Στην Θεωρητική Φυσική υπάρχει μια ιντριγκαδόρικη θεωρία γνωστή ως «κοσμική γραμμή».
Χωρίς πολλά, περίπλοκα, εξειδικευμένα και για τον αδαή νου δύσπεπτα, αυτή ορίζεται ως η διαδρομή ενός σωματιδίου στο τετρασδιάστατο χωροχρονικό συνεχές. Σωματίδια δεν λογιζόμαστε ως ανθρώπινα όντα, αλλά σε μια καθόλου υπερβολική γενίκευση της εν λόγω θεώρησης δεν είναι αδόκιμο να υποθέσουμε πως ανάλογα έχουμε στις ζωές μας, ο καθένας ξεχωριστά, μια δική του κοσμική γραμμή.
Προφανώς αδύνατον να μην συναντήσει άλλες, τέμνουσες σε αυτήν τους την διαδρομή. Προφανής η βεβαιότητα της συνύπαρξης και της κατά καιρούς παραλληλίας με άλλες. Στον κόσμο των Εφαρμοσμένων Μαθηματικών, κάτι τέτοιο είναι απλώς δεδομένο. Αποδεικνύεται. Όπως επίσης και το διάστημα της παραλληλίας, το οποίο συνήθως δεν γίνεται να είναι μακρύ. Και όχι μόνο στον κόσμο της Φυσικής ή των Μαθηματικών αλλά και ανθρώπινα.
Εξαιρέσεις εννοείται πως υπάρχουν. Σπάνιες αλλά υπάρχουν. Θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα η μαθηματική δικαιολόγηση της σπανιότητάς τους. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κοσμικές γραμμές δύο ανθρώπων που ξεκίνησαν την παράλληλη πορεία τους πριν καν τη γέννησή τους και την διατήρησαν για δεκαετίες ολάκερες, ορίζοντας την ιστορική διαδρομή του ποδοσφαίρου στην χώρα τους (και όχι μόνο).
Ευτυχώς, κάπου εδώ σταματάει η έστω ατζαμίδικη αναφορά σε Φυσική και Μαθηματικά. Αυτά πλέον περνάνε στους ειδικούς, στους επαΐοντες.
Αλλά, ακόμα και απλώς ποδοσφαιρικά καταγράφοντας διαδρομές, η κοσμική γραμμή του Φρανκ Ράικαρντ από αυτήν του Ρουντ Γκούλιτ είναι αδύνατον να διακριθεί.
Ή, ακόμα χειρότερα, είναι μάταιο. Οπότε, όπως παράλληλα κινήθηκαν οι ζωές και οι καριέρες τους, έτσι και παράλληλα θα καταγραφούν, έστω και αν η μέρα για τον πρώτο, ελέω γενεθλίων, μνημονεύεται.
Throwback to 1976. Long before we were teammates at @acmilan and @OnsOranje, me and Frank Rijkaard were just two guys having fun in Amsterdam #tbt #acmilan pic.twitter.com/HtZpy2Odlh
— Ruud Gullit (@GullitR) April 12, 2018
Οι δρόμοι
Ο Γκέραρντ Γκούλιτ και ο Χέρμαν Ράικαρντ έφτασαν στην Ολλανδία από το Σουρινάμ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Στην πατρίδα τους αμφότεροι έπαιζαν ποδόσφαιρο, αμφότεροι δηλώνοντας επιθετικοί. Ο πρεσβύτερος Γκούλιτ φορ περιοχής, ο πρεσβύτερος Ράικαρντ πιο ελεύθερος. Από την στιγμή όμως που πέρασαν τον Ατλαντικό, η κατάσταση διαφοροποιήθηκε.
Ο Χέρμαν Ράικαρντ υπέγραψε στην Μπλάου Βιτ, μια μικρή ομάδα του Άμστερνταμ, και αγωνίστηκε με τη φανέλα της για πέντε χρόνια, προτού συνεχίσει σε ένα ανάλογου διαμετρήματος club, την Στόρμβογκελς. Καμιά τους δεν μπορούσε να μακροημερεύσει ανεξάρτητη και οι δύο συγχωνεύτηκαν με μεγαλύτερους συλλόγους, εξέλιξη που δεν επέτρεψε στον πατέρα Ράικαρντ να επιδιώξει επαγγελματική ποδοσφαιρική καριέρα.
Έχοντας εργαστεί σε μια ανταλλακτική εταιρεία στο Σουρινάμ, είχε τουλάχιστον το υπόβαθρο να κυνηγήσει πιο σταθερό μεροκάματο και τελικά να το εξασφαλίσει βρίσκοντας θέση στις ολλανδικές Κοινωνικές Υπηρεσίες.
Ο Γκέραρντ Γκούλιτ ήταν πιο ενσυνείδητος ως προς την επαγγελματική του κατεύθυνση, χωρίς αυτή να περιλαμβάνει το ποδόσφαιρο. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Άμστελβιν, σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες και τελικά κατέληξε να τις διδάσκει στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Και οι δύο παντρεύτηκαν λευκές Ολλανδέζες, με τους διάσημους κανακάρηδές τους να γεννιούνται με διαφορά λίγων εβδομάδων τον Σεπτέμβριο του 1962. Πρωτομηνιά ο Ρουντ Γκούλιτ (ο οποίος έφερε μέχρι το ξεκίνημα της εφηβείας του το επίθετο της μητέρας του, Ντιλ, εξαιτίας κάποιων παρατυπιών στα πιστοποιητικά τέλεσης του γάμου των γονιών του), τελευταία μέρα του μήνα ο Φρανκ Ράικαρντ.
Οι πατεράδες τους ήταν από τους πρώτους Σουριναμέζους που έφτασαν στην Ολλανδία. Το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα από την πάλαι ποτέ ολλανδική αποικία ακολούθησε στη δεκαετία του ’70. Έτσι, οι μικροί Ράικαρντ και Γκούλιτ μεγάλωσαν σε πολύ ξεχωριστό για τους ίδιους περιβάλλον και φυσικά με απόλυτα διακριτά χαρακτηριστικά. Δύσκολα έβρισκαν άλλα μαύρα παιδιά στο σχολείο τους, ακόμα δυσκολότερα στις ομάδες που ξεκίνησαν να παίζουν ποδόσφαιρο.
Ο Γκούλιτ ξεκίνησε στη ΜεερΜπόις, μια ομάδα γειτονιάς που προπονούταν κοντά στο παλιό γήπεδο του Άγιαξ, το De Meer. Η μετακόμιση όμως της οικογένειάς του στα δυτικά του Άμστερνταμ τον πήγε στην DWS. Και εκεί έπεισε τον Φρανκ Ράικαρντ (είχε ξεκινήσει στα επτά του στην Μπάουτβελντερ, προτού ο πατέρας του τον πάει στην δική του παλιά ομάδα, την Μπλάου Βιτ) να τον συντροφεύσει.
Απολύτως φυσιολογικά ξεχώριζαν, αν και αρκετές φορές οι εξωτερικοί παρατηρητές δυσκολευόντουσαν να διακρίνουν ποιος είναι ποιος. Έγιναν αχώριστοι. Και έγιναν και οι μακράν καλύτεροι της ομάδας τους, ώσπου στα μέσα της εφηβείας τους δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιοι είναι οι ψηλότεροι, οι δυνατότεροι και οι καλύτεροι τεχνίτες.
Ο Γκούλιτ ήταν αμυντικός. Συμβατικά όμως. Ήταν από τότε εξαιρετικός αθλητής και σε συνδυασμό με την τεχνική του υπεροχή δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάρει την μπάλα από την άμυνα και να κατευθύνει από εκεί το παιχνίδι, είτε μοιράζοντάς την είτε με δαύτην κάνοντας μέτρα, προσπερνώντας όποιον έβρισκε στον διάβα του.
Ο Ράικαρντ ήταν κάπως διαφορετικός. Δεν ξεχώριζε όσο ο επιβλητικός τρόπος με τον οποίο κινούνταν στο γήπεδο ο Γκούλιτ, αλλά αδιαμφισβήτητα ήταν αρτιότερος στην τεχνική του κατάρτιση, πιο “γυαλισμένος”, περισσότερο (ήδη) κατεργασμένος και σαφώς πιο ώριμος, ήμερος, μετρημένος και σταθερός στις κινήσεις του.
Μαζί πήγαν στις ακαδημίες της πόλης του Άμστερνταμ (κάτι σαν τις δικές μας μεικτές στις μικρές ηλικίες), μαζί ξεκίνησαν στις φυτωριακές Εθνικές ομάδες της Ολλανδίας. Νομοτελειακά στον Άγιαξ δεν θα αργούσαν να αντιληφθούν τι συμβαίνει κάτω από τη μύτη τους.
Το καθήκον αρχικά του scouting και (πολύ γρήγορα μετά από αυτό) του recruiting ανατέθηκε στον Ρομπ Μπιν. Μέχρι τα τσικό του «Αίαντα» είχε φτάσει, περιστασιακά όμως και σε καθεστώς part time (ως πωλητής ατσαλιού εργαζόνταν) βοηθούσε στην ανεύρεση και “στρατολόγηση” ταλέντων.
Υπό άκρα μυστικότητα, καθώς δεν ήθελε να “ξυπνήσει” άλλους ενδιαφερομένους, ο Μπιν πηγαίνει πρώτα στον Γκούλιτ. Ο τότε όμως προπονητής της Χάαρλεμ, Μπάρι Χιουζ, τον προλαβαίνει, περιμένοντας όλη τη μέρα στην πόρτα του σπιτιού της οικογένειας Γκούλιτ, προκειμένου έτσι να καταφέρει να εξασφαλίσει την υπογραφή του.
Μόλις το πληροφορήθηκε ο Μπιν, αμέσως κατευθύνθηκε για το σπίτι των Ράικαρντ, γνωρίζοντας πως αυτή τη φορά έπρεπε να προλάβει. Τον υποδέχτηκε η μητέρα του Φρανκ, Νέελ, και μαζί περίμεναν τον 16χρονο κανακάρη της να επιστρέψει από το σχολείο.
Η ευκαιρία που ζητούσε ο Μπιν τού δόθηκε, πείθοντας τη Νέελ, η οποία ανησυχούσε για τις μαθητικές επιδόσεις του Φρανκ, κατηγορώντας τον χρόνο που αφιέρωνε στο ποδόσφαιρο, πως στον Άγιαξ η σημασία που αποδιδόταν στην σχολική εκπαίδευση ήταν ανάλογη της ποδοσφαιρικής.
Έχοντας λοιπόν τη μητέρα σύμμαχο και αποσπώντας τελικά και τη συναίνεση του Φρανκ, ο Μπιν ξεπερνάει τις πατρικές αντιρρήσεις αλλά και την προσπάθεια του Γκούλιτ (κατόπιν υπόδειξης και σύστασης του νέου του προπονητή) να τον πάρει μαζί του στην Χάαρλεμ και έτσι ολοκληρώνει την αποστολή του με 50% επιτυχία, αφού ο Φρανκ Ράικαρντ κράτησε τον λόγο που του είχε δώσει υπογράφοντας στον Άγιαξ.
Το ξεκίνημα
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκινάει και η μετάβασή τους από την απόλυτη κυριαρχία στα τμήματα νέων στην προσαρμογή στις συνθήκες του επαγγελματισμού. Ο Γκούλιτ παίζει αμέσως βασικός στην “μικρούλα” Χάαρλεμ. Και ξεχωρίζει. Είτε αρχικά ως κεντρικός αμυντικός είτε συνεχίζοντας ως επιθετικός. Και ως τέτοιος τα “σπάει”, με την δύναμη, την αθλητικότητα και την εκρηκτικότητά του.
Η εξέλιξη του Ράικαρντ πιο αργή. Λογικό. Διαφορετικό το επίπεδο απαιτήσεων και προσδοκιών στον Άγιαξ. Ο τότε τεχνικός του «Αίαντα», ο Λίο Μπενάκερ, τον πιστεύει και σταδιακά τον ρίχνει στα βαθιά, χρησιμοποιώντας τον ως κεντρικό αμυντικό.
Η οξυδέρκειά του στο να “διαβάζει” το παιχνίδι σε συνδυασμό με την ταχύτητά του του επιτρέπουν αφενός να καλύψει το όποιο (ειδικά στο ξεκίνημα) σωματομετρικό χάντικαπ με τους αντιπάλους του (για έφηβο μιλάμε άλλωστε…) και αφετέρου να ξεχωρίσει, παίζοντας στο πλευρό του Γιόχαν Κρόιφ στο τελευταίο πέρασμά του από τον Άγιαξ (και έτσι ξεκινώντας τη δική τους, πολυεπίπεδη μέσα στα χρόνια, σχέση).
Και η ουσιαστικά ταύτιση της πορείας των κοσμικών τους γραμμών συνεχιζόταν. Ταυτόχρονη η κλήση τους στους «Οράνιε», στο ίδιο παιχνίδι το ντεμπούτο τους. Σε ένα φιλικό κόντρα στην Ελβετία το 1981. Ο Ράικαρντ βασικός παίζοντας στο κέντρο και ο Γκούλιτ τον αντικατέστησε στο ημίχρονο παίζοντας πάνω-κάτω στον ίδιο ρόλο. Ο Ελβετός τηλεσχολιαστής δεν αντιλήφθηκε καν την αλλαγή, εξακολουθώντας να λέει σε όλο το δεύτερο ημίχρονο τον νεοεισελθόντα Γκούλιτ «Ράικαρντ».
Έναν χρόνο αργότερα, η Χάαρλεμ είναι πλέον πολύ μικρή λίμνη για να χωρέσει τη θάλασσα του τάλαντου του Γκούλιτ. Η Άρσεναλ δεν συγκινείται, ο τότε μάνατζέρ της, ο Τέρι Νιλ, χαρακτηρίζει υπερβολικές τις αξιώσεις της Χάαρλεμ για ένα «ατίθασο παιδί», ο Άγιαξ επιλέγει επίσης να μείνει αμέτοχος αφήνοντας έτσι χώρο στην Φέγενορντ, η οποία και τον αγοράζει.
Και έτσι, πέραν της αγάπης για την ομάδα που ακόμα και σήμερα δηλώνει οπαδός της, του προσφέρεται επίσης η ευκαιρία να αγωνιστεί και αυτός (στη δεύτερη σεζόν του στο Ρότερνταμ) έχοντας συμπαίκτη τον Γιόχαν Κρόιφ στα ποδοσφαιρικά ύστατα χρόνια του (έστω και, για να χωρέσουν όλοι, σε ρόλο αδόκιμο για τον ίδιο τον Γκούλιτ και ποτέ ξανά υιοθετημένο στην καριέρα του, αυτόν του δεξιού εξτρέμ).
Το σημείο καμπής του Ράικαρντ ήταν πολύ διαφορετικό. Παρότι κερδίζει τα πρώτα δύο Πρωταθλήματα Ολλανδίας (’82, ’83), δεν εξελίσσεται ανάλογα… θορυβωδώς ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο με τον οποίον έδειχνε πως θα μπορούσε. Συγκροτημένος, πάντα ήρεμος στο γήπεδο, αλλά με υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του και συνεπώς επιρρεπής στο λάθος. Όχι συχνό αλλά, στην ομάδα όπου έπαιζε και στη θέση όπου αγωνιζόταν, πάντα εμφανές, τονισμένο και υπογραμμισμένο. Τόσο ώστε αμφισβητούταν αν είχε ό,τι και όσα απαιτούνταν για να ανήκει σε ομάδα πρωταθλητισμού.
Αυτό που άλλαξε την τροχιά του ήταν ένα θρυλικό πλέον (για το πόσο άστοχο αποδείχτηκε τελικά) δημόσιο ξεφωνητό από τον Άαντ Ντε Μος, προπονητή του Άγιαξ εκείνη την εποχή, με μια ατάκα ορόσημο: «Δεν γίνεται να κερδίσεις τον πόλεμο με παιδιά». Τα παιδιά ήταν ο Γκέραλντ Βάνενμπεργκ και ο Φρανκ Ράικαρντ…
Ο Ντε Μος φεύγει πριν το τέλος της σεζόν 1984-85, αλλά η ατάκα του (τότε τουλάχιστον) στοιχειώνει. Ο Άγιαξ προσφέρει τον Ράικαρντ μέχρι και στην Γκρόνινγκεν, η οποία όμως αρνείται. Το καλοκαίρι τα πάντα αλλάζουν (χωρίς πάντως ποτέ από το μυαλό του Ράικαρντ να φύγει η συγκεκριμένη, έστω και παροδική, στάση του club), αφού στο Άμστερνταμ επιστρέφει, ως προπονητής πλέον, ο Γιόχαν Κρόιφ.
#Klassieker, 1️⃣9️⃣8️⃣5️⃣!
🎯 Frank Rijkaard! 😍#ajafey pic.twitter.com/2QK6aAPv1g— AFC Ajax (@AFCAjax) October 27, 2018
Στο 3-3-1-3 όπου θέλει να διατάξει την ομάδα του, ο Κρόιφ βρίσκει στον Ράικαρντ τον ιδανικό “σύρτη” που συνδέει την τριάδα των κεντρικών αμυντικών με το υπόλοιπο γήπεδο και έτσι του δίνει ρόλο, θέση και αρμοδιότητες τουλάχιστον μια δεκαετία μπροστά από την καθιέρωσή τους ως κυρίαρχα ζητούμενα στο άθλημα και με τον ίδιο να ανταποκρίνεται με τρόπο ώστε ξεπέρασε κατά πολύ την εποχή του (και πιθανώς να έχει ελάχιστα ταίρια ως και σήμερα).
Για τον Γκούλιτ εκείνο το καλοκαίρι του ’85 ήταν επίσης κομβικό, αφού η PSV, βλέποντας τον Άγιαξ να κατακτά το Πρωτάθλημα, αναζητούσε το αντίβαρο στο εντυπωσιακό ξεπέταγμα του Μάρκο Φαν Μπάστεν. Πληρώνει λοιπόν 1.2 εκατ. γκίλντερς (περίπου 600.000 ευρώ…) στην Φέγενορντ και τον φέρνει στο Αϊντχόβεν, εξαργυρώνοντας την (ως τότε ανεπανάληπτη στο ολλανδικό ποδόσφαιρο) επένδυσή της με δύο διαδοχικές κατακτήσεις της Eredivisie.
Δύο χρόνια μόλις μετά το ξέσπασμα-εφαλτήριο του Ντε Μος, το 1987, ο Ράικαρντ αναδεικνύεται κορυφαίος ποδοσφαιριστής του Ολλανδικού Πρωταθλήματος, ενώ την ίδια χρονιά στον Γκούλιτ δίνεται το βραβείο «Jaap Eden» για τον καλύτερο αθλητή της χώρας, βραβείο που συνήθως δινόταν σε ποδηλάτες, πατινέρ, αλλά σε ποδοσφαιριστή είχε δοθεί ως τότε μία μόνο φορά, στον Κρόιφ.
Και έπεται ακόμα ένα καταλυτικό καλοκαίρι. Σε αυτό λοιπόν του ’87 φτάνουν με μια αδιανόητη (τουλάχιστον για τρέχοντα μέτρα και σταθμά) μεταγραφική ιστορία. Πρωταγωνιστές ποιοι άλλοι, οι δυο τους. Ο Ράικαρντ, έχοντας ακόμη πικρία για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίστηκε από τον Άγιαξ, συμφωνεί, κατόπιν φυσικά της παραίνεσης του Γκούλιτ που είχε αναλάβει ρόλο μεσολαβητή, να υπογράψει στην PSV. Από την άνοιξη κιόλας του 1986. Λαμβάνει μάλιστα και πριμ υπογραφής. Περίπου 15.000 ευρώ και ένα… στερεοφωνικό σετ.
Έναν χρόνο όμως αργότερα, τον Φεβρουάριο του ’87, και ενώ το καλοκαίρι θα ολοκληρωνόταν το συμβόλαιό του με τον Άγιαξ και βάσει της συμφωνίας που είχε κάνει (μυστική ακόμη τότε) θα μετακόμιζε στο Αϊντχόφεν, αντιλαμβανόμενος την… ευεργεσία στο στάτους από την τακτική προσέγγιση του Κρόιφ, υπογράφει και επέκταση συμβολαίου στον Άγιαξ.
Μοιραία η διπλή υπογραφή γνωστοποιείται, ωστόσο αποφεύγει την τιμωρία, αφού οι δύο ομάδες συνεννοούνται, καμία δεν καταφεύγει εναντίον της άλλης αλλά ούτε και κατά του ποδοσφαιριστή (τότε δεν υπήρχε νόμος «Μποσμάν»…), φτάνοντας σε μια «συμφωνία κυρίων», όπως αποκλήθηκε από τα ολλανδικά media.
Προέβλεπε την καταβολή 1.5 εκατ. ευρώ από τον Άγιαξ στην PSV, η οποία βάσει και συμφωνημένων μπόνους θα εισέπραττε σε βάθος (όχι πολύ) χρόνου 1 εκατ. επιπλέον, κάνοντας έτσι την επικερδέστερη πώληση της ιστορίας της για ποδοσφαιριστή που ποτέ δεν φόρεσε τη φανέλα της.
Εννοείται πως σημαντικότατο ρόλο στην εν λόγω εξέλιξη έπαιξε ο Γκούλιτ. Το καλοκαίρι του ’86 η PSV παίζει φιλικό με τη Μίλαν. Μετά το τέλος του παιχνιδιού, ο Τεχνικός Διευθυντής των «Ροσονέρι», Αριέντο Μπράιντα, κυνηγάει τον Ολλανδό στα αποδυτήρια και του ζητάει να υπογράψει στους Μιλανέζους στο τέλος της επόμενης σεζόν.
Ο Γκούλιτ συμφωνεί (και ενώ μήνες νωρίτερα είχε πείσει τον Ράικαρντ να έρθει στην PSV) και έτσι η τελευταία του σεζόν στο Αϊντχόφεν αναλώνεται με διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο ομάδων για το ποσό της μεταγραφής, η οποία και τελικά απέφερε στον Ολλανδικό σύλλογο άλλα 7.5 εκατ. ευρώ και αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ μεταγραφικής δαπάνης.
Δεν είχε όμως τελειώσει εκείνο το καλοκαίρι. Λίγο μετά το ξεκίνημα της σεζόν (1987-88), ο Ράικαρντ τσακώνεται με τον Κρόιφ σε μια προπόνηση. Φεύγει έξαλλος από το γήπεδο, δηλώνοντας πως δεν πρόκειται να ξαναπαίξει στον Άγιαξ, όσο ο Κρόιφ είναι προπονητής του. Η επιμονή του, η αδιαλλαξία του υποχρεώνει τον «Αίαντα» να τον πουλήσει στην Σπόρτινγκ (έναντι 2.3 εκατ. ευρώ), η οποία όμως δεν προλαβαίνει να τον δηλώσει έγκαιρα στη λίστα του Πορτογαλικού Πρωταθλήματος και έτσι αναγκάζεται να τον παραχωρήσει δανεικό στη Σαραγόσα.
1988
Δίνοντας ένα κάποιο credit στον Ντε Μος, η ατάκα του έμοιαζε να έχει πρακτικό αντίκρισμα στην πορεία της Εθνικής Ολλανδίας. Στηριζόμενοι σε αρκετούς νεαρούς, ταλαντούχους μεν αλλά αφελείς τακτικά και σε επίπεδο προσέγγισης ώστε να επανδρώσουν ένα ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό σύνολο, οι «Οράνιε» δεν πήγαν σε διαδοχικά τελικά Παγκοσμίων Κυπέλλων το 1982 και το 1986 αλλά ούτε και στο Euro του 1984.
Πώς λοιπόν μπορούσαν να θεωρηθούν φαβορί ή έστω μεταξύ των υπολογίσιμων για την κατάκτηση του τροπαίου στην επιστροφή τους στο διεθνές παλκοσένικο στο Euro 1988; Η αλήθεια όμως είναι πως πλέον δεν βασίζονταν σε αφελείς και πρωτόλειους ολλανδόπαιδες.
Η PSV υπό την καθοδήγηση του Γκους Χίντινκ είχε μόλις αναγορευτεί σε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, ο Άγιαξ προερχόταν από δύο διαδοχικές συμμετοχές (και μια κατάκτηση) σε Τελικούς Κυπέλλου Κυπελλούχων, ο Γκούλιτ με τον Φαν Μπάστεν από το παρθενικό τους σκουντέτο στη Μίλαν, με τον πρώτο μάλιστα να έχει πάρει σπίτι του και την «Χρυσή Μπάλα», ενώ στον ολλανδικό πάγκο βρισκόταν ο θρυλικός Ρίνους Μίχελς.
Για τον Γκούλιτ ήταν το καλοκαίρι, ήταν το τουρνουά όπου από ένας (πολύ) καλός ποδοσφαιριστής μεταλλάχθηκε σε πολιτιστικό φαινόμενο, σε κοινωνικό είδωλο. «Εin Reich, Ein Volk, Ein Gullit». «Μια αυτοκρατορία, Ένας λαός, Ένας Γκούλιτ», το ενδεικτικό της… μετάβασης, σύνθημα των «Πορτοκαλί» στις εξέδρες των γερμανικών γηπέδων.
Για τον Ράικαρντ ήταν μια άλλη μετάβαση. Και δικής του άμεσα αλλά και της… ατάκας του Ντε Μος έμμεσα στην σφαίρα του μύθου για την τόσο βραχύβια διάψευσή της. Στο πλευρό του Ρόναλντ Κούμαν στην άμυνα των Ολλανδών ξεχωρίζει. Είναι αυτός που καλύπτει τα μέτρα που προσφέρει το βάθος που παίρνει ο ξανθός παρτενέρ του, είναι αυτός που καλύπτει (όταν και εφόσον χρειάζεται) τον χώρο ευθύνης του με τη μεσαία γραμμή, εν τέλει είναι αυτός που “κουμπώνει” ιδανικά στο πορτοκαλί παζλ στον εκκωφαντικό (όσο εξελισσόταν η διοργάνωση) δρόμο τους για την κατάκτηση του παρθενικού και μόνου τροπαίου της ιστορίας τους.
30 years to the day that this picture was taken and we became European Champions! It seems like yesterday. Do you still remember where you were that day? pic.twitter.com/6swNxt5eYP
— Ruud Gullit (@GullitR) June 25, 2018
Οι δυο τους ήταν οι μόνοι μαύροι των νοκ άουτ της διοργάνωσης, κάτι που στοχοποιήθηκε πολύ από την εξέδρα, με συχνές τις εναντίον τους ρατσιστικές εκδηλώσεις, χωρίς όμως να τύχουν της ανάλογης αντιμετώπισης, αφού η σχετική ευαισθησία που υπάρχει πλέον (και η κάλυψη οποιασδήποτε σχετικής συμπεριφοράς) τότε απουσίαζε.
Ακόμα πάντως και ως Πρωταθλητής Ευρώπης, ακόμα και επιδεικνύοντας την ανωτερότητά του κόντρα σε επιθετικούς όπως ο Προτάσοβ και ο Λίνεκερ, πάλι χρειαζόταν η παρέμβαση του Γκούλιτ για να πειστούν τόσο ο προπονητής της Μίλαν, Αρίγκο Σάκι, όσο και ο ιδιοκτήτης των «Ροσονέρι», Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ώστε να αγοράσουν τον Ράικαρντ.
Η φήμη του αφερέγγυου – που εν πολλοίς είχε δημιουργηθεί εξαιτίας και του Γκούλιτ – στοίχειωνε την αγωνιστική δυναμική του Ράικαρντ, ωστόσο δεν στάθηκε τελικά ικανή να αποτρέψει την δημιουργία της ίσως πλέον εμβληματικής τριάδας στην ιστορία της Μίλαν.
Της Ολλανδικής τριάδας των Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ και Ράικαρντ. Ο Ράικαρντ ήταν ακριβώς ο κρίκος που έλειπε από το κομψοτέχνημα του Σάκι. Αρχικά τον χρησιμοποίησε ως στόπερ, γρήγορα όμως αντιλήφθηκε πως η προώθησή του στο κέντρο θα ήταν επωφελέστερη. Όπως και έγινε.
Ένας box to box μέσος, πριν καν αντιληφθεί η ποδοσφαιρική κοινότητα την έννοια και την πρακτικότητα στο γήπεδο του ορισμού, συνέδεε με την επιβλητική και πληθωρική παρουσία του και πάντα με ανάλογη αποτελεσματικότητα είτε την άμυνα είτε την επίθεση.
Δεκαεπτά γκολ είχε πετύχει η Στεάουα στον δρόμο για τον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1989. Ενδεικτικά, δεν έκανε ούτε φάση κόντρα στους «Ροσονέρι», οι οποίοι με το εμφατικό 4-0 πανηγύρισαν την πρώτη από τις δύο διαδοχικές κατακτήσεις του τροπαίου, η δεύτερη με σλάλομ και γκολ του Ράικαρντ που έκρινε τον Τελικό κόντρα στην Μπενφίκα (1-0).
😎 Frank #Rijkaard in #UCLfinal 1990 vs. #SLBenfica. ⚽#HBD | @acmilan | @acmilanbr | @acmilanar pic.twitter.com/JCTrW1tG9U
— UEFA.com DE (@UEFAcom_de) September 30, 2020
’90s, μέρος πρώτο
Το ξεκίνημα της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα αλλά και της δικής τους στην καριέρα τους δεν ήταν θετικό. Η Εθνική Ολλανδίας εμφανίζει πλέον τις χαρακτηριστικές της διαχρονικά παθογένειες, με διαμάχες πριν και κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990.
Αρχικά οδήγησαν σε αλλαγές προπονητών, συνεχίστηκαν με δημόσια αμφισβήτηση της υγείας του Γκούλιτ και κατά πόσον εξαιτίας αυτής θα έπρεπε να είναι αρχηγός και ακόμα-ακόμα να ξεκινάει στο αρχικό σχήμα και κατέληξαν με τον (ακόμα και έτσι) πρώιμο αποκλεισμό της Πρωταθλήτριας Ευρώπης στους «16» από την μετέπειτα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γερμανία.
Αλησμόνητο για τον Ράικαρντ και την εικόνα του στην ιστορία του ποδοσφαίρου το περιστατικό με τον Ρούντι Φέλερ. Η υπενθύμισή του αξίζει.
Ο Ράικαρντ παίρνει κίτρινη κάρτα για μια προβολή του στον Φέλερ και, πηγαίνοντας να πάρει την θέση του στο ολλανδικό τείχος, φτύνει για πρώτη φορά τον Γερμανό, ο οποίος διαμαρτύρεται στον Αργεντινό διαιτητή, Χουάν Κάρλος Λούστο, αλλά αντί οποιουδήποτε οφέλους δέχεται επίσης κίτρινη κάρτα.
Από την εκτέλεση του φάουλ, ο Φέλερ δέχεται την μπάλα, χρησιμοποιεί το χέρι του και πέφτει φαρδύς πλατύς στο χορτάρι. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι το έκανε για να αποφύγει σύγκρουση με τον Ολλανδό τερματοφύλακα, Χανς Φαν Μπρόικελεν. Οι Ολλανδοί όμως το είδαν διαφορετικά και, θεωρώντας πως προσπάθησε να εκμαιεύσει πέναλτι, του την “πέφτουν” με τον Ράικαρντ πρώτο απ’ όλους, ο οποίος τσιμπάει το αφτί του Φέλερ και του πατάει το πόδι.
A REMINDER:#OnThisDay 1990
The infamous spitting incident. Frank Rijkaard spits on Rudi Voller twice. Both players are sent off 🔴🔴West Germany progress 2-1…pic.twitter.com/4QSadAbL9t
— Football Remind (@FootballRemind) June 24, 2020
Πράξη που δεν μένει ατιμώρητη, με τον Λούστο όμως να αποβάλει και τους δύο. Έχοντας δεχτεί πιο φυσιολογικά την τιμωρία του, ο Ράικαρντ τρέχει προς τα αποδυτήρια και, βρίσκοντας στον Φέλερ στον δρόμο του, τον φτύνει ξανά, με την κάμερα να συλλαμβάνει όλο το σκηνικό.
Σκηνικό τελείως κόντρα στην διαδρομή χρόνων του Ράικαρντ που σπάνια έδειχνε την οποιαδήποτε αντίδραση στο γήπεδο. Σκηνικό που τον χαρακτήρισε «λάμα» (το νοτιομερικάνικο καμηλοειδές, ξακουστό για τις… εκκρίσεις του) από τα γερμανικά media, τα οποία δεν έδωσαν ανάλογη βαρύτητα στη «συγγνώμη» του Ολλανδού (που έγινε δεκτή από τον Φέλερ), και σκηνικό που κυρίως προσωποποίησε την συνολική εικόνα και αποτυχία των Ολλανδών στην διοργάνωση.
Σταδιακά, από εκείνο το τουρνουά και έπειτα, επηρεάστηκε και η σχέση Γκούλιτ και Ράικαρντ. Παρέμειναν συμπαίκτες στη Μίλαν, έπαιξαν ακόμα σε έναν Τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών, χωρίς όμως να τον κερδίσουν, κόντρα στη Μαρσέιγ το 1993 και αποφάσισαν, μαζί, το ίδιο καλοκαίρι να φύγουν από το Μιλάνο, με τον Γκούλιτ παρά τα… παρακάλια να αρνείται τελικά την επιστροφή του στην Εθνική ομάδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και τον Ράικαρντ να αποσύρεται μετά το τέλος (και έναν νέο αποκλεισμό, στα προημιτελικά αυτή τη φορά, πάλι όμως από την μετέπειτα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, την Βραζιλία).
’90s, μέρος δεύτερο
Πλέον οι κοσμικές τους γραμμές έμοιαζαν, επιτέλους, να έχουν χωριστεί. Ο Γκούλιτ παρέμεινε στην Ιταλία και τη Σαμπντόρια, ο Ράικαρντ αποφάσισε να επιστρέψει στις ρίζες και τον Άγιαξ για να προσφέρει την απαιτούμενη εμπειρία στο γήπεδο μιας νέας εξαιρετικής φουρνιάς που παρουσίαζε ο «Αίαντας», έχοντας στον πάγκο του τον νεαρό και φιλόδοξο Λουίς Φαν Χάαλ.
Το σύστημα που εφάρμοζε ανάλογο του Κρόιφ στα μέσα της δεκαετίας του ’80, με τον ρόλο του όμως αυτή τη φορά στην παραλλαγή του 3-3-1-3 να μην είναι ο “σύρτης” μεταξύ άμυνας και επίθεσης αλλά αυτός που θα καθοδηγούσε την άμυνα. Ο αγωνιστικός του επίλογος γράφτηκε παραμυθένια, με δύο ακόμα κατακτήσεις Ολλανδικών Πρωταθλημάτων και μια ακόμα Champions League, στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του, κόντρα μάλιστα στη Μίλαν (1995).
Λίγες μόλις εβδομάδες αργότερα, ο Γκούλιτ όχι μόνο δεν τα παρατούσε αλλά προχωρούσε μια κίνηση… statement, μετακομίζοντας στην Τσέλσι. Τσέλσι που δεν είχε καμία σχέση με την Αμπράμοβιτς εποχή, σε μια Premier League που δεν είχε επίσης καμία σχέση με το μακράν του δεύτερου ανταγωνιστικότερο, πλουσιότερο, εμπορικότερο Πρωτάθλημα του πλανήτη των ημερών μας.
Ο Γκούλιτ όμως στα 33 του αποφασίζει τη δική του επιστροφή στις ρίζες. Αγωνιστική αυτή τη φορά, αφού ο τότε παίκτης-προπονητής των «Μπλε», Γκλεν Χοντλ, του τάζει ρόλο λίμπερο, σαν δηλαδή και αυτόν που είχε στις ομάδες της γειτονιάς στο Άμστερνταμ, στα ξεκινήματα της εφηβείας του.
Και η αλήθεια είναι πως, έστω και με επιβαρυμένο κορμί και τελείως διαφορετικά (εξαιτίας αυτής της επιβάρυνσης) χαρακτηριστικά αλλά και δυνατότητες στο γήπεδο, ο Γκούλιτ επαναπροσδιόρισε τον ρόλο του λίμπερο στο Νησί, βάζοντας σε αυτόν πολλά περισσότερα από το αγγλικό kick’n’run.
Με το που αποχώρησε ο Χοντλ, ο Γκούλιτ ανέλαβε αυτός παίκτης-προπονητής και πρακτικά στην πρώτη του σεζόν οδήγησε την Τσέλσι στην κατάκτηση του Κυπέλλου (1997), το πρώτο τρόπαιο των «Μπλε» για πάνω από τρεις δεκαετίες, όντας ο ίδιος ο πρώτος μαύρος προπονητής που κατακτά Πρωτάθλημα ή Κύπελλο στην Αγγλία.
On this day in 1997, the Blues beat Middlesbrough 2-0 at Wembley to lift our second FA Cup! Robbie Di Matteo (1') and Eddie Newton (83') with the goals! 🏆🙌 pic.twitter.com/6rP80DBT8W
— Chelsea FC (@ChelseaFC) May 17, 2020
Την ίδια στιγμή, ο Ράικαρντ ήταν στο επιτελείο του Γκους Χίντινκ στην Εθνική Ολλανδίας. Μέρος της εκπαίδευσης που προσφέρει η εγχώρια Ομοσπονδία σε όποιον πρώην ποδοσφαιριστή θέλει να ακολουθήσει την προπονητική. Αυτό που δεν προσφέρει αφειδώς σε όλους είναι ευκαιρίες. Και ο Ράικαρντ την δική του την πήρε χωρίς περαιτέρω συστάσεις, χωρίς ανταγωνισμό μα και χωρίς εμπειρία, όταν αναγορεύτηκε το 1998 εκλέκτορας.
Στόχος να μάθει ο ίδιος, αλλά και να προετοιμάσει μια ομάδα για να γίνει Πρωταθλήτρια στο Euro 2000 που συνδιοργάνωσε με το Βέλγιο η Ολλανδία. Δύσκολη η μαθησιακή, η εκπαιδευτική διαδικασία. Για δύο χρόνια οι «Οράνιε» έδιναν μόνο φιλικά και για 16 μήνες δεν είχαν κερδίσει κανένα, καθιστώντας τον Ράικαρντ τον λιγότερο επιτυχημένο εκλέκτορα από το 1951.
Ενδεικτικό των αντιδράσεων που προκάλεσε στην πορεία (κανείς στην Ολλανδία δεν απολαμβάνει ασυλίας, όποιος και αν είναι…) πως μέχρι και ο τότε Πρόεδρος του (Ακροαριστερού στην πραγματικότητα) Σοσιαλιστικού Κόμματος της χώρας ζήτησε δημοσίως την αποπομπή του. Στηρίχτηκε, στο Euro εμφάνισε μια ομάδα που πραγματικά έπαιξε ωραίο και επιθετικό ποδόσφαιρο, ο αποκλεισμός όμως στα ημιτελικά στα πέναλτι από την Ιταλία οδήγησε στην άμεση παραίτησή του.
Δέκα μήνες νωρίτερα, η πρώτη αποκλειστικά προπονητική απόπειρα του Γκούλιτ στον πάγκο της Νιουκάστλ είχε ολοκληρωθεί πέντε μόλις αγωνιστικές μετά την έναρξη της δεύτερης σεζόν του στον πάγκο του «St James’s Park».
Rijkaard also led @OnsOranje to the semi-finals at EURO 2000. pic.twitter.com/1GrYl0ciCn
— UEFA EURO 2024 (@EURO2024) September 30, 2016
Επίλογος
Και οι δυο τους επιλέγουν να μείνουν μακριά από τους πάγκους. Για τον Ράικαρντ ο σαββατικός του κρατάει μόνο έναν χρόνο, αφού αναλαμβάνει τα ηνία της αρχαιότερης ποδοσφαιρικής ομάδας της Ολλανδίας, της Σπάρτα Ρότερνταμ. Η αποτυχία του παταγώδης, αφού για πρώτη φορά στην ιστορία της η Σπάρτα υποβιβάζεται (2002). Αλάτι στην πληγή ότι προσφέρεται να μείνει στον πάγκο της και στην δεύτερη κατηγορία, αποδεχόμενος μάλιστα μείωση 50%, ωστόσο η διοίκηση της Σπάρτα δεν δέχεται ούτε καν αυτό.
Κι όμως. Μετά από μια ακόμα ετήσια αποχή συμβαίνει το καθολικά απροσδόκητο. Κατόπιν υπόδειξης του Γιόχαν Κρόιφ, ο Ζοάν Λαπόρτα κερδίζει στις εκλογές για τον προεδρικό θώκο της Μπαρτσελόνα και τζογάρει αναθέτοντας τα ηνία των Καταλανών στον 41χρονο, παντελώς άπειρο σε τέτοιο επίπεδο, Φρανκ Ράικαρντ.
Ως τον Δεκέμβριο της πρώτης του σεζόν στον πάγκο τα προγνωστικά μοιάζουν να επιβεβαιώνονται. Η Μπαρτσελόνα βολοδέρνει στην 12η θέση της La Liga, με τον Τύπο και την εξέδρα να ζητάνε την άμεση απομάκρυνση του Ράικαρντ. Παραδόξως στηρίζεται. Και το κυριότερο, στηρίζεται στα αποδυτήρια. Με τη συνδρομή των οποίων καταφέρνει να γυρίσει το κλίμα και επικοινωνιακά και αγωνιστικά.
Επικοινωνιακά, αφού πρώτα μάζεψε όλους τους παίκτες του και τους εξήγησε πως (ουσιαστικά) θα έβαλλε εναντίον τους δημοσίως, ώστε να προκαλέσει περαιτέρω αντίδραση και συσπείρωση. Με συνεχείς δηλώσεις και τοποθετήσεις του έκτοτε αλλά και σχετικές διαρροές από το club (πάντα κατόπιν συνεννόησης και εν γνώση των ποδοσφαιριστών), το προκάλεσε.
Και λειτούργησε, αφού αγωνιστικά η Μπαρτσελόνα ρόλαρε, συγκεντρώνοντας στον δεύτερο γύρο 18 περισσότερους βαθμούς από την Ρεάλ. Δεν έφταναν για να της χαρίσουν τον τίτλο (2004), έφταναν όμως για να δείξουν τι ακολουθούσε, έχοντας ήδη βγάλει και στην πασαρέλα τον έφηβο Λιονέλ Μέσι.
Αυτό που ακολούθησε ήταν δύο διαδοχικά Πρωταθλήματα, ένα Champions League (2006), με τη συνύπαρξη Ροναλντίνιο και Μέσι να ταυτοποιεί την αγωνιστική φιλοσοφία της Μπαρτσελόνα και τον Ράικαρντ να θέτει για τα καλά τα θεμέλια της δεκαετούς (και βάλε…) κυριαρχίας της, με το καθηλωτικό ποδόσφαιρο καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος.
Τα… μερεμέτια που χρειάζονταν δεν μπόρεσε να τα βάλει έγκαιρα ο Ολλανδός και έτσι, ύστερα από δύο σεζόν χωρίς τίτλο, αποχώρησε από το «Camp nou» (2008), παραδίδοντας όμως υλικό έτοιμος προς… εκτόξευση στον Πεπ Γκουαρντιόλα.
Είχε επαναφέρει τις ποδοσφαιρικές αρχές της εποχής του Κρόιφ, είχε αποκαταστήσει την περηφάνια και την αυτοπεποίθηση, είχε ξαναβάλει την Μπαρτσελόνα σε πρωταγωνιστικό κάδρο. Αρκούσαν για να τον χαρακτηρίσει ο Λαπόρτα αποχαιρετώντας τον «ήρωα».
Την ώρα που ο Ράικαρντ κατακτούσε το πρώτο του Πρωτάθλημα Ισπανίας (2005), ο Γκούλιτ δεν προλάβαινε καλά-καλά να ολοκληρώσει σεζόν στην επιστροφή του στους πάγκους μετά από πενταετή απουσία, παραιτούμενος από την τεχνική ηγεσία της Φέγενορντ.
Ακολούθησε το πέρασμα του Ατλαντικού και η Λος Άντζελες Γκάλαξι. Υπογράφει τριετές συμβόλαιο το 2007, μετά όμως από λίγους μόνο μήνες παραιτείται επικαλούμενος προσωπικούς λόγους. Και έτσι, καλοκαιράκι του 2008 και οι δυο τους, έστω με διαφορετική προπονητική εξέλιξη και παλμαρέ, επιστρέφουν, χωρίς δουλειά, στην Ολλανδία.
Και ουσιαστικά έτσι παρέμειναν. Μια ολιγόμηνη “αρπαχτή” στην Τέρεκ Γκρόζνι έκανε ακόμη ο Γκούλιτ (2011), αποτυχημένες περατζάδες σε Γαλατασαράι (2009-10) και Εθνική Σαουδικής Αραβίας (2013) ο εμφανώς χωρίς κίνητρο και διάθεση Ράικαρντ.
Και αυτά ήταν όλα. Δεν θέλησαν να επιμηκύνουν, να παρατείνουν κάτι που ούτε είχαν ανάγκη ούτε και εμφανώς πλέον δεν τους γέμιζε. Ο Γκούλιτ στράφηκε (και απολύτως σύμφυτα με τον εκρηκτικό χαρακτήρα του) στον τηλεσχολιασμό. Επιτυχημένα. Ο Ράικαρντ (επίσης ανάλογα του δικού του μέτρου) κρατάει χαμηλό προφίλ, χωρίς πολλά-πολλά δημοσίως, προσφέροντας κυρίως συμβουλές σε διάφορους τομείς και επαγγελματίες του ποδοσφαίρου.
Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν, χωρίς όμως να είναι ποτέ όπως στα μικρατά τους ή σε εκείνο το ανεπανάληπτο καλοκαίρι του ’88.
Δεν έχει σημασία. Δεν ήταν ποτέ ίδιοι, όσο και αν μοιάζουν. Ο ένας ήταν χολερικός, ο άλλος φλεγματικός. Ο ένας ήταν το γιν, ο άλλος το γιανγκ. Ο ένας ήταν ο Άμλετ, ο άλλος ο Οράτιος.
Στην πορεία τους, στην διαδρομή τους για πάνω από τρεις δεκαετίες αντανακλάται η εξέλιξη μέσα σε αυτά τα χρόνια ενός ολάκερου ποδοσφαιρικού έθνους, απαντάται ολόκληρη η ιστορία του, βρίσκοντας μέσα από τη δική τους αφήγηση, ακολουθώντας την παραλληλία των κοσμικών τους γραμμών, τη δική του θέση στον χωροχρόνο.
Και αυτό μάλλον είναι μοναδικό σε όποια διάσταση αναζητηθεί…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε
Μάρκο Φαν Μπάστεν: το πέταγμα του κύκνου
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη