21 δευτερόλεπτα. Τόσα χρειάστηκαν.
Το σποτάκι, γυρισμένο το 2006, δείχνει έναν πιτσιρίκο και έναν πατέρα στο αυτοκίνητο. Ο μπόμπιρας γυρίζει απότομα και ρωτάει: «Γιατί υποστηρίζουμε την Ατλέτικο»; Ο πατέρας απλώς τον κοιτάει από τον καθρέφτη, αμίλητος. Αντί πατρικής απάντησης, το σποτάκι ολοκληρώνεται με δύο φράσεις:
«Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσεις», η πρώτη.
«Αλλά είναι κάτι μεγάλο, πολύ μεγάλο», η δεύτερη.
Υπεραιωνόβια ιστορία σε 21 δευτερόλεπτα. Σε μια ερώτηση. Σε ένα βλέμμα. Στη σιωπή και σε δύο αράδες. Αυτή είναι η Ατλέτικο. Αυτή ήταν περισσότερο στις αρχές του 21ου αιώνα. Κάτι που ήταν -είναι- αδύνατο να εξηγηθεί, μα όσοι την υποστήριζαν, αντιλαμβάνονταν, χωρίς να μπορούν να το δικαιολογήσουν, πως είναι πολύ μεγάλο. Όχι γιατί το έζησαν, όχι γιατί κάποιος τους το είπε, αλλά -το ήξεραν- γιατί το ένιωθαν. Σαν μια μυστικιστική τελετή μετάβασης. Όχι γνώσης, αλλά συναισθήματος. Όχι μεσώ νικών, τίτλων και συλλογής από κούπες, αλλά από ήττες, δυσκολίες, ακόμα και από… πιάτα.
Ναι, πιάτα. Ένα τέτοιο προξενούσε πάντα την περιέργεια ενός άλλου πιτσιρικά. Κάθε φορά που ο Φερνάντο Τόρες επισκεπτόταν το σπίτι των παππούδων του, το αγορασμένο από την μπουτίκ της Ατλέτικο πιάτο, με το σήμα της ομάδας και χαραγμένο το όνομα του παππού, Εουλάλιο Σανθ, δέσποζε στο κέντρο της τραπεζαρίας. Και μοιραία, ερέθιζε την παιδική φαντασία.
Γιατί ένα πιάτο να είναι στο κέντρο ενός τραπεζιού και όχι σε κάποιο ντουλάπι μαζί με τα υπόλοιπα; Γιατί να είναι στηριγμένο σε ειδική βάση, ώστε να είναι όρθιο; Γιατί να έχει χαραγμένο το όνομα του παππού και το σήμα μιας ομάδας και γιατί ποτέ να μην εξυπηρετεί τον σκοπό του, ποτέ να μην σερβίρεται τίποτα σε αυτό αλλά -πόσω μάλλον- κανείς να μην επιτρέπεται ούτε καν να το αγγίξει, παρά μόνο να το βλέπει, εκεί καμαρωτό λάφυρο, παράσημο και πειστήριο φρονήματος;
«Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσεις».
Όντως. Ο Εουλάλιο δεν το εξήγησε ποτέ, μα ούτε και χρειάστηκε να πει κάτι περισσότερο, για να μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του στον επίγονό του.
Αρκούσε αυτό το πιάτο. Για να μπολιαστεί με “ατλετικοφροσύνη”. Για να αποδεχτεί τις θυσίες, τις στενοχώριες, την αντίσταση στους… άλλους, στο κάθε τι των… άλλων, στο οτιδήποτε που είχε Ρεάλ.
Για να είναι ο μόνος σε μια τάξη γεμάτη λευκές φανέλες στο δημοτικό σχολείο της Φουενλαμπράδα –εργατική συνοικία στα περίχωρα της Μαδρίτης, όπου και μεγάλωσε- που περήφανα, ως και προκλητικά, φορούσε τη «ροχιμπλάνκο», παρότι τις περισσότερες Δευτέρες δεχόταν “καζούρα”, εξαιτίας του τι είχε προηγηθεί το σαββατοκύριακο.
Για να συνειδητοποιήσει πως, υποστηρίζοντας την Ατλέτικο, δεχόσουν να φυλακιστείς από το συναίσθημα, όχι από το αποτέλεσμα. Και έτσι, για να μην τον νοιάζει, μα ίσα-ίσα για να είναι απόλυτα ταιριαστό, το πρώτο του προσκύνημα στο Vicente Calderón, φυσικά με τον Εουλάλιο οδηγό, συνδυάστηκε με μια ισοπαλία με την άσημη Κομποστέλα.
«Αλλά είναι κάτι μεγάλο, πολύ μεγάλο»…
Άριστα… 11
Κάπτεν Τσουμπάσα. Έτσι λέγονταν το ιαπωνικό anime που του άναψε την φλόγα του ποδοσφαίρου. Ήταν-δεν ήταν έξι χρόνων. Η ιστορία των κινουμένων σχεδίων αφορούσε σε δύο παιδιά, έναν τερματοφύλακα και έναν επιθετικό, τα οποία ξεκίνησαν από τις αλάνες και έφτασαν να παίζουν στην Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν. Η μίμηση, αυτονόητη.
Με τον αδερφό του, λοιπόν, τον Ίσρα (έχει και μια μεγαλύτερη αδερφή, την Μαρία Παθ), μοιράστηκαν ρόλους: ένας θα ήταν ο Όλιβερ, ο άλλος ο Μπέντζι (τα ονόματα των ηρώων).
Όντας ο μικρότερος, μοιραία χρεώθηκε αυτόν του τερματοφύλακα. Η πραγματικότητα, όμως, ακόμα και παιδική, αποδείχτηκε πολύ πιο επώδυνη από τη φαντασία του καρτούν. Δυο σπασμένα δόντια, κατάληξη ενός σουτ που τον βρήκε στο πρόσωπο, απομυθοποίησαν τον Μπέντζι (ο τερματοφύλακας), προκαλώντας ετεροπροσδιορισμό: έκτοτε, Όλιβερ. Και επιθετικός…
Ως τέτοιος πρωτόπαιξε στις διάφορες ομάδες της γειτονιάς. Στην πρώτη, όπου ξεχώρισε, ήταν η Mario Hollanda -πήρε το όνομα της από την Cafetería Marío στην οδό Hollanda, όπου σύχναζαν οι γονείς των παιδιών της ομάδας-, κάνοντας τη διαφορά, παρότι δύο και τρία χρόνια μικρότερος από συμπαίκτες και αντιπάλους.
Ακολούθησε η Rayo 13. Δέλεαρ της παρουσίας του εκεί, πως οι τρεις καλύτεροι της κάθε σεζόν κέρδιζαν το δικαίωμα των δοκιμαστικών στην Ατλέτικο. Κάτι που πέτυχε στο τέλος της πρώτης του κιόλας και που συνέπεσε με την επανέναρξη του τμήματος υποδομών των «ροχιμπλάνκος». Όσο απίθανο και αν ακούγεται, ο ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός και σίγουρα θρυλικός (για καλό και για κακό) επί δεκαετίες ιδιοκτήτης της Ατλέτικο, ο Χεσούς Χιλ, είχε κλείσει τα τσικό του συλλόγου λόγω κόστους.
Υποχρεώθηκε, όμως, να τα επαναλειτουργήσει, όταν ένας πιτσιρικάς που αναγκάστηκε να φύγει από τις ακαδημίες της Ατλέτικο μετά το κλείσιμό τους, μετατράπηκε στο “βασιλόπουλο” των… άλλων, σε “σημείο αναφοράς” της ιστορίας της Ρεάλ, αφήνοντας απλώς στους «ροχιμπλάνκος» την επώδυνη σύνδεση του «what if» με την πραγματικότητα. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει, δηλαδή, αν οι ακαδημίες δεν είχαν κλείσει και αν εκείνος ο πιτσιρικάς δεν είχε αλλάξει στρατόπεδο. Ραούλ το όνομά του…
Αυτόν, όμως, δεν τον έχασαν. Πήγε στα προγραμματισμένα δοκιμαστικά, δύο ώρες νωρίτερα. Και το δικό του κράτησε σκάρτα δέκα λεπτά, πριν ο Μανουέλ Μπρίνιας (ο υπεύθυνος για την τελική επιλογή και αυτός, στον οποίο ο Τόρες χάρισε τη φανέλα του, με την οποία 21 χρόνια αργότερα από εκείνο το δοκιμαστικό, τον Φεβρουάριο του 2016, πέτυχε το εκατοστό του γκολ με τα «ερυθρόλευκα») τον στείλει στα αποδυτήρια. Ο μικρός, δικαιολογημένα, νόμιζε πως τα είχε θαλασσώσει, γι’ αυτό γρήγορα-γρήγορα μάζεψε τα πράγματά του και όπου φύγει-φύγει. Έτρεχαν οι άνθρωποι της Ατλέτικο να τον προλάβουν στην έξοδο, για να του πουν το πότε θα περνούσε το δεύτερο -και τελεσίδικο- δοκιμαστικό.
Ούτε αυτό κράτησε πολύ. Ο Μπρίνιας ρωτήθηκε στο τέλος από τους βοηθούς του για τη βαθμολογία καθενός από τους πιτσιρικάδες, προκειμένου να δικαιολογηθούν και οι τελικές αποφάσεις.
Ο θρύλος θέλει στον φάκελο εισαγωγής του Τόρες στις ακαδημίες της Ατλέτικο ο βαθμός του από εκείνα τα δοκιμαστικά να ήταν 11. Με άριστα το 10…
«Fernando Torres, lolololo, Fernando Torres, lolololo»
Στις δύο πρώτες του χρονιές στα τσικό, πέτυχε 64 γκολ. Επίδοση που βελτίωσε κατά τέσσερα τέρματα στις επόμενες δύο.
Στα 14 του, οδήγησε την Ατλέτικο στην κατάκτηση του Nike Cup (κάτι σαν Πανευρωπαϊκό Κύπελλο συλλόγων, σε επίπεδο ακαδημιών) και αναγορεύτηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης κάτω των 15 ετών.
Στα 16 του, στέφθηκε Πρωταθλητής Ισπανίας στην αντίστοιχη ηλικιακή κατηγορία, εγκαινιάζοντας παράλληλα -με δικό του νικητήριο γκολ στον Τελικό του U16 Euro του 2001- την κυριαρχία της “χρυσής” γενιάς του ισπανικού ποδοσφαίρου στα επόμενα χρόνια.
Πορεία διαμετρικά αντίθετη με της ομάδας του. Στην πρώτη του χρονιά, ως μέλος του club, είχε λάβει μέρος στη φιέστα της κατάκτησης του Nταμπλ του 1996 στον πατροπαράδοτο τόπο συγκέντρωσης και πανηγυριών των «ροχιμπλάνκος», στην Πλατεία του Ποσειδώνα. Έκτοτε, όμως, όσο αυτός κέρδιζε σε φήμη, παίζοντας στις ακαδημίες, η πρώτη ομάδα έχανε συνεχώς. Παιχνίδια, υπόσταση, κύρος. Μέχρι τον υποβιβασμό της στην αυγή της νέας χιλιετίας.
Μοιραία, κάπου θα συναντιόντουσαν. Την επομένη, λοιπόν, της επιστροφής του, ως Πρωταθλητής Ευρώπης εφήβων, ο τότε τεχνικός διευθυντής της Ατλέτικο, Πάουλο Φούτρε, τον ενημερώνει να βρίσκεται την επομένη κιόλας στην προπόνηση της πρώτης ομάδας. Για να μπαίνει, όπως του εξηγεί, στο κλίμα. Τετάρτη, λοιπόν, φτάνοντας (και πάλι…) στο προπονητικό κέντρο πολύ νωρίτερα ακόμα και από τους φροντιστές, είχε την πρώτη του εμπειρία ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Κυριακή 27 Μαΐου 2001, πήρε την πιο γερή τζούρα, μπαίνοντας αλλαγή κόντρα στη Λεγκανές. Και τι τζούρα. Μόνο και μόνο που σηκώθηκε για ζέσταμα, σηκώθηκε και το Calderón στο πόδι. Δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως με την Ατλέτικο και, όμως, το κοινό τον λάτρευε.
Τότε, με την είσοδό του στο γήπεδο και τις αρχικές -εύλογα μετρημένες- επαφές του με την μπάλα, πρωτακούστηκε το σύνθημα που έντυσε “μελωδικά” τη σύνδεσή του με την Ατλέτικο. Στον ρυθμό του Can’t Take My Eyes Off You και αποτελούνταν μόνο από το ονοματεπώνυμό του. Τίποτα περισσότερο.
Την επόμενη εβδομάδα, πέτυχε το παρθενικό του γκολ. Αυτό ήταν. Από εκεί και πέρα, ο ρυθμός καταιγιστικός, η εξέλιξη μετεωρική. Υπογράφει στην κορυφαία ισπανική εταιρεία εκπροσώπησης Bahia, η οποία για χάρη του άλλαξε την πολιτική της να μην εκπροσωπεί ανηλίκους. Αναπροσαρμόζει το συμβόλαιό του με την Ατλέτικο, μόνο και μόνο για να μπει ρήτρα αποδέσμευσης 3 εκατ. ευρώ, ποσό ασύλληπτο για τα δεδομένα της εποχής ειδικά για ανήλικο.
Μετατρέπεται στον ήρωα που εμφανίζεται, όταν υπάρχει ανάγκη (στη Segunda γαρ η Ατλέτικο). Στον λυτρωτή μιας ολόκληρης ποδοσφαιρικής γενιάς της ομάδας του. Στο γήπεδο, στην κερκίδα, παντού. Το τέλειο προϊόν ποδοσφαιρικού μάρκετινγκ μιας χρεοκοπημένης ομάδας. Ο οπαδός που κατεβαίνει και πρωταγωνιστεί στο χορτάρι, προσωποποιώντας όλους, όσοι παραμένουν στην εξέδρα.
«Το παιδί με τις φακίδες». «El Niño». «To παιδί». Όπως όλα, όσα έρχονται από την ακαδημία και κανείς στην αρχή δεν ξέρει τα ονόματά τους. Η διαφορά ήταν πως αυτός όχι μόνο συστήθηκε ηλικιακά-φυσιογνωμικά ως τέτοιο, μα έτσι και έμεινε εσαεί γνωστός. Το παιδί. Το ένα. Που ήρθε από το πουθενά και ξεχώρισε. Που έγινε, τελικά, σύμβολο.
Σε λίγους μήνες μετατράπηκε στην αγωνιστική, οικονομική και εμπορική λοκομοτίβα της Ατλέτικο, με τους πάντες να λησμονούν, να παραγνωρίζουν πως οι Μαδριλένοι ακόμη “βολόδερναν” στην άγονη γραμμή της δεύτερης κατηγορίας. Ενδεικτικό του αντικτύπου που είχε η εμφάνισή του ήταν πως μέσα σε ελάχιστο διάστημα έγινε -λόγω κυρίως του ότι πρωταγωνιστούσε σε κάθε διαφημιστική καμπάνια που σεβόταν τον εαυτό της- ο πλέον ακριβοπληρωμένος Ισπανός ποδοσφαιριστής. Παίζοντας στην Ατλέτικο. Στην ουσιαστικά φαλιρισμένη Ατλέτικο. Στην Ατλέτικο της Segunda. Στα 17 του…
«Are you sure»?
Η επιστροφή από την κόλαση, όπως ο Χεσούς Χιλ είχε χαρακτηρίσει τη Segunda, η άνοδος στην Primera έρχεται στην πρώτη του πλήρη επαγγελματική σεζόν, λίγο μετά την ενηλικίωσή. Μαζί έρχονται και οι μνηστήρες. Και σε κάθε μια που περνούσε, αυξάνονταν και πληθύνονταν. Δικαιολογημένα βάσει (και) επιδόσεων.
Σε κάθε χρονιά, από το 2002 ως και το 2007, αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ της Ατλέτικο, δις κορυφαίος Ισπανός στη La Liga, πάντα με διψήφιο αριθμό τερμάτων και με λιγότερα γκολ, συνολικά σε αυτό το διάστημα, μόνο από τους Ετό και Βίγια.
Και όλα τούτα, ενώ οι «ροχιμπλάνκος» στο συγκεκριμένο διάστημα δεν ξεπέρασαν ποτέ την έβδομη θέση, συνολικά απέχοντας 133 βαθμούς από τους πρωταθλητές της εν λόγω πενταετίας και αλλάζοντας επτά διαφορετικούς προπονητές.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν ήταν αν ενδώσει στα κελεύσματα. Αλλά πότε. Το πού, από την στιγμή που είχε καταστήσει σαφές σε κάθε τόνο και με κάθε τρόπο πως δεν θα ήταν το «Μπερναμπέου», δεν απασχολούσε τόσο. Τρεις φορές αρνήθηκε τη Ρεάλ. Χωρίς ποτέ ο ίδιος να επιτρέπει έστω και βήμα περισσότερο από μια αρχική προσέγγιση. Η απάντηση, πάντα ίδια: «Θέμα αρχών και αντίληψης. Ποδοσφαίρου και ζωής». Τελεία εκεί.
Είχε προλάβει, με την επάνοδο της Ατλέτικο στα σαλόνια, να γίνει αρχηγός της. Με αυτές του τις αρνήσεις, έδωσε στους (συν)οπαδούς των «ροχιμπλάνκος» έναν ακόμα λόγο, για να τον κάνουν αυτό που τελικά έγινε: σύμβολο.
Δεν ήταν η «Βασίλισσα», ήταν, όμως, όλοι οι υπόλοιποι. Μίλαν, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ίντερ, η Τσέλσι που -από τα χρόνια της Segunda– το προσπαθούσε με τα “new money” του Αμπράμοβιτς, η Νιουκάστλ και άλλοι πολλοί.
Η Λίβερπουλ δεν φαίνονταν στον ορίζοντα. Δεν καταγραφόταν. Κυρίως γιατί δεν έμοιαζε ικανή, παρά την πρόσφατη αλλαγή ιδιοκτησίας, να “ματσάρει” την οικονομική ευχέρεια των ανταγωνιστών της. Στα ηνία της, όμως, είχε δύο συμπατριώτες του Τόρες. Στον πάγκο, τον Ράφα Μπενίτεθ, στην τεχνική διεύθυνση και επικεφαλής του scouting, τον Εντουάρντο Μαθία.
Αυτός, χρόνια αργότερα, όταν ήρθε από τα μέρη μας, αναλαμβάνοντας ανάλογο πόστο στον Ολυμπιακό, ήταν που μοιράστηκε με την αφεντιά μου την απολύτως χαρακτηριστική ιστορία του, πώς δόθηκε η έγκριση για την αγορά του «Niño». Στέκεται ακόμα και αυτοτελώς και πάει κάπως έτσι…
Αρχές καλοκαιριού του 2007, Μπενίτεθ και Μαθία έχουν καταλήξει στον εκλεκτό τους. Δεν τους πτοεί το νεαρό της ηλικίας του Τόρες (23), δεν τους ενδιαφέρει το πρότερο-εφιαλτικό παρελθόν της Λίβερπουλ με Ισπανό επιθετικό (Μοριέντες), έχουν κάνει όσα χρειάζονται σε επίπεδο επαφών, προκειμένου να διασφαλίσουν πως θα είχαν τον πρώτο λόγο, χρειάζονταν, όμως, τον τελευταίο της διοίκησης για τη δαπάνη που απαιτούνταν.
Προσέρχονται, λοιπόν, στο διοικητήριο του συλλόγου για μια τελική σύσκεψη. Μπαίνουν στην αίθουσα. Στο βάθος, απέναντί τους, τέσσερεις άνθρωποι. Ο αντιπρόεδρος, ο εμπορικός διευθυντής, ο οικονομικός διευθυντής και ο (κάτι σαν) επικεφαλής προσλήψεων του συλλόγου (Head of Recruitment, ο αγγλικός τίτλος). Τους καθίζουν αντίκρυ, σε απλές καρέκλες, καθόλου αναπαυτικές, σχεδόν καφενείου. Η εικόνα, προφανώς, σκόπιμα υποβλητική, παρέπεμπε σε μαθητούδια μπροστά σε δασκάλους.
Τη σιωπή, μέρος του σκηνικού που είχε διαμορφωθεί, την σπάει πρώτος ο αντιπρόεδρος. Γυρίζει στον Μπενίτεθ και τον ρωτάει: «Rafa, are you sure»? (=«Ράφα, είσαι σίγουρος»;). Μονολεκτική η απάντηση: «Yes»! Γυρίζει στον Μαθία. Ίδια ερώτηση: «Edu, are you sure»? Ίδια απάντηση: «Yes»! Μετά, όπως κάνουν οι δικαστές, με χαρτοφύλακες μπροστά από τα πρόσωπα τους, το καρέ συσκέπτεται, χωρίς να ακούγεται το παραμικρό και χωρίς να απευθύνουν τον λόγο στα… μαθητούδια.
Μετά, τον λόγο παίρνει ο εμπορικός διευθυντής. «Rafa, are you sure»? «Edu, are you sure»? Οι αποκρίσεις αταλάντευτα θετικές, απαρέγκλιτα μονολεκτικές. Χωρίς άλλον διάλογο, τελετουργικά σχεδόν, η διαδικασία με τα ντοσιέ και τις “μουρμουριστές” συσκέψεις μεταξύ της διοικητικής τετράδας επαναλαμβάνεται.
Τα ίδια ακριβώς βήματα μιας μυστικιστικής επανάληψης γίνονται για δύο ακόμα φορές, με την ίδια ερώτηση να υποβάλλεται και από τον οικονομικό διευθυντή και από τον υπεύθυνο προσλήψεων. Μετά και τα τελευταία ζευγάρια «Yes», μετά και την τέταρτη φορά των ιδιότυπων αυτών συσκέψεων, ο λόγος επιστρέφει στον αντιπρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει πως θα κάνει την τελευταία ερώτηση.
Φυσικά είναι η ίδια. Απαράλλακτη. Εκνευριστική. “Ψυχοβγαλτική”. Εκφοβιστική. Κοντά απόκοσμη.«Rafa, are you sure»? «Edu, are you sure»? Η διαφορά, η μόνη διαφορά, ήταν πως μετά τις απαντήσεις, ίδιες και αυτές, μονολεκτικές, ξερές, δεν χρειάστηκε άλλη σύσκεψη. Το πόρισμα ανακοινώνεται, με τρεις λέξεις, τρεις άλλες λέξεις, από τον αντιπρόεδρο: «Ok, move on». (=«Προχωρήστε».)…
Το σπίτι του Μαθία από το Μέλγουντ, όπου βρίσκεται το προπονητικό της Λίβερπουλ και πραγματοποιήθηκε αυτή η ιερά (αντ)εξέταση, απείχε περίπου τρία τέταρτα. Μπήκε στο αυτοκίνητό του, για να επιστρέψει, όντας σε έκσταση. Πανηγύριζε για το «Ok» που πήρε. Το παράθυρο κατεβασμένο όλο, τα γκάζια τσίτα, η μουσική στη διαπασών και, παρά ταύτα, η δική του φωνή ακουγόταν περισσότερο.
Όσο περνούσε, όμως, η ώρα, έφερνε στο μυαλό του τι προηγήθηκε. Και σταδιακά, το παράθυρο ανέβαινε, μέχρι που έκλεισε τελείως. Η ένταση της μουσικής ολοένα και μειώνονταν, μέχρι που σταμάτησε, όπως και το τραγούδι του, ενώ στο σπίτι κόντεψε να φτάσει με… “νεκρά”, έχοντας ελαττώσει τόσο την ταχύτητα, με την οποία οδηγούσε.
Αντιλαμβανόμενος πλήρως πλέον τον λόγο του σκηνικού που προηγήθηκε, την απλότητα αλλά και την καθαρότητά του, συνειδητοποιώντας την ευθύνη που του αποδόθηκε και που ο ίδιος μαζί με τον Μπενίτεθ, απαντώντας πεντάκις σε μια απλή-επαναλαμβανόμενη ερώτηση, ανέλαβαν, το πρώτο πράγμα που έκανε, όταν πάρκαρε έξω από το σπίτι του, ήταν να πάρει τηλέφωνο τον συμπατριώτη του και να τον ρωτήσει: «Rafa, are we sure»?
«Πρέπει να είσαι εσύ»!
Ήταν τελικά τόσο σίγουροι, ώστε δίνοντας 38 εκατ. ευρώ έκαναν τον Τόρες την -ως τότε- πιο ακριβοπληρωμένη αγορά στην ιστορία της Λίβερπουλ.
Τα αδηφάγα αγγλικά media λίγο έλειψε να βγάλουν τρελό τον Μπενίτεθ για το μέγεθος του ρίσκου που θεωρούσαν πως έπαιρνε. Ρίσκο, όμως, εκατέρωθεν. Οι (συν)οπαδοί της Ατλέτικο παρακινούσαν τον δικό τους άνθρωπο να φύγει από το «Calderón» για το καλό του, ο τότε αθλητικός διευθυντής των «ροχιμπλάνκος», Χεσούς Γκαρσία Πιτάρχ, ευγνωμονούσε για το deal, αφού με αυτά τα χρήματα εξασφαλιζόταν η βιωσιμότητα του συλλόγου -και η απαρχή της μετάλλαξής του στο επίπεδο, όπου έφτασε σήμερα-, αλλά κανείς δεν προσέφερε αιτιολόγηση, γιατί ο Τόρες διάλεξε τη Λίβερπουλ.
Όλη την Ευρώπη είχε στα πόδια του, όλη η Ευρώπη ήταν διατεθειμένη να προσφέρει και παραπάνω ακόμα από όσα προσέφεραν οι «κόκκινοι», αυτός, όμως, διάλεξε να πάει εκεί. Σε μια ομάδα που θύμιζε πολύ τη δική του. Σε μια αθλητική (και όχι μόνο) κοινωνία εφάμιλλης κουλτούρας με της Ατλέτικο. Ζούσε και αυτή, για χρόνια, δέσμια των συναισθημάτων της και όχι των αποτελεσμάτων. Σε μια πόλη, σε έναν οργανισμό, όπου θα τον καλοδέχονταν αμέσως ως αγαπημένο “γιο” -και ας μην τον είχαν γεννήσει- και που ο ίδιος θα αναγνώριζε ως φαμίλια του.
Το ντεμπούτο του, στο Anfield, κόντρα στην Τσέλσι… Έρωτας με την πρώτη ματιά. Πάσα του Τζέραρντ στην κίνηση του στον χώρο, υποδοχή, επιτάχυνση, ξεπέταγμα, ντρίμπλα, τελείωμα, γκολ. Προάγγελος των όσων ακολούθησαν. Ό,τι και όσα ρεκόρ μπορούσε να κάνει σκοράροντας, τα έκανε.
Δεν συνδυάστηκαν, όμως, όπως και στα πρώτα χρόνια του στην Ατλέτικο, με τίτλους. Δεν κέρδισε τίποτα. Κάτι που, μεγαλώνοντας, βάρυνε στην επαγγελματική του ιεράρχηση.
Και δεν απαλυνόταν μόνο και μόνο με την αλλαγή, παντός τύπου και είδους, της κώμης του. Αλλαγές ευδιάκριτες που την καταταλαιπώρησαν και αποτέλεσαν και τη ναυαρχίδα των (αρκετών) προλήψεών του και που τις επιστράτευε, με διαφορετικό χρώμα-στιλ-μήκος, κάθε φορά, κατά την οποία τα πράγματα στο γήπεδο δεν πήγαιναν καλά.
Και ούτε τον χόρταινε η μονοκρατορία της Εθνικής του ομάδας.
Όπως είχε κάνει ως έφηβος το 2001, όπως είχε κάνει ως νέος το 2002, έτσι και το 2008, ήταν αυτός που πέτυχε το νικητήριο γκολ στον Τελικό του Euro ως μέλος της Εθνικής ανδρών, οδηγώντας την ευλογημένη γενιά των «φούριας ρόχας» στην κατάκτηση του πρώτου τους Euro, μετά από 44 χρόνια.
Στην περιγραφή του γκολ, οι Ισπανοί τηλεσχολιαστές στο παραλήρημά τους δεν ξεχνούν την προσφώνησή του. Έχει φτάσει πλέον τα 24, αφιέρωσε το γκολ στον νεογέννητο γιο του, πιπιλίζοντας στους πανηγυρισμούς το δάχτυλό του, μα γι’ αυτούς είναι πάντα ο «Niño», το «παιδί». Πλέον, όχι της Ατλέτικο μόνο (και ας γιόρτασε με σημαία της ομάδας του κάθε τίτλο που κατέκτησε με το εθνόσημο), αλλά της χώρας ολάκερης.
Πριν τη σέντρα του Τελικού, ο Ισπανός εκλέκτορας, Λουίς Αραγονές, ο προπονητής που τον καθιέρωσε ως βασικό στο ξεκίνημά του στην Ατλέτικο και αυτός που διαδραμάτισε τον καθοριστικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του ως ποδοσφαιριστή και ανθρώπου, τον απομονώνει, τον σταυρώνει στο μέτωπο και, ουρλιάζοντας σχεδόν στο αφτί του, λέει: «Niño, βγες έξω, βάλε δύο γκολ και κάνε μας Πρωταθλητές. Εσύ. Πρέπει να είσαι εσύ». Την προπονητική εντολή την εκτέλεσε κατά το ήμισυ, μα αρκούσε και έτσι, για να γίνει όντως αυτός που προσωποποίησε την απαρχή της ισπανικής ποδοσφαιρικής κυριαρχίας.
Το τίμημα
Δεν συμβαδίζει, όμως, με τα όσα ζει στο «Anfield». Θέλει, και εκεί, τίτλους. Περιμένει, όπως του υποσχέθηκαν, ενίσχυση. Αντ’ αυτού, βλέπει να φεύγουν διαδοχικά Τσάμπι Αλόνσο, Μασκεράνο και αυτός που τον έφερε στο Λίβερπουλ, ο Ράφα Μπενίτεθ.
Η εξέδρα, αναμενόμενα, δεν επηρεάζεται. Τον λατρεύει. Συνθέτει για πάρτι του. Δεν διστάζει ακόμα και να μεταφράσει τον ύμνο της για δαύτον και έτσι το You’ll Never Walk Alone να γίνει στην γλώσσα του «Nunca caminarás solo». Όπως και οι οπαδοί της Ατλέτικο νωρίτερα, βλέπουν στον «Liverpool’ s Number 9» (ένα από τα χαρακτηριστικότερα συνθήματα που τραγουδήθηκαν για τον Τόρες) ελπίδα. Πιθανώς, τότε, τη μόνη.
Δεν του φτάνει. Βρίσκει αποκούμπι στη «ρόχα». Η συμμετοχή του, όμως, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 τίθεται εν αμφιβόλω, όταν σε ένα παιχνίδι με την Μπενφίκα στο Champions League, τον Απρίλιο εκείνου του χρόνου, τραυματίζεται στο γόνατο. Το σημάδι της ψυχικής του αποκόλλησης το δίνει, αρνούμενος την γνωμάτευση των γιατρών των «κόκκινων» και επιμένοντας να πάει στον δικό του στην Βαρκελώνη. Δεν του το αρνούνται, δεν μπορεί, όμως, να πετάξει, αφού οι ηφαιστειακές εκρήξεις στην Ισλανδία έχουν γεμίσει την ατμόσφαιρα τέφρα, καθηλώνοντας τα αεροπλάνα.
Δεν μπορεί, όμως, και ούτε θέλει να περιμένει. Παίρνει τη σύζυγό του, εγκυμονούσα στο δεύτερο παιδί τους, Ολάγια (παιδική, από τα 11 του, φίλη από τις διακοπές της οικογένειάς του στη Γαλικία, απ’ όπου κατάγεται ο πατέρας του, εξ ου και η συμπάθεια στην Ντεπορτίβο) και την επομένη κιόλας καλύπτουν οδικώς τα 1896 χιλιόμετρα από το Λίβερπουλ έως την πρωτεύουσα της Καταλονίας.
Εκεί, η διάγνωση είναι απλή: αν κάνει επέμβαση, χάνει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μόνη λύση η αφαίρεση του μηνίσκου. Σοβαρή απόφαση, με δεδομένες συνέπειες για την μετέπειτα υγεία και κατάσταση ενός ποδοσφαιριστή, ενός αθλητή. Τότε, δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά. Πλέον και δημοσίως το μετανιώνει, θεωρώντας πως επηρέασε την πορεία της καριέρας του.
Κάνει την επέμβαση ξημερώματα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να ξεκινήσει, στις 8 το ίδιο πρωί, την αποκατάστασή του. Ακόμα και τώρα, ο φυσικοθεραπευτής που την επιμελήθηκε, ισχυρίζεται πως όσα (του) έκανε θα του στερούσαν την άδεια άσκησης επαγγέλματος. Τόσο επιθετικά έγινε. Τόσο επιθετικά την ήθελε.
Αλλιώς, δεν θα προλάβαινε να βρίσκεται στην αποστολή του Βιθέντε ντελ Μπόσκε. Και βρέθηκε, με τη συμφωνία πως θα παίξει, θα είναι έτοιμος, στη νοκ-άουτ φάση της διοργάνωσης. Η ήττα στην πρεμιέρα των ομίλων, όμως, αναθεωρεί τα πάντα. Παίζει. Ανέτοιμος ιατρικά. Με ρίσκο. Στον Τελικό, από δική του προσπάθεια ξεκινάει το γκολ του Ινιέστα που ανέδειξε σε Πρωταθλήτρια κόσμου την Ισπανία.
Έχοντας απελευθερωθεί από το βάρος, από την ευθύνη, λίγο πριν τη λήξη του Τελικού, το σώμα του αντιδράει, λυγίζει. Σε ένα σπριντ, σωριάζεται στο έδαφος, λαβωμένος στο ίδιο, πονεμένο γόνατο. Η απονομή, η στέψη γλυκόπικρη. Και φαίνεται. Από τη μια πανηγυρίζει την είσοδο στο πάνθεο της ιστορίας, από την άλλη μοιάζει να συνειδητοποιεί πως το τίμημα που πλήρωσε θα αποδειχτεί μεγάλο…
Ο «Ιούδας», η Τσέλσι και η επιστροφή
Το μεγαλύτερο πάντως, κυριολεκτικά, το πληρώνει η Τσέλσι. 50 εκατ. λίρες τον ωθούν να καταθέσει επισήμως αίτημα μεταγραφής, προκειμένου να αναγκάσει την Λίβερπουλ να αποδεχτεί την πρόταση των «μπλε». Το σοκ της πόλης, των πιστών των «κόκκινων» από εκείνο το πρωινό του Ιανουαρίου του 2011, όταν δημοσιοποιήθηκε η απαίτησή του, ακόμη να ξεπεραστεί. Ο αγαπημένος -έστω “υιοθετημένος”- “γιος” μετατρέπεται σ’ ένα βλεφάρισμα σε «Ιούδα».
Η αντιδιαστολή, όμως, και στη δική του κοσμοθεωρία προφανής.
Ο άνθρωπος που αρνήθηκε επανειλημμένως τη Ρεάλ και όσα πρέσβευε, ο άνθρωπος που επέλεξε -πολύ πιο αργά απ’ όσο θα μπορούσε- να αφήσει το (ποδοσφαιρικό) σπίτι του, μετακομίζοντας σε ό,τι πιο κοντινό σε αυτό, μετατράπηκε σε στυγνό επαγγελματία. Αφενός, στον επαγγελματία που ζήτησε μια όσο το δυνατόν ασφαλέστερη οδό για την κατάκτηση τίτλων, την οποίαν ως τότε σε συλλογικό επίπεδο στερείτο, και, δευτερευόντως, στον επαγγελματία που δεν γίνονταν να μην ενδώσει στα χρήματα, στα τρελά χρήματα που του προσφέρθηκαν.
Η ειρωνεία; Όπως το πρώτο του παιχνίδι στο «Νησί » το είχε δώσει κόντρα στην Τσέλσι, έτσι και το πρώτο του παιχνίδι με τα μπλε το δίνει κόντρα στη Λίβερπουλ.
Ως εκεί, όμως, οι συσχετισμοί. 6 Φεβρουαρίου ντεμπουτάρει στους Λονδρέζους. Το πρώτο του γκολ το πανηγύρισε στις 23 Απριλίου. Άλλο εκείνη τη σεζόν, δεν πέτυχε… Και δεν ήταν μια και έξω. Εξελίχτηκε σε επαναλαμβανόμενη, αγιάτρευτη κατάσταση, με μεγάλα διαστήματα, στα οποία όχι μόνο δεν έβρισκε δίχτυα, αλλά προκαλούσε τη θυμηδία, την ειρωνεία, το ανελέητο μένος οπαδών -ενίοτε όχι μόνο αντιπάλων- και media για τις απίστευτες ευκαιρίες που έχανε.
Ο Φερνάντο Τόρες της Λίβερπουλ δεν στοίχειωνε απλώς τον Φερνάντο Τόρες της Τσέλσι, μα έμοιαζε να είναι ένας άλλος -τελείως- επιθετικός, λειτουργώντας σε ένα ολοκληρωτικά διαφορετικό, ξένο για τον ίδιο, πλαίσιο.
Το επέλεξε ναι. Για να κερδίσει. Κέρδισε. Champions League (το δικό του γκολ στο Καμπ Νου κόντρα στην Μπαρτσελόνα, στη ρεβάνς των ημιτελικών, έστειλε την Τσέλσι στον Τελικό του 2012), Europa League, Κύπελλο Αγγλίας.
Ποτέ, όμως, τόσα, όσα το καρτελάκι με την τιμή που κόστισε, υπαγόρευε πως θα έπρεπε να κερδίσει. Ποτέ, χωρίς να πλησιάσει έστω τις επιδόσεις του σε Ατλέτικο και Λίβερπουλ. Ποτέ, ως πριμαντόνα. Πάντα, σε δεύτερο ρόλο. Ποτέ, με αναγνώριση. Πάντα, με αμφισβήτηση.
Η τελευταία, ωμή από τον μετρ του είδους, τον Ζοσέ Μουρίνιο, μετά την επιστροφή του στο «Stamford Bridge», τον ώθησε στην έξοδο (2014). Ήθελε να φύγει νωρίτερα. Πολύ νωρίτερα. Από τον Τελικό του Ευρωπαϊκού Super Cup του 2012, λίγους μήνες μετά τo repeat της Ισπανίας στο Euro, με τον ίδιο και πάλι, αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή. Απόδειξη, μια ακόμα, του πόσο επηρεαζόταν από το περιβάλλον, από τον ψυχισμό του.
Τότε, λοιπόν, στις εξέδρες του Louis II, στον Τελικό εκείνου του Super Cup, για ενενήντα λεπτά οι (συν)οπαδοί της Ατλέτικο τον αποθεώνουν. Αντίπαλο, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν τον ένιωσαν. Και τότε, σε εκείνο το παιχνίδι (το οποίο κέρδισε η Ατλέτικο, με τον τότε φουνταριστό της, Ραδαμέλ Φαλκάο, να κάνει χατ-τρικ), του φύτεψαν τον σπόρο της επιστροφής. Του πήρε δυόμιση χρόνια, χρειάστηκε να γίνει μέσω Μιλάνου –ύστερα από μια αποτυχημένη, σύντομη, θητεία στη Μίλαν-, μα φύτρωσε. Και κάνοντας ποδαρικό στο 2015, επιστρέφει στο «Vicente Calderón».
Στην παρουσίασή του δεν πέφτει καρφίτσα. Είναι πατέρας πια με δυο παιδιά, τη Νόρα και τον Λεό, μα για τους 50 και πλέον χιλιάδες (συν)οπαδούς της Ατλέτικο είναι το ίδιο «παιδί» που αυτοί βάφτισαν, το ίδιο που αυτοί ανέθρεψαν, το ίδιο που έστειλαν να δει τον κόσμο και το ίδιο που, αφού τον κατέκτησε, καλωσορίζουν ξανά στο σπίτι του.
Το κλείσιμο του κύκλου
Η Ατλέτικο, όμως, που βρίσκει, δεν είναι ίδια με την Ατλέτικο που άφησε. Έχει πάρει τα πρώτα της τρόπαια μετά από το Νταμπλ του ’96. Κύπελλο το 2013, Πρωτάθλημα το 2014, φτάνοντας τότε και στον Τελικό του Champions League. Υπεύθυνος ένας συμπαίκτης του, όταν ξεκινούσε στην πρώτη ομάδα. Το είδωλό του, όσο φώναζε ακόμη από την εξέδρα. Ο Τσόλο Σιμεόνε.
Δύο είδωλα. Στην αρχή, οι ρόλοι διακριτοί, συμφωνημένοι, πριν καν επιστρέψει. Ορισμένοι εμπράκτως, χωρίς περιθώρια έριδας, αμφισβήτησης, παρερμηνειών και παρεξηγήσεων. Στην πορεία, όμως, το συνταίριασμα, αδύνατο. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο και περιορίζεται ο ρόλος του Τόρες στην Ατλέτικο του Σιμεόνε.
Παίζει, πάντως, σε δεύτερο Τελικό Champions League, ενάμιση χρόνο μετά την επιστροφή του. Θα αποσυρόταν, στα 32 του, αν τον κατακτούσε. Απέναντι, πάλι, όπως το 2014, οι… άλλοι της Μαδρίτης. Το τρόπαιο φτάνει να κριθεί στα πέναλτι. Ο ίδιος, αποφασισμένος να εκτελέσει το τελευταίο. Δεν έφτασε, τελικά, ως εκεί, αφού ο νικητής είχε κριθεί νωρίτερα. Επώδυνα. Πάλι για την Ατλέτικο. Πάλι για τον ίδιο, παρότι ως ποδοσφαιριστής της, σε τέτοιο επίπεδο, πόνεσε για πρώτη φορά.
Και έτσι, δεν κρεμάει τα παπούτσια του. Υπομένει, υποφέρει, αφού έκτοτε ο Σιμέονε ολοένα και περισσότερο τον περιορίζει. Τον απαξιώνει, τον διώχνει ουσιαστικά, όταν σε συνέντευξη Τύπου, λίγο πριν τον Τελικό του Europa League του 2018, αρνείται μονολεκτικά την πιθανότητα επέκτασης του συμβολαίου του.
Τουλάχιστον, σε εκείνον, κόντρα στη Μαρσέιγ, κερδίζει. Και έτσι, ο κύκλος ολοκληρώνεται. 22 χρόνια μετά, από τότε που, ως πιτσιρίκος, στην σκιά των παικτών της πρώτης ομάδας, στην δική του πρώτη χρονιά στα τσικό της Ατλέτικο, πανηγύριζε την κατάκτηση του Nταμπλ, βρίσκεται και πάλι στην Πλατεία του Ποσειδώνα, για να σηκώσει στον αέρα τη δική του πρώτη κούπα με την «ροχιμπλάνκο», την οποία, τέσσερεις μέρες αργότερα, φόρεσε για τελευταία φορά, αποχαιρετώντας τους (συν)οπαδούς της Ατλέτικο.
Άλλον τίτλο δεν κατέκτησε με την ομάδα του. Μόνο αυτό το Europa League. Άλλον τίτλο δεν χρειάστηκε, για να ολοκληρώσει τη μετάβαση. Τη μετάβαση από την πρώτη στιγμή της καριέρας του -από το παιδί, στην τελευταία- στον θρύλο. Αρμονικά. Ταιριαστά.
Απαντώντας, έτσι, ετεροχρονισμένα σε εκείνον τον πιτσιρικά που ρωτούσε γιατί να υποστηρίζει την Ατλέτικο, έχοντας γίνει ο ίδιος αναπόσπαστο κομμάτι του «μεγάλου, του πολύ μεγάλου» που είναι η Ατλέτικο για τους οπαδούς της. Έχοντας μετατραπεί στο τελευταίο της σύμβολο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ
Κάρλες Πουγιόλ: Més que un Capitá
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη