Βράδυ Τετάρτης, 9 Οκτωβρίου 2024…
Έχω κοιμηθεί σχετικά νωρίς, στις 23:00. Ξυπνάω γύρω στις 02:00. Χαζεύω λίγο στο κινητό.
Δεν σοκάρομαι εύκολα γενικά, αλλά, ναι, αυτή είναι μια είδηση από αυτές που σε σοκάρουν. Για το νεαρό της ηλικίας. Για το απροσδόκητο του πράγματος.
Το πρωί στις 07:00 στο αυτοκίνητο ανοίγω ραδιόφωνο. Σε αθλητικούς σταθμούς. Να ακούσω, να μάθω περισσότερα.
Ο Τάκης από τα Κάτω Πετράλωνα, ο Μήτσος από το Σαλαμίνα αλλά ακόμα και άνθρωποι που θα έπρεπε να είναι πιο “ψύχραιμοι”, αυτοί που κατευθύνουν την κουβέντα, λένε να μη γίνει το ματς. Ότι “δεν πρέπει” να γίνει το ματς.
Εν μέρει τους καταλαβαίνω.
Η συγκινησιακή φόρτιση είναι μεγάλη, η στιγμή είναι δύσκολη. Αλλά, αλίμονο, ποιος λέει ότι η ζωή μας είναι μόνο όμορφες και χαρούμενες στιγμές;
Τα σόσιαλ, το σύγχρονο καφενείο της γειτονιάς, έχουν πάρει φωτιά: να μη γίνει το ματς, να σηκωθούμε να φύγουμε, γιατί η ΕΠΟ δεν έχει απαιτήσει από την UEFA αναβολή, ο Γκαγκάτσης που είναι ΠΑΟΚ, οι θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το αν ήταν παίκτης άλλης ομάδας, «να μπούμε να αλλάζουμε πασούλες, για να ρίξουμε γροθιά στο κατεστημένο», πολλά από τα ωραία που ακούστηκαν. Τα καλά της Δημοκρατίας.
Θέλω να βγω και να φωνάξω εκείνη την ώρα, να ουρλιάξω, να πω χίλιους δύο λόγους για τους οποίους το ματς ΠΡΕΠΕΙ να γίνει. Αλλά δεν θα με ακούσει κανείς. Ο πιο βασικός λόγος που πρέπει το παιχνίδι να διεξαχθεί:
Φόρο τιμής αποτίουμε και μνήμες δημιουργούμε με τις πράξεις μας. Όχι με μη πράξεις….
Ευτυχώς, στη ζωή για κάποια πράγματα, και κυρίως για τα σημαντικά, δεν αποφασίζουν ούτε ο Μήτσος από τα Κάτω Πετράλωνα, ο οποίος έχει παίξει μπάλα μικρός στα χώματα και ξέρει από μπάλα, ούτε ο Μήτσος από τη Σαλαμίνα, ούτε ο κάθε δημοσιογράφος που έχει ένα μικρόφωνο σε ένα ραδιόφωνο, μια στήλη σε μια ιστοσελίδα ή χίλιους ακολούθους στα σόσιαλ και νομίζει ότι είναι ινφλουένσερ.
Γενικά δεν πρέπει να αποφασίζουν στη ζωή ούτε μόνο το θυμικό ούτε μόνο η λογική. Είναι δύσκολο να βρεις τη σωστή αναλογία.
Γιατί σε όλη αυτή την εξίσωση ένας πολύ-πολύ σημαντικός λόγος που ΕΠΡΕΠΕ να γίνει το παιχνίδι ήταν ακριβώς το ότι επρόκειτο για έναν αγώνα Αγγλίας-Ελλάδας. Γιατί ο εκλιπών είχε δύο πατρίδες. Και την Αγγλία και την Ελλάδα.
Γιατί, αν δεν είχε γίνει αυτό το παιχνίδι, δεν θα είχαμε ανατριχιάσει με την ομιλία του Τάσου Μπακασέτα για τον “δικό του” Τζορτζ στα αποδυτήρια πριν από τη σέντρα.
Γιατί δεν θα είχε κυλήσει ένα δάκρυ στο μάγουλό μας, την ώρα που 11 από δω κι 11 από κει, αγκαλιασμένοι και συγκινημένοι, στέκονται αμίλητοι, βλέποντας την εικόνα του στα μάτριξ.
Γιατί δεν θα είχαν βουβαθεί και δεν θα τον είχαν τιμήσει όπως του άξιζε 80.000 φίλαθλοι, οι οποίοι -όλοι τους, Έλληνες και Άγγλοι- τον είχαν δει κάποια στιγμή της ζωής του να αγωνίζεται.
Γιατί στο τέλος δεν θα είχαμε αυτή τη φωτογραφία με τον αρχηγό να κλαίει και όλους τους συμπαίκτες του να κρατούν τη φανέλα του.
Γιατί οι πιο σπουδαίες ιστορίες, ακόμα και οι αθλητικές, γράφονται από τους δυνατούς σε δύσκολες στιγμές!
Όλες αυτές είναι στιγμές που θα τις ζούσαμε, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα. Ναι, η νίκη κάνει όλο αυτό να μοιάζει με ένα γλυκόπικρο ποδοσφαιρικό παραμύθι. Αλλά, και σε όποιο άλλο αποτέλεσμα, τα βασικά συναισθήματα δεν θα άλλαζαν.
Αν μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον Μπάλντοκ με κάποιον μαγικό τρόπο, εκεί που είναι, αν θέλει να γίνει το παιχνίδι στη μνήμη του ή να αναβληθεί και πάλι στη μνήμη του, είμαι σίγουρος ότι θα απαντούσε ένα μεγαλοπρεπέστατο «να γίνει».
Γιατί έτσι τον είχε γνωρίσει όλος αυτός ο κόσμος. Ως ποδοσφαιριστή. Αυτός ήταν ο χώρος του. Και γιατί, όπως είπαμε, τους ανθρώπους τους τιμάς και τους θυμάσαι με πράξεις. Όχι με μη πράξεις.
Και αυτές οι “πράξεις” που έγιναν στις 10 Οκτωβρίου του 2024 ημέρα Πέμπτη θα κρατούν ζωντανή τη μνήμη του Τζορτζ Μπάλντοκ για πάντα…