Μνήμες είναι το ποδόσφαιρο. Έτσι αγαπιέται, έτσι σε κερδίζει.
Και εδώ, σε τούτη τη γωνιά, αυτές -πρώτα και κύρια- εξιστορούμε. Αυτές που ‘χουμε, αυτές που μας χάρισαν εικόνες, πριν καν συναισθανθούμε τι βλέπουμε, ήχους, πριν αντιληφθούμε τι ακούμε. Τότε που τα ονόματα ακούγονταν εξωτικά, πριν γίνουν θρυλικά και αντηχούν στο μυαλό αιώνια. Τότε που οι φιγούρες των ποδοσφαιριστών έμοιαζαν γιγάντων, απόκοσμες μα όμορφες, πανέμορφες.
Στα 10 μου περπατούσα, όταν, άνοιξη του ’88, ο Παναθηναϊκός αντιμετώπισε την Μπριζ στα προημιτελικά του τότε Κυπέλλου UEFA.
Ποδόσφαιρο έβλεπα ήδη χρόνια. Και, κυρίως, γούσταρα. Το έβλεπα παιδικά, αγνά. Μεγέθυνα τα πάντα με τις αισθήσεις μου. Η απουσία μιας αυτομάτως γιγάντωνε τις υπόλοιπες. Το ένα από τα δύο παιχνίδια (δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο) το άκουσα στο ραδιόφωνο. Ήταν αργά, καθημερινή, ξημέρωνε μέρα σχολείου και δεν (μου) επιτρεπόταν το ξενύχτι, οπότε αντί του καναπέ και της τηλεόρασης βρέθηκα κουκουλωμένος στο κρεβάτι μου να ψάχνω τα όρια της ακοής μου ώστε να ακούω από το τρανζιστοράκι μου μεν την περιγραφή, τόσο όμως ώστε να μην ακούει κανείς άλλος.
Πλέον θεωρώ απίθανο να το πέτυχα. Περισσότερο τον συμβιβασμό και την ανοχή των γονιών μου, οι οποίοι έκαναν τα στραβά… αφτιά, αλλά τότε ήταν αδύνατο να το καταλάβω. Και δεν μ’ ενδιέφερε. Ταξίδευα ακούγοντας. Και ένα όνομα ειδικά έπαιρνε εκείνη την ώρα στο μυαλό μου, ακουστικά από εκείνη την μετάδοση, υπερμεγέθη μορφή.
Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ.
Λες και έπαιζαν έντεκα Βαν Ντερ Ελστ. Λες έπαιζε μόνο αυτός. Λες και ήταν παντού στο γήπεδο ή ο εκφωνητής άλλον δεν ξεχώριζε, δεν έβλεπε. Τότε δεν ήξερα ή, έστω, δεν (θυμάμαι να) συγκράτησα πως στους Φλαμανδούς αγωνίζονταν δύο Βαν Ντερ Ελστ, μέλη αμφότερα της τριπλέτας του κέντρου, ο Λέο και ο Φράνκι. Καμία συγγενική σχέση, καμία και ως παίκτες, με τον δεύτερο ένα ασταμάτητο δυναμό, ένα “μηχανάκι” που, παρότι σωματικά δεν είχε καμία σχέση με τη σύγχρονη εκδοχή τους, ήταν πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του, σε ρόλο, λογική και απόδοση για έναν -όπως πολύ αργότερα μάθαμε να τους λέμε- αμυντικό χαφ.
Και, ναι, οι μαντεψιές και η ευθυκρισία του Πελέ αρκετές φορές έχουν αμφισβητηθεί, μα δεν μπορεί να είναι τυχαίο πως στην δική του λίστα με τους κορυφαίους όλων των εποχών έχει συμπεριλάβει από το Βέλγιο το τότε “εξάρι” (διόλου τυχαίο και το νούμερο της φανέλας του, εποχή που τα πάντα στο γήπεδο σήμαιναν κάτι συγκεκριμένο άμα τη… εμφανίσει) της Κλαμπ, μαζί με τους Ζαν Μαρί Πφαφ και Ζαν Κέλεμανς.
Άργησε βέβαια κοντά δύο δεκαετίες ο «Βασιλιάς». Ένας 10χρονος τον είχε τοποθετήσει διαισθητικά, ενστικτωδώς, με την καλπάζουσα παιδική του φαντασία, πολύ ψηλότερα, πολύ νωρίτερα, πολύ πιο ξεχωριστά.
Μόνο και μόνο ακούγοντας -συνεχώς- τ’ όνομά του.
Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ.
Στο καφέ της φαμίλιας
Σε μια καφετέρια. Εκεί μεγάλωσε. Οικογενειακή επιχείρηση γαρ. Η μητέρα του ουσιαστική υπεύθυνος, ο πατέρας του αυτός που φρόντιζε για την καλοπέραση της πελατείας. Και ο μικρός; Μέσα σ’ όλα. Από τις προβλεπόμενες αγγαρείες και μικροδουλειές ως τα θελήματα για τους πελάτες αλλά και την εξυπηρέτηση κάθε ανάγκης που (τους) προέκυπτε.
Έμαθε να παίζει χαρτιά, συμπληρώνοντας καρέ, όταν δεν έβγαιναν τα κουκιά. Έμαθε να παίζει βελάκια, βλέποντας τους μεγαλύτερούς του να σημαδεύουν μανιωδώς. Σκέφτηκε -και μάλιστα για πολλά χρόνια, ως και την εφηβεία του το πίστευε- να μετατρέψει σε επαγγελματικό προσανατολισμό το γαστρονομικό σήμα κατατεθέν των συμπατριωτών του, τις τηγανιτές πατάτες δηλαδή, ελέω της αδιανόητης κατανάλωσης που είχαν στο καφέ.
Το δικό του εστιατόριο, αποκλειστικά με λογιών-λογιών τηγανιτές πατάτες, σε διάφορα πιάτα, σε διάφορες μορφές, ευτυχώς για την υστεροφημία του αλλά κυρίως για την τσέπη του δεν το άνοιξε ποτέ, παρότι θεωρεί εαυτόν άψογο ψήστη (“τέχνη” που επίσης έμαθε, εξάσκησε και τελειοποίησε στο καφέ).
Παραδόξως στο καφέ ήταν που συναναστράφηκε για πρώτη φορά με το ποδόσφαιρο. Εκεί έρχονταν μια-δυο φορές την εβδομάδα οι παίκτες του τοπικού συλλόγου για την καθιερωμένη ομαδική έξοδο και μπύρα.
Θυμάται πως δεν πλήρωναν ποτέ παρά μόνο στα τέλη του μήνα, συνοδευόμενοι από κάποιον υπεύθυνο, αυτός ήταν που αναλάμβανε τα διαδικαστικά.
Βλέποντας το ξεχωριστό -και για τα δικά του, επίσης τότε παιδικά, μάτια- στάτους και τρόπο ζωής των ποδοσφαιριστών, ξεκίνησε στα τσικό εκείνη της ομάδας, της Μπλάου Βιτ Λούμπεεκ.
Εκεί, στο καφέ, λίγα χρόνια αργότερα σε μια από τις μαζικές, απαράλλαχτες, ομαδικές εξόδους τα μέλη της ανδρικής ομάδας, διεξάγοντας μια ψηφοφορία για το ποιος από την αντίστοιχη των Νέων θα ανέβαινε στην πρώτη για να συμπληρώσει μια αποστολή, τον επέλεξαν παμψηφεί. Και, όπως έμπαινε σε χαρτοπαικτικό καρέ για να το συμπληρώσει, να το κλείσει, έτσι και “ενηλικιώθηκε” ποδοσφαιρικά.
Ημερολογιακά αυτή (η ενηλικίωση) δεν τον βρήκε στη γενέτειρά του. Μισή ώρα απόσταση από τις Βρυξέλλες, αλλά σε επίπεδο παραστάσεων, εικόνων και ήχων η διαφορά χαώδης. Τόση που να θεωρείται (έστω στα 80’s) εξαιτίας αυτής της μισής ώρας επαρχιωτόπουλο. Ποδοσφαιρικά βέβαια η απόσταση ήταν μηδαμινή.
Τα νέα για έναν πιτσιρικά που έτρεχε σε ένα όσο άλλοι σε… τρία παιχνίδια σερί έφτασαν στους υπευθύνους της Μόλενμπεεκ, η οποία και γρήγορα, πριν “ξυπνήσουν” οι μεγάλοι του εγχώριου ποδοσφαιρικού στερεώματος, τον υποχρέωσε να κάνει καθημερινά αυτή την ημίωρη διαδρομή.
Στο πήγαινε, έστω κατά τι μεγαλύτερη, αφού την έκανε με λεωφορείο. Στην επιστροφή όμως ήταν τόσο ακριβώς, αφού αναλάμβανε καθημερινά ρόλο… ταξιτζή ο πατέρας του, βρίσκοντας ευκαιρία να την σκαπουλάρει από το καφέ αλλά και μην αφήνοντας το αγροτόπαιδο αντιμέτωπο, συνήθως βραδιάτικα, με μια πολύ, παρά πολύ κακόφημη συνοικία, όπως ήταν αυτή όπου έδρευε η Μόλενμπεεκ.
Έπαιξε σε κορυφαίο επίπεδο σχεδόν αμέσως, μερικούς μήνες μόνο μετά την ένταξή του στην ομάδα. Τα οικονομικά προβλήματα εξώθησαν σε φυγή αρκετούς από τους βασικούς, έμπειρους και πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές, η ανανέωση που προκλήθηκε τον έφερε σε πρώτο πλάνο και σταθερό κατ’ επέκταση στέλεχος μέχρι και την ύστατη σεζόν του, οπότε και ήταν αυτός πλέον, ως έμπειρος, βασικός, πρωτοκλασάτος, που έπρεπε ν’ αποχωρήσει εξαιτίας και οικονομικών προβλημάτων αλλά κυρίως του υποβιβασμού.
Μια ζωή Μπριζ
Μεγάλωσε υποστηρίζοντας την Σταντάρ Λιέγης. Η Άντερλεχτ στα πόδια της -κυριολεκτικά- τον είχε για έξι χρόνια. Διαπιστευτήρια είχε έτσι κι αλλιώς καταθέσει, κάνοντας τη διαφορά, ήταν σε ηλικία ιδανική (μόλις στα 23 του), αυτή όμως που τελικά του προσέφερε την επαγγελματική προαγωγή ήταν η Μπριζ. Μια άλλη της επαρχίας, της φλαμανδικής επαρχίας.
Έγινε το σπίτι του. Ως και σήμερα. Πήγε το 1984 και δεν έφυγε ποτέ ξανά. Ούτε παίζοντας από την ομάδα ούτε ζώντας από την πόλη. Μέχρι που κρέμασε τα παπούτσια του, 15 χρόνια μετά, δεν άλλαξε φανέλα. Η αλλαγή που συντελέστηκε με τον νόμο Μποσμάν τον πρόλαβε μεν, πλην όμως ήταν πολύ αργά γι’ αυτόν. Πατημένα 34 ήταν, πού να κουνήσει τότε; Έτσι κι αλλιώς είχε βρει τη βολή του, είχε φτιάξει το βασίλειο του, είχε (ξανα)βρει έναν τόπο που ταίριαζε στο περιβάλλον όπου μεγάλωσε.
Και έτσι έγινε ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην Μπριζ με 615 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις. Κατέκτησε πέντε Πρωταθλήματα και τέσσερα Κύπελλα. Λατρεύτηκε και προφανώς λάτρεψε.
Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και σήμερα θεωρεί ως κορυφαίες στιγμές του τις βραδιές (και όχι κατ’ ανάγκη μόνο τέτοιες…) που -όπως παιδιόθεν έζησε- μαζί με όλους τους συμπαίκτες του πήγαιναν στο Los Amigos ή το Picobello, αγαπημένα στέκια της εποχής, για μια (τρόπος του λέγειν…) μπύρα. Να την κεράσουν στους ομοτράπεζους οπαδούς και να την κεραστούν. Χωρίς προβλήματα, ματιές περίεργες, social media, σκάνδαλα και κιτρινισμούς.
Ήταν εκεί όταν σημειώθηκε το πρώτο γκολ σε φάση ομίλων του Champions League, σ’ ένα παιχνίδι της Μπριζ κόντρα στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, από τον Ντάνιελ Αμοκάτσι. Και ναι, εννοείται πως αυτό δεν αποτελεί κάποιο ορόσημο, λειτουργεί όμως -τουλάχιστον στη δική του θεώρηση των πραγμάτων- συμβολικά. Πως γεφύρωσε με την καριέρα του δύο διαφορετικές εποχές, δύο διαφορετικούς κόσμους, τελειώνοντας μια και καλή με τον πρώτο και ζώντας τα θεμέλια του σύγχρονου.
Έφτασε δύο φορές ένα βήμα μακριά από έναν Τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Η πρώτη, τότε, το 1988, όταν μετά τον αποκλεισμό του Παναθηναϊκού, η Εσπανιόλ απέκλεισε την Μπριζ στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Τέσσερα χρόνια αργότερα στο Κύπελλο Κυπελλούχων, όταν η μετέπειτα τροπαιούχος Βέρντερ ήταν αυτή που έφραξε τον δρόμο.
Ναι, κάθε Πάσχα και Λαμπρή σκόραρε. Μια φορά στα 15 ματς ο μέσος όρος καριέρας του. Με την Εθνική Βελγίου σε 86 συμμετοχές όλο κι όλο ένα γκολ πανηγύρισε και αυτό σε φιλικό. Δεν ήταν κομμάτι ευθύνης του, δεν ήταν το ζητούμενο ούτε των απαιτήσεων από δαύτον ούτε και του δικού του παιχνιδιού. Σε μια (ποδοσφαιρικά) εποχή που τα τρεχαντήρια σπάνιζαν και είχαν τελείως διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που στις μέρες μας τους έχουμε προσδώσει, αυτός ήταν εκεί για να κάνει όλη την βρόμικη δουλειά στο χορτάρι.
Και γι’ αυτήν αναγνωρίστηκε από μια φυλή που τέτοιους τύπους διαχρονικά δεν έχει μάθει να ξεχωρίζει ούτε και να επιβραβεύει. Δις στην καριέρα του λοιπόν (1986, 1990) ανακηρύχτηκε ως κορυφαίος Βέλγος ποδοσφαιριστής. Τι στο καλό λοιπόν; Κάτι (τουλάχιστον) πρέπει να σημαίνει αυτό. Μαζί με τον Έντσο Σίφο είναι οι μόνοι που εκπροσώπησαν τους «Κόκκινους Διαβόλους» σε τέσσερα διαφορετικά Παγκόσμια Κύπελλα.
Πάλι τα ημιτελικά αποδείχτηκαν το ταβάνι του. Τα έφτασε στο παρθενικό του, στο Μεξικό, με τον Ντιέγκο Μαραντόνα να κάνει την Εθνική ομάδα του Βελγίου πόστερ, ένα ακόμα, στην ανεπανάληπτη προσωπική του παράσταση στον δρόμο για την στέψη. Στα δύο επόμενα, σε Ιταλία και ΗΠΑ, σταμάτησε στους «16», χάνοντας πρώτα (στην παράταση) από την Αγγλία και μετά (στο γκολ) από τη Γερμανία.
Στο τελευταίο, στη Γαλλία, δεν είχε καμία πρόθεση να πάει. Είχε άλλωστε από πολύ νωρίτερα ανακοινώσει την διεθνή του αποχώρηση. Ο τότε εκλέκτορας, Ζορζ Λέεκενς, του το ζήτησε, του πήρε καιρό να το αποφασίσει, το έκανε και έτσι τελικά πήγε, είδε και οριστικά (με τους «Κόκκινους Διαβόλους» να αποκλείονται στον όμιλο) απήλθε μιας εντελώς διαφορετικής διαδικασίας, ενός τελείως διαφορετικού modus operandi μιας χώρας που τότε εκφραζόταν ποδοσφαιρικά εντελώς ρομαντικά, στα όρια του ερασιτεχνισμού.
Πλέον καμία σχέση, καμία σύγκριση.
Οι πάγκοι, τα media και η μουσική
Προσπάθησε, είναι η αλήθεια, να παραμείνει σε αυτήν την παραγωγική διαδικασία. Κοντά όσα χρόνια έπαιξε ποδόσφαιρο δήλωσε προπονητής. Πέρασε από διάφορους πάγκους, από διάφορα πόστα, σε διάφορα επίπεδα. Πουθενά δεν στέριωσε, πουθενά δεν έκανε ανάλογη επιτυχία, ποτέ δεν ένιωσε ανάλογα με τα εξάταπα στα πόδια.
«Τα πάντα τα διαχειρίζεσαι αλλιώς. Τα δέχεσαι αλλιώς. Η προπονητική έχει μοναξιά και ευθύνη ενός. Υπερβολική συνήθως, αλλά είναι κομμάτι της δουλειάς». Δεν του ταίριαξε. Δεν το έκρυψε. Δεν είχε και ανάγκη να φθείρει και να φθείρεται, ενόσω δεν φτούραγε ως επαγγελματική συνέχεια. Και έτσι, έγκαιρα, το γύρισε σε κάτι που είχε -ως και- έμφυτο. Την επαφή, την κοινωνικοποίηση, την επικοινωνία. Ας είναι καλά, και πάλι, εκείνο το καφέ της φαμίλιας.
Έγινε σχολιαστής. Παντός τύπου και μέσου. Τηλεοπτικός, ραδιοφωνικός, αρθρογράφος σε sites και εφημερίδες. Με λόγο μεστό, άμεσο, κατανοητό. Όπως τότε που σέρβιρε παίκτες στο καφέ ή τα έπινε με οπαδούς στα μπαράκια του Μπριζ.
Εκεί ακόμη περιδιαβαίνει ποδαράτα ή ποδηλατάδα με την κόρη και τα εγγόνια του, εκεί τρέχει να ακούσει τον αγαπημένο του Ρέιμοντ Βαν Χετ Γκρούνεβαουντ (Βέλγος μουσικός που δηλώνει ποιητής, φιλόσοφος και κλόουν), ψάχνοντας ακόμη δισκάδικα και πλανόδιους πωλητές βινυλίου, ώστε να χαθεί εκεί, ανάμεσα στα πλαστικά εξώφυλλα, στην αναζήτηση άλμπουμ και συλλογών. Συνήθεια που του κόλλησε, εκτός του ποδοσφαίρου, από τα εφηβικά του χρόνια, οπότε και γνώρισε κάποιους από τους ακόμη μουσικά ξεχωριστούς του, τον Νικ Κέιβ, τους Simple Minds, τον Έλβις Κοστέλο.
Έχει απήχηση, κοινό, επιπρόσθετο σεβασμό.
Επιβίωσε της σαρωτικής αλλαγής του αθλήματος, μιλώντας γι’ αυτό που ζει ως θεατής, βασισμένος σε όσα, πιο αγνά, πιο ρομαντικά, είχε ζήσει ως ποδοσφαιριστής.
Μνήμες είναι το ποδόσφαιρο.
Και η συλλογική καταγραφή τους, ακόμα και περιλαμβάνοντας μια ακουστική ενός 10χρονου παιδιού πριν κοντά τέσσερεις δεκαετίες, δημιουργεί παρακαταθήκη, φτιάχνει ιστορία, απλώς μεταφέροντας αυτήν του πρωταγωνιστή της.
Μόνο και μόνο με την ανάμνηση του ονόματός του.
Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ. Βαν Ντερ Ελστ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κέβιν ντε Μπρόινε: Η τελειότητα της απλότητας
Βενσάν Κομπανί: Σκαλίζοντας το άγαλμα
Face Control EURO 2020: Τοργκάν Αζάρ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη