι ίσως αυτός ήταν ο λόγος που συντηρήθηκε για δεκαετίες ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς ποδοσφαιρικούς μύθους στην Ελλάδα, ο οποίος ήθελε τον Καρέλλα να έχει συμφωνήσει και με τους Πούσκας, Γκρόσιτς και Κόκσιτς να συνεχίσουν την καριέρα τους στον Εθνικό.
Ποτέ δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο, ούτε και τα ρεπορτάζ της εποχής το ανέφεραν. Ο Καρέλλας δεν αποκλείεται να το προσπάθησε. Δεδομένα είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Και, ποιος ξέρει, αν η ιστορία εξελισσόταν διαφορετικά, μπορεί να το πετύχαινε κιόλας. Την προσβασιμότητά του άλλωστε στα ενδότερα του ουγγρικού ποδοσφαίρου την απέδειξε.
Οι ιστορίες όμως που μέχρι και σήμερα συντηρούνται και θέλουν τα αστέρια της Hungaria να παίζουν σε φιλικό με την φανέλα του Εθνικού, έχοντας συμφωνήσει με τον Καρέλλα, δεν ευσταθούν (στο μόνο που συνυπήρξαν ήταν σε μια προπόνηση-ξεμούδιασμα δύο μέρες πριν το πρώτο φιλικό).
Η τιμωρία του Εθνικού αντιμετωπίστηκε κι ακόμη αντιμετωπίζεται ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Προφανώς και ήταν τέτοιο, όμως δεν είχε να κάνει με την έλευση των Ούγγρων στην Αθήνα. Αυτή ήταν απλώς η αφορμή, το πάτημα του κατεστημένου για να ανακόψει -μια και καλή- τις προοπτικές του… ενοχλητικού για τα κεκτημένα τους Εθνικού.
Κι ίσως γι’ αυτό η συγκεκριμένη διαστρέβλωση διαιωνίζεται, αφού αντικατοπτρίζει την τότε δυναμική του συλλόγου και του ιδιοκτήτη του, την απήχηση που είχε (κι εξακολουθεί να έχει) εκείνη η -όπως αποδείχτηκε- ρομαντική προσπάθεια ενός μικρού σωματείου να μπει σφήνα στους παραδοσιακά μεγάλους, έχοντας μάλιστα κι όλες εκείνες τις προοπτικές να αλλάξει την ιστορία του αθλήματος στην Ελλάδα και πιθανότατα και την Ευρώπη.
Αυτό όμως ακριβώς ήταν που ενόχλησε, που προκάλεσε, που πολεμήθηκε κι εν τέλει τιμωρήθηκε εν τη γενέσει του.
Ο Έμιλ Εστράιχερ, ο general manager της Hungaria, προσλαμβάνεται από τη Ρεάλ κι ουσιαστικά είναι ο άνθρωπος που φέρνει το καλοκαίρι του 1958 τον Πούσκας στην Μαδρίτη. Δεν καταφέρνει το ίδιο και για τον Κόκσιτς, ο οποίος καταλήγει στην Μπαρτσελόνα μαζί με τον Τσίμπορ.
Ο Καρέλλας παραμένει ενεργός στα διοικητικά του Εθνικού κι ουσιαστικά μοναδικός του χρηματοδότης ως τα τέλης της δεκαετίας του ’80.
Τέτοια ήταν η προσήλωσή του που φτάνει να υποθηκεύσει και να εκποιήσει την προσωπική του περιουσία, προκειμένου να συντηρήσει τα ταμεία του συλλόγου κι ο ίδιος να καταλήξει άφραγκος, ξεχασμένος στην Αγγλία, όπου και πέθανε στις 31 Οκτωβρίου του 1993.
Ευτύχησε να μην δει την αγαπημένη του ομάδα να διαλύεται λόγω χρεών και οικονομικών ατασθαλιών, συνεχίζοντας πλέον την ιστορική της διαδρομή στις μικρότερες κατηγορίες. Ευτύχησε όμως και να δει τον μεγάλο του πόθο, τον Φέρεντς Πούσκας, να έρχεται στην Ελλάδα.
Δεκατρία χρόνια ακριβώς μετά από την πρωτόδικη ποινή του Εθνικού, στις 27 Μαϊου του 1970, ο Παναθηναϊκός ανακοίνωνε την πρόσληψη του Πούσκας στην τεχνική του ηγεσία. Κι έναν χρόνο αργότερα ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης» οδηγεί τους «Πρασίνους» στη μεγαλύτερη συλλογική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στον Άγιαξ.
Κι ο Καρέλλας ήταν εκεί, στο Wembley, ζώντας ως θεατής, ως υποστηρικτής του Πούσκας, αυτό που μια ζωή κυνηγούσε ως παράγοντας…
*Το κείμενο αποτελεί πιστή μετάφραση του κειμένου του συντάκτη που δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό «Blizzard» (τεύχος 9, Ιούνιος 2013).
*Οι φωτογραφίες εντός του κείμενου προέρχονται από τις καθημερινές εκδόσεις της «Αθλητικής Ηχούς» εκείνης της εποχής. Η κεντρική και η τελευταία προέρχονται από το πρακτορείο ΙΝΤΙΜΕ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φέρεντς Πούσκας, ένας μύθος που δεν σβήνει ποτέ
Φέρεντς Πούσκας: οι Άγγλοι ασθενείς (του)
Η Αθήνα, πριν και μετά το σουτ του Καμάρα
Παράδοση σκυτάλης: Απο τον Πούσκας στον Κρόιφ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη