“Aquí me pongo a cantar, al compás de la vigüela que al hombre que lo desvela una pena extraordinaria, como el ave solitaria con el cantar se consuela”.
O Gaucho Martin Fierro, το διάσημο ποίημα του Χοσέ Ερνάντεζ, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1872.
Μέσα στο διάστημα μιας επταετίας είχαν ήδη εξαντληθεί έντεκα εκδόσεις, πάνω από 48 χιλιάδες αντίτυπα είχαν πωληθεί μόνο σε Αργεντινή και Ουρουγουάη, αριθμός άκρως εντυπωσιακός για τα δεδομένα της εποχής.
Ο Gaucho θεωρείται και είναι άνθρωπος θαρραλέος, γενναιόδωρος, συνηθισμένος στις επιτυχίες αλλά και στις κακουχίες.
Μέσα στη βαρετή ομοιομορφία του τοπίου και της καθημερινότητας, συχνά μελαγχολεί, μετατρέπεται σε αντιήρωα, πάντοτε όμως διατηρεί τη σχέση του με τους πιστούς του, θαυμαστές που τον λατρεύουν επειδή ακριβώς δεν είναι άτρωτος και έχει αδυναμίες.
Είναι πολύ πιο γοητευτικός, διότι μπορεί κανείς να ταυτιστεί πιο εύκολα μαζί του, είναι απτός, αντιφατικός, είναι θαρραλέος και αληθινός, μερικές φορές γίνεται ακόμα και άξεστος.
Όπως ο Τζίτζι Μπουφόν.
Ο Μπουφόν είναι ήρωας, αλλά ανέκαθεν στην καριέρα του είχε μελανά σημεία. Η ιστορία με τα παράνομα στοιχήματα, η υπόθεση ντόπινγκ στη Γιουβέντους, οι ακροδεξιές αναφορές, το διαζύγιο, η κατάθλιψη. Ο Gigi είναι αληθινός, άξεστος, τρωτός, απτός ήρωας. “Gaucho” αλλά ήρωας.
Γι’ αυτό, τον λατρεύει ο κόσμος, εντός κι εκτός ιταλικής επικράτειας, γι’ αυτό αρέσει στις γυναίκες, γι’ αυτό αναγνωρίζεται από φίλους και εχθρούς περίπου ως τελευταίος επιζών μιας γενιάς ποδοσφαιριστών που δεν υπάρχει πια.
Η ιστορία του τερματοφύλακα Μπουφόν είναι αυτή που εκκινεί το αίσθημα συμπάθειας, η προσωπική του ζωή και οι επιλογές του είναι δευτερεύουσας σημασίας, εναπόκεινται σε άλλου είδους κριτική και εν κατακλείδι ενδιαφέρουν τους λίγους.
Η ιστορία του Τζίτζι διαφέρει γιατί ομοιάζει με αρκετές ιστορίες Ιταλών τερματοφυλάκων του παρελθόντος, όπως του μεγάλου μεταπολεμικού ήρωα της εθνικής Ιταλίας Τζιουζέπε Μόρο, για τον οποίο ο θρύλος λέει πως έμαθε να πέφτει και να βουτάει στον πόλεμο, στο μέτωπο της Σικελίας, σε ένα πρόχειρο καταφύγιο για να αποφύγει τις βόμβες από τις αεροπορικές επιδρομές.
Ο Τζίτζι γεννήθηκε στην Carrara στις 28 Ιανουαρίου του 1978, τα νηπιακά και τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην La Spezia, πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στο Canaletto.
Του άρεσε να παίζει στο κέντρο, το μαρτυρά και η πρώτη του φωτογραφία με την ομάδα, είναι το ψηλότερο παιδί σε εκείνη την εικόνα του 1986 και σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στο κλασσικό παραμύθι του «φαινόταν από τότε ότι…».
Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο σαν μέσος, αλλά είχε τα σωματικά προσόντα και γι’ αυτό τον πήρε η Perticata, μια επίσης συνοικιακή ομάδα και πάλι κοντά στην Carrara, στη συνέχεια η Bonascola και 13 Ιουνίου του 1991 η Πάρμα αντί 15 εκατομμυρίων λιρών.
Η Πάρμα αγόρασε ένα αγόρι ψηλό και δυνατό, 13 ετών, το οποίο πίστευε πως μπορεί να «πλάσει» ώστε να το μετατρέψει σε εκείνους τους οδοστρωτήρες αμυντικούς χαφ που έκαναν θραύση τότε στο campionato.
Πράγματι, τον πίστευαν διότι ο μικρός δούλευε και αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο, άκουγε τους προπονητές, δεν διαμαρτυρόταν στην προπόνηση.
Κι εκείνος όμως δεν μπορούσε να φανταστεί την καμπύλη της μοίρας, τη συνωμοσία του σύμπαντος που τον οδήγησε στο δρόμο που τον μετέτρεψε σε “Gaucho”.
Έναν χρόνο μετά την έλευσή του στο Tardini, τραυματίστηκαν όλοι (!) οι τερματοφύλακες της νέων, ο προπονητής έκανε σήμα στον πιο ψηλό και τον πιο γεροδεμένο να καθίσει κάτω από τα γκολπόστ. Ο Τζίτζι χωρίς να έχει ιδέα τι σηματοδοτούσε αυτή η εξέλιξη, σε μια τριετία από τερματοφύλακας της «καραμπόλας» στην ομάδα νέων, θα παίξει βασικός στη Serie A.
Ήταν ένα Πάρμα – Μίλαν του 1995, σε ένα ποδόσφαιρο που όσοι το έζησαν το λατρεύουν και θα το λατρεύουν για πάντα. Αρκεί μόνο η παράθεση ορισμένων εκ των ονομάτων που μεσουρανούσαν τότε: από τη μια Στόιτσκοφ, Τζόλα, Ντίνο Μπάτζιο, από την άλλη Ντεσαγί, Εράνιο, Γουεά, για να αναφερθούν μόνο ορισμένα από τα ιερά τέρατα και των δύο ομάδων.
Το ματς ήταν προγραμματισμένο για την 9η αγωνιστική, 19 Νοεμβρίου, είχε έναν περήφανο φθινοπωρινό ήλιο και η Emilia ήταν στο πόδι.
Ο βασικός τερματοφύλακας της Πάρμα όμως είναι τραυματίας και ο προπονητής της, η γέρικη αλεπού Νέβιο Σκάλα, έχει να επιλέξει ανάμεσα στον τριαντάχρονο γυρολόγο Αλεσάντρο Νίστα και τον τερματοφύλακα της “primavera”, ένα δεκαεπτάχρονο παιδί παντελώς άγνωστο σε όλους.
Ο Τζίτζι «μπουκάρει» με άγνοια κινδύνου και με εκείνο το θάρρος που τον χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα και βγάζει τρεις κορυφαίες φάσεις, τις δύο στο πρώτο ημίχρονο.
Ο Εράνιο ελέγχει την μπάλα μόνος του λίγο έξω από την περιοχή της Πάρμα, είναι έτοιμος να πλασάρει στο τετ α τετ και προς έκπληξη όλων, ο πιτσιρικάς βγαίνει από την εστία, «επιτίθεται» στη μπάλα και κάνει τάκλιν στα πόδια του αντιπάλου.
Στη δεύτερη, ο Μπόμπαν γεμίζει, ο Ρομπέρτο Μπάτζο παίρνει την κεφαλιά αν και κοντύτερος όλων, όμως ο Τζίτζι μπλονζάρει και μπλοκάρει. Θυμώνει, σηκώνεται και βάζει τις φωνές στην άμυνα. Μια άμυνα που αποτελείται από τους «χθεσινούς» Σενσίνι, Καναβάρο, Φερνάντο Κόουτο και Μπεναρίβο.
Στο δεύτερο ημίχρονο ο Μάρκο Σιμόνε που μπήκε στη θέση του Ρομπέρτο, κάνει το pivot και πυροβολεί. Είναι από τις πολύ δύσκολες φάσεις για τον τερματοφύλακα διότι δεν έχει ορατότητα και δεν προλαβαίνει να αντιδράσει. Ο Τζίτζι αποκρούει με τα πόδια, είναι το πρώτο «θαύμα» στην καριέρα του.
Ο μικρός γίνεται το θέμα της ημέρας, οι δημοσιογράφοι, αμέσως μετά το τέλος του αγώνα, ξεθάβουν ακόμη και τον παππού του, τον Λορέντσο, που κάποτε έπαιζε ποδόσφαιρο, τον ρωτούν αν έχει πάρει συμβουλές, ποιο είναι το μυστικό, αν πιστεύει ότι θα φτάσει ψηλά. Ο Τζίτζι απάντησε ότι δεν ζητά συμβουλές από κανέναν, βγήκε να παίξει σαν να επρόκειτο για την “primavera”, δεν τον απασχόλησε η Μίλαν. Αμέσως του κολλάνε την ταμπέλα του «αντιδημοσιογραφικού».
Και οι δημοσιογράφοι κάνουν το ίδιο λάθος με όλους μας: τους ξεγελά το παρουσιαστικό και το “συμπεριφέρεσθαι” του Μπουφόν, ξεχνούν ότι είναι 17 και του φέρονται σαν να είναι 27.
Έκανε 9 ματς σε εκείνο το πρώτο πρωτάθλημα ο Τζίτζι, στο μεταξύ κλήθηκε στην εθνική Ελπίδων, πιο πριν είχε αγωνιστεί και στη Νέων και στην Παίδων.
Δεν τον είχε προσέξει καλά-καλά κανείς γιατί ανήκει στην ίδια φουρνιά με Ντε Σάνκτις, Πίρλο, Αμπροζίνι, Μπαρόνιο, Πεζαρέζι, Τότι, Βέντολα.
Μετά απ’ εκείνο το παιχνίδι με τη Μίλαν, τον πρόσεξαν όλοι. Την επόμενη σεζόν είναι ο βασικός γκολκίπερ της Πάρμα: 29 ματς, 21 γκολ παθητικό. Πάντοτε έκλεινε με θετικό πρόσημο τη σεζόν του στην Πάρμα, με εξαίρεση μόνο μια χρονιά.
Τρέχουμε το ρολόι μπροστά, κατ’ ευθείαν στο 1997. Είναι δεκαεννιά και αγωνίζεται βασικός σε μια από τις (τότε) μεγάλες ομάδες του ιταλικού πρωταθλήματος. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο όμως.
Το ημερολόγιο γράφει 29 Οκτωβρίου, η Ιταλία αντιμετωπίζει τη Ρωσία για τα νοκ άουτ της πρόκρισης στο μουντιάλ της Γαλλίας.
Το πρώτο παιχνίδι στη Μόσχα, το τοπίο ακριβώς όπως το φανταστήκατε: χιόνι, πάγος, τσουχτερό κρύο, πορτοκαλί μπάλα. Βασικός στη squadra azzurra ο Τζιανλούκα Παλιούκα, βετεράνος τότε στην Ίντερ «των παρτιζάνων» με το πέναλτι του Ιουλιάνο στον Ρονάλντο, τα χαμένα πρωταθλήματα, τη Γιούβε «του Μότζι».
Λίγο μετά το μισάωρο, ο Παλιούκα κάνει την έξοδο για να προλάβει τον Καντσέλσκις, ο Ρώσος γλυστρά στον πάγο, συγκρούεται βάναυσα με το γόνατο του Λούκα.
Ο Παλιούκα αποχωρεί σφαδάζοντας, ο τέταρτος σηκώνει τον πίνακα, ανάβει το «12». Όλοι στο γήπεδο, ακόμη και οι περισσότεροι Ρώσοι, φορούν αυτά τα ιδιότυπα μάλλινα κασκόλ για να ζεσταίνουν το λαιμό, θερμοφανέλες, εκείνα τα αντιτουριστικά μαύρα καλσόν.
Το «12» μπαίνει στο γήπεδο απλώς με τη φανέλα και το σορτσάκι.
Είναι η πρώτη φορά του Gaucho στην εθνική. Θα νικηθεί μόνο με το αυτογκόλ του συμπαίκτη του στην Πάρμα, Φάμπιο Καναβάρο, και οι Ιταλοί θα αποδράσουν με το πολύτιμο 1-1 από τη Μόσχα.
Ήταν οι χειρότερες δυνατές συνθήκες για ντεμπούτο, η πιο ακατάλληλη στιγμή για να ξεκινήσει μια καριέρα με το εθνόσημο. Θα το παραδεχτεί χρόνια αργότερα και ο ίδιος ο Τζίτζι.
Αυτό που δεν κατάλαβε είναι ότι μέσα στην κακουχία και το ψύχος γεννήθηκε ο superman, απλώς καθυστέρησε κάποιους μήνες να εμφανιστεί. Γιατί εμφανίστηκε και μάλιστα εμφατικά.
Τον Μάρτιο του ’98, με εντελώς διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, στην πρώτη ουσιαστικά παράσταση του ήρωα στην ιστορία της καριέρας του.
Η Πάρμα κέρδισε 1-0 την Ίντερ με ένα γκολ του μεγάλου Ερνάν Κρέσπο, μικρή σημασία έχει όμως ποιος έβαλε το γκολ, το ζητούμενο ήταν ποιος έσωσε την ομάδα από το διασυρμό.
Το αποκορύφωμα είναι η απόκρουση στο πέναλτι του Ρονάλντο με μια υπεράνθρωπη εκτίναξη στη δεξιά γωνία. Η μπάλα καταλήγει στο Λιλιάν Τουράμ που τη διώχνει στην επίθεση και γυρίζει να συγχαρεί τον πιτσιρικά. Μένει έκπληκτος. Με τη μπάλα να παίζεται, ο Τζίτζι έχει καβαλήσει τις πινακίδες, έχει πηδήξει στα κάγκελα και έχει γραπωθεί στο συρματόπλεγμα στο πέταλο. Είναι η πρώτη επαφή του ειδώλου με τους πιστούς, η πρώτη φορά που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Ήταν μόλις 20.
Μετά το ματς πετάει τη φανέλα, από μέσα φορά ένα μπλε t-shirt με κόκκινες και κίτρινες λεπτομέρειες. Το πλάνο ανοίγει, το t-shirt είναι η στολή του Σούπερμαν. Κυριολεκτικά.
Έκτοτε, όλοι τον αποκαλούσαν σούπερμαν, άλλοι τον χλεύαζαν ως Κλαρκ Κεντ, εκείνος δεν αντέδρασε ποτέ, απαντούσε με ρητά, με «χρησμούς», κάτι ανάμεσα σε Γιάννη Ιωαννίδη και Άγγελο Αναστασιάδη, όσο κι αν φαίνεται αταίριαστο και απίστευτο.
Στο βιβλίο του “Numero Uno” θα αναφερθεί πολλάκις σε εκείνο το παιχνίδι με την Ίντερ, στα απόνερα, στη μετέπειτα σχέση του με τους nerazzurri.
Στο δικό του προσωπικό top5 έχει δύο παιχνίδια με την Ίντερ μέσα, τη θεωρεί ως την ομάδα που έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στη σταδιοδρομία του. Με την Ίντερ είναι και η απόκρουση της ζωής του.
Μπαράζ στη Βερόνα για την έξοδο στο Champions League, το τελευταίο ματς του Βούδα με τους nerazzurri. Θα το είχε ξεχάσει όλος ο κόσμος εάν δεν υπήρχε αυτή η λεπτομέρεια, κυρίως όμως η απόκρουση του Μπουφόν στο σουτ του Αλβάρο Ρεκόμπα.
Όσοι θυμούνται το φαλτσαριστό φάουλ του Ρομπέρτο Κάρλος που άφησε άναυδο τον Μπαρτέζ, ίσως μπορέσουν να καταλάβουν περί τίνος επρόκειτο.
Όπως και στο ασύλληπτο σουτ του Βραζιλιάνου, έτσι και στη μαγεία του Ουρουγουανού, η μπάλα από τα φάλτσα βγήκε έξω από το τηλεοπτικό πλάνο. Ένα πλάνο στο οποίο δεν υπήρχε καν η φιγούρα του Μπουφόν, μέχρι που μία τεντωμένη κιτρινωπή μάζα εμφανίστηκε και διέκοψε το ταξίδι της μπάλας στο βάθος της εστίας.
Ο Μπουφόν είχε δώσει ώθηση στο κορμί του με τα γόνατα, τους μύες, είχε σχεδόν «κολυμπήσει» οριζόντια στον αέρα, σαν ψάρι στο νερό. Απέκρουσε με το αντίθετο χέρι, το είχε εκτείνει τόσο πολύ που στο replay φαίνεται σαν να χρησιμοποίησε ένα αόρατο πτυσσόμενο χέρι.
Προσγειώνεται σαν ακροβάτης σε τσίρκο, σαν άλλος αθλητής κρίκων σε τελικό Ολυμπιακών Αγώνων. Το κοινό έχει σωπάσει μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι είδε, τι συνέβη, πως το έκανε. Ο Ρομπέρτο Μπάτζο στον πάγκο πιάνει το μέτωπο να δει αν είναι πυρέσσων και έχει παραισθήσεις. Έχει γουρλώσει τα μάτια και η κάμερα τον συλλαμβάνει να λέει “Incredibile. Grande Gigi!” (απίστευτο, μεγάλος Μπουφόν!). Με τον καιρό αποδείχτηκε ότι αυτού του είδους την απόκρουση ο Τζίτζι την «είχε».
Τώρα πια, οι καλοί φίλοι Ιταλοί που είναι το ίδιο υπερβολικοί και ευφάνταστοι με τη δική μας τη ράτσα, έχουν ονομάσει την απόκρουση με αντίθετο χέρι και εκτίναξη-βολίδα, «απόκρουση Τζιανλουίτζι».
Με τα χρόνια έμεινε το «Τζιανλουίτζι» σκέτο, προστέθηκε στο λεξικό της ποδοσφαιρικής slang, είναι κάτι φυσιολογικό, αναφέρεται στις μεταδόσεις. Ο Μπουφόν πια γελάει, λέει απλώς ότι η δουλειά του τερματοφύλακα είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο στο κενό.
Γελάει όμως διότι σε εκείνον είναι έμφυτη η ικανότητα, το ένστικτό του δεν λαθεύει, τα σωματικά του προσόντα του επέτρεπαν να εκτινάσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτά νόημα η παρομοίωση με ακροβάτη ή λογής αιλουροειδές.
Σε ένα παιχνίδι κάποτε, ενάντια στην Παραγουάη, παραδέχτηκε πως ό,τι είδαμε ήταν καθαρό ένστικτο, δεν ήταν μια εντυπωσιακή επέμβαση όπως στο σουτ του Ρεκόμπα, ένα ξέσπασμα όπως με τον Ρονάλντο.
Αυτό είναι το περίεργο, ότι ένα χέρι σηκώνεται ξαφνικά, ενώ το σώμα είναι σχεδόν έτοιμο για την προσγείωση. Μέσα στη σύγχυση, μια απόφαση που ελήφθη το τελευταίο δευτερόλεπτο, με τη μπάλα να αλλάζει κατεύθυνση. «Αίλουρος», το λέγανε οι παλιοί, πολύ απλά διότι δεν γινόταν τέτοια εκτίναξη και αντίδραση να την έχει ανθρώπινο σώμα.
Ο Μπουφόν, πολύ πριν πάει στην Γιούβε και γίνει ευρύτερα και παγκοσμίως γνωστός, είχε λάβει το χαρακτήρα του αιλουροειδούς superman.
Ναι, τόσο υπερβολικό. Είχε προλάβει να κερδίσει τίτλους και στην Πάρμα, είχε κατακτήσει το κύπελλο το ’99 εναντίον της Φιορεντίνα, το UEFA εναντίον της Μαρσέιγ, είχε προλάβει να τσακωθεί, να τα βρει, να τα ξαναχαλάσει με όλους και όλα.
Διότι ο Τζίτζι ήταν παρεξηγήσιμος από μικρός, εκεί που τον θαύμαζε όλο το γήπεδο, μπορούσε να σου κάνει μια κίνηση και να τον μισήσεις, μια δήλωση και να απορήσεις. Έχω την αίσθηση ότι το έκανε πάντοτε αυθόρμητα, παρά τη θέλησή του, έτσι του έβγαινε.
Το μπινελίκι στους συμπαίκτες, όταν η Πάρμα παρέπαιε, το περίφημο 88 του κωδικοποιημένου ΗΗ στη φανέλα που άντεξε ελάχιστα από το μπουχό που σηκώθηκε (και έγινε 77), οι ακροδεξιές απόψεις, το ύφος του κουταβιού. Όλα μη επιτηδευμένα, αλλά άκρως παρεξηγήσιμα.
Δεν φρόντισε και ο ίδιος να τα ξεκαθαρίσει ποτέ, προτιμούσε την αδιόρατη μελαγχολία στο βλέμμα του και τις «μηχανικές» απαντήσεις στις συνεντεύξεις που αφορούσαν τις επιλογές του εκτός ποδοσφαίρου.
Ήρθε πρώτα το μπλουζάκι με το «Boia chi molla» (μεταπολεμικό motto νεοφασιστών) και μετά η διασύνδεση με το περίφημο «88».
Είχε γίνει χαμός στην Ιταλία με εκείνο το «88». Διότι το «88» είναι το αγαπημένο νούμερο των νεο-Ναζί, λόγω της θέσης του: όγδοο γράμμα του αλφαβήτου και σε ένα περίεργο παιχνίδι «κωδικών» το οκτώ και οκτώ γίνεται Η και Η. Δεν είναι δα και δύσκολο να γίνει μετά ο συνειρμός: ΗΗ ίσον Heil Hitler.
Ο ίδιος έγραψε ότι θα ήθελε να έχει το 00, το 01 για να τιμήσει το General Lee, το Dodge των Dukes of Hazzard, μιας τηλεοπτικής σειράς που λάτρευε πιτσιρικάς και τον ενέπνευσε να γίνει τερματοφύλακας.
Μην προσπαθείτε να βρείτε νόημα, αυτός είναι ο Μπουφόν, ικανός να σε τρελάνει τελείως με την πιο απροσδόκητη ατάκα. Όταν το καλοκαίρι του 2001 τον αγόρασε η Γιουβέντους, τελευταία χρονιά πριν τη νομισματική ένωση στα κράτη-μέλη της ΕΕ, είναι η ακριβότερη μεταγραφή.
Κοστίζει 105 δισεκατομμύρια λιρέτες, ο Τουράμ επί παραδείγματι κόστισε 70, ο Σάλας 25, ο Νέντβεντ 70. Ο Τζίτζι όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι ο Ζιντάν κόστισε 150 κι αν σκεφτόταν την τρέλα της μεταγραφής του, δεν θα έπρεπε καν να κατέβει να παίξει.
Στη Γιουβέντους τον υποδέχθηκαν πολύ μετρημένα, σχεδόν επιφυλακτικά. Ορθώθηκε μπροστά του η κληρονομιά του Τακόνι, του Περούτσι, του τοτέμ Τζοφ. Ο Τζίτζι αντί να τρομάξει με τα ονόματα που του αράδιαζαν δημοσιογράφοι και ιθύνοντες, χαμογελούσε, το ίδιο κάνουμε κι εμείς πια συγκρίνοντάς τον πχ με τον συμπαθή, αλλά «γήινο» Τακόνι.
Η μεταγραφή (για την ακρίβεια η τόσο ακριβή μεταγραφή) σε μεγάλη ομάδα έφερε και την πρώτη κριτική, τους πρώτους «ειδικούς» που απαριθμούσαν τα ελαττώματά του. Ο Μπουφόν δεν έχει έξοδο, όταν η μπάλα είναι στον αέρα δειλιάζει, τρώει τα συρτά, κάνει μόνο «ποζεριές» και εντυπωσιακές εκτινάξεις.
Γενικώς, ο Τύπος στην Ιταλία είναι αδηφάγος, ειδικά στο Τορίνο και μετά την πώληση του Ζιντάν, ο Τύπος ήταν ανυπόφορος. «Βιδωμένος στον ασβέστη της γραμμής του τέρματος» είναι η πιο ήπια κριτική στο καινούριο #1 της Γιούβε.
Ο Gaucho ξαναμελαγχολεί, κλείνεται, αισθάνεται πάλι μόνος και μόνος στο μουντό Τορίνο, σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ ροπή στην κατάθλιψη, όσα λεφτά κι αν διαθέτεις. Στην Εθνική είχε χάσει τη θέση από τον πολύ καλό Τόλντο, είχε σπάσει τον καρπό του και θεωρήθηκε τεράστιο ρίσκο η χρησιμοποίησή του στο Euro του 2000.
Χρειάστηκε να επιστρέψει ο μεγάλος «Τραπ» στην Εθνική για να ξαναφορέσει φανέλα βασικού ο Τζίτζι, με κληρονομιά ωστόσο τις μαγικές εμφανίσεις του Τόλντο και έναν Γολγοθά να αποδείξει όχι απλώς ότι είναι ο καλύτερος Ιταλός τερματοφύλακας, αλλά ο καλύτερος παγκοσμίως.Ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι κριτικάρουν τον Τραπατόνι που προτιμά τον Μπουφόν, οι Ιταλοί πολύ δύσκολα θα ξεχάσουν τις εμφανίσεις του Φραντσέσκο Τόλντο, ειδικά στον ημιτελικό με την Ολλανδία στο Eurο, που χάθηκε αργότερα στον τελικό με το μελοδραματικό τρόπο που οι ίδιοι λατρεύουν από τους Γάλλους.
Τα λάθη του Τζίτζι μεγιστοποιούνται, φάσεις για τις οποίες οι 99 στους 100 τερματοφύλακες δε φέρουν ευθύνη και λέγεται εύκολα η ατάκα «άπιαστο», στον Μπουφόν γίνονται σημαία «ανικανότητας».
Ο Τόλντο μιλάει ανοιχτά για παιδιά και αποπαίδια του Τραπατόνι, αθλητικές εκπομπές ακόμη και εν μέσω πρωταθλήματος ασχολούνται με την κόντρα του διδύμου Μπουφόν – Τόλντο, η ποδοσφαιρική Ιταλία είναι διχασμένη και το κλίμα είναι σαφώς εναντίον του Τζίτζι «της ευνοημένης Γιουβέντους» και υπέρ του Φραντσέσκο «της αδικημένης Ίντερ».
Οι αθλητικές εφημερίδες στη «μπότα» δεν χάνουν ευκαιρία: «Γκέλα Μπουφόν, στοίχισε τη νίκη στη Γιουβέντους», η TuttoSport, «Καταστροφή η Γιουβέντους, την κρέμασε ο Μπουφόν», η Gazzetta, «νέο λάθος Μπουφόν, 105 δισεκατομμύρια λόγοι που πρέπει να παίξει στην Εθνική ο Τόλντο», η Corriere dello Sport στο βορρά.
Ο Τζίτζι επηρεάζεται, φαίνεται και στο παιχνίδι του, Δεκέμβριο μήνα στο Highbury σε μια ήττα με 3-1 από την Άρσεναλ για το Champions League, θα χάσει τη μπάλα μέσα από τα χέρια του, λάθος που θα κοστίσει την ήττα.
Αντιδρά μετά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις και για πρώτη φορά γεννιέται η «υπεράσπιση του τερματοφύλακα». Δεν μπορεί μονίμως να είναι ο γκολκίπερ ο αποδιοπομπαίος τράγος και να χειροκροτείται μόνο όταν αποκρούει πέναλτι.
Ο Μπουφόν άλλαξε τη λογική και την προσέγγισή μας στους τερματοφύλακες, μπήκε στη ζωή μας η έννοια «κατεύθυνση της άμυνας», χαρακτηριστικά που ουδέποτε μας είχαν απασχολήσει. Είναι ο πρώτος που μίλησε για πραγματικά συλλογική ευθύνη στο γκολ, για κανονισμούς που βοηθούν τους επιθετικούς, για καινούριες μπάλες που αλλάζουν κατεύθυνση.
Το κάνει με τον τρόπο του, επιτιθέμενος, πολλές φορές πιο μπρούσκος απ’ ότι πρέπει.
«Να έρθουν οι δημοσιογράφοι να τους τρίψω τα 100 δισεκατομμύρια στα μούτρα, έχω συνηθίσει να τρώω σκ@τα, δεν με ενδιαφέρει να εμμείνω σε μια ακόμη αθλιότητα», η πιο ήπια κριτική του στη μεικτή ζώνη.
Όταν οι υπόλοιποι πανηγύριζαν το scudetto, ο Μπουφόν δήλωνε στην τηλεόραση του Stream τότε, ότι το ποδόσφαιρο αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα και έχει χάσει την αθωότητά του, γιατί διαρκώς κοινό και Τύπος, αναζητούν το ακόμα πιο εξεζητημένο, το πιο επιτηδευμένο, το απίθανο.
Η σεζόν 2002/03 ήταν για τον Τζίτζι όλα τα προηγούμενα, θαρρείς και βάλθηκε να αποδείξει ότι το απίθανο γίνεται πιθανό, το αδύνατο δυνατό. Ίσως γι’ αυτό εκείνη τη σεζόν παγιώθηκε ως ο καλύτερος στον κόσμο, μετά από πολύ κόπο, μετά από μια αδιάκοπη σύγκριση με έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και τερματοφύλακα, τον Νέλσον Ντίντα.
Ο Ντίντα αγωνιζόταν τότε στην Μίλαν και 23 Μαΐου του 2002 στο Old Trafford του Manchester, διεξάγεται ο τελικός του Champions League: Γιουβέντους – Μίλαν, Μπουφόν Vs Ντίντα.
Η Ιταλία είναι στο πόδι, δεν συμβαίνει κάθε μέρα μια εμφύλια διαμάχη για ένα ποδόσφαιρο που τότε άρχιζε να «παρακμάζει» και να παραδίδει τα σκήπτρα στην Premiership, στη Liga, στη διαρκώς αναπτυσσόμενη Bundesliga.
Ο συγκεκριμένος τελικός είναι παντελώς «ιταλικός», εντελώς «αντιτουριστικός», πολύ μακριά από τη «χαρά του θεάματος» που ονειρεύονταν τότε όλοι οι αξιωματούχοι της UEFA.
Λευκή ισοπαλία, αποθέωση της τακτικής, σκληρά μαρκαρίσματα, ψυχολογικός πόλεμος, σύγκρουση δύο κόσμων. Ανιέλι εναντίον Μπερλουσκόνι, οι πιο επιτυχημένοι εντός συνόρων εναντίον των καλύτερων εκτός.
Ο Τζίτζι ξέρει ότι πρέπει να υπερβάλλει εαυτόν, ο Ντίντα έχει μια διαστημική άμυνα να τον προστατεύει, ο Μπουφόν είναι η άμυνα της Γιούβε.
Αποκρούει το γυριστό του μεγάλου πρώην, Πίπο Ιντζάγκι, είναι ίδια φάση όπως εκείνη του Σιμόνε, το 1995, στο Tardini: pivot και σουτ. Το έβγαλε, είναι η πιο δύσκολη φάση στο ματς, η μοναδική που θα μπορούσε να το ξεκλειδώσει.
Μοιραία οδηγούμαστε στα πέναλτι, οι ανάσες κόβονται, οι παλμοί στο κόκκινο, ένταση στα ύψη.
Ο Ντίντα, τετράγωνος και προγραμματισμένος, επιλέγει γωνίες και πέφτει. Άψογα, τεντώνοντας τα άκρα και διατηρώντας την ψυχραιμία του. Βγάζει τρία πέναλτι, μοιάζει ανίκητος.
Ο Τζίτζι αντιπαραθέτει την ψυχή του, την καρδιά του, το ζει μαζί με το πέταλο. Βγάζει κι αυτός το πέναλτι του Ζέερντοφ, αποκρούει το πέναλτι του Καλάτζε και γυρνάει στον κόσμο με τις γροθιές σφιγμένες και τις φλέβες έξω απ’ το λαιμό, πεταμένες όσο ποτέ.
Το κρίσιμο πέναλτι είναι του Αλεσάντρο Νέστα, το προτελευταίο, γιατί το τελευταίο είναι του Σέβα, του Ουκρανού που δεν αστοχεί ποτέ.
Κλασσική εικόνα, λίγα μέτρα φόρα, κοντινό στα ιδρωμένα και ωχρά πρόσωπα, ο κόσμος στο πέταλο να δαγκώνει τα κασκόλ, ο Νέστα τακτοποιεί το μαλλί πίσω απ’ το αυτί, προσπαθεί να κρύψει το άγχος του.
Το χτύπημα του Νέστα είναι κακό, σουτάρει εκεί που είχε στοχεύσει αλλά «δεν τη βρίσκει καλά», το σουτ δεν είναι ούτε συρτό, ούτε πηγαίνει ψηλά.
Ο Τζίτζι έχει πέσει σωστά, έχει προβλέψει ότι η μπάλα θα πάει αριστερά. Έχει πέσει όμως υπολογίζοντας ότι ο Νέστα «θα τη βρει γεμάτα» που λέμε. Το κορμί του ακουμπάει ήδη στο χορτάρι όταν αντιλαμβάνεται ότι η μπάλα για εκατοστά θα περάσει από πάνω του.
Υψώνει το βραχίονα μήπως και ανακόψει την πορεία της τελευταία στιγμή. Η μπάλα περνάει, είναι μέσα. Χέρια στο πρόσωπο, ο Τζίτζι δεν μπορεί να το πιστέψει.
Έχει ήδη ψηφιστεί καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης, ξέρει ότι εάν κατακτούσε το μεγάλο Κύπελλο με τ’ αυτιά πιθανότατα θα κατακτούσε και τη χρυσή μπάλα, επίτευγμα αδιανόητο για τερματοφύλακα, παράσημο αντάξιο τερματοφυλάκων επιπέδου Γιασίν, θρύλων της θέσης και του αθλήματος.
Ο τελικός του Manchester θα τον σημαδέψει, τον θεωρεί μία από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες της καριέρας του, είναι η απογοήτευση της ποδοσφαιρικής ζωής του, όπως θα πει σε μια σπάνια συνέντευξη στο Sky Sports πριν χρόνια.
Αισθανόταν ότι υστέρησε παρόλο που είχε αποκρούσει δύο πέναλτι, παρόλο που κράτησε την Γιουβέντους όρθια σε όλο το ματς, παρότι με τις φωνές και τη συμπεριφορά του πήρε από το χέρι όλους τους συμπαίκτες του και τους βοήθησε να αντέξουν σε έναν από τους πιο δύσκολους τελικούς όλων των εποχών.
«Το ήθελα για τον εαυτό μου, το ήθελα για τον κόσμο, για την ομάδα. Στο τέλος κανείς δεν θυμάται τον χαμένο εκτός από τον ίδιο τον χαμένο» θυμάται σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι ο τελικός του Manchester συνέπεσε με την πιο σκοτεινή του περίοδο σε προσωπικό επίπεδο, μια περίοδο που όπως ομολογεί αργότερα, έπασχε από κατάθλιψη και τον είχαν καταβάλλει τόσο οι αλλαγές σε προσωπικό επίπεδο, όσο και η αποτυχία του τελικού. Ακουμπάει το θέμα και στο βιβλίο του, παραδέχεται ότι κατέφυγε στα χάπια, ότι κλείστηκε, ότι σκέφτηκε να τα παρατήσει.
Πίστευε ότι δεν μπορεί να βρει τη σωστή γυναίκα, ότι η Αλένα (Αλένα Σερέντοβα, τότε σύζυγός του) ήταν ένα πολύ μεγάλο λάθος, ότι δεν μπορεί να ευτυχήσει γιατί πλημμύριζε το μυαλό του με ερωτήσεις και σκέψεις που δεν έχουν απαντήσεις.
Έπρεπε από τη μια να προστατεύσει τη δημόσια εικόνα του και από την άλλη να ισορροπήσει με τον εαυτό του, όφειλε να βρει τη λεπτή γραμμή ισορροπίας ανάμεσα στον Τζίτζι και τον Μπουφόν, για την ακρίβεια δεν ήθελε πλέον να είναι ο Μπουφόν.
Όλοι τον πλησίαζαν εξ αιτίας της εικόνας του, ήθελαν λίγη από τη λάμψη του, τα λεφτά του, τις γνωριμίες του. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν είναι καλά, αν θέλει ψυχολογική στήριξη και βοήθεια.
Έκανε πολλά ακατανόητα πράγματα τότε, όπως η εγγραφή του στο τμήμα νομικής του πανεπιστημίου της Parma με πλαστά (!) πιστοποιητικά, γεγονός για το οποίο καταδικάστηκε και πλήρωσε πρόστιμο 3 χιλιάδων ευρώ, αργότερα επέλεξε να γίνει (με το αζημίωτο) testimonial της PokerStars, προϊδεάζοντάς μας τρόπον τινά για το μεγάλο σκάνδαλο με τα παράνομα στοιχήματα που ακολούθησε και παραλίγο να του στερήσει ακόμη και τη συμμετοχή στο Μουντιάλ της Γερμανίας.
Όλες αυτές τις πληγές, όλον αυτό τον κυκεώνα προβλημάτων και συμπεριφορών, κατόρθωσε να τα επουλώσει το Βερολίνο, η πιο «εξαγνιστική» κατάκτηση παγκοσμίου κυπέλλου στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ολόκληρο το ιταλικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή τελούσε αν όχι υπό διάλυση, υπό σκληρή αμφισβήτηση.
Στο επίκεντρο η Γιουβέντους, ο Λουτσιάνο Μότζι, το περίφημο Calciopolis με τις υποκλαπείσες συνομιλίες, τα prepaid ελβετικά κινητά, τους στημένους αγώνες, το χορό αδικοπραξιών και παρασπονδιών ακόμη και με ιατρικό περιεχόμενο.
Ο Μπουφόν έχει περάσει μια πολύ δύσκολη περίοδο κατά την οποία υπήρχαν μεν κάποιες νίκες με τον Καπέλο στον πάγκο της Γιούβε, οι αποτυχίες όμως ήταν πολύ περισσότερες με κορυφαία την «εθνική» απογοήτευση του Euro της Πορτογαλίας.
Δυο νύχτες πριν το μεγάλο τελικό του Βερολίνου, 9 Ιουλίου του 2006, ο Τζίτζι στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, μέσα του ένιωθε ότι σε εκείνον τον τελικό παίζει την ύπαρξή του, είναι οι πιο δύσκολες ώρες της ζωής του. Ήταν τόσο μεγάλο το βάρος και η ένταση που πάθαινε κράμπες πριν το ματς, από το διάδρομο των αποδυτηρίων.
Ως δια μαγείας, μόλις είδε το αχάρακτο Κύπελλο στο κέντρο, τοποθετημένο σε εκείνη την πρόχειρη θήκη, η πίεση έφυγε. Ξανάρθε μόνο στα τελευταία λεπτά όταν οι σφυγμοί ξανάρχισαν να χορεύουν σε επικίνδυνες ταχύτητες, πιο μετά στην παράταση ήρθε το σημάδι της μοίρας.
Το ρολόι έδειχνε το 102ο λεπτό, ο Ζινεντίν Ζιντάν αλλάζει με τον Σανιόλ, ο Βίλι βγάζει τη γλυκιά σέντρα στο ύψος του πέναλτι. Κεφαλιά-κανονιά του Ζιζού, απ’ εκείνες που ο τερματοφύλακας δεν προλαβαίνει να αντιδράσει, γιατί η δυναμική της φάσης είναι τέτοια που το καθιστά σχεδόν αδύνατο.
Ο Μπουφόν τινάζεται τεντώνει το κορμί του, απλώνει το δεξί και «γραπώνει» τη μπάλα στέλνοντάς την πάνω από το δοκάρι. Ο Ζιντάν έχει προχωρήσει, η κάμερα τον πιάνει με κατακόκκινο λαιμό να ουρλιάζει, να βγάζει από μέσα του όλη την πίεση της φάσης που θα μπορούσε να κρίνει ένα παγκόσμιο κύπελλο.
Αυτή την εικόνα του Ζιντάν προτιμώ να κρατήσω από τον τελικό, το αγρίμι που ήθελε το πιο ονειρικό τέλος καριέρας που υπάρχει, ένα αρπακτικό που ούρλιαζε για να τρομάξει το θήραμα.
Ο Ζιντάν λύγισε, έξι λεπτά αργότερα το κρανίο του αγριμιού σώριασε στο χορτάρι τον ασεβή Ματεράτσι, στο κύπελλο άρχισε να χαράζεται για πέμπτη φορά το όνομα της Ιταλίας.
Ο Τζίτζι το ήθελε τόσο πολύ εκείνο το Κύπελλο που έφτιαξε ένα άκρως κιτς ψηφιδωτό στον πάτο της πισίνας του σπιτιού του για να μην το ξεχάσει ποτέ. Ήταν πια εθνικός ήρωας μαζί με τους συμπαίκτες του, επέστρεψε στην Ιταλία και (ξανα)ξύπνησε ο εθνικιστής μέσα του.
Η εικόνα του στο Circo Massimo με το πανό «περήφανος που είμαι Ιταλός» και έναν κέλτικο σταυρό, επιβεβαίωσε τις φήμες. Δεν τον ένοιαξε καθόλου, κατά βάθος ποτέ δεν ένοιαζε.
Η προσγείωση στη ζοφερή πραγματικότητα έρχεται πολύ γρήγορα. Η Γιουβέντους τιμωρείται με υποβιβασμό στη Serie B, ο σύλλογος αλλάζει εκ βάθρων, νέος αθλητικός Διευθυντής, «αποστάσεις» από την οικογένεια Ανιέλι, τα αστέρια της ομάδας στους πέντε ανέμους.
Ο Αλέσιο Σέκο του ανακοινώνει πως η καλύτερη πρόταση που έχει στα χέρια του είναι εκείνη της Μίλαν. Ο Τζίτζι είναι αφοπλιστικός και του λέει «πρέπει οπωσδήποτε να φύγω;». Ο Σέκο έμεινε ακριβώς αυτό που λέει το όνομά του: σέκος, στεγνός, ενεός. Ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου στη Β’ Εθνική, ο κάτοχος του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Crotone και στο San Benedetto del Tronto, κάτι σαν ατραξιόν στο πιο μελανό φαινομενικά σημείο της καριέρας του, πριν καν κλείσει τα 30. Ο Τζίτζι έμεινε.
Και έμεινε επειδή -επιτέλους- ήταν ευτυχισμένος, μετά από πολύ καιρό ευτυχισμένος, μετά από χρόνια μακριά από την κατάθλιψη και τα «πρέπει» στη ζωή του.
Μαζί με τον Άλεξ Ντελ Πιέρο είναι οι εμβληματικές φιγούρες της μεγάλης επιστροφής, οι πιστοί που μπαίνουν στο πάνθεον της ιστορίας της Μεγάλης Κυρίας που στραπατσαρίστηκε κι αν δεν τους είχε στη σύνθεσή της πιθανόν δεν θα είχε επιστρέψει ποτέ. H Γιουβέντους ασφαλώς δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και προβιβάζεται.
Ο Μπουφόν δέχεται μόλις 21 γκολ σε 37 παιχνίδια, είναι εκ των πρωτεργατών της άνετης επιστροφής, η προσαρμογή όμως στη Serie A είναι πολύ δύσκολη. Για όλους, η Γιουβέντους είναι εκείνη που λήστεψε το βιος των υπολοίπων, ο Μπουφόν είναι ο τύπος που παίζει παράνομα στοιχήματα, που στήνει ματς, που ποντάρει απίστευτα ποσά ακόμα και σε κυνοδρομίες.
Παρά τη νικηφόρα πρεμιέρα, με το θριαμβευτικό 5-1 κόντρα στην Λιβόρνο, η Γιούβε δεν πατάει καλά. Το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, δηλώνει ότι πρέπει να υπερβάλλει εαυτόν για να μην τερματίσει η ομάδα στο ατιμωτικό δεξί μέρος του ταμπλώ.
Στο πολύ δύσκολο 2-3 εναντίον της Κάλιαρι στο νησί, κάνει μια απόκρουση βγαλμένη από τις εποχές του «superman», με τη λήξη του βγαίνει όλη η πίεση, πάει στο πέταλο με τους λιγοστούς οπαδούς της Vecchia Signora και εκτός εαυτού ουρλιάζει, κάνει χειρονομίες, γίνεται ένα μαζί τους: «επιστρέψαμε και θα τους γαμ…με».
Η επιστροφή πράγματι ήταν εντυπωσιακή. Μετά τις πρώτες σεζόν της προσαρμογής και της ολικής επαναφοράς στα ιστορικά στάνταρτς της ομάδας, η Γιουβέντους (ξανα)γίνεται Γιουβέντους, όταν αποχωρεί και ο Άλεξ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι η «δική του» Γιουβέντους, ο παλιόφιλος Πίρλο είναι σε δεύτερο πλάνο, γιατί δεν ήταν «εκεί» στα χρόνια της ανυποληψίας και της απομόνωσης από το ιταλικό ποδόσφαιρο, δεν έζησε όπως ο Μπουφόν την αποδοκιμασία, τον εξευτελισμό, τις δίκαιες και άδικες κατηγορίες για ό,τι βάζει ο ανθρώπινος νους.
Η Γιουβέντους και ο Μπουφόν επιστρέφουν εκκωφαντικά. Συνεχόμενα πρωταθλήματα, κύπελλα, ο τελικός του Champions League, έκτοτε πραγματικά μικρή σημασία έχει τί άλλαξε.
Απλούστατα διότι άλλαξαν ελάχιστα από τη στιγμή που το «τραίνο» ξαναμπήκε στις ράγες. Ο Τζίτζι είναι καλά, στην προσωπική του ζωή, μετά το διαζύγιο από γάμο με την Αλένα Σερεντόβα, με την οποία απέκτησαν δυο γιους, μένει αρκετό καιρό μόνος. Ξαναβρίσκει την ευτυχία στο πρόσωπο της δημοσιογράφου και παρουσιάστριας του Sky Sports, Ιλάρια Ντ’ Αμίκο, το 2016 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Λεοπόλντο-Ματία.
Δεν έπρεπε να αποδεχθεί την πρόταση της PSG, δεν έπρεπε να πάει στο Παρίσι, όσο κι αν τυφλώνουν τα φώτα του. Είχε ήδη αποχωρήσει από την εθνική από το Μάιο του 2018, είχε συμπληρώσει 17 χρόνια στη Γιουβέντους, ήταν τοπικός ήρωας.
Ποτέ όμως δεν ήθελε να μείνει απλώς ήρωας, ήθελε να είναι μπρούσκος, τρωτός, άξεστος.
Επέστρεψε στη Γιούβε σαν τον άσωτο υιό τον Ιούλιο του 2019. Πήρε τη φανέλα με το 77, είχε να τη φορέσει από τα χρόνια της Πάρμα. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Αποδέχθηκε το ρόλο του “δωδέκατου παίκτη”, έγινε εν γνώσει του η ρεζέρβα του Σέζνι, δίχως παραλογισμούς, βεντετισμούς και απίθανες απαιτήσεις.
Πρώτα ξεπέρασε το ρεκόρ συμμετοχών του Άλεξ Ντελ Πιέρο, έγινε εκείνος ο ποδοσφαιριστής που έχει φορέσει περισσότερες φορές τη φανέλα της Γιουβέντους. Μετά ξεπέρασε και τον Πάολο Μαλντίνι σε συμμετοχές στη Serie A, πολύ δύσκολα θα τον ξεπεράσει οποιοσδήποτε άλλος.
Έγινε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής με συμμετοχή στο Τσάμπιονς Λιγκ σε τέσσερις διαφορετικές δεκαετίες, 8 Δεκεμβρίου του 2020 όταν πάτησε το χορτάρι του Καμπ Νου, ήταν σχεδόν 42.
Ήταν κρίμα που οι κερκίδες ήταν άδειες, που δεν απολαμβάνει το τελευταίο χειροκρότημα απ’ όλους.
Το καλοκαίρι του 2021 όλοι ανέμεναν ότι θα κανονίσει μια συνέντευξη Τύπου και θα ανακοινώσει την αποχώρηση από το ποδόσφαιρο. Επειδή τα στερνά τιμούν τα πρώτα, η Πάρμα δεν τον άφησε. Η δική του Πάρμα.
“Επέστρεψε εκεί που ανήκει“ το moto των parmensi. Φόρεσε το σοφό του πια χαμόγελο και δήλωσε ότι επιστρέφει για να συμμετέχει ενεργά, όχι για ψυχολογική στήριξη ή μελλοντική ενασχόληση με τα διοικητικά της ομάδας.
Ένας τόσο μεγάλος τερματοφύλακας, μια τέτοια προσωπικότητα στη Serie B, μπροστάρης σε μια ομάδα που παλεύει να μείνει στην κατηγορία.
Θα μπορούσε να είχε σταματήσει χρόνια πριν, να έχει φορέσει κοστούμι και γραβάτα και να έχει αναλάβει διοικητικό πόστο οπουδήποτε. Δεν μπορούσε όμως να αφήσει το ποδόσφαιρο, ήταν πάνω απ’ αυτόν. Δύο χρόνια υπηρέτησε την Πάρμα, διέλυσε κάθε ρεκόρ, έγινε ο πρώτος τερματοφύλακας με 500 clean sheets στην ιστορία του Campionato, μάτωνε τα γόνατά του ως μη όφειλε. Σαν μικρό παιδί. Γιατί τέτοιος ήταν πάντα.
Στις 2 Αυγούστου του 2023 με ένα λιτό βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανακοίνωσε με πόνο ψυχής ότι σταματάει. Στα 45, πιο πλήρης από οποιονδήποτε άλλον στο σύγχρονο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Είχε καταλάβει πια. Μάς έγνεψε συγκαταβατικά, έχοντας ωριμάσει μέσα του και ανακοίνωσε ότι δίχως ποδόσφαιρο όλα θα είναι διαφορετικά στη ζωή του. Αμέσως μετά την ανακοίνωση, ο Πρόεδρος της Ιταλικής Ομοσπονδίας, ο Γκαμπριέλε Γκραβίνα του πρόσφερε τη θέση του αδικοχαμένου Τζιανλούκα Βιάλι στην Εθνική Ομάδα. Για τον Τζίτζι είναι απλό. Δεν αφορά τον εαυτό του η οποιαδήποτε απόφαση, πλέον είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι μπορούσε να φανταστεί, σαν ένα μνημείο ύψιστης ποδοσφαιρικής κληρονομιάς.
Μπορεί να άργησε, αλλά κατάλαβε ότι ήρωας, ο πραγματικός Gaucho τελικά, είναι εκείνος που δίνει τη ζωή του για κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro