Δεν θα μπορούσε να είχε γίνει γνωστό. Έτσι κι αλλιώς, η άφιξή του, το καλοκαίρι του 1970, προκειμένου ν’ αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού, επισκίαζε τα πάντα.
Ναι, προπονητής δήλωνε, μα το βιογραφικό του στους πάγκους δεν ενέπνεε. Δύο σύντομες, τυχοδιωκτικές θητείες σε ΗΠΑ και Καναδά και μια ολιγόμηνη στη χώρα των Βάσκων.
Ποιος νοιαζόταν, όμως; Ο Φέρεντς Πούσκας ερχόταν στην Ελλάδα. Την χειμαζόμενη από την στρατιωτική δικτατορία Ελλάδα. Η φήμη του Ούγγρου, η τεράστια ποδοσφαιρική του καριέρα, έφτανε και περίσσευε, για να παραγνωριστεί η ελάχιστη προπονητική του εμπειρία. Άλλωστε, μόνο οι παραστάσεις του αρκούσαν, για να κάνουν την διαφορά σ’ ένα σπορ που τότε ήταν απόλυτα ερασιτεχνικό στην χώρα και τελείως ανυπόληπτο διεθνώς.
Από καταβολής των ευρωπαϊκών συλλογικών διοργανώσεων, οι ελληνικές ομάδες είχαν συνολικά πετύχει μόλις εννιά προκρίσεις. Ο Παναθηναϊκός, δυο: τη σεζόν 1964-65 απέκλεισε την Γκλεντόραν και την επόμενη χρονιά την Σλιέμα. Κι όμως. Ο πανέξυπνος, διορατικός και φιλόδοξος Μαγυάρος, το τόλμησε. Το ζήτησε και το είδε αποτυπωμένο στο συμβόλαιο που υπέγραψε: την ύπαρξη, δηλαδή, -ασύλληπτου για τα δεδομένα της εποχής- πριμ για την πρόκριση του Παναθηναϊκού στην τετράδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Τότε, δεν δημοσιοποιήθηκε. Και να δημοσιοποιούνταν βέβαια, κανείς δεν θα το πίστευε…
Ήδη στους πρώτους μήνες του Πούσκας στο τιμόνι, ο Παναθηναϊκός είχε ισοφαρίσει το ευρωπαϊκό του ρεκόρ. Διαδικαστική η πρόκριση κόντρα στη Ζενές Ες, ανάγκασε, όμως, την ποδοσφαιρική Ευρώπη να στρέψει το κεφάλι, με τον αποκλεισμό στον 2ο γύρο της προ διετίας νικήτριας του Κυπέλλου Κυπελλούχων, Σλόβαν Μπρατισλάβας.
Έτσι όπως γύρισε βέβαια, το ίδιο συγκαταβατικά κουνήθηκε στο άκουσμα της κλήρωσης των προημιτελικών: Έβερτον, η πρωταθλήτρια Αγγλίας. Κάτι περισσότερο από “mission impossible”, συνταίριασμα… αταίριαστο, το οποίο φλέρταρε με τα όρια της φαντασίας.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, ζωντάνευε και αυτά της μυθοπλασίας. Οι τηλεοπτικές μεταδόσεις, τότε, είχαν δειλά-δειλά αρχίσει να φέρνουν στους ασπρόμαυρους δέκτες τον κόσμο που γλαφυρά οι εφημερίδες μόνο για δεκαετίες “εικονογραφούσαν” με λέξεις. Η αρχή έγινε με μερικά σκόρπια παιχνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό, μα το αποκορύφωμα της εβδομάδας καθιερώθηκε, από εκείνη τη χρονιά, απόγευμα κάθε Σαββάτου, οπότε και μεταδιδόταν ένα παιχνίδι από την Αγγλία. Οποιοδήποτε παιχνίδι, οποιασδήποτε κατηγορίας. Ήταν αρκετό, όμως, να δώσει εικόνα σε ό,τι η φαντασία δημιουργούσε για το “άλλο” ποδόσφαιρο.
Και τότε, παραμονές Χριστουγέννων του 1970, αυτό το “άλλο” ποδόσφαιρο ζωντάνευε στο διάβα του Παναθηναϊκού.
Οι διαφορές, χαώδεις. Ο απόλυτος επαγγελματισμός κόντρα στον απόλυτο (στην καλύτερη) ημιεπαγγελματισμό. Ο μισθός του μάνατζερ της Έβερτον, Χάρι Κάττερικ, ισοδυναμούσε με εξάμηνο (περίπου) απολαβών όλων των παικτών του Παναθηναϊκού. Ούτε λόγος για σύγκριση μεταξύ των μισθών των ποδοσφαιριστών. Όλοι των «Πρασίνων» εργάζονταν και απλώς, στον ελεύθερο χρόνο τους, ήταν και ποδοσφαιριστές.
Δεν ήταν μόνο οι “επιστήμονες”, ο γιατρός (χειρουργός-ορθοπεδικός), Φραγκίσκος Σούρπης, και ο δικηγόρος, Αριστείδης Καμάρας, κεντρικός αμυντικός και πολυσύνθετος μεσοαμυντικός, αντίστοιχα. Ο αρχισκόρερ, Αντώνης Αντωνιάδης, ήταν ασφαλιστής. ο box-to-box μέσος, Τότης Φυλακούρης, ιδιωτικός υπάλληλος. ο ακραίος, Χάρης Γραμμός, και ο αριστερός μπακ, Γιώργος Βλάχος, φοιτητές. ο δεξιός μπακ, Γιάννης Τομαράς, κρεοπώλης. Ο αρχηγός της ομάδας, πιθανότατα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ο playmaker, Μίμης Δομάζος, είχε εκμεταλλευτεί την συγκυρία της διάκρισης του Παναθηναϊκού και είχε πάρει κρατική άδεια για λειτουργία καταστήματος πρόγνωσης ποδοσφαιρικών αποτελεσμάτων, λειτουργώντας παράλληλα ένα καφέ-μπαρ στο κέντρο της Αθήνας.
Όλοι τους παιδιά γεννημένα στην τραγική για την Ελλάδα δεκαετία του ’40. Δεκαετία, αρχικά, της ναζιστικής κατοχής και, εν συνεχεία, του αιματηρού εμφυλίου. Όλοι τους, μεγαλωμένοι σε κακουχίες. Όλοι τους “στρατολογημένοι” στον Παναθηναϊκό από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 (σ.σ. ο ίδιος ο Δομάζος, στις αρχές της εφηβείας του, αγωνίζονταν σε μια συνοικιακή ομάδα, η οποία χρησιμοποιούσε ως έδρα μια αλάνα δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, όπου εκεί τον ξεχώρισε ένας υπεύθυνος των «Πρασίνων», εντάσσοντας τον τελικά στο δυναμικό του club, με αντίτιμο το κέρασμα μιας λεμονάδας και το δέλεαρ της προώθησης της κλήσης του στην Εθνική νέων της Ελλάδας, κάτι που για τον Δομάζο φάνταζε ασύλληπτο λόγω του… κοστουμιού που θα φόραγε με το ραμμένο εθνόσημο στο πέτο), δημιουργώντας μια ομοιογενέστατη, συμπαγή και αποκλειστικά στελεχωμένη από Έλληνες ομάδα, η οποία κυριαρχούσε εντός των συνόρων, κατακτώντας δυο διαδοχικά πρωταθλήματα, το 1969 και το 1970.
Την ώρα που η ελληνική κοινή γνώμη με δέος διάβαζε για την ύπαρξη ενός κλειστού γηπέδου, του μοναδικού (όπως γράφτηκε στον Τύπο) τότε στην Ευρώπη, προκειμένου η Έβερτον να μπορεί να προπονείται εν μέσω κακοκαιρίας, ο Παναθηναϊκός διατυμπάνιζε την αγορά ενός προστατευτικού καλύμματος από νάιλον, το οποίο θ’ απλωνόταν στον αγωνιστικό χώρο του «Απόστολος Νικολαΐδης», του γηπέδου του «Τριφυλλιού», για να τον προστατεύσει σε περίπτωση βροχής. Αγωνιστικός χώρος με μόλις… ένα δάχτυλο γρασίδι και αυτό σε μερικά και μόνο σημεία. Αλλού, σκέτο χώμα (στην καλύτερη) ή (στην χειρότερη) τσιμέντο. Γήπεδο που, λόγω έλλειψης προβολέων, δεν φιλοξενούσε παιχνίδια κοντά στη δύση του ηλίου.
Ο Πούσκας, πάντως, δεν έμοιαζε φοβισμένος από τις διαφορές που αναδείκνυαν την ισχύ της Έβερτον. Άλλωστε, ως ηγετική φυσιογνωμία της «Aranycsapat» (GoldenTeam), της φημισμένης Εθνικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’50, ομάδας που στο debate των ιστορικών του ποδοσφαίρου μπαίνει στη λίστα με τις υποψήφιες καλύτερες όλων των εποχών, είχε ταπεινώσει τους γεννήτορες του σπορ, Άγγλους, αρχικά (25 Νοεμβρίου 1953) με 6-3 μέσα στο “σπίτι” τους, το Wembley, και λίγους μήνες μετά (23 Μαΐου 1954) με 7-1 στο δικό του, στη Βουδαπέστη. Προφανώς δεν θα μπορούσε να τους φοβάται.
Την ώρα που όλοι έκαναν… λογαριασμό, υπολογίζοντας την διαφορά τερμάτων υπέρ των «toffees», ο Πούσκας ζητούσε τον ορισμό του τρίτου παιχνιδιού, αν χρειαζόταν, στη Μαδρίτη, γιατί «εκεί θα έχουμε 100.000 Μαδριλένους στο πλευρό μας» (το παρελθόν του στη Ρεάλ Μαδρίτης γαρ…). Τρίτου παιχνιδιού, όμως; Κι όμως. Eνα ακόμα δείγμα της άγνοιας που υπήρχε από τέτοια ποδοσφαιρικά ύψη στην Ελλάδα.
Ο κανονισμός του εκτός έδρας γκολ μόλις εκείνη τη σεζόν είχε καθιερωθεί, με ισχύ σε όλους τους γύρους των διεθνών διοργανώσεων. Ο Μαγυάρος, μπερδεμένος, είχε μείνει στο πρότερο καθεστώς, με την διεξαγωγή -σε περίπτωση ισοπαλίας μετά τα δυο παιχνίδια- κι ενός τρίτου, σε ουδέτερο γήπεδο. Ας μη σταθούμε στο λάθος -είπαμε, τα πάντα τότε ήταν πρωτόγνωρα, άγνωστα τελείως στην Ελλάδα- αλλά στο ότι ο Πούσκας προσδοκούσε την προοπτική του ανταγωνισμού του “Γολιάθ”, την ώρα που κανείς δεν έδινε την παραμικρή τύχη στον “Δαβίδ”.
Τη… σφεντόνα του πάντως, ο “Δαβίδ” την χρησιμοποίησε, όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούσε, αξιοποιώντας τα πάντα. Ίσως, βέβαια, και το σύμπαν να συνωμότησε.
Πλησιάζοντας προς το παιχνίδι στο Λίβερπουλ, άπαντες έκαναν λόγο για το διαφορετικό κλίμα και τις καιρικές συνθήκες που θα συναντούσαν εκεί οι -άμαθοι σε τέτοιες- παίκτες του Παναθηναϊκού. Για δύο εβδομάδες, πριν την αναχώρηση της αποστολής, στην Αθήνα έβρεχε συνεχώς. Ο Πούσκας αξιοποίησε τη συγκυρία, ορίζοντας προπονήσεις εν μέσω της βροχόπτωσης ή, έστω, με το γήπεδο λασπωμένο, γεμάτο νερό, προκειμένου οι παίκτες του να εξοικειωθούν σε τέτοιον αγωνιστικό χώρο.
Ο Ούγγρος, μαθημένος διαφορετικά στην καριέρα του, κατήργησε με την άφιξή του πολλά από τα συνηθισμένα στην τότε ποδοσφαιρική Ελλάδα. Δεν “μάντρωνε” τους παίκτες του σε ξενοδοχεία παραμονές παιχνιδιών. Τους άφηνε ελεύθερους, χωρίς περιορισμούς ως προς την τήρηση του ωραρίου.
Η προβολή που απέκτησαν από την τότε πορεία (κατά τη διάρκειά της, γράφτηκαν τρία τραγούδια αφιερωμένα σε αυτήν που έγιναν hits. σειρές ρούχων δημιουργήθηκαν από τους μοντελίστ, καθιστώντας το τριφύλλι απαραίτητο αξεσουάρ ή συνοδευτικό των δημιουργιών τους. οι πωλήσεις τηλεοράσεων παρουσίασαν μετεωρική αύξηση. οι παίκτες μονοπωλούσαν τις -περιορισμένες- ζωντανές εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης, αποκτώντας για πρώτη φορά status celebrity) ήταν δύσκολα διαχειρίσιμη. Μη ξεχνάμε. Ερασιτέχνες ήταν. Ερασιτέχνες που έβλεπαν τ’ όνομα τους -ελέω της συγκυρίας της αναμέτρησης με την Έβερτον-, έστω και σαν κάτι το εξωτικό, σε αγγλικά φημισμένα ποδοσφαιρικά περιοδικά της εποχής, όπως το Goal, ή ακόμα και τελείως άσχετες με το αντικείμενο εκδόσεις, όπως το Mercury House. Δεν ήθελε πολύ, συνεπώς, να ξεφύγει η κατάσταση.
Όταν, λοιπόν, έναν μήνα πριν το πρώτο παιχνίδι με την Έβερτον, ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε από το Αιγάλεω, μια μικρομεσαία ομάδα του πρωταθλήματος, χάνοντας έδαφος στην κούρσα του τίτλου (που τελικά παρέδωσε στην ΑΕΚ), ο Πούσκας βρήκε την ευκαιρία ν’ αλλάξει στάση και να “σφίξει” και πάλι τα λουριά. Ανέλαβε ο ίδιος την εκγύμναση των ποδοσφαιριστών, μαζί με τον επί χρόνια γυμναστή της ομάδας, επαναφέροντας τους “επαγγελματικούς” προαναφερθέντες περιορισμούς, ως και τον κατ’ οίκον νυχτερινό έλεγχο στους ποδοσφαιριστές!
Από την άλλη, η στρατιωτική χούντα, βλέποντας στην πορεία του Παναθηναϊκού την ευκαιρία προβολής μιας τελείως απομονωμένης διεθνώς χώρας, την μετέτρεψε σε κρατική υπόθεση.
Ο πανίσχυρος Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, έγινε το άτυπο “αφεντικό” του Παναθηναϊκού, ρυθμίζοντας από τις τιμές των εισιτηρίων, τα νέα κουστούμια που έπρεπε να ράψουν οι ποδοσφαιριστές εν όψει Λίβερπουλ, τα του ταξιδιού εκεί, έως και τα πριμ, συμβόλαια, αλλά ακόμα-ακόμα και την ανανέωση εκείνου του Πούσκας.
Ο θρύλος, άλλωστε, θέλει αυτή να συμφωνείται, παραμονές της ρεβάνς με την Έβερτον, σε μια συζήτησή τους παρουσία δημοσιογράφων (οι οποίοι, χωρίς να έχουν περιθώρια σε μια μη δημοκρατική χώρα, συνέβαλλαν στην προπαγάνδα του Ασλανίδη), στο ξενοδοχείο, όπου είχε καταλύσει ο Παναθηναϊκός.
Ο Ασλανίδης λοιπόν, παρέχοντας κάθε δυνατή εξυπηρέτηση, φρόντισε επίσης για την αναβολή δύο παιχνιδιών πρωταθλήματος του Παναθηναϊκού, πριν και στο μεσοδιάστημα του πρώτου αγώνα με την Έβερτον, προκειμένου ν’ αποφευχθεί η επιβάρυνση των ποδοσφαιριστών.
Την ίδια ώρα, ο Χάρι Κάττερικ γκρίνιαζε δημοσίως για το απαιτητικότατο αγωνιστικό πρόγραμμα της ομάδας του, η οποία σε διάστημα 18 ημερών (6-24 Μαρτίου) ήταν υποχρεωμένη να δώσει έξι παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις! Προφανώς, πάντως, κι ο ίδιος ο Άγγλος μάνατζερ δεν υπολόγιζε καθόλου τον Παναθηναϊκό, απηχώντας το γενικότερο κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό πως παραμονές του πρώτου ματς, Άγγλοι δημοσιογράφοι ρωτάνε -σοβαρότατα- τον Πούσκας αν η Κόλτσεστερ Γιουνάιτεντ, ομάδα τότε 4ης κατηγορίας στην Αγγλία και τελευταίο “θύμα” της Έβερτον στο FA Cup (5-0, τρεις μέρες πριν το παιχνίδι με τους «Πρασίνους»), θα είχε ανταγωνισμό στο ελληνικό πρωτάθλημα!
Αδύνατον, με τα δεδομένα της εποχής, να μην παρασυρθεί και ο Κάττερικ. Δεν γνώριζε παρά ελάχιστα για την ελληνική ομάδα κι αυτά, πιθανότατα, απ’ όσα του είχαν μεταφέρει οι τέσσερεις συμπατριώτες του προπονητές που εργάζονταν στην Ελλάδα, δείγμα της “αγγλολατρείας” που κυριαρχούσε τότε: ο Λες Σάνον στον ΠΑΟΚ, ο Τζο Μάλετ στον Πανιώνιο, ο Τόμι Έγκλεστον στον Εθνικό και -έστω για τρεις εβδομάδες- ο Λες Άλεν στον Άρη.
Ακόμα και μια φήμη που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, παραμονές του πρώτου παιχνιδιού, υπέρ του Παναθηναϊκού εξελίχθηκε. Σύμφωνα με αυτήν, ο Κάττερικ είχε ταξιδέψει στην Καλαμάτα, για να παρακολουθήσει το παιχνίδι της τοπικής ομάδας με τον Παναθηναϊκό στο πλαίσιο του πρωταθλήματος. Όπως αποδείχτηκε, ο Κάττερικ δεν είχε ταξιδέψει ποτέ.
Μετά το ματς, όμως, του Goodison Park, ο αγγλικός Τύπος αποκάλυψε πως είχε λάβει σχετική άδεια, για να το πράξει, από την διοίκηση της Έβερτον, έλειψε τρεις μέρες από το Λίβερπουλ, μόνο και μόνο, όμως, για να βρεθεί στο… Λονδίνο, χωρίς να το γνωρίζει κανείς! Εξέλιξη που οδήγησε τόσο στο “σταύρωμά” του από τα τοπικά media, όσο και την περαιτέρω αναστάτωση -εν όψει της ρεβάνς της Αθήνας- στον αγγλικό σύλλογο.
Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά. Η αποστολή του Παναθηναϊκού έφτασε στο Λίβερπουλ, ύστερα από τριήμερη παραμονή στο Λονδίνο, τρεις μέρες πριν το ματς. Η Έβερτον αδιαφόρησε τελείως για τους φιλοξενούμενούς της, παραχωρώντας μάλιστα ένα γήπεδο για προπονήσεις, στο Σάουθπορτ, 22 χιλιόμετρα έξω από την πόλη.
Ευκαιρία, λοιπόν, για τον… Μπιλ Σάνκλι! Ναι, ο θρυλικός προπονητής της Λίβερπουλ και γνωστός για την αντιπάθεια που έτρεφε στον Κάττερικ και την μισητή συμπολίτισσα, προσφέρεται και παραχωρεί το βοηθητικό γήπεδο του Anfield στον Παναθηναϊκό, προκειμένου να προπονηθεί εκεί! Μάλιστα, επισκέπτεται και παρακολουθεί την τελευταία προπόνηση των «Πρασίνων», δίνοντας -σύμφωνα με τις αναφορές της εποχής- και scouting report στον Πούσκας. Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να δημοσιοποιήσει την ευχή του για πρόκριση του Παναθηναϊκού, την ώρα που ένας οπαδός της Λίβερπουλ προσέφερε έναν δίσκο με τον ύμνο των «Κοκκίνων», με την παράκληση να παίξει στο γήπεδο του Παναθηναϊκού πριν τη σέντρα της ρεβάνς!
Στο Goodison Park, πάντως, μόνο ελληνικά ακούστηκαν… Σ’ ένα ματς που δημιούργησε ρεκόρ εισπράξεων στην ως τότε ιστορία της Έβερτον (34.000 λίρες), οι εκπρόσωποι των «Ζαχαρωτών» ζητάνε από έναν Έλληνα δημοσιογράφο στο ημίχρονο να μετατραπεί σε… dj, παίζοντας από τα μεγάφωνα ελληνικά τραγούδια. Το μουσικό τζετ-σετ, λοιπόν, της Ελλάδας γεμίζει ηχητικά το Λίβερπουλ, με την Βίκυ Μοσχολιού, φημισμένη τραγουδίστρια και σύζυγο του Δομάζου, να έχει την τιμητική της. Πάλι καλά, γιατί άλλη ελληνική “ηχώ” δεν είχε υπάρξει ως τότε.
Η Έβερτον “βομβαρδίζει” τον Παναθηναϊκό. Από το εικοσάλεπτο κιόλας, η εικόνα του αγώνα αποτυπώνεται με το κοντράστ της κατάστασης του αγωνιστικού χώρου. το μισό του Παναθηναϊκού καταπατημένο, θυμίζει μάχης. Αυτό της Έβερτον απάτητο, χαλί. Το αποτέλεσμα όμως, 0-0. Κι έγινε χειρότερο για τους οικοδεσπότες. Σε μια σπανιότατη φορά, κατά την οποία η μπάλα φτάνει στην περιοχή τους από ένα γέμισμα από την άμυνα του Παναθηναϊκού και πάσα του Γραμμού.
Ο Αντωνιάδης -πρώτος σκόρερ εκείνης της διοργάνωσης με συνολικά 10 γκολ- σκοράρει, δημιουργώντας τον θρύλο του «9»: σκόραρε στις 9 Μαρτίου, φορώντας τη φανέλα με το «9», 9 λεπτά πριν τη λήξη, την ώρα που οι δείκτες του ρολογιού στο γήπεδο έδειχναν ακριβώς 9 το βράδυ!
Οι γηπεδούχοι σκυλιάζουν, για να σώσουν ό,τι μπορούν. 14 δευτερόλεπτα πριν τη συμπλήρωση των 90 λεπτών, από ένα κόρνερ και μια αναταραχή στην περιοχή, ο Ντέιβιντ Τζόνσον (είχε μπει στο γήπεδο στο 6ο λεπτό, όταν τραυματίστηκε -ακόμα μια ευτυχής συγκυρία για τον Παναθηναϊκό- ο Τζέιμς Χάσμπαντ) ισοφαρίζει.
Είχε προηγηθεί ένα καταφανές φάουλ στον τερματοφύλακα, Τάκη Οικονομόπουλο, όταν ο Κόλιν Χάρβεϊ και ο Τζον Χερστ πέφτουν πάνω του, ο ένας κλωτσώντας του το χέρι και ο άλλος το κεφάλι (αποχώρησε από το γήπεδο λιπόθυμος, με θλαστικό τραύμα στο ζυγωματικό και σκισμένο φρύδι…), αναγκάζοντας τον να χάσει τη μπάλα, προτού αυτή καταλήξει στον Τζόνσον και τα δίχτυα του.
Παράβαση τόσο οφθαλμοφανής, ώστε στο γήπεδο ελάχιστοι αντιλαμβάνονται πως ο Ανατολικογερμανός διαιτητής, Ρούντι Γκλόκνερ (είχε διευθύνει τον Τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970), έχει σφυρίξει τη λήξη του ματς κι αποχωρούν, θεωρώντας πως έχει καταλογίσει φάουλ. Για να λυθεί η παρεξήγηση, το γκολ της ισοφάρισης και το αποτέλεσμα ανακοινώνεται από τα μεγάφωνα και μόνο τότε πανηγυρίζεται.
Παρά τη σχετική πικρία, το αποτέλεσμα πανηγυρίζεται και από τον Παναθηναϊκό. Η παραμονή του στο Λίβερπουλ παρατείνεται κατά μία μέρα και η αποστολή γλεντάει στη φημισμένη pub της πόλης, Talk of the Town.
Το γλέντι κερασμένο από έναν αναπάντεχο ακόλουθο και υποστηρικτή: τον Νίκο Γουλανδρή, γνωστό εφοπλιστή και Πρόεδρο του αιώνιου αντιπάλου του Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού. Δείγμα της ομοψυχίας και της πανεθνικής στήριξης εκείνης της ομάδας. Ο Γουλανδρής δεν έμεινε μόνο σ’ εκείνο το κέρασμα. Προσέφερε πριμ πρόκρισης στα ημιτελικά, ύψους 225.000 δρχ (περίπου το μισό του ετήσιου μπάτζετ του Παναθηναϊκού), με δημόσιες ανακοινώσεις του εξέφρασε την υποστήριξη του Ολυμπιακού, ενώ δεν παρέλειψε να ταξιδέψει και στον Τελικό του Wembley.
Αυτό το γλέντι, όμως, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που περίμενε την αποστολή του Παναθηναϊκού στην Αθήνα. Λες και δεν ακολουθούσε δεύτερο παιχνίδι, 300.000 Αθηναίοι υποδέχτηκαν την ομάδα στο αεροδρόμιο, μετατρέποντας σε τρίωρη μια διαδρομή μισής ώρας ως το γήπεδο. Εκεί, παρότι περασμένες 10 το βράδυ, παρότι χωρίς φωτισμό, οι παίκτες, σαν λιτανεία, στο ημίφως, βγαίνουν στον αγωνιστικό χώρο και αποθεώνονται. Ειδικότερα ένας πιτσιρίκος, μόνιμα αναπληρωματικός ως τότε, κεντρικός αμυντικός, ο Άνθιμος Καψής.
Ο Πούσκας, παραμονές του αγώνα, προβληματιζόμενος για το πώς θα σταματήσει τον Τζόε Ρόιλ, ενημερώνει τον -σωματικά στα μέτρα του Άγγλου φουνταριστού- Καψή πως θ’ αγωνιζόταν, αναλαμβάνοντας το προσωπικό του μαρκάρισμα. Αυτό ήταν το πρώτο του ματς με τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Τα πήγε περίφημα, όπως και στη ρεβάνς, έχοντας την ίδια αποστολή. Έκτοτε, δεν βγήκε ποτέ από την ενδεκάδα, εξελισσόμενος σ’ έναν από τους καλύτερους στόπερ του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τέσσερεις δεκαετίες αργότερα, ο γιος του Μιχάλης, κι αυτός κεντρικός αμυντικός, κι αυτός λογιζόμενος ως ρεζέρβα στην Εθνική ομάδα, αναλαμβάνει από τον Ότο Ρεχάγκελ την διαδοχική εξουδετέρωση των φουνταριστών των αντιπάλων της Ελλάδας, στον δρόμο για την αδιανόητητη κατάκτηση του Euro 2004.
Πλέον, ο Κάττερικ αντιλαμβάνεται πως οι πρωταθλητές Ελλάδας δεν είναι αυτό που περίμενε. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να ταξιδέψει μαζί με την ομάδα του στο Νιουκάστλ στο ματς πρωταθλήματος, παραμονές της ρεβάνς της Αθήνας, μένοντας στο Λίβερπουλ μαζί με επτά βασικούς του.
Στην πρωτεύουσα της Ελλάδας φέρνει μαζί του μέχρι και μάγειρα, ενώ, παραμονές της ρεβάνς, πηγαίνει βραδιάτικα στο γήπεδο και, χωρίς καλά-καλά να βλέπει, με τον βοηθό του μετρούν, περπατώντας τις αποστάσεις στον αγωνιστικό χώρο, τα γκολπόστ, ελέγχοντας και το χορτάρι. Χορτάρι. Πονεμένη ιστορία. Τσιμέντο ήταν περισσότερο, κάτι που εν τέλει δυσκόλεψε αφάνταστα την Έβερτον, παίζοντας καταλυτικό ρόλο.
Η σέντρα ήταν προγραμματισμένη καταμεσήμερο (15:30), μα οι οπαδοί του Παναθηναϊκού έφταναν στο γήπεδο από τις 9 το πρωί, κατακλύζοντας τις εξέδρες από τις 12:00.
Η αποτελεσματική τακτική του Πούσκας στο Λίβερπουλ υιοθετείται ξανά. Με δύο ζώνες άμυνας και διάταξη που θυμίζει (στα σημερινά πρότυπα) το 5-4-1, ο Ούγγρος απαρνείται το ποδοσφαιρικό του dna, αρκούμενος στο να “βραχυκυκλώσει” την Έβερτον. Το πετυχαίνει, με σκληράδα από τους παίκτες του, στους οποίους πλέον είχε μεταλαμπαδεύσει την δική του πίστη.
Πενήντα φάουλ καταλογίστηκαν στο ματς, αριθμός ασύλληπτος για την εποχή, ο Οικονομόπουλος δικαιολόγησε και πάλι το παρατσούκλι του, θυμίζοντας όντως «πουλί» με τις επεμβάσεις του, κι ο Παναθηναϊκός, αποσπώντας 0-0 (έχοντας μάλιστα δοκάρι στο 87′ σε σουτ του Δομάζου), προκρίνεται στα ημιτελικά, χάρη στο εκτός έδρας γκολ. Ναι, του κανονισμού που ο Πούσκας αγνοούσε.
Με την Εθνική Ουγγαρίας είχε διαλύσει την Αγγλία, γκρεμίζοντας τον μύθο της, με αποθέωση του επιθετικού ποδοσφαίρου και 13 γκολ σε δύο ματς. Ως προπονητής, 15 χρόνια αργότερα από εκείνα τα παιχνίδια, του έφτανε μόνο ένα, για να πετύχει το ακατόρθωτο κόντρα στους πρωταθλητές Αγγλίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Αθήνα, σείστηκε από τους πανηγυρισμούς. Σε μια εποχή, όπου οι μαζικές συγκεντρώσεις απαγορεύονταν από το στρατιωτικό καθεστώς, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, επαναλαμβανόμενα, προκάλεσαν τις μέχρι τότε μοναδικές -και αδύνατον να περιοριστούν- παλλαϊκές εκδηλώσεις. Ακολούθησαν κι άλλες.
25.000 εκδρομείς ταξίδεψαν με κάθε μέσο στο Βελιγράδι, στη μεγαλύτερη οπαδική εκπροσώπηση ελληνικής ομάδας στο εξωτερικό στην ιστορία, για τον πρώτο ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα. Το τελικό 4-1 υπέρ των πρωταθλητών Γιουγκοσλαβίας δεν άφηνε πολλά περιθώρια.
Μα ο Πούσκας και πάλι έδωσε τον τόνο με τις πράξεις του. Πρώτα, σε μια ακόμα πρωτοποριακή ενέργεια, αντικατέστησε (από το 65′) τον βασικό τερματοφύλακα, Οικονομόπουλο, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τα γκολ που δέχτηκε η ομάδα του, με τον αναπληρωματικό, Κωνσταντίνου. Μετά, με το… κυνηγητό του, μετά το τέλος του αγώνα, στον Αυστριακό διαιτητή, Έριχ Λίνεμαϊρ, αποκαλώντας τον στα γερμανικά «schwein» (=«γουρούνι»), θεωρώντας τις αποφάσεις του εντελώς λανθασμένες και επιζήμιες για την ομάδα του. Στη ρεβάνς, διατήρησε βασικό τερματοφύλακα τον Κωνσταντίνου κι αυτός, με μια φοβερή επέμβαση στο τέλος, διαφύλαξε το 3-0 που χάριζε την πρόκριση στον Τελικό του Wembley. Ακόμα και το “χρυσό” τρίτο γκολ του Καμάρα, από τα… χέρια του ξεκίνησε. Από μια απομάκρυνση αμυντικού του Ερυθρού Αστέρα, η μπάλα έφτασε μπροστά του. Την έδωσε στον παίκτη του (Βλάχο), αυτός την εκτέλεσε το πλάγιο στον Φυλακούρη αυτός έκανε πάσα στον Καμάρα στην περιοχή του Ερυθρού Αστέρα, σουτ, γκολ, 3-0, Wembley.
Αυτό ήταν το μόνο που δεν μπόρεσε να περάσει στους παίκτες του. Την εμπειρία να διαχειριστούν το δέος της επιτυχίας, της συγκυρίας. Είχε πατήσει εκεί, ως ποδοσφαιριστής, το είχε κατακτήσει. Όχι, όμως, και οι ποδοσφαιριστές του.
Οι διεθνείς, στα τέλη Απριλίου, θα μπορούσαν να είχαν τη δυνατότητα να πάρουν μια γεύση, όταν η Εθνική Ελλάδος αντιμετώπισε την Αγγλία, στα προκριματικά του Euro του 1972. Στο πλαίσιο, όμως, της εξυπηρέτησης της προετοιμασίας του Παναθηναϊκού, οι διεθνείς του δεν ταξίδεψαν καν. Κι έτσι, όταν στις 2 Ιουνίου 1971 πάτησαν στον «Ναό του ποδοσφαίρου», είχαν -όπως οι περισσότεροι παραδέχτηκαν αργότερα- χάσει πριν καν τη σέντρα, αδυνατώντας να ξεπεράσουν τη συνειδητοποίηση του επιτεύγματος τους. Μέχρι και σήμερα, το μεγαλύτερο στην ιστορία του συλλογικού ελληνικού ποδοσφαίρου.
Φυσικά, ήταν και ο Άγιαξ, ο νικητής εκείνου του Τελικού, μια επίσης από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών, ο οποίος τότε ξεκινούσε το χτίσιμο του δικού του μύθου. Χτισμένος στις βάσεις -όπως ο προπονητής του, Ρίνους Μίχελς, είχε παραδεχτεί- εκείνης της Ουγγαρίας του ’50. Του «Καλπάζοντος Συνταγματάρχη». Του Φέρεντς Πούσκας…
[Απόδοση στα ελληνικά του αφιερώματος του συντάκτη που δημοσιεύτηκε στο αμερικάνικο περιοδικό Eight by Eight (Issue 10, Spring 2017)].
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παράδοση σκυτάλης: Από τον Πούσκας στον Κρόιφ
Η Αθήνα, πριν και μετά το σουτ του Καμάρα
Φέρεντς Πούσκας, ένας μύθος που δεν σβήνει ποτέ
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη