Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο 11 ετών, από τις μικρές ομάδες του Αγροτικού Αστέρα.
Στα 13 μου η ομάδα της περιοχής που γεννήθηκα και μεγάλωσα κάνει μια μεγάλη ανανέωση, με προπονητή τον Τάκη Χρυσανίδη. Αποχώρησαν όλοι οι παλιοί και προώθησε μια φουρνιά νεαρών, τους οποίους έβαλε να αγωνιστούν στην Α΄ Ερασιτεχνική. Μιλάμε για μεγάλη τομή, αφού εγώ ήμουν μόλις 14 ετών. Έτσι, πριν γίνω 15, έπαιζα βασικός στον Αγροτικό Αστέρα. Είχα βέβαια την τύχη να έχω και καλούς προπονητές, ήρθαν αργότερα δηλαδή ο Κώστας Στράντζαλης και ο Γιάννης Καρακασίδης, οι οποίοι με βοήθησαν πολύ να εξελιχθώ.
Τότε ήταν που με είδε και με κάλεσε στη Μικτή Θεσσαλονίκης ο προπονητής της, ο αείμνηστος Κλεάνθης Βικελίδης, και ήταν κι εκείνος που με πρότεινε στον Άρη. Παράλληλα βέβαια εκείνη την εποχή έπαιζα και βόλεϊ στον Ηρακλή, ο οποίος ήταν στην Α’ κατηγορία.
Έκανα δυο προπονήσεις την ημέρα, μια με τον Αγροτικό και μια με τον Ηρακλή στο Παλέ το βράδυ, γεγονός που με έκανε να είμαι από τους πλέον γυμνασμένους παίκτες.
Η μεταγραφή μου στον Άρη το καλοκαίρι του 1971 έγινε σήριαλ, αφού με ήθελε και ο Ηρακλής. Το λάθος βέβαια ήταν δικό μου, γιατί, λόγω του νεαρού της ηλικίας, κατά λάθος είχα υπογράψει και στους δυο, κι έτσι τιμωρήθηκα για έξι μήνες. Πρωτόδικα η απόφαση ήταν υπέρ του Ηρακλή, ο Άρης έκανε έφεση στο ΑΣΕΑΔ, την κέρδισε και έτσι κατέληξα σ’ εκείνον. Το ξεκίνημα της επαγγελματικής μου καριέρας υπήρξε κατά κάποιον τρόπο ταραγμένο…
Ο πρώτος μου προπονητής στον Άρη ήταν ο Μακ Γκίνες. Με το που έληξε η τιμωρία μου, με έβαλε κατευθείαν στη Φιλαδέλφεια 10 λεπτά ως αλλαγή και ως το τέλος της σεζόν πήρα κάποια παιχνίδια και ως βασικός. Τη δεύτερη χρονιά μου αλλά και του Μακ Γκίνες στον Άρη έγινα βασικός. Αγωνίστηκα σε 25 παιχνίδια και μάλιστα έπαιξα και αμυντικό χαφ και δεξί μπακ. την τελευταία μου χρονιά στον Αγροτικό Αστέρα έπαιξα και σέντερ φορ και μάλιστα βγήκα πρώτος σκόρερ.
Με τον Στάνκοβιτς καθιερώθηκα, παρότι στην αρχή είχα ένα θέμα με τη μέση μου, έκτοτε όμως έπαιζα βασικός. Στον Άρη είχα καλούς προπονητές. Όλοι τους είχαν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Με τον Μακ Γκίνες, στο ξεκίνημά μου, μπορούσες να μιλάς ελεύθερα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Ο Στάνκοβιτς πόνταρε στην πειθαρχία. Ο Παναγούλιας ήταν μετρ της ψυχολογίας και αυτός που με βοήθησε να πάω αλλά και να καθιερωθώ στην Εθνική. Μαζί με τον Κλεάνθη Βικελίδη, ο οποίος με πήγε στον Άρη, ήταν οι δυο ποδοσφαιρικοί μου πατέρες, οι δυο άνθρωποι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καριέρα μου.
Την πρώτη χρονιά παρτενέρ μου στο κέντρο της άμυνας είχα τον Σεμερτζή και τον Κουμαριά, αργότερα τον Σπυρίδωνα, μέχρι τη χρονιά που έφυγε. Από εκεί και πέρα και για σχεδόν 10 χρόνια ήμουν δίδυμο με τον Γιάννη Βένο.
Έπαιξα συνολικά 12 χρόνια στον Άρη, κατά τα οποία είχαμε μια πολύ καλή ομάδα, παίζαμε όμορφο ποδόσφαιρο, κάναμε σπουδαίες επιτυχίες στην Ευρώπη, αλλά δυστυχώς δεν καταφέραμε να πάρουμε έναν τίτλο, παρότι φτάσαμε κοντά στη βρύση με το μπαράζ του Βόλου.
Το 1979, όταν συμπληρώθηκε οκταετία, είχα βέβαια πολλές προτάσεις για να φύγω. Είχα μιλήσει με τον Νταϊφά στο γραφείο του, είχαμε συμφωνήσει, ενώ είχα συμφωνήσει προφορικά και με την ΑΕΚ του Λουκά Μπάρλου. Σχεδόν είχα υπογράψει στην ΑΕΚ, για να είμαι ακριβής. Μου έδινε τα διπλάσια χρήματα από αυτά που έπαιρνα στον Άρη και απλώς έβαλα έναν όρο στο τέλος, ότι θα πήγαινα στην ΑΕΚ, μόνο αν δεν τα έβρισκα με τον Άρη.
Την ίδια περίοδο είχα προσφορά και από τον Παύλο Γιαννακόπουλο, ο οποίος είχε αναλάβει τον Παναθηναϊκό, όταν έγινε ΠΑΕ το 1979. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη, πήγα στα γραφεία της ΒΙΑΝΕΞ, αλλά τελικά τον Παναθηναϊκό τον πήρε ο Βαρδινογιάννης και δεν προχώρησε το ενδιαφέρον. Είχα δηλαδή προτάσεις και από τις τρεις ομάδες της Αθήνας.
Καθοριστικό ρόλο στην παραμονή μου στον Άρη έπαιξε τότε ο Γιώργος Τουρώνης. Την μέρα που ήταν να στείλει το δελτίο μου η ΑΕΚ και να τελειώσει η δουλειά, με πήγε στην Κλινική του Προέδρου του Άρη, του Μενέλαου Χατζηγεωργίου. Με έβαλαν να μιλήσω με τον Μπάρλο, ο οποίος έκανε διακοπές στην Εύβοια, για να του ζητήσω να μου δώσει μια μέρα διορία να συζητήσω με τον Άρη. Προς τιμήν του, το δέχτηκε και έτσι το απόγευμα εμφανίστηκα ενώπιον του συμβουλίου. Ανέβασαν κάπως την προσφορά τους και κάπως έτσι αποφάσισα να μείνω στον Άρη.
Υπήρχε βέβαια και κάτι που με έκανε επιφυλακτικό. Η γυναίκα μου ήταν στις μέρες της να γεννήσει και δεν έβλεπε με καλό μάτι τη μετακόμιση στην Αθήνα εκείνη την εποχή. Εκτός από αυτό μέτρησε πολύ και το συναίσθημα, γιατί ήμουν “κολλημένος” με τον Άρη. Έμεινα τη χρονιά με τις μεγάλες επιτυχίες και τη μεγάλη αποτυχία του μπαράζ. Η μοναδική χρονιά μεταπολεμικά που ο Άρης τερμάτισε πρώτος.
Στο τέλος υπήρχε αυτή η κακιά στιγμή. Στο πρώτο ημίχρονο ήμασταν καλύτεροι, αλλά στην επανάληψη δεχτήκαμε νωρίς το γκολ και καταρρεύσαμε. Δικαιολογίες υπάρχουν πολλές. Αυτά που λέχθηκαν ήταν ανοησίες αισχίστου είδους. Σήμερα βλέπω να κυριαρχεί το ροτέισον στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Εμείς τότε έντεκα ξεκινούσαμε, έντεκα τελειώναμε το παιχνίδι. Εκείνη τη σεζόν παίξαμε όλα τα ματς Πρωταθλήματος και Κυπέλλου, όλα τα ευρωπαϊκά και εγώ παράλληλα έπαιζα και όλα τα παιχνίδια της Εθνικής. Δεν είχα χάσει λεπτό. Μερικοί από εμάς ήμασταν εξουθενωμένοι. Εμένα προσωπικά με πειράζει πολύ ακόμη και σήμερα. Δεν ανέχομαι αυτές τις βλακείες. Μια σπουδαία στιγμή την έχουμε μαυρίσει.
Αν δεν τη διέλυαν εκείνη την ομάδα και συνέχιζε να υπάρχει, ενισχύοντάς την με έναν καλό φορ που θα έβαζε 12-13 γκολ (25 γκολ έβαζαν ο Μπαλλής με τον Κούη), θα συνέχιζε να διεκδικεί το Πρωτάθλημα. Τον μισό Μορόν να είχαμε, θα παίρναμε όλα τα Πρωταθλήματα. Δεν είχαμε μια διοίκηση σθεναρή να αποφασίσει να πάρει έναν καλό παίκτη μπροστά. Ίσως το επεδίωξαν να τη διαλύσουν, γιατί δεν είχαν τα χρήματα να την ενισχύσουν, οπότε πήγε άδοξα εκείνη η ομάδα.
Το 1983 έφυγα, γιατί δεν με ήθελαν. Αν με ήθελαν, θα καθόμουν. Είχα πάλι πρόταση από την ΑΕΚ, με τη μεσολάβηση του Μπαλλή και του Μαύρου. Είχα μιλήσει με άνθρωπο του Προέδρου, του κυρίου Παναγίδη, αλλά, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη μετά την κουβέντα, με πήρε τηλέφωνο ο Πέτρος Θεοδωρίδης και τελικά πήγα στον Ηρακλή. Ακόμα και όταν έφυγα από τον Ηρακλή, είχα μιλήσει με τον Δασυγένη ώστε να γυρίσω και να κλείσω την καριέρα μου στον Άρη, αλλά ήταν αρνητικός, παρότι ήταν φίλος μου.
Μετά τον Ηρακλή, παρότι ήμουν ούτε 33 ετών, αποφάσισα να σταματήσω, γιατί αγανάκτησα με τη συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Του Αλέφαντου. Εξαιτίας του σταμάτησαν και πολλοί άλλοι εκείνη την περίοδο, αλλά δεν θέλω να πω άλλα.
Την προπονητική δεν την είχα στο πρόγραμμα, όταν κρέμασα τα ποδοσφαιρικά μου παπούτσια το 1986, παρότι όλα μου τα χρόνια ως παίκτης, σε όποια ενδιαφέρουσα προπόνηση μάς έκανε κάποιος προπονητής, κρατούσα σημειώσεις, χωρίς όμως να έχω σκοπό να ασχοληθώ. Όταν σταμάτησα λοιπόν, ασχολήθηκα με τις εισαγωγές αυτοκινήτων.
Κάποια στιγμή ήρθε ένας παλιός μου συμπαίκτης στον Αγροτικό Αστέρα, ο οποίος είχε αναλάβει Πρόεδρος, και με παρακάλεσε να καθίσω στον πάγκο στο ματς με την Χρυσούπολη για την τελευταία αγωνιστική, γιατί, αν το χάναμε, θα έπεφτε η ομάδα από τη Γ’ Εθνική. Κερδίσαμε, σωθήκαμε και έτσι ξεκίνησα να κάνω τον προπονητή. Πήγα σε όλες τις σχολές και κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μου στον χώρο της προπονητικής.
Κάθισα ενάμιση χρόνο στον Αγροτικό και συνέχισα στην Αναγέννηση Γιαννιτσών στη Δ’ Εθνική. Ήταν ευτυχής συγκυρία που την ομάδα τότε την ανέλαβε ο Κώστας Ιωσηφίδης, ένας Έλληνας επιχειρηματίας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ο οποίος είχε μόλις επαναπατριστεί από την Αυστραλία και βοήθησε και εμένα αλλά και την ομάδα. Κάναμε δυο διαδοχικές ανόδους και την τρίτη χρονιά τερματίζουμε τέταρτοι στη Β’ Εθνική, κοντέψαμε δηλαδή να βγούμε κατευθείαν στην Α’. Όταν πήγα στη Δ’ Εθνική, στο γήπεδο είχαμε 150 φιλάθλους. Όταν έφυγα ο κόσμος περίμενε ουρά απ’ έξω για να κόψει ένα εισιτήριο.
Συνέχισα στην Καβάλα, στον Λεβαδειακό για τρεις μήνες και, μετά από πρόταση του Δημήτρη Ηλιάδη το 1992, λίγες αγωνιστικές πριν τελειώσει το Πρωτάθλημα, ανέλαβα τον Άρη Είχε κάνει μια πολύ άσχημη σεζόν με προπονητή τον Ιβάν Βούτσοφ και ήταν στις τελευταίες θέσεις.
Εγώ είχα ήδη εντοπίσει μερικούς καλούς ποδοσφαιριστές από την θητεία μου στη Β’ Εθνική και τους έφερα στον Άρη. Τον Κολτσίδα, τον Σαπουντζή, τον Στρατηλάτη. Την επόμενη χρονιά ο Κούης εντόπισε στη Σερβία τον Λόντσαρ και τον Μιλόγεβιτς, φέραμε τον Ιβάν μαζί με τον Κωφίδη και κάναμε μια πολύ καλή ομάδα, η οποία βγήκε στην Ευρώπη ξανά μετά από 13 χρόνια.
Κάθισα τριάμισι χρόνια στην πρώτη μου θητεία στον Άρη και έφυγα το 1996 για να αναλάβω την ΑΕΛ. Άλλες ομάδες στις οποίες εργάστηκα ήταν τα Γιάννινα, η Ξάνθη, η Νίκη Βόλου, είχα όμως και μια ροπή στα νησιά, αφού βρέθηκα και στον ΟΦΗ, τον Διαγόρα Ρόδου, την Κέρκυρα.
Στον Άρη επέστρεψα στο φινάλε της σεζόν 1996-1997. Με επανέφερε ο Γράντας, όταν έπρεπε να κερδίσουμε τις τελευταίες πέντε αγωνιστικές για να σωθούμε. Χάσαμε από τον ΟΦΗ με μια πολύ κακή διαιτησία του Μπίκα, πέσαμε και η ομάδα έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης. Είχαν μείνει έξι-επτά παίκτες όλοι κι όλοι.
Τότε, με την συμπαράσταση της «Super 3», την προσπάθεια του Τροχανά αλλά και του Ζαφείρη Σαμολαδά, ο οποίος μας βοήθησε μέσα σε δυο μέρες να υπογράψουμε επτά παίκτες, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια καλή ομάδα.
Μας “έκατσε” και το λαχείο του Ναγκόλι Κένεντι βέβαια. Φοβερή ιστορία. Εγώ χρειαζόμουν έναν αριστεροπόδαρο χαφ. Έρχεται ο Μόκαλης από την Αμερική και μου φέρνει κάτι κασέτες με παίκτες, ανάμεσά τους και ο Ναγκόλι. Του λέω «φέρ’ τον κατευθείαν» και τον κλείνουμε με 6 εκατ. τον χρόνο. Ο Ναγκόλι υπήρξε καθοριστικός στην επιστροφή μας στη μεγάλη κατηγορία, η οποία συνδυάστηκε με τον ερχομό του Δημήτρη Κοντομηνά το καλοκαίρι του 1998.
Ο Κοντομηνάς δεν ήθελε να με κρατήσει. Αργότερα έμαθα ότι είχε μιλήσει με τον Μπλαχίν, αλλά αυτός αρνήθηκε και έτσι παρέμεινα εγώ στον πάγκο.
Την πρώτη χρονιά δεν έγιναν μεγάλες μεταγραφές. Ήταν η χρονιά που καθιερώσαμε τον Χαριστέα, τον Κατσιαρό, τον Θεοδωρίδη, τον Λουμπούτη, τον Λιολίδη, τους οποίους είχα αρχίσει να χρησιμοποιώ τη χρονιά της Β’ Εθνικής, παράλληλα με τον πρωταθλητισμό που κάναμε.
Το ξεκίνημά μας ήταν πολύ καλό. Μια βαριά ήττα στην ΑΕΚ και μια ισοπαλία στο Χαριλάου με την Ελευσίνα ήταν το κύκνειο άσμα μου. Μου πρότειναν να μείνω ως Τεχνικός Διευθυντής, αλλά αρνήθηκα και έφυγα.
Η τρίτη και τελευταία μου φορά ως προπονητής στον Άρη ήταν στη μετά Ζαχουδάνη εποχή. Παρά τις δυσκολίες, εξελίχθηκε σε μια πολύ καλή χρονιά, αφού η ομάδα μετά από πολλά χρόνια έφτασε στον Τελικό του Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ.
Δεν τα καταφέραμε, αλλά ήταν εκ προοιμίου δύσκολος ένας Τελικός στην έδρα του αντίπαλου. Σε μονό παιχνίδι δεν μπορεί να γίνεται Τελικός στη φυσική έδρα του φιναλίστ.
Σκεφτήκαμε να μην δεχθούμε, αλλά θα υπήρχαν συνέπειες. Ο ΠΑΟΚ είχε κι όλα τα μέσα στην ΕΠΟ, με τον Γκαγκάτση τότε Πρόεδρο. Φοβόταν ο τότε Πρόεδρος, Νίκος Τσαρούχας, να πάρει την ευθύνη. Ήμασταν και σε μια φάση που μόλις είχε φύγει ο Κοντομηνάς κι ο Ζαχουδάνης τα είχε διαλύσει όλα. Κάθε Κυριακή έρχονταν στα παιχνίδια οι δικαστικοί κλητήρες με την απόφαση για τον Ιρανίλντο, τον οποίον κάποιοι έφεραν με 1 δισεκατ., και έπαιρναν όλες τις εισπράξεις. Η ομάδα ήταν σε μεγάλη κρίση. Ήταν όλοι απλήρωτοι. Εγώ, για παράδειγμα, εκείνη τη χρονιά δεν εισέπραξα 120.000 ευρώ, δεν έκανα ποτέ προσφυγή για να τα πάρω κι έχουν μείνει έτσι από τότε.
Ήμασταν και λίγο άτυχοι, με το δοκάρι του Μόρις στο 87΄ αλλά και το διάστρεμμα του Κνόπερ μεσοβδόμαδα (φάνηκε πόσο τον επηρέασε στο λάθος από το οποίο ξεκίνησε το γκολ του ΠΑΟΚ). Θεωρώ ότι, αν ισοφαρίζαμε και το ματς πήγαινε στην παράταση, θα παίρναμε το Κύπελλο, γιατί ήμασταν μια ομάδα με πολλές φυσικές δυνάμεις.
Ήταν η περίοδος της κόντρας μου με τους αρχηγούς των οργανωμένων, οι οποίοι με κατηγόρησαν για κάποιες επιλογές στην ενδεκάδα και λανθασμένες αλλαγές στον Τελικό. Η εικόνα της ομάδας στο δεύτερο ημίχρονο όμως τους διαψεύδει.
Είχε γίνει πολύ κουβέντα και για την απόφασή μου να χρησιμοποιήσω βασικό τον Πανόπουλο αντί του Μπράγκα στα δεξιά της άμυνας. Ο Πανόπουλος είχε πάθει ρήξη χιαστού στο ξεκίνημα της σεζόν σε ένα φιλικό με τον ΠΑΟΚ. Είχε ήδη παίξει σε κάποια παιχνίδια, δούλευε πολύ και ήταν ξεκούραστος. Εγώ ήθελα έναν παίκτη να μαρκάρει τον Κουκιέλκα και ο Πανόπουλος λόγω χαρακτηριστικών ήταν ο πιο κατάλληλος, ενώ ο Μπράγκα ήταν καλύτερος επιθετικά και φάνηκε, όταν μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο και μας έδωσε επιθετικότητα.
Κατηγορήθηκα επίσης, γιατί αντικατέστησα τον Νιρέν στην ανάπαυλα. Του είχα δώσει συγκεκριμένες εντολές τι πρέπει να κάνει και μπήκε μέσα και περπατούσε, ενώ είχα και εναλλακτικές τον Καμπάνταη και τον Μπασίρ.
Εκείνη η ομάδα ήταν πολύ καλή. Είχαμε κάνει μια φοβερή προετοιμασία στη Γερμανία με τον γυμναστή, τον Νίκο Καρύδα. Για μένα, η καλύτερη που έχω κάνει στην καριέρα μου. Τρέχαμε ακατάπαυστα, πρεσάραμε και το κάναμε επί 90′, γιατί είχαμε δυνάμεις.
Την άλλη χρονιά, λίγο πριν φύγω, είχαμε κλείσει να πάμε στο ίδιο αθλητικό κέντρο, αλλά οι περίφημοι… Σεΐχηδες, οι οποίοι είχαν ήρθαν ντεμέκ να πάρουν τον Άρη και τους οποίους ταΐζαμε κάθε μέρα μπουγάτσα και σουβλάκια, το άλλαξαν και μας έστειλαν στην Αυστρία. Τη δεύτερη μέρα μάς έβγαλαν από τα δωμάτια, μας κατέβασαν κάτω, με πέντε περιπολικά της αστυνομίας να περιμένουν έξω από το ξενοδοχείο, μέχρι να πληρώσουμε για να μας δώσουν τα διαβατήρια να φύγουμε.
Καλή του ώρα εκεί που είναι, έστειλε τα χρήματα ο Βασίλης Πεΐτσης, ένας Αρειανός με μεγάλη προφορά, και μας επέτρεψαν να φύγουμε. Δεν είχαμε λεφτά να πληρώσουμε ούτε το λεωφορείο που μας μετέφερε στο αεροδρόμιο ούτε και τα πράγματά μας που ήταν υπέρβαρα. Για καλή μας τύχη, ήρθε εκείνη τη στιγμή να πετάξει με την ίδια πτήση ο Νομάρχης, ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, και τα πλήρωσε αυτός! Όταν επιστρέψαμε, έφυγα. Η υπομονή είχε εξαντληθεί…
Το 2014, ένα διάστημα που την ομάδα είχε αναλάβει ο Σκόρδας, μου ζήτησε να αναλάβω Τεχνικός Διευθυντής. Ήταν τότε με τον Σούλη Παπαδόπουλο προπονητή, αλλά δεν μπορέσαμε να σωθούμε. Είχαμε ετοιμάσει με τον Σκόρδα ένα πλάνο για να κατέβουμε στη Β΄ Εθνική, αλλά αποφάσισαν κάποιοι να ρίξουν την ομάδα στη Γ’, ώστε να γλυτώσουν τα χρέη και να ξεκινήσει η ομάδα από το μηδέν.
Κάνοντας ένα απολογισμό, χωρίς να έχω μετανιώσει, ίσως να είχα διαφορετική εξέλιξη στην καριέρα μου, αν το 1979 πήγαινα σε μια μεγάλη ομάδα των Αθηνών. Οικονομικά, σίγουρα θα ήταν μεγαλύτερες οι απολαβές. Ήταν τα χρόνια που ήμουν αναπόσπαστο κομμάτι της Εθνικής Ελλάδος, στην πιο σημαντική στιγμή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως τότε, την πρόκριση στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών το 1980.
Ήταν η πρώτη φορά που περνούσαμε στην τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης. Σε μια εποχή που η Ευρώπη είχε μεγαθήρια. Όχι όπως σήμερα που έχει γίνει κομμάτια. Υπήρχαν η Ενωμένη Γιουγκοσλαβία, η Σοβιετική Ένωση, την οποία αποκλείσαμε για να προκριθούμε στους «8» της Ευρώπης. Από την Ολλανδία χάσαμε στο 87΄ από ένα σχεδόν ανύπαρκτο πέναλτι και μετά από καλή εμφάνιση. Από την Τσεχοσλοβακία, η οποία ήταν μια καλή ομάδα, χάσαμε 3-1. Στο τρίτο παιχνίδι φέραμε ισοπαλία με τη Γερμανία.
Ο Άρης είναι μια μεγάλη ομάδα. Το ευχαριστήθηκα που έπαιξα 12 χρόνια. Η εκτίμηση του κόσμου είναι μεγάλη μέχρι και σήμερα. Το ίδιο και η αναγνωρισιμότητα, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα, αφού υπάρχει κόσμος που με θυμάται ακόμη και είναι μεγάλη τιμή.
Η συμπεριφορά κάποιων άλλων ανθρώπων βέβαια δεν υπήρξε καλή, όπως για παράδειγμα τη χρονιά της ανόδου, το 2018, όταν και ζήτησα να μπουν στο γήπεδο δυο παιδάκια φίλων μου και με έβρισαν χυδαία. έκανα τέσσερα χρόνια να πάω στο γήπεδο. Κακίες όμως δεν κρατάω, γιατί είμαι άνθρωπος που ξεχνάω. Άλλωστε, η προσφορά του Άρη προς το πρόσωπό μου ήταν μεγάλη, για να μπορώ να καταφέρω ό,τι κατάφερα στη ζωή μου, και είμαι ευγνώμων για αυτό.
Ο Γιώργος Φοιρός είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής, νυν προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: