Ο ισχυρότερος της εποχής του. Και την ίδια στιγμή, όχι ο σπουδαιότερος.
Σε αυτήν την παράδοξη διαπίστωση συνοψίζεται η διαδρομή της πυγμαχικής ζωής του Τζορτζ Φόρμαν, του ανθρώπου που, όταν εξαπέλυε τις γροθιές του στους αντιπάλους στο ρινγκ, οι θεατές έκλειναν τα μάτια απ’ τον φόβο.
Μεγαλειώδης. Τρομακτικός. Θρυλικός στο σταυροδρόμι του πεπρωμένου του, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται εύστοχα απ’ όλους ως η «χρυσή εποχή του μποξ» παγκοσμίως.
Η απόλυτη γροθιά. Αυτός είναι πιθανότατα ο καλύτερος ορισμός για τον πιο δυνατό πυγμάχο της δεκαετίας του ’70, τότε που ξεπήδησαν όλοι οι βαρέων βαρών θρύλοι.
Κατέρρευσε σε μια νύχτα στην Αφρική, σαν να έφερε την «απόλυτη γροθιά» στον εαυτό του. Πριν φτάσει εκεί, είχε ήδη προλάβει να ανακηρυχθεί Παγκόσμιος Πρωταθλητής, δίχως να συνειδητοποιεί τι έκανε, πού είχε φτάσει. Δεν είχε γίνει άντρας, ήταν ακόμη το αγόρι που δεν αντιλαμβάνεται το δώρο της φύσης, ένα μαύρο αγόρι από το Μάρσαλ του Τέξας. Μεγαλόσωμος, δυνατός σαν βίσωνας, απρόσεκτος, αδαής. Όπως κάθε νεαρό αγόρι.
Ήθελε να γίνει πλούσιος, όσο πιο πλούσιος γίνεται. Χρειάστηκε να κατέβει στον δρόμο, να μπλέξει σε ληστείες, να διακινδυνεύσει τη ζωή του. Υπάρχουν εκείνοι που γεννιούνται με όλα τα βάρη μέσα τους, υπάρχουν και οι άλλοι που γεννιούνται βαρέων βαρών. Και υπάρχει και ο Τζορτ Φόρμαν που γεννήθηκε και τα δύο.
Δεν καταλάβαινε ποτέ ότι υπάρχουν απαγορευμένα χτυπήματα στο ρινγκ. Έτσι είχε μάθει. Τα ένιωθε τα βλέμματα επάνω του, οσμιζόταν τον φόβο, καταλάβαινε τον τρόμο. Ακόμα κι όταν έγινε επαγγελματίας πυγμάχος, ο κόσμος εξακολούθησε να τον θεωρεί έναν τραχύ, αδυσώπητο τραμπούκο, ένα αγρίμι που πρώτα σε κοιτάζει άσχημα και μετά σε αποτελειώνει με μίσος.
No mercy. Χωρίς οίκτο. Το 1968 στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό, o Ρουμάνος στον προημιτελικό εγκαταλείπει λόγω αιμορραγίας. Ο Τζόρτζιο Μπαμπίνι στον ημιτελικό, ένας ξεχασμένος Ιταλός πυγμάχος, μετά τον τρίτο γύρο έχει παραμείνει ψυχορραγώντας στη γωνία του. Οι δικοί του τριγύρω φωνάζουν, προσπαθούν να του ανυψώσουν το ηθικό, πιστεύουν ότι θα αντέξει.
Είχε μια ανάσα ο Μπαμπίνι. Μία. Πρόλαβε να πει ότι δεν επιστρέφει στο ρινγκ, δεν θέλει να τον σκοτώσει ο αντίπαλός του.
Αυτό το συναίσθημα μετέδιδε ο Φόρμαν. Τρομακτικό, αδιανόητο, εάν δεν έχει βιώσει οποιοσδήποτε ενθανάτια εμπειρία. Στον Τελικό ο Σοβιετικός Γιόνας Τσεπούλις έμοιαζε με ηλικιωμένο μονομάχο μπροστά στο κλουβί με το πεινασμένο λιοντάρι.
Το Χρυσό μετάλλιο μικρή σημασία είχε για τον Φόρμαν. Ήθελε να βιώσει την τιμή να κρατάει τη σημαία. Έκανε σαν μωρό παιδί, καμάρωνε ευτυχισμένος, ζούσε τη δική του αυτοδικαίωση. Είναι οι Αγώνες της υψωμένης γροθιάς του Σμιθ και του Κάρλος, τα χρόνια του Βιετνάμ, η εποχή της τιμωρίας του Κάσιους Κλέι που έγινε Μοχάμεντ Άλι.
Τίποτα από όλα αυτά δεν καταλάβαινε ο Φόρμαν. Το χέρι το σήκωνε είτε για να χτυπήσει τον άνδρα απέναντί του είτε για να παραγγείλει το επόμενο χάμπουργκερ στο εστιατόριο. Γκροτέσκος, απαίδευτος, ανόθευτα βίαιος. Δεν είχε γνωρίσει άλλη ζωή. Μόνο αυτή ήξερε.
Χαμογελούσε, ήταν ευτυχισμένος, διότι επιτέλους άνοιγαν διάπλατα οι πόρτες για τα (πολλά) δολάρια του επαγγελματισμού, τη μοναδική διέξοδο που έβλεπε στο τούνελ του μυαλού του. Έκτοτε ξεκίνησε η ξέφρενη πορεία μέχρι τον Παγκόσμιο τίτλο. Σε κάθε βήμα της ένας θώρακας που κινδύνευε να θρυμματιστεί από τις γροθιές του, ένα σημάδι που δεν έσβηνε κι ο χρόνος ο ίδιος. Γνάθος, πλευρά, θώρακας, παντού. Με απίστευτη δύναμη, με απίθανη ορμή.
Ο Τζο Φρέιζερ μια φορά μονάχα άφησε τη λάμψη του φόβου να διασχίσει το βλέμμα του. Μία. Στη Τζαμάικα, στην Κίνγκστον Τάουν, 22 Ιανουαρίου του 1973. Έπεσε. Ο Όλυμπος έπεσε.
Φανταστείτε ένα θηρίο 103 κιλών κατανεμημένων σε μύς. Φανταστείτε ένα “βουνό” να γίνεται μαριονέττα, με τα πόδια να αιωρούνται και τις κλωστές να σπάνε. Χτύπησε στο ταπί του ρινγκ για έκτη φορά σε δυο γύρους. Το συγκεκριμένο hook του Φόρμαν όμως είναι ίσως το πιο βίαιο όλων των εποχών. Η γροθιά ήταν απ’ εκείνες που σε στέλνουν σε έναν μακρινό προορισμό, σαν κομήτη σε τροχιά.
Η ζώνη άλλαξε ιδιοκτήτη, ο Φόρμαν είναι ο πρώτος πυγμάχος στην ιστορία για τον οποίο ειπώθηκε ότι μπορεί να χάσει μόνο από τον εαυτό του.
Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να διανοηθεί ότι θα απειλήσει αυτή τη μηχανή και ο Άλι μάλλον ήταν. Επτά χρόνια γηραιότερος, αδρανής εξαιτίας του αποκλεισμού του, πολύ πιο αδύναμος μυικά. Όταν τελικά προκαλεί τον Φόρμαν για να διεκδικήσει τον τίτλο, ακόμα και το ίδιο το team του Άλι φοβάται ότι ο Φόρμαν θα τον σκοτώσει.
Το entourage του Φόρμαν στην προσευχή πριν τον αγώνα παρακαλεί τον Θεό να αφήσει τον Άλι να ζήσει.
Στην Κινσάσα του Ζαΐρ, στο πρώην βελγικό Κογκό, ο Φόρμαν εμφανίζεται με ένα λυκόσκυλο που γάβγιζε λυσσασμένα. Το κατ’ εξοχήν σύμβολο των αποικιστών που οδήγησαν τη χώρα στη σκλαβιά. Λυκόσκυλα χρησιμοποιούσαν οι Βέλγοι πολιτοφύλακες ως κύριο μέσο απειλής των ντόπιων.
Στις 04:00 της 30ης Οκτωβρίου του 1974 υπάρχει μόνο ένας άνδρας με μαύρο χρώμα στο δέρμα κάτω από τη γιγαντογραφία του δικτάτορα Μομπούτου Σέσε Σέκο. Ο Φόρμαν ήταν σαν να είναι λευκός, όπως είχε πει και ο Άλι, τον υποστηρίζουν οι σερίφηδες της Αλαμπάμα και τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν.
Είναι η μια και μοναδική φορά όπου ο Φόρμαν ένιωσε σαν να δίνει γροθιές στο μάρμαρο. Σε εκείνο το ρινγκ, σε εκείνη την εποποιΐα, οι γροθιές του Άλι μπορούσαν να συνθλίψουν και τη γη.
Στο τέλος του έβδομου γύρου, ο Άλι τού ψιθύρισε στ’ αφτί την έκβαση: «Θα πέσεις». Στα μισά του όγδοου γύρου ο Φόρμαν πέφτει όπως ο ψηλός κορμός στο δάσος.
Μονοκόμματα, με κρότο, με τον αντίπαλό του να χορεύει με εκείνο το απίθανο συνεχές ροκ βαλς στις μύτες. Ο «Big George» στο ταπί. Δεν το φανταζόταν κανείς, μέχρι να συμβεί. Είναι η στιγμή που, όπως είπε αργότερα, τον έκανε να νιώσει ότι πέθανε λίγο, σαν να είναι ο θάνατος μια διαδικασία με δόσεις.
Ο Άλι τον ξεγέλασε, τον ταπείνωσε, του άλλαξε τη ζωή. Η πρώτη ήττα πάντα μας αλλάζει τη ζωή. Πιθανόν σε εκείνο το σημείο να γεννήθηκε και ο Αιδεσιμότατος Φόρμαν, ο μελλοντικός πάστορας της ευαγγελικής λατρείας. Μπορεί ο Φόρμαν να ισχυρίστηκε ότι άκουσε τον Θεό να του μιλάει στο αφτί στο τέλος του αγώνα με τον μέτριο Τζίμι Γιανγκ στο Πουέρτο Ρίκο τρία χρόνια αργότερα, στην πραγματικότητα όμως ο Θεός του μίλησε στην Κινσάσα.
Τότε στο Ζαΐρ δεν πρόλαβε να το διαχειριστεί. “Έσβησε τον πόνο του” στο ποτό και στους οίκους ανοχής, προσπάθησε να μεταβολίσει την ήττα με την πολυτέλεια όπως την είχε στο μυαλό του. Αγόρασε νεογνά λιοντάρια που είναι άγνωστο τι απέγιναν, απέλυσε δυο-τρεις από το entourage, αρνήθηκε να δει τον Ντον Κινγκ. Σπασμωδικές αντιδράσεις του πληγωμένου θηρίου.
Κανείς δεν τολμούσε να φανταστεί ότι το πληγωμένο θηρίο, εκτός από τη συνάντηση με τον Θεό, θα γινόταν μια μέρα χορηγός ενός προγράμματος αποκατάστασης νέων, πολλώ δε ότι θα αναγκαστεί να επιστρέψει 10 χρόνια μετά την απόσυρσή του από τα ρινγκ το 1987 για να αποδείξει ποιος ξέρει τι στον εαυτό του.
Έμεινε ενεργός 10 χρόνια, μέχρι τα 48 του. Μόνο ο Μπέρναρντ Χόπκινς και ο Εβάντερ Χόλιφιλντ άντεξαν περισσότερο. Αγνώριστος, με τα κιλά να προστίθενται εκθετικά, ξυρισμένος γουλί, χωρίς εκείνο το “ταρτάρ” μουστάκι που σε έστελνε απευθείας στα ’70s.
Στις 26 Απριλίου του 1997 άλλαξε τις γραμμές στο πρόσωπο του Λου Σαβαρέζε. Ο δύστυχος Ιταλοαμερικανός ήταν 16 χρόνια νεότερός του, αλλά η γροθιά του Φόρμαν παρέμενε ακόμη απόλυτη.
81 αγώνες-76 νίκες. Τρεις φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Δυο καριέρες και πολλές ζωές στην πλάτη του.
Έκανε 12 παιδιά. Επτά κόρες και πέντε γιους, όλους βαπτισμένους με τ’ όνομά του. «Όταν κάποιος από μας ανεβαίνει, τότε ανεβαίνουμε όλοι μαζί. Όταν πέφτει, τότε θα πέσουμε όλοι μαζί». Δική του φιλοσοφία, δικοί του κανόνες.
Δεν έζησε, περισσότερο επέζησε όλες τις ζωές του. Έγινε παπάς, δημοσιογράφος, κωμικός, εκφωνητής αγώνων, ελεύθερος επαγγελματίας, χασάπης. Πυγμάχος δεν ήταν ποτέ.
Ήταν ακριβώς αυτό που κατάλαβε στα 15 στο Filth Ward του Χιούστον, το γκέτο που όλοι αποκαλούσαν «Bloody Filth»:
«Βαποράκια, έμποροι ναρκωτικών, δολοφόνοι, μπράβοι, μαχαιροβγάλτες. Κάθε βράδυ μεθούσα, έβγαινα εκτός εαυτού και βυθιζόμουν ακόμα περισσότερο στη μιζέρια μου.
Μια νύχτα έριξα μια γροθιά στο τζάμι, έσπασα το γυαλί και πήδηξα στον δρόμο. Απείλησα όποιον βρήκα μπροστά μου, όποιον έτυχε να περνάει εκείνην την στιγμή. Είχαν όπλα, μαχαίρια, πεταλούδες, σιδερογροθιές. Εγώ δεν είχα όπλο.
Τότε κατάλαβα ότι δεν χρειάζομαι όπλο.
Εγώ ήμουν το όπλο».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το «πρώτο αίμα» του Μάικ Τάισον ήταν εκδίκηση για ένα… περιστέρι!
Βαγγέλης Νανιτζανιάν: Εγώ και ο Σάκος