Ο τελευταίος. Τόσο μεγάλος που ο ρόλος του στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει πια, σαν να έπρεπε να καταργηθεί, επειδή δεν θα βγει άλλος σαν εκείνον.
Λίμπερο. Σημαίνει «ελεύθερος», με ό,τι συνεπάγεται σε αθλητικό και ειδικά ποδοσφαιρικό πλαίσιο ο όρος. Τον ρόλο επινόησε ο μεγάλος Καρλ Ράππαν τη δεκαετία του ’30 στην Αυστρία, εμπεριέχετο στο ευρύτερο τακτικό δόγμα της «αλυσίδας», του περίφημου κατενάτσιο, σε καιρούς που στο ποδόσφαιρο υπερίσχυαν τα “τρελά” σήμερα τακτικά συστήματα, όπως το 2-3-5.
Από εκεί δανείστηκαν οι Ιταλοί την ιδέα και εξέλιξαν στο μέγιστο βαθμό το κατενάτσιο. Σήμερα το λέμε «πούλμαν», «αντιποδόσφαιρο», «γραμμή Μαζινό» και τα συναφή. Επί της ουσίας είναι αυτό ακριβώς που λάνσαρε ο Τζίπο Βιάνι το 1947 με τη Σαλερνιτάνα για να την ανεβάσει στην πρώτη κατηγορία. Οι γραμμές πολύ πίσω, η “υποχρέωση” στον αντίπαλο να ανοιχτεί και συνεπώς να αφήσει κενούς χώρους, ευάλωτους στις αντεπιθέσεις.
“Τελευταίος” έμενε τότε ο κεντρικός αμυντικός, μια μορφή συνήθως άκρως σεβαστή από τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές στο γήπεδο, έμπειρος, στιβαρός και πάνω απ’ όλα οξυδερκής και γεμάτος ψυχή.
Ο Βιάνι το εφάρμοσε με επιτυχία στο Σαλέρνο, έφτιαξε το όνομά του και το επανέλαβε στη Μίλαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν οι «Rossoneri» τού εμπιστεύτηκαν τα ηνία της ομάδας και ο Τζίπο ανταπέδωσε με το πολυπόθητο Scudetto.
Αυτός είναι ο γεννήτορας του λίμπερο, παρά το γεγονός ότι στην ιστορία έχει καταγραφεί ο Χελένιο Χερέρα, κυρίως επειδή κατέκτησε τα δυο συνεχόμενα Champions League το 1964 και το 1965 με την Ίντερ. Ο Χερέρα διεθνοποίησε το κατενάτσιο, το επέβαλε, το υπηρέτησε πιστά μέχρι τα στερνά του.
Με τον καιρό ξεκίνησαν να φυτρώνουν και οι πρώτοι “μεγάλοι” της θέσης του λίμπερο, της κορωνίδας του κατενάτσιο. Οι σπουδαίοι Σανταμαρία και Τσέρα, ο κορυφαίος Μπεκενμπάουερ στα ’70s, ο Κρολ με τον Πασαρέλα λίγο μετά, ο αδικοχαμένος Γκαετάνο Σιρέα στη Γιουβέντους.
Κατά βάση αμυντικοί ποδοσφαιριστές, στόπερ, “αρχοντικοί”, με τεχνικές δεξιότητες αλλά σπάνια συμμετοχή στο νευραλγικό επιθετικό κομμάτι ή αυτό που αποκαλούμε build up. Τα καθήκοντά τους ήταν αμιγώς αμυντικά, υποχρέωσή τους η διασφάλιση των μετόπισθεν.
Ο λίμπερο έμενε στην πίσω γραμμή, την τελευταία πριν τον τερματοφύλακα, ήταν ο ποδοσφαιριστής που σκούπιζε λάθη συμπαικτών και αντιπάλων, κάτι σαν τελευταία ευκαιρία αποσόβησης του μοιραίου. Ένα σωτήριο τάκλιν, μια υπερπροσπάθεια αυτοθυσίας, μια κεφαλιά με κίνδυνο τραυματισμού. Το κοινό ξεκίνησε να τα εκτιμά, να αναγνωρίζει τον ηρωισμό και να αναγνωρίζει την αξία τους στην οικονομία του παιχνιδιού. Ανέκαθεν όμως το συνάρπαζε η επίθεση, οι κυνηγοί, τα γκολ.
Μέχρι που εμφανίστηκε εκείνος. Ο μαέστρος, ο πρώτος αληθινός λίμπερο-οργανωτής σε φάση κατοχής. Ο Φράνκο Μπαρέζι.
Και ο «Κάιζερ» (Μπεκενμπάουερ) το έκανε, ποτέ όμως με την ισορροπία και την απόλυτη αρμονία του Μπαρέζι. Είναι μυθολογικών διαστάσεων η ερμηνεία του Μπαρέζι στη θέση, αγγίζει τα όρια του υπέρλογου.
Πολλές φορές υπερβάλλουμε, προκειμένου να καταδειχθεί η τελειότητα, το απόλυτο, η (υποκειμενική) αλήθεια. Ο Μπαρέζι ήταν όλη η υπερβολή του Σορεντίνο μαζεμένη σε ποδοσφαιριστή. Eleganza, κομψότητα. Αυτό το συναίσθημα που οδηγεί στο δέος διαχωρίζει την ομορφιά από τη “μεγάλη ομορφιά”.
Ψηλό μέτωπο από τα μικράτα του, εκείνο το κοκκινωπό σγουρό μαλλί, σκαμμένο πρόσωπο, ρυτίδες, στάση σώματος κι έπειτα εκείνο το βάδισμα στον αγωνιστικό χώρο. Σαν άγαλμα αρρενωπού μονομάχου, έτοιμου να αντιμετωπίσει τα λιοντάρια στην αρένα.
Ένας μοναδικός εμψυχωτής εαυτού και αλλήλων, μια φιγούρα έμπλεα αδρεναλίνης έτοιμης να εκραγεί. Όταν έπεφτε για τάκλιν, απέπνεε αυτή την ωμή δύναμη που αφήνει εμβρόντητους κοινό και αντιπάλους και ταυτόχρονα τροφοδοτούσε την ηγεσία του στο γήπεδο.
Έμεινε όρθιος, έμεινε παρών κοντά δυο δεκαετίες. Ντεμπούτο το 1978 πριν κλείσει τα 18, τελευταίο αντίο το 1997 στα 37 του. Όλα τα χρόνια εκείνο που προξενούσε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η εκτός κλίμακας ικανότητα να διαβάζει και να ερμηνεύει το παιχνίδι.
Αυτό ήταν το μεγαλύτερο προσόν του. Η πνευματική προσήλωση, όταν δεν είχε τη μπάλα, όταν δεν κινείτο κοντά στη μπάλα, όταν δεν την είχε καν στο οπτικό του πεδίο. Μια απίθανη σωματική και πνευματική ικανότητα αντίληψης χώρου, χρόνου και προθέσεων. Τεχνική και πνευματική κυριαρχία, πρόβλεψη των κινήσεων του αντιπάλου, “καθοδήγηση” στις δεύτερες και τρίτες επιλογές που είχε ήδη μεταφράσει, αναλύσει και “τακτοποιήσει” στην παλέτα του αγώνα.
Συχνά εγκατέλειπε τη θέση του στη διάταξη, κινείτο σε χώρους ξένους και εντελώς ακατάλληλους, έκανε σμπαράλια το σύστημα ή τις οδηγίες του προπονητή, με έναν και μόνο σκοπό, την κυριαρχία της ομάδας. Εννιά στις δέκα έκλεβε τη μπάλα, την πάσαρε σωστά, δημιουργούσε προϋποθέσεις αντεπίθεσης. Τη δέκατη έστελνε απλώς το μήνυμα στους συμπαίκτες ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, πρέπει να ιδρώσουν παραπάνω, να αφήσουν και την τελευταία ικμάδα δύναμης και ταλέντου στο χορτάρι.
Δυο φανέλες φόρεσε στη ζωή του, δεν του ήταν απλώς ευδιάκριτη η έννοια του καθήκοντος, ήταν δεύτερη φύση του. Οκτακόσια παιχνίδια. Μίλαν και Εθνική Ιταλίας. Καμία άλλη φανέλα. Ποτέ. Η μεγαλύτερη σταθερά της ενδεκάδας, το όνομα που προσπερνά ο εκλέκτορας, όταν ανακοινώνει στα αποδυτήρια τους 11 που θα πολεμήσουν. Γιατί ήταν δεδομένο ότι η ομάδα ξεκινά απ’ αυτόν.
Στη συλλογική φαντασία έχει μείνει η εικόνα να κάνει το αρχοντικό τάκλιν και να “καθαρίζει” τη φάση. Στο θυμικό το υψωμένο χέρι για την επίκληση του τεχνητού οφσάιντ στην εποχή της επανάστασης του Αρίγκο Σάκι. Ανήγαγε το τάκλιν σε επιστήμη, στο πλάι του “σπούδασαν” τέρατα της θέσης, όπως ο Μαλντίνι, ο Κοστακούρτα, ο Νέστα, σχεδόν όλοι οι τεράστιοι ογκόλιθοι του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Όλοι τους έπαιζαν με την ασφάλεια ότι στο λάθος ο Φράνκο θα πάρει τη διαγώνιο, θα αφήσει ακάλυπτη τη δική του θέση στο γήπεδο και θα “καθαρίσει”. Έτσι απλά. Θα “καθαρίσει”. Είτε χυμώντας με το δεξί για το τάκλιν είτε με αυτό το αρχοντικό αριστερό κόψιμο σαν ξιφομάχος στο ταπί.
Η προσέγγισή του στην ατομική μονομαχία ήταν “προενεργητική”, ανέκαθεν προτιμούσε την πρόληψη από τη λήψη κατασταλτικών μέτρων για την αναχαίτιση του αντιπάλου. Το ζητούμενο για τον Μπαρέζι ήταν να επιτεθεί όχι εκεί όπου είναι η μπάλα αλλά εκεί όπου εκτιμούσε ότι θα καταλήξει η μπάλα. Όλα, πριν ο αντίπαλος προλάβει να την υποδεχθεί ή ακόμα και να σχεδιάσει να τον περάσει.
Είναι μοναδικό αυτό το ταλέντο, σπουδαίο πραγματικά για τη λειτουργία όχι μόνο της άμυνας αλλά ολόκληρης της ομάδας. Παρότι σχετικά μικρός το δέμας (ύψος 1.76μ.) για αμυντικός, η σωματική του πληθωρικότητα σε συνδυασμό με την ικανότητά του να διαβάζει τις φάσεις επέτρεψαν μια επιθετική ερμηνεία στο παιχνίδι, μια τάση να απομακρύνεται από την εστία και να “κονταίνει” τις γραμμές προς τα εμπρός.
Στο καθαρό ένας εναντίον ενός και στο κεφάλι κρύβονταν τα όποια μειονεκτήματα στο παιχνίδι του. Πιθανόν επειδή δεν μπορούσε να επιβάλει το παιχνίδι του και να καθοδηγήσει εκείνος τη ροή των πραγμάτων. Διέθετε μια χαμηλή τάση να δέχεται παθητικές φάσεις, σπανίως ακολουθούσε αντίπαλο κάνοντας βήματα προς τα πίσω, ακόμα πιο σπάνια άφηνε ελεύθερο το πρώτο μέτρο στον επιθετικό. Το κύριο ζητούμενο ήταν η πρόληψη και να μην καταλήξει η μπάλα στον επιθετικό.
Γι’ αυτό είχε τη στάση του σώματος στα τρία τέταρτα, έστρεφε το κορμί του προς τα έξω και το διατηρούσε σε όρθια θέση, προσπαθώντας να μείνει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον αντίπαλο προκειμένου να τον νιώθει. Τρόπον τινά αφαιρούσε από τον επιθετικό το στοιχείο της έκπληξης και τη δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης, δημιουργώντας ένα καθεστώς φόβου και απάλειψης επιλογών, ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις δυο εναντίον ενός.
Αυτή η υψηλή ιδιοδεκτικότητα, η μυϊκή υπεροχή, η εκρηκτικότητα του τετρακέφαλου που εκφράζονται στις γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης σε μικρές αποστάσεις ήταν τα πραγματικά μεγάλα όπλα του Μπαρέζι. Ο Σάκι επέμενε ότι είναι η επιτάχυνση, ο βοηθός του και αφανής ήρωας της εκγύμνασης της μεγάλης Μίλαν, Βιντσέντσο Πινκολίνι, επέμενε ότι η ικανότητα του Φράνκο να φτάνει στη μέγιστη ταχύτητα σε μικρό χώρο ήταν προϊόν εκατοντάδων ωρών δουλειάς με το σώμα του.
Ένας ποδοσφαιριστής χωρίς ιδιαίτερα “χτισμένο” κορμί, με νορμάλ σωματική διάπλαση, σε δευτερόλεπτα μπορούσε να μετατραπεί σε φορτηγό που προσκρούεται μετωπικά με ένα κοινό αυτοκίνητο πόλης, έχοντας πιάσει τη μέγιστη ταχύτητα. Τόσο βίαιη και απότομη ήταν η αλλαγή, τέτοιος ο χρονισμός στις επεμβάσεις υψηλού κινδύνου. Με τη διαφορά ότι στο τέλος ο Μπαρέζι όχι μόνο απέφευγε το φάουλ αλλά ήλεγχε και τη μπάλα ξεκινώντας την επίθεση.
Ω ναι, η επίθεση. Η ιδανική, η αρχετυπική δράση του Φράνκο Μπαρέζι είναι αυτή κατά την οποία βγαίνει πρώτος στη μπάλα ή ανακόπτει τον επιτιθέμενο, παίρνει την κατοχή και σηκώνει το κεφάλι για να σχεδιάσει την επίθεση. Αρκούσαν λίγα δευτερόλεπτα, σκάναρε το γήπεδο και μετέτρεπε μια επικίνδυνη κατάσταση για την άμυνα της ομάδας του σε ευκαιρία αντεπίθεσης.
Είναι από τους μεγαλύτερους -αν όχι ο μεγαλύτερος- “μάγους” της εξέλιξης στο άθλημα, ο μοναδικός λίμπερο που στον απόλυτο συνωστισμό της δικής του περιοχής διέβλεπε την κατάληξη της φάσης στο απέναντι τελευταίο τέταρτο της αντίπαλης άμυνας. Πολλές φορές επέλεγε και την κατά μέτωπο επίθεση με μεταφορά της μπάλας, διασχίζοντας το γήπεδο με μικρές, ανεπαίσθητες διαγώνιες κινήσεις που λόγω ταχύτητας άφηναν την εντύπωση εντυπωσιακής τρίπλας.
Κάθετα στον ελεύθερο χώρο, η πιο απλή και συνεπώς η πιο αποτελεσματική ιδέα, την οποία οι αντίπαλοι δεν ήταν σε θέση να αναχαιτίσουν, σαν να επρόκειτο για απροσδόκητο γεγονός. Ακόμα και στις προ Σάκι εποχές, όταν οι ομάδες υπηρετούσαν ένα “μεικτό” ποδόσφαιρο ζώνης και μαν του μαν, ο Μπαρέζι έβρισκε τους χώρους για τα θρυλικά του σλάλομ.
Συνήθως τον σώριαζαν κάτω με βίαιο μαρκάρισμα, κέρδιζε το φάουλ και σηκωνόταν με το μορφασμό του καλλιτέχνη που του απαγόρευσαν να ολοκληρώσει το αριστούργημα. Όταν όμως είχε τη μπάλα στα πόδια, μπορούσε να αναδειχθεί το μεγαλείο της τεχνικής και αναλυτικής του κυριαρχίας. Επιβλητικό σπριντ, sui generis κομψότητα, όχι χαριτωμένη ή προσφιλής αλλά πειθαρχημένη και σοβαρή, σχεδόν στρατιωτική.
Όση πλαστικότητα στην κίνηση χρειάζεται, πλάγια μετατόπιση, εύρος και αντοχή στο τζαρτζάρισμα, στοιχεία που επέτρεπαν τη γρήγορη εναλλαγή της μπάλας, το ένα-δύο, τη χρήση του εξωτερικού. Εάν στο ρεπερτόριό του υπήρχε και το σουτ, θα είχαμε να κάνουμε με έναν από τους πιο ολοκληρωμένους ποδοσφαιριστές παγκόσμιας κλάσης όλων των εποχών.
Δεν σκόραρε είναι η αλήθεια. Μόνο 34 γκολ κατέγραψε, τα 22 με εκτελέσεις πέναλτι όταν το παιχνίδι κρεμόταν σε μια κλωστή. Εκείνος δεν κρυβόταν, εκείνος σήκωνε το βάρος, πιο πολύ για να το αφαιρέσει από τους συμπαίκτες του. Ακόμα και το πέναλτι με το μυαλό το εκτελούσε, το πόδι ήταν ταγμένο στο κόψιμο και την πάσα.
Εξαιρετικός πασέρ, πολύ καλός ακόμα και στις μεγάλες πάσες των 30 και 40 μέτρων στην πλάτη της άμυνας. Η μεγάλη πάσα είναι πολύ υψηλού ρίσκου, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από το βίο και την πολιτεία του στο “δικό του” μισό του γηπέδου. Ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στη Μίλαν και αργότερα στην Ιταλία του Βιτσίνι, η βαθιά μπαλιά ήταν εκ των βασικών αρμοδιοτήτων του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Οι προπονητές έπρεπε με κάποιον τρόπο να κεφαλαιοποιήσουν τη δημιουργικότητά του, την ικανότητα να συνοδεύει όλες τις φάσεις διασύνδεσης του παιχνιδιού, με κύριο στόχο την ανάδειξη της ατομικής πρωτοβουλίας των επιθετικών που υποδέχονταν τη μπάλα μετά τα γεμίσματά του. Ο Μπαρέζι ήταν κάτι σαν πολλαπλασιαστής των γραμμών της πάσας, ο εγκέφαλος, ακόμα κι όταν δεν την είχε στην κατοχή του. Ήξερε πότε θα επιλέξει την παράλληλη πάσα, πότε την προωθητική, πότε το γέμισμα. Έχοντας από πριν αναλύσει τις πτέρυγες, τον άξονα, τους μεσοχώρους στις γραμμές.
Ορόσημο στην καριέρα του υπήρξε η έλευση του Σάκι το 1987 στη Μίλαν. Ήταν ο πρώτος που έπρεπε να ανησυχήσει για την κοπερνίκεια επανάσταση του γιου του τσαγγάρη από το Φουζινιάνο, ο οποίος ουσιαστικά καταργούσε τη θέση του λίμπερο και τον καλούσε να επαναπροσδιορίσει τη θέση και το ρόλο του στο γήπεδο. Δανειζόμενος τις αρχές της ολλανδικής σχολής του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, ο Σάκι μείωσε τις αποστάσεις των γραμμών, αμυνόταν αποκλειστικά σε ζώνη και ασκούσε ασφυκτικό πρέσινγκ στον αντίπαλο, παίζοντας ταυτόχρονα με την άμυνα ψηλά, προκειμένου να δρέψει καρπούς από το θείο δώρο του τεχνητού οφσάιντ.
«Όταν ξεκίνησα, το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς και της προσοχής μου αφορούσε στην αμυντική φάση του παιχνιδιού. Οι ομάδες τότε χρησιμοποιούσαν λίμπερο και έπαιζαν μαν του μαν τον αντίπαλο. Επιθετικά τα πράγματα ήταν κάπως πρωτόγονα, όλα ήταν αφημένα στο ένστικτο του επιθετικού και τη φαντασία του “δεκαριού”. Το αληθινό πρόβλημα σε όλο αυτό ήταν η αντίληψη και η νοοτροπία περί ποδοσφαίρου. Δεν νοείται επιθετικό ποδόσφαιρο και φυγοπονία. Δεν ταιριάζουν, δεν πάνε μαζί. Έλεγα στους παίκτες μου ότι, αν παίζαμε με 25 μέτρα χώρο από τον τελευταίο αμυντικό μέχρι τον σέντερ φορ, κανείς δεν θα μπορούσε να μας σταματήσει. Επομένως, η ομάδα έπρεπε να κινείται ως ένα πράγμα, πάνω-κάτω στον αγωνιστικό χώρο, με τη διαφορά ότι έπρεπε να το κάνει και από δεξιά προς τα αριστερά».
Τα λόγια του Σάκι ήταν σκληρά, ο χαρακτήρας του δύσκολος και πολύ ιδιαίτερος. Ο Μπαρέζι αντέδρασε, αργότερα όμως διείδε την προσωπική του ερμηνεία περί ποδοσφαίρου εντασσόμενη σε ένα ακόμα μεγαλύτερο πλαίσιο. Έντεκα ποδοσφαιριστές απόλυτα συγχρονισμένοι, με ή χωρίς τη μπάλα στην κατοχή τους. Με απόλυτη αίσθηση κυριαρχίας. Παντελής έλλειψη παθητικότητας, ενεργητική άμυνα, διαρκής πίεση. Μια πίεση που δημιουργεί στον αντίπαλο την ανάγκη να ανεβάσει ρυθμό, να τρέξει περισσότερο, να βρεθεί σε μειονεκτική θέση, μιας και ήταν ασυνήθιστος στην υψηλή ένταση.
Τέσσερεις αμυντικοί στην ευθεία ήταν η εντολή του Σάκι. Δεν υπήρχε βάθος στην άμυνα, δεν υπήρχε πια ο από μηχανής Θεός να “σκουπίσει”. Επί της ουσίας, δεν υπήρχε ο Μπαρέζι. Ο μύθος λέει ότι ο Σάκι τον ανάγκασε να παρακολουθήσει ώρες ολόκληρες βίντεο με την αγωνιστική συμπεριφορά του Τζιανλούκα Σινιορίνι, του “Μπαρέζι” της Πάρμα του Σάκι, κατά τις περιόδους 1985-1987. Η σχέση του με τον προπονητή πέρασε από σαράντα κύματα, στην Ιταλία κυκλοφορούσαν άπειρες ιστορίες για τσακωμούς, προσβολές, ευθεία αμφισβήτηση.
Ο Μπαρέζι σε άμυνα με τέσσερεις στην ευθεία ήταν ένας από τους μεγάλους γρίφους της νέας Μίλαν. Αρχικά έμενε αγκυροβολημένος στη γραμμή, αλλά σιγά-σιγά το ένστικτο τον οδηγούσε μπροστά. “Παρέκκλινε” του δόγματος Σάκι, χαλώντας τις γραμμές, γεγονός που εν τέλει οδήγησε στην αναθεώρηση του Σάκι!
Η άμυνα της Μίλαν έπαψε να κινείται συντεταγμένα, μετατοπιζόταν αναλόγως τη θέση της μπάλας και όχι της διάταξης των αντιπάλων, για να εντοπίσει την κατάλληλη χαραμάδα εφαρμογής του τεχνητού οφσάιντ. Ήταν εκπληκτικός ο χρονισμός των τεσσάρων της άμυνας, η ταυτόχρονη ανάβασή τους σαν ρομπότ, όταν ο Φράνκο έδινε το σύνθημα.
Ένας λίμπερο έγινε μεμιάς ο πιο δυνατός στόπερ στον κόσμο, επειδή το σύστημα και η διάταξη έκρυβαν την κανονικότητα της φυσικής του δομής και αναδείκνυαν μοναδικά την οξυδέρκειά του, την ταχύτητα, την τεχνική και την απίστευτη ικανότητά του να διαβάζει τις φάσεις. Όσο συντονισμένες ήταν οι κινήσεις του Γκούλιτ και του Φαν Μπάστεν στο επιθετικό κομμάτι, τόσο χάρμα ιδέσθαι ήταν και ο μαεστρικός συντονισμός της άμυνας από τον Μπαρέζι.
Κάλυπτε τεράστιους χώρους πίσω του, ανεβάζοντας την άμυνα ψηλά, είναι εξαιρετικά οξύμωρο αλλά απολύτως αληθές. Στα 27 του αύξησε κατακόρυφα το επίπεδο της απόδοσής του, τρυπώντας κάθε ταβάνι που είχαν θέσει οι ειδικοί. Πάνω απ’ όλα εγκαθίδρυσε την ηγετική του θέση σε μια ομάδα τεράστιων προσωπικοτήτων και θρύλων του σπορ, οι οποίοι σύσσωμοι αναγνώρισαν το συναισθηματικό του βάρος εντός της ομάδας.
«Οι παίκτες της Μίλαν δεν κοιτούσαν ούτε τους αντιπάλους ούτε τη μπάλα. Κοιτούσαν μόνο τον Μπαρέζι», είπε κάποτε ο Βαλντάνο και είχε δίκιο. Ο Φράνκο ήταν το απόλυτο αφεντικό, ο μαέστρος εκείνης της απίθανης ορχήστρας που άφησε εποχή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Η εκπόρευση των επιταγών του προπονητή μέσα από μια προσωπική ερμηνεία του τακτικού του δόγματος. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Μπαρέζι έμοιαζε σαν να παίζει με τσιπάκι, με ενσωματωμένο πρόγραμμα εφαρμογής των οδηγιών του Σάκι.
Αυτοματοποιημένες αντιδράσεις, πλήρης αρμονία. Αλληγορικά, όλη η Μίλαν ξεκίνησε να σκέπτεται και να παίζει ποδόσφαιρο, όπως έκανε ο Μπαρέζι πριν την έλευση του Σάκι. Ελατήριο έτοιμο να εκτοξευθεί προς πάσα κατεύθυνση, συντονισμένο και συγχρονισμένο στην επίτευξη του στόχου. Ανάκτηση της μπάλας όσο πιο ψηλά γίνεται, σκληρό -στα όρια του εξαντλητικού- πρέσινγκ, “κυματοειδείς” αντιδράσεις σε όλες τις γραμμές, παγίδες οφσάιντ.
Δεν ήταν θέμα δουλειάς ή φυσικών προσόντων αλλά οξύνοιας και ελέγχου του χώρου. Η επιβολή ήταν καθολική και σε συναισθηματικό και σε ψυχολογικό επίπεδο. Η Μίλαν μιλούσε άλλη γλώσσα και κύριος εκφραστής του νεολογισμού ήταν ο Μπαρέζι. Πέντε ποδοσφαιριστές απαρέγκλιτα μπροστά από τη μπάλα και από ένας στις πτέρυγες.
Όλο αυτό το αριστούργημα τελειοποιήθηκε, όταν στο παζλ προστέθηκε και ο Ράικαρντ το 1988, αμέσως μετά την εποποιΐα της Ολλανδίας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με “εκείνο” το γκολ του Φαν Μπάστεν.
Μέχρι να μονιμοποιηθεί ο Κοστακούρτα στα στόπερ, ο Φρανκ έπαιξε στο πλάι του Φράνκο. Ήταν ό,τι εγγύτερο στην τελειότητα, δύο εν τοις πράγμασι χαφ σε θέσεις στόπερ, δύο άριστα κατηρτισμένοι τεχνικά ποδοσφαιριστές στη θέση των θεωρητικά λιγότερων σημαντικών επαφών με τη μπάλα σε φάση επίθεσης.
«Ένας αμυντικός χαφ που έχασε το δρόμο», έλεγε άλλωστε αστειευόμενος ο Καπέλο για εκείνον, ένας άνθρωπος που τον ήξερε πολύ καλά, μιας και τον προπονούσε επί πενταετία. Δεν του ήταν ξένη η θέση του Φράνκο, ο Μπεαρτζότ εκεί τον τοποθετούσε στη «Squadra Azzurra», πάντοτε ελεύθερο μπροστά από την άμυνα, στο αρχέγονο μοντέλο του αμυντικού χαφ. Πίσω ο Γκαετάνο “έκανε τη δουλειά”, ο Φράνκο ήταν ο καταλύτης, το πολύτιμο εξάρτημα της μετάβασης στο παιχνίδι.
Δεν του άρεσε όμως του Μπαρέζι η θέση στο γήπεδο, δεν αισθανόταν άνετα, δεν τη θεωρούσε τόσο σπουδαία. Είχε λιγότερο γήπεδο, λιγότερο χρόνο, περισσότερη πίεση και δυσκολευόταν να αποδεχθεί τη σχεδόν υποχρεωτική λύση της παράλληλης πάσας, πολλώ δε εκείνης προς τα πίσω.
Το Μουντιάλ του 1982 το κατέκτησε, το μετάλλιο το φόρεσε στο λαιμό του, αλλά δεν έπαιξε λεπτό και δεν το οικειοποιήθηκε ποτέ. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 και την τιμητική τέταρτη θέση, ξεσπάθωσε και ζήτησε να αποχωρήσει από την Εθνική, όσο τον υπολόγιζαν μόνο ως χαφ.
Ο Μπεαρτζότ δεν έκανε πίσω, η Ομοσπονδία δεν ήταν δυνατόν να απολύσει τον αρχιτέκτονα του θαύματος της Ισπανίας το ’82 και έθεσε το Φράνκο εκτός. Επέστρεψε με την έλευση του Βιτσίνι λίγα χρόνια αργότερα, το 1990 στα πάτρια εδάφη έκανε ένα μεγάλο τουρνουά, εκείνο όμως που τον τοποθέτησε στο πάνθεον των κορυφαίων ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 στις ΗΠΑ. Με προπονητή τον Αρίγκο Σάκι.
Δεύτερο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, Ιταλία-Νορβηγία. Ρήξη μηνίσκου. Για οποιονδήποτε άλλον θα σήμαινε και αυτόματο τέλος, επιστροφή στην πατρίδα, χειρουργείο και αποκατάσταση. Ο Μπαρέζι έμεινε στην Πασαντίνα και 24 ημέρες αργότερα κατέβηκε να παίξει στον Τελικό με τη Βραζιλία. Μια επική, μια μυθική επιστροφή, όχι ως “Ελ Σιντ”, όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά ως ηγέτης.
Η Ιταλία τσαλακωμένη στο μισό γήπεδο, με δυο κατά συνθήκην φορ, τον Ρομπέρτο Μπάτζο και τον Ντανιέλε Μασάρο, και τον Ρομπέρτο Ντοναντόνι ή το Νίκολα Μπέρτι τους μοναδικούς από τους υπολοίπους να περνούν τη σέντρα. Η υπεροχή της Βραζιλίας καθολική, οι μνήμες από το κατενάτσιο ζωντανές, η Ιταλία να ψυχορραγεί, αναζητώντας απεγνωσμένα λίγα μέτρα στο γήπεδο εν είδει οξυγόνου.
120 λεπτά πίεσης, έντασης και έλλειψης χώρων. Με δυο πεινασμένες τίγρεις μπροστά, τον Ρομάριο και τον Μπεμπέτο, να περιμένουν το μισό λάθος για να κατασπαράξουν το ιταλικό κρέας και δυο θηριώδεις χαφ, τον Ζίνιο και τον Μαζίνιο, να έχουν εξαφανίσει τους Ιταλούς χαφ.
Είναι το καλύτερο ματς στην καριέρα του Μπαρέζι, κι ας μοιάζει παράδοξο, οξύμωρο, πείτε το όπως θέλετε. Η Βραζιλία δεν πάτησε περιοχή. Σχεδόν δεν είχε υποψία φάσης. Παρά την προφανή τεχνική και εδαφική υπεροχή. Ο Μπαρέζι έκανε το ακατόρθωτο και, παρά τον τραυματισμό του Μούσι και την είσοδο του Απολόνι, διεύθυνε τη δυσκολότερη ορχήστρα της καριέρας του. Στο ένα τρίτο του χώρου σε σχέση με εκείνους που είχε συνηθίσει, στην ουσία στο μισό γήπεδο.
Ανέβαζε και κατέβαζε την άμυνα σε διαστήματα 10 και 15 μέτρων. Έστησε ένα θεόρατο και απροσπέλαστο τείχος, αδύνατο να καταβληθεί. Ένα εμβληματικό ματς, όντας σε επισφαλή κατάσταση, απροπόνητος, καθοδηγούμενος μονάχα από την κλάση, τον ορθολογισμό του και την απίθανη ικανότητά του να διαβάζει τις φάσεις. Όλα ενωμένα αρμονικά, όλα απέναντι σε δυο επιθετικούς με οκτώ γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Έκοψε με κάθε τρόπο. Πρώτος στη μπάλα, με τάκλιν αυτοθυσίας, με έκταση του ποδιού, με παρέμβαση σε δυο χρόνους, με πλάτη στον επιθετικό, με αντίθετη φορά σώματος, όρθιος και πεσμένος στο έδαφος. Η καλύτερη εμφάνιση της καριέρας του, η καλύτερη εμφάνιση κεντρικού αμυντικού σε Τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Επισκιάστηκε και ξεχάστηκε εξ αιτίας του χαμένου πέναλτι, της μεγάλης πληγής στο βιβλίο των αναμνήσεών του. Άπαντες φέρνουν στο νου το χαμένο πέναλτι του Ρόμπι, στον Τελικό έχασε πέναλτι και ο Φράνκο. Αποκαμωμένος από τις κράμπες, εξαντλημένος από την κούραση, άδειος σωματικά, πήγε στη βούλα και εκτέλεσε. Γιατί δεν γινόταν να αρνηθεί. Το έχασε το πέναλτι, έφυγε ψηλά άουτ, ήταν μια πολύ κακή εκτέλεση.
Πολλές φορές στη ζωή οι αποτυχίες είναι εκείνες που διαμορφώνουν χαρακτήρες, δημιουργούν μύθους και γεννούν τις μεγάλες νίκες. Ο Μπαρέζι ήταν ήδη 34 ετών, είχε εκτελέσει 28 πέναλτι στη ζωή του, είχε σκοράρει στα 22. Δεν ήταν ποτέ σπεσιαλίστας, δεν επαίρετο ότι ήταν.
«Βγήκα μπροστά πεπεισμένος και αποφασισμένος, επειδή εκείνη τη στιγμή χρειαζόταν κάποιος για να εμψυχώσει τους στρατιώτες. Άλλαξα τελευταία στιγμή την απόφαση για το πού θα σουτάρω και έχασα την ισορροπία μου, χτυπώντας άσχημα τη μπάλα. Μετά από εμένα έκαναν λάθος και ο Ντανιέλε (σ.σ. Μασάρο) και ο Ρομπέρτο (σ.σ. Μπάτζο). Ήταν ένας εφιάλτης για όλους».
Τα δάκρυα μετά την τελετή της απονομής ανεξίτηλα χαραγμένα στις μνήμες. Ο καταβεβλημένος ήρωας, ο πολεμιστής που έχει επίγνωση της ήττας. Ήταν η πρώτη φορά που απέπνεε την ιδέα του εύθραυστου, του ανθρώπινου. Λίγα λεπτά πριν, καθ’ όλη τη διάρκεια των 120 λεπτών και σε ολόκληρη την καριέρα του, ήταν ο κλειστός και άτρωτος στρατηγός, εκείνος που δεν δίνει ποτέ βάση στα εξωτερικά ερεθίσματα.
Η ευαισθησία του έγινε το σύμβολο εκείνης της ημέρας, το συναισθηματικό φορτίο που δεν μπόρεσε να αντέξει καμία ιταλική καρδιά στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού. Περηφάνια. Ένας από τους καλύτερους παίκτες όλων των εποχών, ο μοναδικός που μπόρεσε να προσαρμοστεί και να εξελιχθεί σε μια 20ετία, κατά την οποία το ποδόσφαιρο άλλαξε αμετάκλητα, τόσο πολύ ώστε ο ίδιος να αλλάξει ρόλο, γιατί ο δικός του καταργήθηκε.
Ήταν ο άξονας μιας από τις πιο επιτυχημένες και καινοτόμες ομάδες του αθλήματος, με την οποία κέρδισε 21 τίτλους, μεταξύ των οποίων έξι Πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και δύο Διηπειρωτικά. Άγγιξε τη Χρυσή Μπάλα το 1989, τερματίζοντας δεύτερος, πίσω από τον συμπαίκτη του, Μάρκο Φαν Μπάστεν, σε μια εποχή που η βράβευση αμυντικού έμοιαζε με ανέκδοτο.
Στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας ψηφίστηκε από τον κόσμο ως ο κορυφαίος παίκτης της Μίλαν του αιώνα. Ένα παιδί από το Τραβαλιάτο, ένας ταπεινός λίμπερο προτιμήθηκε σε σχέση με ιερά τέρατα, όπως ο Ριβέρα, ο Λίντχολμ, ο Νόρνταλ, ο Φαν Μπάστεν, ο Μαλντίνι. Μια επιτυχία που καταδεικνύει το μέγεθος της αναγνώρισης και της αγάπης των φιλάθλων ενός συλλόγου με τον οποίον συνδέθηκε από πολύ νεαρή ηλικία και δεν εγκατέλειψε ποτέ.
Μετά τη συνταξιοδότησή του τέθηκε επικεφαλής των ακαδημιών της ομάδας, προπόνησε τη δεύτερη ομάδα, διορίστηκε Αντιπρόεδρος, πέρασε από όλα τα πόστα. Τη Μίλαν την “πρόδωσε” μόνο για 81 ημέρες, όταν αποδέχθηκε την πρόταση της Φούλαμ το 2002 ως Διευθυντής Ποδοσφαίρου αρχικά και Διευθυντής του Προέδρου στη συνέχεια. Αντιλήφθηκε έγκαιρα το λάθος και επέστρεψε στο Μιλανέλο.
Από το 2016 κατέχει τη θέση του «brand ambassador», αυτό που στην πραγματικότητα ήταν πάντα. Η ευφυΐα και το πνεύμα του επέτασσαν να μεταφέρει τις γνώσεις και το ταλέντο του σε σημαντικότερες θέσεις, σπουδαιότερους ρόλους. Έτσι όμως η ανάμνηση από την παρουσία του στους αγωνιστικούς χώρους δεν θα έμενε ανέπαφη. Απαράμιλλος έπρεπε να παραμείνει, γιατί ξεπέρασε κάθε τι ανάλογο σε μέγεθος και μεγαλείο.
Ο τελευταίος μεγάλος ελεύθερος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
Η σιωπηλή τελειότητα του Αλεσάντρο Νέστα
Η μαγεία της μελαγχολίας του Ρομπέρτο Μπάτζο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro