Ένα άψυχο κορμί στο έδαφος, με κατάξανθα μαλλιά καμένα, μόλις πριν λίγο παγιδευμένα σε ένα στέμμα λιωμένου και ζεματιστού χρυσού.
Ο Βισέρις, ο τελευταίος άντρας του οίκου των Ταργκάρυεν, των Αρχόντων των Δράκων που φαντάστηκε στο «Τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου» ή αλλιώς το περίφημο «Game of Thrones» ο Τζορτζ Μάρτιν, κείτεται νεκρός, δολοφονημένος από τον σύζυγο της αδερφής του, η οποία τον έκαψε ζωντανό, λούζοντάς τον με τα λιωμένα κοσμήματά του.
Ήταν κι εκείνη παρούσα στην εμβληματική σκηνή της σειράς, στο σκληρό βασανιστικό “αντίο” του τελευταίου της συγγενή, δεν έκλεισε τα μάτια ή τα αφτιά της στις κραυγές του. «Είμαι ο Δράκος…», ούρλιαζε, «… δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό». Μα η Ντενέρις είχε διαφορετική άποψη και, όταν η καμένη σορός του αδερφού της χτύπησε με δύναμη στο χώμα, εκείνη ψέλισε «Δεν ήταν Δράκος, η φωτιά δεν μπορεί να σκοτώσει έναν Δράκο», προοικονομώντας πως αυτή θα έμενε στην ιστορία του δημοφιλούς μυθιστορήματος ως η «Άκαυστη Βασίλισσα των Δράκων», αυτή που, αντίθετα με τον Βισέρις, δεν κάηκε ποτέ από τη φωτιά.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Γκάρεθ Μπέιλ, ο ποδοσφαιρικός Άρχοντας της χώρας των Δράκων, της Ουαλίας, σαν άλλος αληθινός Ταργκάρυεν, έμεινε άκαυστος μπροστά σε κάθε φλόγα που απείλησε να τον κάψει.
Κάτι παραπάνω από σκληρά επικριμένος, ίσως αδικημένος. Για άλλους μισητός και για άλλους λατρεμένος. Μα πάντα ποδοσφαιρικά άκαυστος, ζωντανός. Σε όλες τις μεγάλες στιγμές, σε όλα τα μεγάλα ραντεβού.
Μια απάντηση στο χορτάρι για κάθε τεντωμένο προς το πρόσωπό του δάκτυλο, μια στιγμή μαγείας, ένα ασύλληπτο γκολ για κάθε υποτιμητικό σχόλιο. Πάντα μεγαλύτερος, πάντα καλύτερος από όσο πίστευε η μάζα. Ένας μοναδικός ποδοσφαιριστής, του οποίου το παιχνίδι ανάμεσα στις στάχτες και τις φλόγες της καριέρας του, τις κακές στιγμές και την περιφρόνηση, έμεινε πάντα ζωντανό, γιατί ήταν πάντα όμορφο, εντυπωσιακό στα πιο κρίσιμα σημεία.
Ήταν πάντα Μπέιλ. Κι ο Μπέιλ ήταν πάντα Δράκος, πάντα Άκαυστος.
Το ξεπέταγμα και η δύσκολη καταξίωση στην Τότεναμ
Τα χέρια του λυγισμένα σε ορθή γωνία να σκίζουν τον άνεμο και τα πόδια του να κουνιούνται γρήγορα τραβώντας τον μπροστά με φοβερή ταχύτητα. Ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές πως δεν επρόκειτο για ένα “κανονικό” παιδί αλλά για κάποιον με ξεχωριστή σωματοδομή και ταλέντο, συμπεράσματα εύκολα μόνο και μόνο από το τρέξιμό του. Άλλωστε, ο μικρός Γκάρεθ με τα πεταχτά αφτιά σε ηλικία 14 ετών έκανε τους πάντες να τρίβουν τα μάτια τους, όταν στον στίβο του σχολείου του διένυσε τα 100 μέτρα σε 11.4 δευτερόλεπτα.
Με βάση τα όσα κατά καιρούς έχουν θυμηθεί οι καθηγητές του μιλώντας στα διάφορα Μέσα που τους προσέγγισαν, ο Μπέιλ πάντα διέπρεπε σε οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα, σαν ένα παιδί-θαύμα γεννημένο σε ένα κορμί-μηχανή.
Βέβαια, υπήρχαν φορές που πλήρωνε το ταλέντο του, πολύ απλά επειδή φάνταζε άδικο για τα υπόλοιπα παιδιά να το χρησιμοποιεί με όλες του τις δυνάμεις. Έτσι, συχνά οι σχολικοί προπονητές τον ανάγκαζαν να παίζει με μια επαφή ή να αφήνει το καλό του αριστερό του πόδι εκτός εξίσωσης.
Γρήγορα τα όσα έκανε αλλά κυρίως τα όσα φαινόταν πως μπορούσε να κάνει ξεπέρασαν τα όρια του Γουίτσερτς, της γειτονιάς που μεγάλωσε λίγο έξω από το Κάρντιφ, δεν ήταν όμως η ομάδα της πόλης του αυτή που κινήθηκε γρήγορα για να τον κάνει δικό της αλλά η Σαουθάμπτον, η οποία τότε αγωνιζόταν στην Championship, την κατά πολλούς πιο σκληρή κατηγορία της Ευρώπης. Αυτό ωστόσο δεν μπήκε εμπόδιο στην εξέλιξη του 16χρονου Μπέιλ που με συνοπτικές διαδικασίες έγινε πραγματικά μέλος της ομάδας.
Ξεκινώντας τις κούρσες του από το αριστερό άκρο της άμυνας και εκμεταλλευόμενος τα μαγικά του χτυπήματα, ο ακόμη τότε έφηβος συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η Σαουθάμπτον να φτάσει ως τα play offs ανόδου. Και μπορεί η ομάδα του να μην κατάφερε να εξασφαλίσει την παρουσία της στην Premier League την επόμενη σεζόν, αλλά εκείνος μπόρεσε να κάνει το βήμα για τα σαλόνια της Αγγλίας.
Η Τότεναμ είδε σε αυτόν έναν πιτσιρικά στον οποίον αξίζει να επενδύσει και οι 10 εκατ. λίρες έκαναν τη δουλειά. Μα όσο εύκολα κύλησε η πρώτη του σεζόν στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο τόσο δύσκολα κύλησαν τα επόμενα δύο χρόνια της καριέρας του, το μπάσιμό του στους «Spurs».
Το ντεμπούτο του κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και το γκολ απέναντι στην άσπονδη αντίπαλο Άρσεναλ σύντομα σβήστηκαν από τον σοβαρό του τραυματισμό στον αστράγαλο, ο οποίος θα τον άφηνε εκτός δράσης για το υπόλοιπο της σεζόν.
Ζορισμένος από κάποια ακόμα μικροπροβλήματα, ο Μπέιλ άργησε να επιστρέψει και να βρει τη φόρμα του, ενώ τα media ήδη είχαν βγάλει πόρισμά τους, θεωρώντας τον αποτυχημένο, καταραμένο, αφού για σχεδόν δύο χρόνια με κάποιον τρόπο η Τότεναμ δεν είχε νικήσει ούτε ένα από τα παιχνίδια στα οποία έπαιξε ο Ουαλός.
Ο Χάρι Ρέντναπ τον υπερασπίστηκε, δηλώνοντας πως «δεν ψάχνει για αριστερό μπακ, γιατί δεν θα βρει καλύτερο από τον Μπέιλ», και, όταν εκείνος επέστρεψε και ο Ασού-Εκοτό τραυματίστηκε, του έδωσε την ευκαιρία του. Ο Γκάρεθ για πρώτη φορά μάζεψε κάποια λεπτά στη δεξαμενή του με πραγματικό ρόλο και άρχισε να διαψεύδει όλους όσοι θεώρησαν «αφελή την Τότεναμ, επειδή δεν αποδέχθηκε τις 3 εκατ. λίρες» που προσέφερε για εκείνον η Μπέρμιγχαμ.
Τα παρθενικά ψήγματα του ταλέντου του ξεκίνησαν να βγαίνουν στην επιφάνεια και, λάμποντας σε στιγμές, βοήθησε την Τότεναμ να εξασφαλίσει την έξοδό της στο επόμενο Champions League για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες.
Το «3» που έγινε «11»
Σύμφωνα με τους -πάντα υπερβολικούς- θρύλους που αντηχούν στα σοκάκια του Βόρειου Λονδίνου, ο Μαϊκόν ακόμη γυρίζει τρομαγμένος το κεφάλι του, ψάχνοντας να δει αν ο Γκάρεθ Μπέιλ έφυγε ξανά στην πλάτη του. Και αλήθεια, πώς να αποβάλουν την υπερβολή οι φίλοι της Τότεναμ που θυμούνται εκείνο το βράδυ στο Μιλάνο; Όταν ο Μπέιλ είπε τη δική του “καλησπέρα” σε όσους δεν τον είχαν μάθει από την Premier League.
Οι «Spurs» ταξίδεψαν στο Giuseppe Meazza για να αντιμετωπίσουν την τότε τρεμπλούχο Ίντερ στη φάση των ομίλων του Champions League. Σύντομα το ονειρικό σκηνικό μετατράπηκε σε εφιάλτη, αφού εντός 35 λεπτών βρέθηκαν να χάνουν 4-0. Και όντως ηττήθηκαν, δεν άλλαξε κάτι στο αποτέλεσμα, μα άλλαξαν πολλά για το κοντινό τους μέλλον, αφού είδαν ένα νέο αστέρι να γεννιέται.
Ο πίνακας του σκορ έγραψε 4-3. Το χατ τρικ του Μπέιλ που με την ταχύτητά του παρέσυρε στις διαθέσεις του τον Μαϊκόν και σκόραρε τρία σχεδόν πανομοιότυπα τέρματα, με ισάριθμα ξερά συρτά αριστερά σουτ καρφωμένα στη δεξιά γωνία, ήταν η μεγαλύτερη -μέχρι τότε- λάμψη ενός αριστερού μπακ που έδειχνε να αποδρά από το κουκούλι του, έτοιμος να γίνει πολλά περισσότερα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί ο πιο αισιόδοξος φαν του.
Πλέον ήταν φανερό. Ο Μπέιλ έπαιζε στην άμυνα και έφτανε να είναι κομβικός όχι μόνο στη δημιουργία της αλλά και στο σκοράρισμα της Τότεναμ. Ο Μπέιλ απλώς δεν ήταν αριστερός μπακ.
Ήταν ένα θηρίο των άκρων. Ικανός να οργώσει την πλευρά του με τον καλπασμό και την ταχυδύναμη ενός τύπου που δεν λογαριάζει εμπόδια, που βάζει τον αέρα κάτω από τα φτερά-πόδια του και τρέχει, χωρίς να μπορεί κανείς να τον σταματήσει. Και τα ίδια πόδια μπορούσαν να χτυπήσουν την μπάλα με τρόπο μοναδικό. Δυνατά για να τη στείλουν χωρίς στροφές στο οποιοδήποτε “παραθυράκι” ή γλυκά για να την κατευθύνουν με φάλτσο εκεί ακριβώς όπου το μυαλό ορίζει.
Ο Μπέιλ άλλαξε γρήγορα. Ανέβηκε στο γήπεδο, έγινε εξτρέμ. Η φράντζα κόπηκε, οι ώμοι άνοιξαν και τα μπράτσα φούσκωσαν. Κάποια στιγμή ζήτησε να φορά το «11» αντί του ταπεινού «3», σε μια αλλαγή δηλωτική της μεταμόρφωσής του. Πλέον ήταν πρωταγωνιστής ή μάλλον κάτι παραπάνω από αυτό.
Σαν Άτλαντας κουβαλούσε το παιχνίδι της Τότεναμ στις πλάτες του και σαν ημίθεος λατρευόταν από την εξέδρα. Την ίδια εξέδρα που έτριβε τα μάτια της σε κάθε ασύλληπτο γκολ, σε κάθε άπιαστη κούρσα. Για τις επόμενες δύο σεζόν περίπου ο Μπέιλ σούταρε από παντού και έβρισκε δίχτυα από παντού, με κάθε τρόπο σε ανάγκαζε να σηκωθείς από τον καναπέ, να τρεμοπαίξεις τα μάτια σου προσπαθώντας να καταλάβεις τι ακριβώς έχεις δει.
Ήταν άλλη κλάση εκείνος ο Μπέιλ, δίχως αμφιβολία ένας από τους καλύτερους στον κόσμο, μα φαινόταν πως ήταν και πιο χαρούμενος από ποτέ, πιο απελευθερωμένος και χαλαρός. Συναισθήματα που όπως φάνηκε θα του έλειπαν πολύ στο επόμενό του βήμα.
Τα 100 εκατ. και τα πρώτα τεντωμένα δάκτυλα
Βέβαια, εκείνο δεν έμοιαζε τόσο με βήμα όσο με άλμα, αφού το παιδί από τα προάστια του Κάρντιφ, έχοντας κατακτήσει τον κόσμο της Premier League, έδειχνε έτοιμο να φτάσει στην κορυφή. Το καλοκαίρι του 2013 ανήκει ολοκληρωτικά σε εκείνον, αφού γύρω από το δικό του μέλλον στροβιλίζονται αστάματητα φήμες και ρεπορτάζ.
Ανάμεσα σε αράδες που χάνουν την αλήθεια τους, ένα γίνεται φανερό. Πως θα καταλήξει στη Ρεάλ Μαδρίτης. Και πράγματι αυτό συμβαίνει, αφού ο Φλορεντίνο Πέρεθ πυροδοτεί βόμβα και τον προσγειώνει στην ισπανική πρωτεύουσα έναντι 100 εκατ. ευρώ, ποσού ρεκόρ, το οποίο τότε τον κάνει τον ακριβότερο ποδοσφαιριστή των χρονικών.
Τα αγγλικά Μέσα οριακά γελούν με τον Φλορεντίνο, αμφισβητούν πως ο Ουαλός αξίζει τόσα χρήματα, αντιπαραβάλοντάς τον με τον Κριστιάνο Ρονάλντο που είχε μεταβεί στο Bernabéu πιο φθηνά λίγα χρόνια πριν.
Πριν καν φτάσει στη Μαδρίτη, ο Μπέιλ καλείται να σηκώσει στους ώμους του την ταμπέλα του «Mr. 100 million», καλείται να σκίσει με ορμή κάθε αμφιβολία. Και στην πραγματικότητα, σε έναν τέτοιο γκρεμό θα ισορροπήσει για τα υπόλοιπα χρόνια του στους «Merengues», σε μια συνεχή πάλη που κρέμεται στο δίπολο αποδείξεων και αμφισβήτησης.
Τα πάντα παγωμένα, ένα ρολόι που χτυπά απλώς για να φτάσει στο σημείο των τριών σφυριγμάτων της λήξης. Εκείνος παίρνει την μπάλα λίγο πίσω από το κέντρο και με μια επαφή την πετά μπροστά. Αυθόρμητα, χωρίς να δείχνει πως έχει έναν ξεκάθαρο στόχο, απλώς θέλοντας να αποφύγει τον Μπάρτρα που κολλάει πάνω του. Τα πόδια του ανοίγουν τον διασκελισμό τους και σε μερικές στιγμές έχουν αφήσει πίσω τον Ισπανό αμυντικό που απελπισμένα απλώνει τα χέρια του για να τον θέσει εκτός πορείας. Μα τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Στρίβει το κορμί του σαν να είναι κάποιο μηχανικό μονοθέσιο και, έχοντας βγει από το γήπεδο, βρίσκει ξανά την πορεία του, την ώρα που συγκλίνει προς την περιοχή. Μια επαφή, ένα τσιμπηματάκι είναι αρκετό. Η Μπαρτσελόνα στα πατώματα. Η Ρεάλ Κυπελλούχος Ισπανίας. Οι λευκές καρδιές σπάνε από ευτυχία, έχοντας ταρακουνηθεί στο ξεδίπλωμα του ασύλληπτου τέρματος.
Τα 100.000.000 ευρώ για πρώτη φορά στην ταλαιπωρημένη από τραυματισμούς παρθενική σεζόν του Ουαλού στη Μαδρίτη φαντάζουν δικαιολογημένα. Εκεί, στη ρωγμή του χρόνου, συντίθεται το πρώτο σχέδιο ενός μοτίβου που θα όριζε την καριέρα του Μπέιλ στη Ρεάλ, αφού εκείνος θα βροντοφώναζε πως “είναι εκεί” σε κάθε μεγάλη στιγμή.
Λίγους μήνες μετά, στον Τελικό του Champions League απέναντι στην Ατλέτικο Μαδρίτης, θα σκοράρει στην παράταση το τέρμα που θα βάλει τους «Merengues» για πρώτη φορά μπροστά, υπογράφοντας επί της ουσίας τη 10η ευρωπαϊκή κορυφή των «Blancos», την πρώτη μετά το 2002.
Τα πάντα γύρω του του γεννούν δυσκολίες στην παρουσία του στη Ρεάλ. Το κορμί του που σταδιακά δεν αντέχει τη δύναμή του και όλο και λυγίζει, η εμμονή του Κριστιάνο να είναι εκείνος ο πρωταγωνιστής, η ρήξη του αργότερα με τον Ζιντάν, η συνεχώς αυξανόμενη -συχνά υπερβολική- κριτική των Μέσων προς το πρόσωπό του.
Αλλά εκείνος ποτέ δεν τα παρατά, πάντα ψάχνει τον τελευταίο λόγο, αρνούμενος να αφήσει τους άλλους να γράψουν την ιστορία για εκείνον.
Παίρνοντας την πένα στα χέρια του και επιστρατεύοντας τη μαγεία των ποδιών του, ο Μπέιλ γράφει -ακόμα κι αν δεν του αναγνωρίζεται- με λαμπρό τρόπο το όνομά του στο αντίστοιχα λαμπρό πάνθεον της «Βασίλισσας». Και κάπως σχεδόν υπερφυσικά κατορθώνει να βγάζει τον πιο όμορφο και εντυπωσιακό εαυτό του στις πιο κρίσιμες στιγμές, όντας κομβικός σε κάθε Champions League της ομάδας του.
Και επειδή η ιστορία γράφεται συχνά με τρόπο συμβολικό, ο Μπέιλ θα αποχαιρετήσει επί της ουσίας τη Ρεάλ Μαδρίτης με τον ίδιο τρόπο που τη χαιρέτησε τότε το 2014. Με μια γκολάρα σε έναν Τελικό. Με εκείνο το απίστευτο ανάποδο ψαλίδι στο Κίεβο απέναντι στη Λίβερπουλ το 2018 κρεμάει ταυτόχρονα εκατομμύρια σαγόνια και χαρίζει μια ακόμα κούπα. Με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
Μπορεί -με έναν ενδιάμεσο δανεισμό στην Τότεναμ– να είπε το “αντίο” τέσσερα χρόνια μετά στη Ρεάλ, στην πραγματικότητα όμως ο χρόνος σταμάτησε σε εκείνο το τέρμα για τον Μπέιλ, αυτή ήταν η τελευταία ποδοσφαιρική έκφραση της μοναδικής του ικανότητας στα λευκά της Μαδρίτης. Τα ίδια λευκά που θα ξεριζώνονταν από πάνω του σκληρά, όταν πλέον οι σχέσεις του με τον σύλλογο θα έφταναν αμετάκλητα στα άκρα.
Το «παράσιτο» στην κορυφή του δικού του κόσμου
«Το παράσιτο Μπέιλ προέρχεται από την κρύα και βροχερή Μεγάλη Βρετανία. Εγκαταστάθηκε στην Ισπανία, στη Ρεάλ Μαδρίτης, όπου, φορώντας προσωπείο, έδειξε πρώτα αφοσίωση και αγάπη, αλλά σύντομα η φύση του τον έφερε να ρουφά αίμα, χωρίς να δίνει τίποτα σε αντάλλαγμα. Και περισσότερο από αίμα ρουφούσε και ρουφούσε τα ευρώ του συλλόγου. Σε αντίθεση με άλλα παράσιτα του είδους του, όπως ο ψύλλος, η ψείρα ή ο κοριός, το παράσιτο Μπέιλ δεν προκαλεί φαγούρα ή αρρώστια στον οικοδεσπότη, αλλά μετά το πιπίλισμα γελά και κοροϊδεύει, δείχνοντας ασέβεια σε αυτούς που τον ταΐζουν. Γελάει, χτυπάει παλαμάκια, πέφτει στο έδαφος, τραγουδά, σε ένα είδος ταπεινωτικής τελετής, η οποία -τουλάχιστον- έχει ημερομηνία λήξης, όπως όλες οι συμφορές».
Η ολομέτωπη επίθεση της «Marca» το 2022 προς τον Μπέιλ, έναν παίκτη που απλόχερα χάρισε τόσες στιγμές ευτυχίας στη Ρεάλ, σοκάρει. Τα αγγλικά media πλέον φαντάζουν αθώα μπροστά στα αντίστοιχα “λιοντάρια” της Ισπανίας που πολεμούν τον Ουαλό σαν τον χειρότερό τους εχθρό.
Φυσικά, έχουν τους λόγους τους. Η απόδοση του Μπέιλ έχει πέσει κατακόρυφα, οι συνεχείς τραυματισμοί τον αφήνουν για καιρό εκτός δράσης, την ώρα που το παχουλό του συμβόλαιο πληρώνεται κανονικά. Η κόντρα του με τον απόλυτο ήρωα της Μαδρίτης, Ζινεντίν Ζιντάν, τον κάνει μισητό στα μάτια των «Merengues» και τα ταξίδια αναψυχής και γκολφ δεν βοηθούν την κατάσταση.
Ο Μπέιλ όμως μετά από όλον αυτόν τον καιρό που σταδιακά η αγάπη των Μαδριλένων για εκείνον κατρακυλά σε μια κατηφόρα έχει μάθει να διαχειρίζεται το κοστούμι του μαύρου προβάτου. Ακόμα κι αν την ίδια στιγμή στην ομάδα υπάρχει ο Εντέν Αζάρ της μηδαμινής προσφοράς, ακόμα κι αν ο ίδιος προσέφερε τόσα πολλά στη Ρεάλ. Δεν τον πειράζει, οριακά το διασκεδάζει.
Το στιγμιότυπο έχει ήδη κάνει τον γύρο του πλανήτη. «Ουαλία, Γκολφ, Μαδρίτη. Με αυτή τη σειρά», γράφει η σημαία της πατρίδας του, την οποία κρατά στους πανηγυρισμούς της πρόκρισης της Εθνικής του στο Euro του 2020. Πολλοί είδαν αυτό και συμπέραναν πως η Ρεάλ δεν σημαίνει τίποτα για τον Μπέιλ, πως και ο ίδιος είχε σταματήσει προ πολλού να αγαπά τη Μαδρίτη. Ίσως να είναι αλήθεια.
Στην πραγματικότητα όμως το λακωνικό σημείωμα δεν είχε να κάνει με τη «Βασίλισσα» αλλά με τον πραγματικό κόσμου του Μπέιλ. Την Ουαλία. Τη μοναδική πιθανότατα ομάδα που ο ίδιος λάτρεψε να εκπροσωπεί. Εκείνη που πάντα είχε έναν θρόνο στην καρδιά του.
Και ο Μπέιλ τα έφτιαξε τόσο όμορφα στην ποδοσφαιρική του ζωή έτσι ώστε να αποχαιρετήσει το παιχνίδι σε έναν αντίστοιχο θρόνο, στην κορυφή του δικού του κόσμου. Αποσυρόμενος μεσούσης της σεζόν, έχοντας μόλις παίξει σε ένα Μουντιάλ με τον Δράκο στο στήθος, οδηγώντας την Εθνική του στο πρώτο Παγκόσμιο μετά από 64 χρόνια.
Έτσι θέλησε να πει “αντίο”, μόλις στα 33 του αλλά γεμάτος. Γεμάτος από στιγμές, από γκολ, από τίτλους, από ρεκόρ. Μα, αν τον ρωτήσει κανείς τι κράτησε, δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από την αγαπημένη του Ουαλία, από εκείνη τη φοβερή πορεία ως τα ημιτελικά του Euro 2016 και το Μουντιάλ του Κατάρ.
Γιατί πάντα η μεθυστική αγάπη της πατρίδας του έδειχνε να του χαρίζει ισορροπία στον γκρεμό της κριτικής και των απαιτήσεων της Μαδρίτης. Ο Κόκκινος Δράκος με έναν μαγικό τρόπο έβαλε το λιθαράκι του, φρόντισε να μείνει και ο Γκάρεθ Μπέιλ άκαυστος. Και τελικά όχι απλώς να μη γίνει στάχτη στις ασταμάτητες μάχες με τις φλόγες της καριέρας του αλλά να σφυρηλατηθεί έτσι ώστε τα -αναμφίβολα υπαρκτά- μελανά σημεία του να ατονίσουν μπροστά στο παιχνίδι του, στο πανέμορφα εντυπωσιακό ποδόσφαιρό του σε κάθε κρίσιμη στιγμή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ράιαν Γκιγκς: Εις το όνομα του πατρός