Ήμουν ένα μικρό παιδάκι Δ’ Δημοτικού, όταν ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος που αγαπούσε το ποδόσφαιρο, μας πήρε από το χέρι μαζί με τον αδελφό μου και μας πήγε στις ακαδημίες του Τοξότη.
Το σπίτι μας ήταν στα προάστια της Λάρισας, αλλά από την άλλη πλευρά της πόλης. Κάθε μέρα, το ίδιο δρομολόγιο, για να πάμε στη προπόνηση.
Μέχρι τότε, έπαιζα μόνο στο σχολείο, αλλά πάντα επιθετικός. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πιτσιρίκι, ήθελα να βάζω γκολ, είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τα δίχτυα! Και, απ’ την πρώτη κιόλας χρονιά στον Τοξότη, άρχισα να διακρίνομαι. Σχεδόν κάθε χρόνο, ήμουν πρώτος σκόρερ στα πρωταθλήματα των μικρών ηλικιών!
Από τον Τοξότη στην ΑΕΛ και, μετά, στην Καλλιθέα
Ήμουν 14-15 χρονών κι έπαιζα ήδη στη Δ’ Εθνική ή Α’ Τοπικό.
Θυμάμαι, είναι το 1997, ίσως έναν χρόνο πριν ή έναν μετά, όταν βάζω σε μια σεζόν 40 γκολ, αν και μόλις 17 ετών! Εκεί, εμφανίζεται η Λάρισα και όλα γίνονται πολύ γρήγορα.
Προπονητής στην ΑΕΛ, τότε, ο Ζόραν Μπάμποβιτς. Την πρώτη σεζόν, δεν έχω παίξει πολύ, είμαι και μικρός ακόμη και η ομάδα έχει πολλούς και καλούς παίκτες. Τη δεύτερη, όμως, ανέβασα συμμετοχές και γκολ. Δυστυχώς, την τρίτη σεζόν, ήρθε ο υποβιβασμός στην Γ’ Κατηγορία. Ήταν πολλοί οι λόγοι, για τους οποίους συνέβη αυτό, και αγωνιστικοί και οικονομικοί, με την ομάδα να έχει αλλάξει χέρια, έχοντας περάσει από τοπικούς επιχειρηματίες στον Γιώργο Μπατατούδη, ο οποίος, όμως, δεν στήριξε το εγχείρημα, όσο έπρεπε.
Είναι το χρονικό σημείο, στο οποίο έχω ήδη αποφασίσει να φύγω, να αναζητήσω άλλη ομάδα, παρότι ο Κώστας Πηλαδάκης, ο οποίος έχει μόλις αναλάβει τη Λάρισα, μου ζητά να μείνω.
Κάπου εκεί, έρχεται η πρόταση της Καλλιθέας, η οποία μου άλλαξε τη ζωή.
Με κέρδισε ο ιδιοκτήτης της ομάδας, τότε, ο Νίκος Σαλευρής, με αυτά που μου είπε. Ήταν η αρχή για να φτάσω εκεί που έφτασα. Υπήρχαν κι άλλες προτάσεις, οι οποίες, όμως, δεν με ικανοποιούσαν. Όχι οικονομικά. Αγωνιστικά. Δεν ήθελα να πάω κάπου και να είμαι η δεύτερη ή η τρίτη επιλογή.
Αν και, στην αρχή, ο προπονητής, τότε, της ομάδας δεν με εμπιστευόταν πολύ, η έλευση του Νίκου Κουρμπανά στον πάγκο άλλαξε τα δεδομένα. Άρχισα να παίζω, βγήκα πρώτος σκόρερ στην κατηγορία και η ομάδα ανέβηκε στην Α’ Εθνική για πρώτη φορά, το 2002.
Εκείνη τη χρονιά διεκδικούσαμε τέσσερεις ομάδες την άνοδο. Τελευταίο παιχνίδι για μας, μέσα στη Χαλκηδόνα. Θέλαμε μόνο νίκη. Τα καταφέραμε, τελικά, 1-0, με δικό μου γκολ! Είχα πετύχει 14 γκολ σε εκείνη την πορεία προς τον άνοδο, όλα σημαντικά, αλλά αυτό ίσως το πιο ξεχωριστό απ’ όλα!
Το 2004, ήρθε και μια πρόταση από τη Φρανκφούρτη που, τότε, είναι στη Β’ Εθνική, με προπονητή τον Φούνκελ. Οι ομάδες τα έχουν βρει μεταξύ τους στο οικονομικό, αλλά είναι δική μου απόφαση να μην πάω. Η Άιντραχτ, τελικά, ανέβηκε Bundesliga, αλλά εγώ δεν πήρα το ρίσκο, γιατί δεν ήμουν σίγουρος, από πριν, ότι η ομάδα θα τα καταφέρει. Πολλοί μου είπαν, τότε, ότι έκανα λάθος. Μετά από χρόνια, ναι, σκέφτομαι το ίδιο, ότι, τότε, ίσως να έκανα λάθος.
Όμως, ακόμα κι αν είναι έτσι, πράγμα που δεν το ξέρει κανείς πώς θα είχε εξελιχθεί, εκεί, όπου έφτασα, τελικά, ήταν επειδή πάντα πορεύτηκα με τις επιλογές μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, από εκείνα τα όμορφα χρόνια στην Καλλιθέα, το οικογενειακό κλίμα στην ομάδα. Ήμασταν 16-18 άτομα, πάντα όλοι μαζί: για καφέ ή για φαγητό, οπουδήποτε, πηγαίναμε όλοι μαζί. Και ό,τι πετύχαμε (νομίζω ότι) το οφείλουμε κυρίως σ’ αυτό το δέσιμο. Και η επόμενη χρονιά είναι αυτή που πάω στον Παναθηναϊκό. Παίζω μισή σεζόν στην Καλλιθέα και φεύγω Δεκέμβριο.
Στον Παναθηναϊκό και την Εθνική ομάδα
Είμαι ήδη πρώτος σκόρερ στην Α’ Εθνική με τη φανέλα της Καλλιθέας, έχω πετύχει 10 γκολ. Ξέραμε ότι θα έρθουν προτάσεις, ήταν λογικό. Είχαμε μιλήσει με τον Πρόεδρο, είχαμε συμφωνήσει ότι τα είχα δώσει όλα για την Καλλιθέα, αυτά τα χρόνια, και είχα κλείσει τον κύκλο μου.
Ήρθε ο Παναθηναϊκός. Οι δύο ομάδες συμφώνησαν πολύ γρήγορα.
Ήθελα να κάνω την αλλαγή. Ένιωθα έτοιμος να πάω σε μια μεγάλη ομάδα. Με έπεισαν, λέγοντάς μου ότι θα είμαι ο βασικός σέντερ φορ κι αυτό ήταν το σημαντικό για μένα.
Σίγουρα, το καλοκαίρι, η μετακίνηση και η προσαρμογή σε μια νέα ομάδα είναι πιο εύκολη. Όμως, στη δική μου περίπτωση, όλα πήγαν καλά. Ίσως βοήθησε και η “ανάγκη” του Παναθηναϊκού για έναν παίκτη στη θέση μου.
Μπήκα άμεσα, πήρα κατευθείαν φανέλα βασικού, βούτηξα στα βαθιά και τα κατάφερα, αν και η μεταγραφή μου έχει πέσει πάνω στην αλλαγή προπονητή από τον Σκάζνι στον Μαλεζάνι, με ενδιάμεσο υπηρεσιακό τον Τότη Φυλακούρη. Κάνω ντεμπούτο σε ένα παιχνίδι με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς και βάζω δύο γκολ. Αυτό με βοήθησε πολύ.
Τελικά, αναδείχθηκα πρώτος σκόρερ στην κατηγορία με 18 συνολικά, σε μια χρονιά, όπου ο Παναθηναϊκός είχε και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, στο Κύπελλο UEFA. Ήταν μια περίεργη χρονιά, μεταβατική για την ομάδα, μετά από μια σεζόν, κατά την οποία είχε βγει Πρωταθλήτρια. Χάσαμε, τελικά, τον τίτλο στις δύο τελευταίες αγωνιστικές, έναν βαθμό πίσω από τον Ολυμπιακό. Φέραμε ισοπαλία με τον ΠΑΟΚ και χάσαμε από ΑΕΚ, αν και θέλαμε μια νίκη στα δύο ματς, για να το πάρουμε εμείς.
Ο Παναθηναϊκός για μένα ήταν μια ομάδα, στην οποία ήθελα να ξεδιπλώσω το ταλέντο μου, να δείξω πως μπορώ να σταθώ στο κορυφαίο επίπεδο. Παράλληλα, ήρθε και η πρόσκληση στην Εθνική ομάδα, το μεγάλο όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή.
Ωστόσο, δεν το έκρυψα ποτέ, απώτερος στόχος μου πάντα ήταν να αγωνιστώ στο εξωτερικό. Είχα χάσει την ευκαιρία, έναν χρόνο πριν, με την Άιντραχτ, και δεν σκόπευα να την ξαναχάσω. Νομίζω ότι, ενάμιση χρόνο, έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα στον Παναθηναϊκό και θεωρώ ότι έφυγα πετυχημένος: πρώτος σκόρερ της ομάδας σ’ αυτό το μικρό -έστω- χρονικό διάστημα, έχοντας μόνο καλές αναμνήσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη του κόσμου και των ανθρώπων της ομάδας. Ο Παναθηναϊκός με βοήθησε -κι αυτός- να κάνω τη καριέρα που έκανα στη συνέχεια στο εξωτερικό.
Η προοπτική της Γερμανίας
Στη Μπόχουμ πηγαίνω δανεικός για έναν χρόνο με οψιόν αγοράς. Ήταν μια περίπλοκη κατάσταση, καθώς ήταν δική μου απόφαση να φύγω, βλέποντας ότι δεν με υπολογίζουν πλέον για βασικό και με τις διαπραγματεύσεις για νέο συμβόλαιο να μην προχωρούν.
Έχουμε παίξει πρώτο ματς στο Αιγάλεω, ο Σαλπιγγίδης έχει μόλις έρθει στην ομάδα, πετυχαίνει τρία γκολ και ο Παναθηναϊκός προτείνει σε μένα να πάω δανεικός στον ΠΑΟΚ. Ζήτησα και πήρα άδεια 10 ημερών, ώστε να βρω το καλύτερο για τη συνέχεια. Αυτό ήταν το εξωτερικό. Το δίλλημα εκείνη τη στιγμή ήταν Αϊντχόφεν ή Μπόχουμ.
Η Μπόχουμ ήταν, εκείνη τη στιγμή, αυτό που ήθελα. Μιλάμε για μια μικρή πόλη ανάμεσα στο Ντόρτμουντ και το Γκέζελκιρχεν, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε.
Ήθελα μόνο να παίξω στο Γερμανικό Πρωτάθλημα. Ανέκαθεν ήμουν φαν, μου άρεσε, νομίζω ήταν γραφτό να βρεθώ κάποια στιγμή εκεί. Πίστευα ότι μου ταίριαζε ως παίκτη, καθώς οι ομάδες παίζουν ανοικτό και επιθετικό ποδόσφαιρο. Έβλεπα ότι εκεί ανοίγεται μια προοπτική για το μέλλον.
Τις πρώτες 15 μέρες μου στην ομάδα (ήταν ήδη τέλος Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη), είχαμε διακοπή για την Εθνική και, σε συνεννόηση με τον Ρεχάγκελ, δεν ήρθα Ελλάδα, ώστε με διπλές και τριπλές προπονήσεις να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα. Τι μου ζήτησαν, όταν πήγα; Τίποτα. Να παίζω ελεύθερα, χωρίς άγχος και να κάνω αυτό που ήξερα καλά. Να σκοράρω. Γλώσσα, τρόπος παιχνιδιού, όλα καινούργια για μένα. Νομίζω ότι τα κατάφερα.
Ο πρώτος γύρος δεν κύλησε τόσο καλά, αλλά ο δεύτερος ήταν ονειρεμένος. Και για την ομάδα και για μένα, με 13 γκολ. Προπονητής μας, ο Μάρσελ Κόλερ. Με πίστεψε πολύ. Έδειξε έμπρακτα ότι με υπολογίζει. Έστησε τον τρόπο παιχνιδιού μας πάνω σε μένα και τον Μισίμοβιτς, με τον οποίο συνθέσαμε ένα εξαιρετικό δίδυμο.
Κι εγώ το ανταπέδωσα όλο αυτό. Ολοκληρώνω τη σεζόν με 20 γκολ, πρώτος σκόρερ στη Bundesliga. Πάνω από ονόματα, όπως ο Ρόι Μακάι, ο Μάριο Γκόμεζ ή ο Μίροσλαβ Κλόζε. Απ’ το πουθενά, έρχομαι και παίρνω τον τίτλο.
Σε κάθε γκολ γινόταν χαμός στο γήπεδο! Έβαζαν συρτάκι στα μεγάφωνα, από την πρώτη μέρα μου εκεί, ως την τελευταία. Και με τον ίδιο τρόπο με αποχαιρέτησαν, όταν έφυγα, ακόμη το θυμάμαι. Και τώρα που επέστρεψε ξανά η Μπόχουμ στη Bundesliga, ακόμη δέχομαι μηνύματα από τον κόσμο που με θυμάται. Ήταν μια εκπληκτική σεζόν, από τις καλύτερες τις καριέρας μου! O κόσμος με αναγνώριζε στον δρόμο, ήταν πολύ όμορφα συναισθήματα…
G is for Gekas ⚽
Our 2006/07 top scorer just doing his thing 🎯 #Goalphabet pic.twitter.com/55OrEdGsRZ
— Bundesliga English (@Bundesliga_EN) March 13, 2018
Το δίλλημα της επόμενης μέρας
Από τον Μάρτιο, είχε γίνει γνωστό πως έχω κλείσει στη Λεβερκούζεν για την επόμενη σεζόν, οπότε το τελευταίο μου παιχνίδι ήταν ένας συγκινητικός αποχαιρετισμός. Αλλά ήθελα να συνεχίσω σε μια μεγαλύτερη ομάδα και, ουσιαστικά, να εξαργυρώσω την καλή χρονιά που είχα κάνει.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, κι ενώ η χρονιά δεν έχει τελειώσει ακόμα, ο μάνατζέρ μου με ενημερώνει ότι έχει κλείσει τρία ραντεβού με τρεις ομάδες που με θέλουν. Η πρώτη ήταν το Αμβούργο, η δεύτερη η Χέρτα και η τρίτη η Λεβερκούζεν. Όλες οι συναντήσεις έγιναν εν γνώσει της Μπόχουμ και ήμασταν παρόντες εγώ, η σύζυγός μου και ο μάνατζέρ μου. Το αστείο είναι ότι δεν συμφωνήσαμε καθόλου οι τρεις μας!
Ο ατζέντης μου ήθελε Αμβούργο, καθώς είναι μια παραδοσιακή δύναμη στη χώρα με τίτλους, όνομα και φανέλα. η Βάσω τη Χέρτα, λόγω Βερολίνου και του εντυπωσιακού γηπέδου. εγώ διάλεξα Λεβερκούζεν!
Κάτι μέσα μου μου έλεγε να κάνω αυτή την επιλογή για δύο λόγους. Ο ένας ήταν αγωνιστικός, καθώς ήταν καλύτερη απ’ τις άλλες δύο, εκείνη τη στιγμή. Ο άλλος λόγος ήταν η παρουσία του Ρούντι Φέλερ. Νομίζω ότι, τελικά, έκανα την πιο σωστή επιλογή. Πήγα στην ομάδα με τους καλύτερους οιωνούς και, φυσικά, ως πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος.
Εκεί, γνωρίζω για πρώτη φορά και τον Μίκαελ Σκίμπε, τον μετέπειτα προπονητή της Εθνικής ομάδας, τότε στον πάγκο της Λεβερκούζεν.
Ωστόσο, σε ένα παιχνίδι με τη Μπάγερν, στις πρώτες αγωνιστικές, είχα έναν τραυματισμό στο γόνατο. Εγώ, αντί να βγω εκείνη τη στιγμή που χτύπησα, ήταν στα πρώτα λεπτά του αγώνα, συνέχισα κι έπαιξα ως το τέλος. Επιλέξαμε τη συντηρητική αντιμετώπιση, δεν πήγα χειρουργείο, με αποτέλεσμα να έχω ενοχλήσεις όλη τη σεζόν.
Παρ’ όλα αυτά, πέτυχα 12 γκολ, σίγουρα ένας θετικός απολογισμός για την πρώτη μου χρονιά. Τη δεύτερη, έρχομαι με “κληρονομιά” ένα σπασμένο ζυγωματικό, από το Euro 2008 και το παιχνίδι με την Ισπανία. Η αποθεραπεία κρατά πάνω από ενάμιση μήνα. Ο Σκίμπε έχει φύγει κι έχει έρθει ο Μπρούνο Λαμπαντία, ο οποίος μου λέει ότι έχω χάσει τη θέση μου στην εντεκάδα και πρέπει να παλέψω ξανά από την αρχή, για να την κερδίσω, καθώς δεν έχω κάνει προετοιμασία.
Εν τω μεταξύ, ο Σκίμπε έχει πάει στη Γαλατάσαραϊ, κάνει πρόταση να με αγοράσει, αλλά δεν δέχονται η Λεβερκούζεν και ο Φέλερ.
Γυρίζω υγιής, παίζω κάποια ματς, αλλά, τελικά, τον Ιανουάριο, με δίνουν δανεικό στην Πόρτσμουθ, όπου πηγαίνω μαζί με τον Άγγελο Μπασινά. Ένα εξάμηνο “διακοπών” για μένα, καθώς, ένα μήνα μετά την απόκτησή μου, ο προπονητής Τόνι Άνταμς απολύεται και ο Πολ Χαρτ, προπονητής από τις Ακαδημίες του συλλόγου, ο οποίος αναλαμβάνει, αρχικά, για λίγο ως υπηρεσιακός, αλλά, τελικά, παραμένει ως το τέλος, δεν με πιστεύει και δεν με χρησιμοποιεί. Ωστόσο, ήταν ένα πρωτάθλημα που πιστεύω ότι μου ταίριαζε, καθώς είχε πολλές σέντρες και γεμίσματα μέσα στην περιοχή. Πήγαινα καλά στις προπονήσεις, αλλά δεν πήρα ποτέ την ευκαιρία να παίξω.
In honor of our newest Greek player Panos Retsos, let's have a look back at a Greek #Bayer04 legend for #FlashbackBayer…Theofanis Gekas! pic.twitter.com/cdYSX8OhF9
— Bayer 04 Leverkusen (@bayer04_en) September 8, 2017
Επέστρεψα στη Λεβερκούζεν, με προπονητή, αυτή τη φορά, τον Γιούπ Χάινκες. Μπορεί πάλι να ήμουν εκτός εντεκάδας, αυτή τη φορά, ωστόσο, πραγματικά δεν με ενοχλούσε καθόλου.
Μιλάμε για έναν κορυφαίο προπονητή και άνθρωπο που, αφενός, σεβόμασταν όλοι και, αφετέρου, μας σεβόταν και εκείνος.
Μας είχε όλους, και τους 18 ποδοσφαιριστές, σε ετοιμότητα, ανά πάσα στιγμή. Ξέραμε ότι είναι δίκαιος και ότι θα δώσει ευκαιρίες. Η ομάδα είχε, εκείνη τη στιγμή, 4-5 επιθετικούς, ο ένας καλύτερος από τον άλλο!
Τον Ντεριγιόκ, τον Κίσλινγκ, τον Χέλμες κι εμένα.
Κάπως έτσι κύλησε το πρώτο μισό της χρονιάς και, τον Δεκέμβριο, ήρθε η Χέρτα. Έκανα, επιτέλους, και το χατίρι της Βάσως, η οποία ήθελε, από το καλοκαίρι του 2007, να πάω! Η ομάδα έκανε μεγάλη προσπάθεια για να σωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε, τελικά. Σε ατομικό επίπεδο, νομίζω ότι βοήθησα, όσο μπορούσα με 6 γκολ.
Επιστρέφω στη Λεβερκούζεν, έχω συμβόλαιο για έναν ακόμα χρόνο, όμως, πριν από το Μουντιάλ της Αφρικής, καλοκαίρι του 2010, φεύγω για δύο μέρες από την προετοιμασία της Εθνικής στο Μπαντ Ραγκάζ, στην Ελβετία, πάω στη Φρανκφούρτη και υπογράφω στην Άιντραχτ που πληρώνει την πρώην ομάδα μου, για να με αγοράσει. Εκεί, βρίσκω και πάλι τον Μίκαελ Σκίμπε που με ξέρει από την κοινή μας θητεία στη Λεβερκούζεν, και εισηγείται την αγορά μου. Κι εγώ, όμως, ήθελα να παίξω και πάλι για έναν προπονητή που με πίστευε. Ήταν, επίσης, μια ομάδα με μεγάλο όνομα και ιστορία στη Γερμανία.
Μιλώντας για τον Σκίμπε, τον οποίον οι Έλληνες φίλαθλοι τον γνώρισαν καλύτερα, λόγω την θητείας του στην Εθνική ομάδα, πιστεύω ότι είναι ένας πολύ καλός προπονητής. Το λάθος του, κατά τη γνώμη μου, αν μπορώ να το πω έτσι, ήταν η επιλογή κάποιων συνεργατών του. Είναι άνθρωπος που εμπιστεύεται το περιβάλλον του, όμως, τελικά, αυτό στην Ελλάδα δεν λειτούργησε, όπως έπρεπε.
Στην Άιντραχτ, το πρώτο εξάμηνο ήταν ονειρεμένο. Η ομάδα στις πρώτες θέσεις κι εγώ πρώτος σκόρερ, με 14 γκολ, ως εκείνη τη στιγμή.
Μέχρι και η Ρεάλ Μαδρίτης ρωτάει για μένα, λόγω του τραυματισμού του Μπενζεμά, αναζητώντας αντικαταστάτη, αλλά, φυσικά, η Άιντραχτ δεν το διαπραγματεύεται!
Στον δεύτερο γύρο, τραυματίζονται τέσσερεις αμυντικοί, δεν υπάρχει ενίσχυση μεταγραφικά, κάνουμε οκτώ ματς χωρίς τρίποντο, συνολικά πετυχαίνουμε μόλις δύο νίκες. Εγώ έχω βάλει μόνο δύο γκολ κι αυτά σε ένα παιχνίδι. Ο Σκίμπε φεύγει αναίτια, μετά, μάλιστα, από μια νίκη, την πρώτη μας, μετά από εννιά κακά αποτελέσματα, επί της Ζανκτ Πάουλι, και έρχεται ο Κρίστοφ Ντάουμ, ένας προπονητής, όμως, με τελείως διαφορετική φιλοσοφία, την οποία δεν αφομοίωσε κανείς μας. Ούτε αυτός κατάλαβε εμάς, ούτε εμείς εκείνον. Αποτέλεσμα: υποβιβασμός. Μια χρονιά που άρχισε απίστευτα, τελείωσε με δράμα.
Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τη Μπάγερν εντός έδρας, τρεις αγωνιστικές πριν από το τέλος, έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε, για να μείνουμε, και, τελικά, φέραμε ισοπαλία. Ήρθε ο κόσμος στα αποδυτήρια και, ενώ πριν από το ματς μάς είχαν… πάρει με τις πέτρες υπό το φάσμα του υποβιβασμού, μας είπαν ότι και του χρόνου, στη δεύτερη κατηγορία, θα είναι στο πλευρό μας. Κι έτσι έγινε.
Ωστόσο, τη θέση του Ντάουμ, εν τω μεταξύ, είχε πάρει ο Άρμιν Βε, ένας προπονητής που δεν μου φέρθηκε καλά και μου είπε, από την πρώτη στιγμή, στην προετοιμασία, ότι δεν με υπολογίζει.
Έλεγε στο σταφ και σε ανθρώπους της ομάδας ότι έχω παχύνει. Πείσμωσα και ήθελα να τον διαψεύσω. Ήμουν πρώτος σκόρερ στα φιλικά. Όσο έπαιζα, σκόραρα, συνήθως ως αλλαγή.
Τον Δεκέμβριο, ήρθε η πρόταση από τη Σαμσούντα. Ο Πρόεδρος δεν ήθελε να φύγω. Αλλά εγώ δεν ήθελα πια να μείνω.
Εκεί κάπου, έκλεισε για μένα το κεφάλαιο Γερμανία. Πετυχημένο σίγουρα, πεντέμισι υπέροχα χρόνια που δεν θα άλλαζα με τίποτα. Αν εξαιρέσουμε ένα περιστατικό, μετά από ένα ματς της Άιντραχτ, όταν και μου είπαν ότι δεν μιλάω γερμανικά στις συνεντεύξεις και τους απάντησα ότι δεν είμαι υποψήφιος Δήμαρχος αλλά ποδοσφαιριστής, είναι τεράστια ικανοποίηση για μένα ο σεβασμός και η αναγνώριση που εισπράττω, όποτε βρίσκομαι στη Γερμανία. Μια χώρα κι ένας λαός που λατρεύει το ποδόσφαιρο. Η Bundesliga ήταν η καλύτερη ποδοσφαιρική -και όχι μόνο- εμπειρία για μένα, ως τότε. Γιατί δεν ήξερα, εκείνη τη στιγμή, τι θα ζούσα, τα επόμενα χρόνια, στην Τουρκία.
Good luck at Samsunspor, Theofanis Gekas! pic.twitter.com/z3mMl7sT
— Eintracht Frankfurt (@eintracht_eng) January 10, 2012
Yunan golcu, Theofanis!
Το ταξίδι άρχισε τον Γενάρη του 2012, από τη Σαμσούντα. Συνεχίστηκε σε Ακίσασπορ, Κόνιασπορ, Εσκίσεχιρσπορ και έκλεισε στη Σίβασπορ, με δύο μικρά περάσματα ενδιάμεσα από Ισπανία (στη Λεβάντε) και Ελβετία (στη Σιόν).
Στη Σάμσουνσπορ, πήγα στη μέση της σεζόν. Το είχα ξανακάνει, αλλά, αυτή τη φορά, ήταν πιο δύσκολο, αφήνοντας γυναίκα και δύο μικρά παιδιά πίσω. Κι αυτό, γιατί δεν ήξερα αν θα συνεχίσω, με την ομάδα να παλεύει, για να αποφύγει τον υποβιβασμό, και να έχει έδρα πολύ μακριά από την Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα. Τελευταία αγωνιστική, με τη Σίβασπορ, χάσαμε 2-1 και η ομάδα υποβιβάστηκε.
Χωρίς ίχνος υπερβολής, αν είχαμε νικήσει, ίσως ήμουν ακόμη εκεί. Τόσο καλές σχέσεις έχω ακόμη με τους ανθρώπους της διοίκησης.
Είναι ένα αναγνωριστικό εξάμηνο για μένα αυτό, αλλά όλα είναι πολύ θετικά. Σκοράρω συνεχώς και αυτό βοήθησε στο να βρίσκω, μετά, εύκολα ομάδες στην Τουρκία.
Sirtaki şov😏Theofanis Gekas🔴⚪
🔥🔥🔥
🗓 02.02.2012 / Süper Lig
🆚 Fenerbahçe
🏟 Samsun 19 Mayıs Stadı#Nostalji | #BirlikteYükseleceğiz pic.twitter.com/NRCKScWKTc— Yılport Samsunspor 🇹🇷 (@Samsunspor) April 17, 2020
Κάπου εκεί, όμως, έρχεται το ενδιαφέρον της Λεβάντε και το Ισπανικό Πρωτάθλημα αποτελεί τεράστια πρόκληση.
Μ άρεσε πάντα να δοκιμάζω καινούργιες εμπειρίες και δεν το σκέφτηκα καθόλου.
Ο προπονητής της ομάδας, ο Μαρτίνεθ, δείχνει να με θέλει, μετά από λίγα παιχνίδια, όμως, έρχεται και μου λέει: «Πήραμε τον Ομπεφέμι Μάρτινς. Θα παίζει εκείνος και, με τα νέα δεδομένα, δεν σε υπολογίζω. Θα μείνεις στον πάγκο».
Είναι ακόμη Οκτώβριος και, λίγο καιρό μετά, τον ξαναπιάνω. Ζητάω μόνο μια ευκαιρία. Εκείνος επιμένει ότι μοναδική επιλογή για την επίθεση είναι ο Μάρτινς.
Μίλησα με τον Πρόεδρο και τον Τεχνικό Διευθυντή και, μπροστά στο ενδεχόμενο να μείνω πίσω και να χάσω και τη θέση μου στην Εθνική ομάδα, στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο, έφυγα.
Γύρισα στην Τουρκία και την Ακίσασπορ. Νομίζω ήταν η καλύτερη επιλογή.
Η δεύτερη φορά που βγήκα εκτός Τουρκίας, αυτά τα πέντε χρόνια, ήταν, μετά την Εσκίσεχιρσπορ, στη Σιόν, στην Ελβετία. Είμαι πια 36 ετών και, εκεί που έλεγα ότι ίσως τελειώσω την καριέρα μου, γιατί είναι πια Αύγουστος και δεν έχω ομάδα, δέχομαι ένα τηλεφώνημα να πάω να υπογράψω. Πράγματι, τα βρήκαμε σε ελάχιστο χρόνο. Υπέροχη χώρα, καλό πρωτάθλημα, στα επίπεδο της Ελλάδος, με δύο ομάδες να ξεχωρίζουν, τη Γιουνγκ Μπόις και τη Βασιλεία.
Γύρισα για ένα τελευταίο πέρασμα από τη Σίβασπορ, στη Β’ Εθνική, για να τη βοηθήσω να ανέβει.
Στην Τουρκία, μετά τη Γερμανία, ήταν μια εξίσου γεμάτη πενταετία. Πολλές φορές, με ρωτούσαν (κι ακόμη με ρωτούν) πώς ένιωθα ως Έλληνας ποδοσφαιριστής στην Τουρκία. Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. Το πρόβλημα το έχουμε εμείς οι Έλληνες και όχι οι Τούρκοι. Προσωπικά, δεν αντιμετώπισα το παραμικρό πρόβλημα, κανείς δεν μου φέρθηκε ποτέ με επιφύλαξη. Ίσα-ίσα, ένιωθα, πάντα, όπου κι αν πήγαινα, ότι μου έστρωναν κόκκινο χαλί. Όσο για τη γλώσσα, όπως και στη Γερμανία, έμαθα να συνεννοούμαι στα βασικά: καλημέρα, καλησπέρα, να παραγγέλνω καφέ ή φαγητό.
Τι θα θυμάμαι πάντα από αυτά τα χρόνια;
Το τραγούδι που μου έγραψαν οι οπαδοί της Ακίσα, για να μου δείξουν την αγάπη και τον σεβασμό τους, όταν έβαλα 12 γκολ σε 15 ματς και τη βοήθησα να εξασφαλίσει την παραμονή της.
Θα θυμάμαι πάντα την αγάπη του απλού κόσμου, η οποία με βοήθησε να κάνω ό,τι έκανα. Είτε έπαιζα εντός, είτε εκτός έδρας.
Πήγαινα με την εκάστοτε ομάδα μου να παίξω στην έδρα της Μπεσίκτας ή της Γαλατά και ο κόσμος με χειροκροτούσε! Αυτό είναι σεβασμός. Σεβασμός και αγάπη που δεν έχουν ξεθωριάσει, παρά το πέρασμα των χρόνων.
Και ένα ακόμα που θυμάμαι, όχι ευχάριστα αυτό, είναι η συμπεριφορά του Ρομπέρτο Κάρλος ως προπονητή! Στη δεύτερη θητεία μου στην Ακίσασπορ, είμαι πρώτος σκόρερ στην κατηγορία και αρχηγός και με θέτει εκτός ομάδας, χωρίς να έχει συμβεί το παραμικρό, παρότι έχω ενάμιση χρόνο συμβολαίου ακόμα! Ποτέ δεν μου εξήγησε, πρόσωπο με πρόσωπο, τι έγινε.
Τι μου είπαν, μετά; Πώς μου το εξήγησαν; Ότι δεν ήθελε να είναι ο δεύτερος σταρ της ομάδας. Γιατί ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του ότι δεν είναι πλέον ποδοσφαιριστής αλλά προπονητής.
Μια αθόρυβη καριέρα, γεμάτη γκολ
Όσο αθόρυβα μπήκα στον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, τόσο αθόρυβα αποχώρησα. Πάνω από 530 παιχνίδια! Παρά ένα, 230 γκολ! Ποτέ δεν είπα «σταματάω», «συνεχίζω» ή «ξαναξεκινάω». Το άφησα έτσι, γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας μου. Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να το δημοσιοποιήσω. Ήταν μια πολύ γρήγορη απόφαση, μετά το τελευταίο μου πέρασμα από τη Σίβασπορ, από τη στιγμή που δεν βρήκα κάτι άλλο, το οποίο να με ικανοποιούσε. Άλλωστε, δεν ήμουν και κανένα παιδί πλέον, ήμουν στα 37 μου.
Είκοσι χρόνια γεμάτα ποδόσφαιρο. Αυτά που ήθελα να ζήσω, τα έζησα και με το παραπάνω. Κάθε σεζόν, και κάτι καινούργιο. Κάθε φορά, και ένα βήμα παραπάνω. Αυτή ήταν και η φιλοσοφία μου. Από τη Λάρισα στην Καλλιθέα, τον Παναθηναϊκό, τη Γερμανία. Και, φυσικά, ενδιάμεσα, η μεγάλη αγάπη, η Εθνική. Τίποτα δεν μου χαρίστηκε, ήταν όλα αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς. Το άξιζα, κάνοντας αυτό που αγαπούσα. Έφυγα, γεμάτος και χαρούμενος για ό,τι πέτυχα. Κανένα απωθημένο.
Το πέρασμα στην άλλη πλευρά, από τη φουλ δράση, στο σπίτι με την οικογένεια, είναι πράγματι πολύ δύσκολο. Τα παιδιά ήταν μικρά, όταν σταμάτησα. Τώρα, πια, που είναι 12-13 ετών, αρχίζουν και καταλαβαίνουν ποια ήταν η καριέρα μου. Ο γιός μου, όμως, προτιμά το τένις. Πήρε το αθλητικό γονίδιο, αλλά όχι το ποδοσφαιρικό!
Από το 2017, είμαι εκτός και ακόμη μου λείπει αυτή η καθημερινότητα μέσα στο γήπεδο. Σίγουρα, η ενασχόλησή μου με την προπονητική και το διάβασμα, για να πάρω το δίπλωμα, με κάνουν πάλι να νιώθω ενεργός, να κάνω το επόμενο βήμα στον χώρο, από άλλο πόστο πια.
Ο Φάνης Γκέκας είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
Photo Credits: Σταμάτης Καταπόδης
* Η φωτογράφιση του Φάνη Γκέκα έγινε στην Παλιά Πόλη της Κέρκυρας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: