Πασίγνωστο το περιεχόμενο του περιοδικού «Hustler».
Όταν, το 2010, έφτασε η χάρη του και στη Ρουμανία, σε ντόπια έκδοση, μετρούσε ήδη πάνω από 35 χρόνια ζωής, με την στροφή των ιδιοκτητών και ιδρυτών του να έχει ήδη αρχίσει να γίνεται εμφανής: τηλεόραση, ίντερνετ. Για τη Ρουμανία όμως ακόμα και η έντυπη μορφή ήταν πρωτοποριακή, ειδικά για μια χώρα που δεν είχε προλάβει ούτε καλά-καλά μια γενιά απελευθερωμένη από την αδυσώπητη Δικτατορία του Νικουλάε Τσαουσέσκου.
Θα περίμενε κανείς το εξώφυλλο του πρώτου-πρώτου τεύχους της εκεί έκδοσης λοιπόν να ήταν κάτι πολύ… χαρακτηριστικό, κάτι ανάλογο της φήμης και φυσικά πάντα σύμφυτο με την απανταχού στον πλανήτη θεματολογία του. Και όμως. Δεν υπήρχε τίποτα το πορνογραφικό σε αυτό. Δεν υπήρχε καν σεξουαλική αναφορά ή οποιαδήποτε σχετική υπόνοια, οπτική ή έστω λεκτική. Τίποτα απολύτως.
Το πρωτοσέλιδο του παρθενικού «Hustler» που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε στη Ρουμανία φιλοξενούσε μια συνέντευξη του πιο διάσημου Ρουμάνου όλων των εποχών. Ο Γκεόργκε Χάτζι λοιπόν μιλούσε στο περιοδικό.
Μπορεί ο ίδιος αργότερα να προσπάθησε να τα μαζέψει κάπως, επισημαίνοντας κάπως άστοχα πως δεν είχε καταλάβει πού θα φιλοξενούταν η συνέντευξή του, μα πρακτικά σημασία δεν είχε.
Το περιοδικό είχε ξεπουλήσει. Και ποτέ ξανά, στην έκτοτε κυκλοφορία του, δεν έκανε ανάλογες πωλήσεις. Ό,τι και αν ταιριαστά πλέον του οικουμενικού target group του φιλοξένησε. Και φιλοξένησε, ομολογουμένως, πολύ δυνατά… πρόσωπα. Τον «Regele» όμως, τον «Βασιλιά», όπως τον αποκαλούν οι συμπατριώτες του, καμία και τίποτα δεν μπόρεσε να φτάσει. Ούτε καν στο Hustler…
Η βλάχικη καταγωγή
Ο πρώτος Γκίκα, τουλάχιστον ο πρώτος καταγεγραμμένος στα κιτάπια της φαμίλιας, έφυγε από τη Μακεδονία στα όσα ακολούθησαν το φινάλε του Μεγάλου Πολέμου. Εδώ είναι Βαλκάνια και τότε, στη δεκαετία του ’20 και τις αρχές της επομένης, ούτε χαρτιά, ούτε χάρτες, ούτε υποδεκάμετρα μπορούσαν να χαράξουν ακριβώς τα όρια.
Ποιος ήταν πού, ποιος ανήκε πού, πού έπρεπε να ζει και πού έπρεπε να πάει; Μια μεγάλη φάρα όλοι, όλοι σε κίνηση, ανεξαρτήτως από τα βιλαέτια και αναλόγως τα κέφια των απανταχού μεγάλων του πλανήτη, οι οποίοι πάλευαν στο γεωπολιτικό τους παιχνίδι να φτιάξουν σφαίρες επιρροής, δημιουργώντας πάνω στη γη, χαράσσοντας σε δαύτην, σύνορα. Πολλές φορές, αν όχι πάντα, χωρίς την παραμικρή σχέση με το κοινωνικό, εθνολογικό και ιστορικό γίγνεσθαι των Βαλκανίων.
Όλοι σε τούτη τη γωνιά γεννήτορες του ίδιου σπέρματος μα ίδιοι όχι.
Έτσι, το 1932 ο Γκίκα Χάτζι μαζί με άλλους 40.000 Βλάχους άφησαν τη Μακεδονία και ανέβηκαν βορειότερα, στην -ομόγλωσση ουσιαστικά, λατινογενής γαρ και αυτή- Ρουμανία.
Εγκαταστάθηκε στο Σάτσελε, ένα τσιγάρο δρόμο από την Κοστάντζα, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Βοσκός ήταν. Και, όταν ο γιός του, Ιάνκου, του χάρισε το πρώτο εγγόνι, τ’ όνομα του πήρε. Γκεόργκε και αυτός. Τον έπαιρνε μαζί του στη βοσκή, τον έκανε να λατρέψει το κολατσιό με τυρόψωμο και ντομάτα, μα από νωρίς φαινόταν πως δεν προοριζόταν για ποιμένας. Τουλάχιστον όχι τετραπόδων. Οτιδήποτε που μπορούσε, ο πιτσιρικάς το κλώτσαγε. Και, για να μην σπάει τα πόδια του, ο Γκίκα φρόντιζε να του τα μαλακώνει, φτιάχνοντάς του αυτοσχέδια τόπια, άλλοτε από κουρά αλογίσιας χαίτης και άλλοτε από δέρμα γουρουνιών.
Χριστούγεννα και Πάσχα μαζί, όταν η Τσιράτσα, η μητέρα του (Κυράτσω δηλαδή, τα δικά της γεννοφάσκια βρίσκονται σ’ ένα χωριό κοντά στις Σέρρες), του χάρισε μια κανονική ποδοσφαιρική μπάλα. Μετά, κανείς δεν τον μάζευε. Ούτε ο Ιάνκου, ο οποίος επιστάμενα και αυστηρά ζητούσε να αφοσιωθεί στο σχολείο. Ποιο σχολείο;
Ο μόνος τρόπος να σταματήσει το κλωτσοτόπι ήταν αυτό ακριβώς το παιχνίδι. Ρεζίλευε όλους όσοι βρίσκονταν μαζί του στην αλάνα, το γήπεδο, την αυλή του σχολείου, οπουδήποτε και έτσι, για να σταματήσει το μαρτύριο και η παρατεταμένη ντροπή, τον έδιωχναν.
Γρήγορα βρήκε καταφύγιο στη Φαρούλ («φάρος» στα ρουμάνικα), την τοπική ομάδα της Κοστάντζα, από την οποία και νωρίς ξεχώρισε τόσο ώστε να κληθεί στη Luceafarul.
Ο Ιάνκου μάλιστα δεν ήθελε ο γιος του να πάει, ωστόσο, όταν έσκασε το διατακτικό φιρμάνι (μην ξεχνιόμαστε, μιλάμε για τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου), δεν είχε άλλη επιλογή.
Η Luceafarul ήταν μια Ποδοσφαιρική Σχολή στο Βουκουρέστι, όπου η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ρουμανίας συγκέντρωνε τα καλύτερα ταλέντα της χώρας για μια πρώτη αξιολόγηση. Τα παιδιά ζούσαν μαζί σε άθλιες συνθήκες (ο Χάτζι θυμάται ακόμη τα ονόματα που είχε δώσει στα ποντίκια που έμεναν μαζί του στο δωμάτιο), προπονούνταν για κάποιο διάστημα, έβγαιναν στο εξωτερικό για φιλικά παιχνίδια και έμπαιναν έκτοτε, όσα τουλάχιστον ξεχώριζαν, σε καθεστώς επισταμένης παρακολούθησης.
Σε ένα τουρνουά στη Γαλλία πρωτοεμφανίστηκε διεθνώς. Δεν χρειάστηκε δεύτερη. Το νταραβέρι, το οποίο κράτησε για μια δεκαετία κοντά, μέχρι να μπορέσει να ξενιτευτεί, με ενδιαφέρον πλείστων όσων ευρωπαϊκών clubs, είχε ξεκινήσει. Χτυπώντας κατευθείαν κορυφή, αφού είτε την οικογένειά του, είτε την Ομοσπονδία, είτε το καθεστώς προσέγγισαν ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα, η Γιουβέντους, η Ίντερ. Φυσικά, μάταια. Ήδη ο 15χρονος Χάτζι ήταν κρατική περιουσία. Και τέτοιες δεν αφήνονταν τότε από τη/στη Ρουμανία.
Το ξεκίνημα
Ντεμπούταρε σε επαγγελματικό επίπεδο, χωρίς να έχει κλείσει τα 17. Με τη Φαρούλ. Ο τότε προπονητής του, κατά τον Χάτζι ο καλύτερος που είχε στην καριέρα του, ο Ιωσήφ Μπουκόσι, ζωντανή διαφήμιση. «Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κάνει με την μπάλα στα πόδια. Τον βλέπεις στο γήπεδο και νιώθεις πως ζεις σε παραμύθι».
Και κάπου εκεί ξεκινάει και η σχέση του, η αλληλεπίδραση του με το καθεστώς Τσαουσέσκου. Ήδη μεγάλο ψάρι, παρότι ανήλικος ακόμη, στη λιμνούλα της Φαρούλ, ετοιμάζεται, με την ενηλικίωσή του, για μεταγραφή στην Ουνιβερσιτατέα Κραϊόβα.
Ο Νίκου Τσαουσέσκου, ένας από τους γιους του Νικουλάε, διαφεντεύει, όπως συνήθιζαν οι κανακάρηδες του Δικτάτορα, την Σπορτούλ Στουντέντεσκ. Για να δικαιολογήσει μάλιστα την μετακόμιση εκεί και στο Βουκουρέστι, προσφέρεται στον Χάτζι μια θέση σε σχολή στη ρουμανική πρωτεύουσα.
Γνωρίζει και παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο, τη Λένι (χώρισαν με την πτώση του καθεστώτος, παντρεύτηκε ξανά τη Μαριλένα το 1993, με την οποία και απέκτησε τα δύο του παιδιά, την Κίρα και τον Ιάνις) και αρχίζει και δικαιολογεί τόσο την σπουδή του υιού Τσαουσέσκου όσο και τον ντόρο που τον συνόδευε από την Κοστάντζα.
Δεν ήταν εύκολο ούτε και έγινε αμέσως. Μικρός το δέμας, κοντοπίθαρος, με σωματότυπο που κάθε άλλο παρά πέρναγε για ποδοσφαιριστή ή έστω έπειθε πως θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ανταπεξέλθει στο γήπεδο.
Στις ιατρικές εξετάσεις, στις οποίες είχε υποβληθεί μετακομίζοντας στην Σπορτούλ, είχε διαπιστωθεί πως η καρδιά και οι πνεύμονές του δεν ήταν επαρκώς αναπτυγμένοι και έτσι για κάποιο διάστημα χρειαζόταν πριν από κάθε παιχνίδι να υπογράφει σχετικό έγγραφο ανάληψης ευθύνης (και απαλλαγής οποιουδήποτε άλλου) για να αγωνίζεται.
Τέσσερα χρόνια, 98 γκολ σε 107 παιχνίδια. Με την Σπορτούλ. Όχι κάποια από τις παραδοσιακές δυνάμεις της χώρας ή κάποια με ισχυρό, ισχυρότερο τελοσπάντων του Νίκου, πατρόνα. Και όμως, στην «εποχή Χάτζι», όπως αποκαλείται αυτή η τετραετία, η ενδοξότερη της ιστορίας του συλλόγου, η Σπορτούλ έφτασε, ανοιχτά και από το πουθενά, να προκαλεί την παντοδυναμία της Στεάουα. Ο Νίκου είχε κάτι να πει, να τσιγκλήσει τον μεγαλύτερο αδερφό του, Βαλεντίν, ο οποίος ήταν ο απόλυτος κουμανταδόρος του «Αστεριού».
Στα 18 του ο Χάτζι ντεμπούταρε στην Εθνική Ρουμανίας. Στα 20, σ’ ένα παιχνίδι με τη Βόρεια Ιρλανδία για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου, φόρεσε για πρώτη φορά το περιβραχιόνιο. Καλά-καλά όμως δεν ήταν -παντού τουλάχιστον- αναγνωρίσιμος. Χαρακτηριστικό πως στο ενδιάμεσο είχε συλληφθεί στο Σίμπιου, μια πόλη στην Τρανσιλβανία, γιατί έμοιαζε μ’ έναν επικηρυγμένο κλέφτη.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης όμως τον ήξερε. Καλά. Πολύ καλά. Και τον είχε ξεχωρίσει. Για την ακρίβεια, είχε γίνει ο καημός του, το μαράζι του. Και έδωσε, για χρόνια, τα πάντα προκειμένου να τον φέρει στον Παναθηναϊκό…
Το μαράζι του «Καπετάνιου»
Η σχέση του Βαρδινογιάννη με τη Ρουμανία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ένα πλοίο με σημαία της χώρας κατέληξε στο λιμάνι του Πειραιά και ο «Καπετάνιος» βοήθησε στη διάσωσή του. Βοήθεια και χειρονομία που εκτιμήθηκε από τον Τσαουσέσκου, ο οποίος άνοιξε την πόρτα στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας Βαρδινογιάννη, ειδικότερα στο πετρελαϊκό κομμάτι.
Δεν είναι υπερβολή πως ο αλλοτινός ιδιοκτήτης του Παναθηναϊκού απολάμβανε προνομιακής αντιμετώπισης -σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία του πλανήτη- στη Ρουμανία, έχοντας με την πάροδο των χρόνων οικοδομήσει στενή φιλία με τον Βαλεντίν Τσαουσέσκου.
Σχέση που αξιοποιούταν και επεκτεινόταν και ποδοσφαιρικά. Το 1982 ο ΟΦΗ -ιδιοκτησίας οικογένειας Βαρδινογιάννη– έφερε στην Ελλάδα τον Άνχελ Ιορντανέσκου. Είχε περάσει τα 30, όριο που μετά την παρέλευσή του το καθεστώς επέτρεπε σε Ρουμάνους ποδοσφαιριστές να μετακομίσουν στο εξωτερικό.
Ο Βαρδινογιάννης παρακολούθησε από κοντά όλην την πορεία της Στεάουα προς την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1986. Μετά τους ημιτελικούς με την Άντερλεχτ, φωτογραφίζεται με την ομάδα, απολαμβάνοντας την πρόκριση στον Τελικό της Σεβίλλης, όπου εκεί μπήκε αμέσως με τη λήξη στο γήπεδο, πανηγυρίζοντας την κατάκτηση του τροπαίου.
Ο θρύλος (και όχι μόνο, αφού είναι μαρτυρικά καταγεγραμμένο) μάλιστα θέλει να ήταν αυτός που είχε ρίξει την ιδέα στον τότε τεχνικό του «Αστεριού», Έμερικ Ένεϊ, να χρησιμοποιήσει τον Ιορντανέσκου (ο οποίος ήταν ουσιαστικά παροπλισμένος, λειτουργώντας ως μέλος του προπονητικού επιτελείου, εκεί όπου άλλωστε αμέσως μετά τον Τελικό εντάχθηκε και επισήμως ως assistant) αντί του τιμωρημένου Στόικα. Εν μέρει δικαιώθηκε, αφού μπήκε στο γήπεδο στο 72′, βγάζοντας τα έκτοτε 50 λεπτά (συμπεριλαμβανομένης της παράτασης) του Τελικού.
Ο Βαρδινογιάννης έφυγε από το Sánchez Pizjuán, έχοντας στις αποσκευές του ενθύμιο ζωής, τη φανέλα του ήρωα εκείνης της βραδιάς, του θρυλικού Χέλμουτ Ντουκαντάμ, με τις τέσσερεις αποκρούσεις σε ισάριθμες εκτελέσεις πέναλτι παικτών της Μπαρτσελόνα. Ήθελε όμως και κάτι άλλο. Τότε δεν ανήκε στην Στεάουα, αλλά όλα έδειχναν πως ήταν θέμα χρόνου να συμβεί.
Ακόμα και για τον προνομιούχο «Καπετάνιο» τέτοια εξαίρεση δεν γινόταν. Πόσο μάλλον από την στιγμή που ο Χάτζι φαινόταν πλέον από τι φτιαξιά ήταν και τι θα μπορούσε ο ίδιος να φτιάξει. Ο Βαρδινογιάννης λοιπόν, έχοντας… διπλαρώσει τον διεθνή Ρουμάνο, έβαλε μπροστά ένα plan b. Να πάει ο Χάτζι στην Στεάουα και μετά από ένα-δύο χρόνια να ερχόταν στον Παναθηναϊκό.
Ετοίμασε μάλιστα και σχετικά έγγραφα, αξιοποιώντας τις βλάχικες ρίζες του Χάτζι και σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσε να παίξει ως Έλληνας στους «Πράσινους» (τότε επιτρέπονταν δύο μόνο ξένοι και αυτοί ήταν ο Ζάετς με τον Ρότσα). Σε κάθε μεταγραφική περίοδο για μια τριετία, από το καλοκαίρι του ’86 έως και τον χειμώνα του ’89, ο… Χατζής ερχόταν, έφτανε, ντυνόταν στα «πράσινα».
Μέχρι και την υπογραφή του σε κατατεθειμένο συμβόλαιο στην ΕΠΟ (εξαετούς διάρκειας…) θρυλείται πως είχε εξασφαλίσει ο ιδιοκτήτης του Παναθηναϊκού. Η πολυαναμενόμενη μεταγραφή του Χάτζι στην Στεάουα έγινε τελικά, με τρόπο ενδεικτικό της κατάστασης στη Ρουμανία.
Η Στεάουα τον Φεβρουάριο του ’87 θα διεκδικούσε το Ευρωπαϊκό Super Cup κόντρα στην Ντιναμό Κιέβου. Ο Βαλεντίν ζήτησε και πήρε δανεικό τον Χάτζι από την Σπορτούλ του αδερφού του, Νίκου. Ο Χάτζι αγωνίστηκε στον Τελικό και με δικό του γκολ-φάουλ χάρισε το τρόπαιο στην -για ένα παιχνίδι- ομάδα του. Κάτι περισσότερο όμως, δεν χρειαζόταν.
Για να αποφευχθούν όμως και οι… οικογενειακές έριδες, βρέθηκε η πρέπουσα δικαιολογία. Κλήθηκε στον στρατό και έτσι, αυτοδικαίως, έγινε η μεταγραφή του στην Στεάουα, αφού αυτή τελούσε υπό την εποπτεία και σκέπη του Ρουμανικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και προέκταση της υπηρεσίας του κάθε στρατευμένου αθλητή θεωρούταν και η ένταξή του στο δυναμικό του συλλόγου. Και κάπως έτσι, χωρίς να… ανοίξει μύτη και χωρίς φυσικά την παραμικρή δαπάνη, ο Χάτζι εντάχθηκε οριστικά και… μόνιμα πλέον στην Στεάουα.
Εξέλιξη που περίμενε και που ήθελε βάσει πλάνου και φιλοδοξίας ο Βαρδινογιάννης. Η επιτυχία όμως του Χάτζι και η ολοένα και μεγαλύτερη φήμη που αποκτούσε, παίζοντας σε μια ομάδα που μετά την ευρωπαϊκή της στέψη έφτασε σε έναν ημιτελικό (1988, αποκλείστηκε από την Μπενφίκα) και ακόμα έναν Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1989, χαμένος από τη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι και των Ολλανδών), δυσκόλευε την εφαρμογή του.
Όπως αποκάλυψαν έγγραφα που βρέθηκαν στα γραφεία της πανίσχυρης Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρουμανίας επί Τσαουσέσκου, της Securitate, ο Βαρδινογιάννης έφτασε να προσφέρει στην Στεάουα το καλοκαίρι του 1988 8 εκατ. δολάρια για να αγοράσει τον Χάτζι. Ποσό που τη δεδομένη στιγμή αποτελούσε παγκόσμιο ρεκόρ, ξεπερνώντας αυτό που είχε θέσει το προηγούμενο καλοκαίρι η αγορά του Ρούουντ Γκούλιτ από τη Μίλαν έναντι 7 εκατ. δολαρίων από την PSV.
Αφού δεν το κατάφερε ούτε και τότε, ούτε έτσι, η ευκαιρία χάθηκε. Όχι μόνο για το μαράζι του «Καπετάνιου» αλλά και για την Στεάουα και όσους την στήριζαν, αφού, με τα όσα ακολούθησαν και νομοτελειακά οδήγησαν στη φυγή του Χάτζι, πρόταση ανάλογου ύψους (ή έστω να το πλησιάζει) ποτέ, μα ποτέ δεν κατατέθηκε ξανά.
Η FIAT, οι Μπεκάλι και η Ρεάλ
Να τον κρατήσουν για πάντα στην Στεάουα και τη Ρουμανία φαινόταν πως ήταν αδύνατον. Ούτε θα μπορούσαν φυσικά να περιμένουν να φτάσει τα 30. Ασύμφορο. Απλώς το καθεστώς Τσαουσέσκου περίμενε τους άλλους λεφτάδες της Δύσης -και όχι μόνο τον Έλληνα Βαρδινογιάννη- να μπουν σε διαδικασία πλειοδοσίας για χάρη του Χάτζι.
Ο Τζιοβάνι Ανιέλι έφτασε να προσφέρει την χρηματοδότηση και κατασκευή, μαζί με δικαιώματα σε πωλήσεις, ενός εργοστασίου της FIAT στο Βουκουρέστι, προκειμένου να τον πάρει στη Γιουβέντους. Ο πανούργος Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αφού τον έζησε ως αντίπαλο της Μίλαν στον Τελικό του ’89 -και κατόπιν υπόδειξης του ίδιου του Σάκι– επέλεξε διαφορετικό τρόπο.
Βρήκε, άγνωστο πώς, έναν Ρουμάνο πρόσφυγα που είχε εξαιρετική επαφή με τον Χάτζι και μέσω αυτού προσπάθησε να κινήσει τα νήματα (χωρίς αποτέλεσμα, όπως αποδείχτηκε). Το όνομα του πρόσφυγα Τζιοβάνι Μπεκάλι. Έγινε ο πρώτος Ρουμάνος ατζέντης στην ιστορία και η σχέση του με τον Χάτζι προέκυψε από το ότι ήταν ξάδερφος του Τζίτζι (Γκεόργκε) Μπεκάλι.
Βλάχος και αυτός, μέσα στα κόλπα, είχε περάσει όλη του τη ζωή κάνοντας νταραβέρια στην πατρίδα του και με την ανοχή του καθεστώτος μικροδουλειές, εστιάζοντας κυρίως σε εξυπηρετήσεις σε παίκτες της Στεάουα. Τους προμήθευε βούτυρο, γάλα και τυρί, όλα από τη φάρμα του πατέρα του. Τότε αγαθά πολυτελείας στην χώρα.
Η κοινή καταγωγή τούς ένωσε με τον Χάτζι, ο οποίος ήταν αυτός που του δάνεισε τα πρώτα 70.000 δολάρια, προκειμένου μετά την πτώση του καθεστώτος να στήσει την επιχείρησή του, ξεκινώντας έτσι την αυτοκρατορία του και την μετατροπή του στον διαβόητο “Padre Padrone” του ρουμανικού ποδοσφαίρου και ισχυρό άνδρα της Στεάουα.
Ο Τζίτζι Μπεκάλι πάντρεψε τον Χάτζι και ήταν αυτός που μέσω του ξαδέρφου του, του Τζιοβάνι (οι δύο τους τα απόλυτα αφεντικά του αθλήματος στη χώρα στον 21ο αιώνα), όρισε και την μετέπειτα επαγγελματική σταδιοδρομία του «Ρέγκελε», αφού ουσιαστικά ανέλαβε την εκπροσώπησή του.
Φυσικά, από την στιγμή που γκρεμίστηκε το καθεστώς Τσαουσέσκου, ήταν αυτονόητο πως ο Χάτζι δεν χρειαζόταν καμία μεσολάβηση. Απλώς, η επιλογή του έμενε. Διάλεξε τη Ρεάλ, η οποία τον μετέτρεψε στο τότε ακριβότερο μεταγραφικό απόκτημα της ιστορίας της, προσφέροντας μόνο -ω καιροί, ω ήθη- περίπου 4 εκατ. δολάρια (τα μισά δηλαδή της προσφοράς Βαρδινογιάννη).
Είχε προηγηθεί η δεύτερη… γέννησή του, όπως ο ίδιος αποκαλεί, όταν βγήκε ζωντανός από την ανατροπή και συντριβή του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο κολλητός του φίλος, Ντάριους Χαντρέα (επίσης γλύτωσε), σ’ έναν παγωμένο δρόμο καταχείμωνο του ’89 στην Κοστάντζα. Η σωτηρία και η επιφοίτηση όμως δεν τον βοήθησαν στη Μαδρίτη.
Το βασιλικό κοινό δύσπιστο. Και οι απαιτήσεις αδιανόητα υψηλότερες. Η Ρεάλ είχε ολοκληρώσει έναν κύκλο μονοκρατορίας, με πέντε σερί κατακτήσεις της La Liga. Η περίφημη «Quinta del Buitre», η «Πεντάδα Του Γύπα» δηλαδή, όπως αποκλήθηκε το καρέ (Σαντσίς, Μαρτίν Βάθκεθ, Μίτσελ και Παρντέθα) που πλαισίωνε τον Εμίλιο Μπουτραγκένιο («Γύπα»), αφενός μεγάλωνε, αφετέρου στέρευε από κίνητρο.
Και η άφιξη ενός κοντοπίθαρου Βαλκάνιου, ατομιστή, με αγορά μάλιστα απαράμιλλη στην ιστορία του συλλόγου, δεν ταίριαξε καλά στα υπερμεγέθη -και δικαιολογημένα- εγώ τους.
Ο Χάτζι ούτε ένιωσε ούτε έγινε ποτέ καλοδεχούμενος στο «Bernabéu». Δεν μπόρεσε και δεν βοήθησε να αποφύγει η «Βασίλισσα» τη μεταβατική περίοδο, τη νομοτελειακή παράδοση των σκήπτρων. Στην πρώτη του μόνο σεζόν η Ρεάλ άλλαξε τρεις προπονητές.
Τα πράγματα βελτιώθηκαν στη δεύτερη σεζόν του. Κάπως. Τόσο τουλάχιστον ώστε να χαρίσει ένα γκολ από τα κορυφαία της ιστορίας της Ρεάλ (μια λόμπα από το κέντρο στη φιλοξενία της Οσασούνα). Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, αν στο φινάλε εκείνης της χρονιάς οι Μαδριλένοι δεν δώριζαν στην κυριολεξία τον τίτλο στην Μπαρτσελόνα, χάνοντας ένα προβάδισμα 2-0 κόντρα στην Τενερίφη, με τον Ρουμάνο να έχει σκοράρει το ένα και να έχει σερβίρει το άλλο τους γκολ.
Δεν έφτανε. Οι νησιώτες γύρισαν το ματς, η Μπαρτσελόνα κατέκτησε το Πρωτάθλημα και ο Χάτζι ζήτησε μεταγραφή, παρότι είχε δύο χρόνια ακόμα συμβόλαιο. «Απέτυχα. Η μοίρα μου δεν είναι συνυφασμένη με τη Ρεάλ». Νέτα σκέτα.
Η «Μικρή Ρουμανία»
Ένας άλλος ευεργετημένος από την πολιτική αλλαγή στη Ρουμανία διέβαινε εκεί, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, τα πρώτα βήματα του δικού του επαγγελματικού μονοπατιού. Δύσκολο επίσης, ανάλογα απαιτητικό. Παρότι διαφορετικό, στους πάγκους δεν ήταν καθόλου εύκολο για έναν Ρουμάνο τεχνικό να σταδιοδρομήσει στο κάλτσιο. Η πρώτη του χρονιά κολοβή, αφού απολύθηκε στις αρχές Μαρτίου του ’91 από την Πίζα, η οποία υποβιβάστηκε.
Παρά ταύτα, εξασφάλισε ακόμα μια ευκαιρία, έστω και μοιραία κατεβαίνοντας σκαλί. Στην πρώτη του χρονιά όμως στον πάγκο της Μπρέσια, την οδήγησε σε άνοδο και επιστροφή στη Serie A.
Και, κάπως έτσι, ο φέρελπις τότε -σε διεθνές επίπεδο…- Μιρτσέα Λουτσέσκου εξασφάλισε και τη δυνατότητα να χτίσει την, όπως αποκλήθηκε, «Μικρή Ρουμανία» στο «Rigamonti».
Τρεις οι μη Ιταλοί που τότε επιτρέπονταν στο Campionato, συνήθεια τότε για λόγους ομοιογένειας να είναι όλοι συμπατριώτες. Με Ρουμάνο λοιπόν στον πάγκο, οι «Rondinelle» σε Ρουμάνος στράφηκαν. Πρώτα αποκτήθηκε ο επιθετικός Φλορίν Ραντουτσόιου από τη Βερόνα και μετά ο μέσος Ιοάν Σαμπάου από την Φέγενορντ. Το κόλπο γκρόσο όμως, το όνειρο του Λουτσέσκου και του Προέδρου της Μπρέσια, Λουίτζι Κοριόνι, ήταν ο Χάτζι.
Είχε ήδη ξεκαθαρίσει πως θέλει να (και θα) φύγει από τη Ρεάλ, με την πρώτη προσέγγιση της Μπρέσια να προκαλεί την μνημειώδη αντίδραση του (ατζέντη) Μπεκάλι, ο οποίος χαρακτηριστικά είχε δηλώσει πως «η πιθανότητα να πάει ο Γκίκα στην Μπρέσια είναι 0.01%». Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Χάτζι παρουσιαζόταν.
Είχε μεσολαβήσει ένα ταξίδι του Κοριόνι στη Μαδρίτη. Η συμφωνία με τη Ρεάλ τού κόστισε κατιτίς παραπάνω (8 δις λιρέτες, περίπου 2 εκατ. ευρώ δηλαδή), αλλά ήταν το εύκολο, το βατό κομμάτι της προσπάθειας.
Το δύσκολο ήταν η απαίτηση του Χάτζι που ζητούσε, για να κάτσει στο τραπέζι, να πάρει στη νεοφώτιστη στο Campionato όσα ακριβώς εισέπραττε στη «Βασίλισσα». Και τα πήρε, ξεκινώντας έτσι μια αλυσίδα μεγάλων που ντύθηκαν στα «bianco azzurro», μιας και ακολούθησαν αργότερα, σε διαφορετικά σημεία της καριέρας τους ο καθένας, ο Ρομπέρτο Μπάτζο, ο Αντρέα Πίρλο (ξεκίνησε από τα τσικό), ο Πεπ Γκουαρντιόλα και ο Λούκα Τόνι.
Ο Λουτσέσκου του έταξε στοργή, φροντίδα και ελευθερία. Τα είχε όλα, μα δεν αποδείχτηκαν επαρκή. Στο ντεμπούτο του αποβλήθηκε. Στο τελευταίο ματς της παρθενικής του σεζόν στην Ιταλία βίωσε τον υποβιβασμό. Εν πολλοίς τον χρεώθηκε. Παραδόξως όμως η «Μικρή Ρουμανία» δεν αλλοιώθηκε, αφού, παρότι όλοι περίμεναν πως ο Λουτσέσκου και η αφεντιά του θα αποχωρούσαν, αμφότεροι έμειναν, με τον Χάτζι να δηλώνει πως δεν είναι δειλός για να φύγει στα δύσκολα. Σεργιάνισε λοιπόν στην κακοτράχαλη Serie B και αμέσως έφερε την Μπρέσια ξανά στα σαλόνια.
Όχι πάντα με κέφι, όχι πάντα με διάθεση, όχι πάντα με επαγγελματισμό. Ακόμα και ο συμπατριώτης του προπονητής συχνά-πυκνά δεν δίσταζε να τον καταχερίζει. Άλλοτε για την αργοπορία του στις προπονήσεις, άλλοτε για την καθυστερημένη επιστροφή του από διεθνείς υποχρεώσεις, άλλοτε για την παροιμιώδη ασυνέπεια του ως προς το επικοινωνιακό κομμάτι του συλλόγου.
«Παίκτες σαν κι αυτόν είναι καλλιτέχνες. Κάνουν ό,τι θέλουν στο γήπεδο, δεν καλουπώνονται. Όπως όλοι οι μεγάλοι όμως, έχουν πρόβλημα με τη συνέπεια. Αν δούλευε περισσότερο, με λίγο περισσότερη σοβαρότητα και επαγγελματισμό, τότε ο Μαραντόνα θα είχε σοβαρό ανταγωνισμό».
Με αυτό το σχόλιο κατευόδωσε ο Λουτσέσκου τον Χάτζι για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.
Η καλύτερη ώρα
Στα γήπεδα του Νέου Κόσμου, ουσιαστικά, παγίωσε τον μύθο του. Στην πρεμιέρα της Ρουμανίας στη διοργάνωση, κόντρα στην Κολομβία, λίγο πριν βγει το ημίχρονο, πέτυχε ένα από τα ομορφότερα γκολ στη ιστορία του θεσμού. Αριστερά, κοντά στον ασβέστη, καμιά σαρανταριά μέτρα μακριά από το τέρμα του Όσκαρ Κόρντομπα.
Η γωνία αδιανόητη. Η απόπειρα, η σκέψη της ακόμα, μάταιη προκαταβολικά. Το αποτόλμησε. Μετά, το δικαιολόγησε με τις πρώτες ποδοσφαιρικές του διδαχές.
«Όταν ξεκινούσα το ποδόσφαιρο, ο πρώτος προπονητής μού έλεγε να μην μ’ ενδιαφέρει η απόσταση ή το σημείο όπου βρίσκομαι στο γήπεδο. Απλώς να γυρίσω πρόσωπο στην εστία, να σημαδέψω και να σουτάρω».
Και αυτό έκανε και τότε. Σήκωσε το κεφάλι του, ζύγισε το θαυματουργό αριστερό του και έστειλε το τόπι συστημένο στο απέναντι, επίσης αριστερό, «παραθυράκι» του Κολομβιανού τερματοφύλακα, ο οποίος, όταν πήρε χαμπάρι τι πήγαινε να γίνει, μετατράπηκε απλώς σε κομμάτι, ντεκόρ του θρυλικού σκηνικού.
Δεν ήταν το μόνο του γκολ. Ακολούθησε άλλο ένα, στη μόνη ήττα της Ρουμανίας στη φάση των ομίλων από την Ελβετία, με το κερασάκι στην τούρτα να μπαίνει στην -όπως θεωρείται- κορυφαία στιγμή της ιστορίας των Βαλκάνιων, την επικράτηση κόντρα στην Αργεντινή στους «16», με τον Χάτζι να αφήνει… χαζούς τη μισή άμυνα της «Albiceleste» σερβίροντας το δεύτερο γκολ και να “καθαρίζει” νίκη και πρόκριση με ασύλληπτο -και σίγουρα παράταιρο του τρόπου παιχνιδιού του- σπριντ και τελείωμα στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου.
Ακολούθησε όμως η προσγείωση στα προημιτελικά. Οι πραγματιστές Σουηδοί περιόρισαν τη δημιουργικότητα και έμπνευση των Ρουμάνων, οι οποίοι ισοφάρισαν μεν στο φινάλε, στέλνοντας την πρόκριση στην παράταση, εκεί όμως, παρότι προηγήθηκαν, εν τούτοις υπέστησαν το ίδιο, με τους Σκανδιναβούς να ισοφαρίζουν στο τέλος και να είναι αυτοί που στα πέναλτι πήραν το εισιτήριο για την τετράδα.
«Η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου», ξεστόμισε ο Χάτζι.
Η ζωή και το ποδόσφαιρο όμως είναι ένα συνεχές roller coaster. Και την απογοήτευση του αποκλεισμού και της χαμένης ευκαιρίας για κάτι ανεπανάληπτο («είχαμε ομάδα που μπορούσε και να κοντράρει και να νικήσει την Βραζιλία», λέει ακόμη και το πιστεύει ο «Βασιλιάς» για την τότε Πρωταθλήτρια Κόσμου «Seleção», η οποία και περίμενε στα ημιτελικά) διαδέχτηκε η ευκαιρία. Μια ακόμα.
Οι εμφανίσεις του στο Παγκόσμιο Κύπελλο τράβηξαν την προσοχή της Αυτού Μεγαλειότητας, του Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος ήθελε να τον προσθέσει στην Dream Team της Μπαρτσελόνα. Οι Καταλανοί πλήρωσαν περίπου 3 εκατ. ευρώ και τον μετέτρεψαν σε έναν από τους λίγους, τους μετρημένους στην ιστορία, που έχουν φορέσει τη φανέλα και των δύο πόλων του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Δυστυχώς όμως για τον Χάτζι, τα όσα έζησε στη Βαρκελώνη δεν διέφεραν από αυτά που είχε περάσει στη Μαδρίτη. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ στη φιλοσοφία και τις απαιτήσεις του Κρόιφ και έτσι, μετά από επίσης δύο σεζόν, αποχώρησε από τους «Blaugrana», κλείνοντας οριστικά τον κύκλο του τόσο στην Ισπανία (με τον πενιχρό απολογισμό των δύο μόλις, ένα σε κάθε ομάδα, Super Cup) όσο και σε κορυφαίο, ευρωπαϊκό επίπεδο.
«I love you Hagi»
Πατημένα 31, με το ποδόσφαιρο να αλλάζει και ολοένα να κατατρώει, να περιορίζει και να περιθωριοποιεί «δεκάρια» δικής του κοπής, μοιραία η επόμενη στέγη του δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από εκεί που η εξέλιξη -και του αθλήματος- φτάνει κομματάκι καθυστερημένα. Επιστροφή στη γειτονιά, συμβόλαιο και παροχές ανάλογα του προσωνυμίου του, «Bασιλιάς» λοιπόν στη Γαλατασαράι.
Καλύτερο φινάλε στην καριέρα του δεν θα μπορούσε να περιμένει. Με ευρωπαϊκά τρόπαια είχε ουσιαστικά συστηθεί στο διεθνές κοινό, με ευρωπαϊκά το αποχαιρέτησε, κατακτώντας πρώτα το Κύπελλο UEFA το 2000 κόντρα στην Άρσεναλ (παρότι αποβλήθηκε στον Τελικό) και στη συνέχεια το Ευρωπαϊκό Super Cup κόντρα -απ’ τη ζωή και την μπάλα βγαλμένα…- στη Ρεάλ.
Εκεί, στην Πόλη, στο Ali Sami Yen, η προσωπολατρεία έφτασε σε επίπεδα φρενίτιδας. Το «I love you Hagi» της εξέδρας, ρυθμικά και αγγλιστί παρακαλώ, με το «-ι» της κατάληξης του επιθέτου του τραβηγμένο, σαν να ακούγεται και λίγο «-ε» («Χατζιέ»), χαρακτηριστικό της τουρκικής εκφοράς, ηχητική υπόκρουση κάθε παιχνιδιού του, κάθε γκολ του, κάθε επαφής του, κάθε εμφάνισής του.
«Κάθε φορά που βλέπω τα γκολ του, που βλέπω τις πάσες του, κλαίω. Οφείλω την καριέρα μου σε αυτόν. Μεγαλοφυΐα», από το στόμα του μεγαλύτερου γκολτζή -και ίσως και ποδοσφαιριστή- του τουρκικού ποδοσφαίρου, του Χακάν Σουκούρ. Ενδεικτικό; Ούτε καν. Απλώς προσεγγίζει το στάτους που απολαμβάνει ο Χάτζι.
Η Πόλη, η Τουρκία, η «Γαλατά» τότε είχαν έναν «Αυτοκράτορα» στον πάγκο, τον Φατίχ Τερίμ, και έναν «Βασιλιά» στο γήπεδο, τον Γκεόργκε Χάτζι. Αμέτρητα τα κέρδη του από την πενταετία στην «Chim Bom», με την οποία και ολοκλήρωσε την καριέρα του, συνεργαζόμενος στην τελευταία του σεζόν εκεί με τον Μιρτσέα Λουτσέσκου, προτού πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, στα 36 του, κρεμάσει τα εξάταπα.
Και απλώς, βγαίνοντας από το γήπεδο, έμεινε στον πάγκο. Ήταν τέτοιο το στάτους και η αποδοχή του, ώστε δεν χρειάστηκε να περιμένει για τα προβλεπόμενα, με τους συμπατριώτες του αμέσως να του αναθέτουν την τεχνική ηγεσία της Εθνικής τους ομάδας. Πολύ νωρίς, πολύ βιαστικά, έως και απερίσκεπτα. Η αλήθεια είναι πως στην επόμενη κοντά δεκαετία με την περιοδεία του σε διάφορους πάγκους φλέρταρε με το γκρέμισμα της εικόνας του.
Μάλλον το κατάλαβε έγκαιρα και στράφηκε σε κάτι που προφανώς του ταιριάζει περισσότερο. Επένδυσε περισσότερα από 15 εκατ. ευρώ και έχτισε στην Κοστάντζα μια κορυφαίου επιπέδου και προδιαγραφών ποδοσφαιρική σχολή (όπως και ένα πεντάστερο ξενοδοχείο, το οποίο ονομάτισε «Ιάκι», το χαϊδευτικό δηλαδή του πατέρα του). Με αυτήν όχημα επένδυσε στην τοπική Βιτορούλ. Με σχέδιο, πλάνο, ξεκάθαρη στόχευση. Την αγόρασε, έγινε προπονητής της και από το 2021 συνενώθηκε με τη Φαρούλ, τη δεύτερη ομάδα της πόλης.
Έτσι πλέον ο Χάτζι ελέγχει όλη την παραγωγική ποδοσφαιρική διαδικασία, ξεπερνώντας κατά πολύ παραδοσιακές εγχώριες δυνάμεις. Η σχολή του προσελκύει -και εύκολα- τα καλύτερα ταλέντα της χώρας, τα οποία είτε διαφημίζονται με την προώθηση στην Φαρούλ είτε, αν δεν προλάβουν να φτάσουν έως εκεί, φεύγουν για το εξωτερικό.
Ενδεικτικό άλλωστε παράδειγμα, ο γιος του, Ιάνις, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ποδοσφαιρικές απαιτήσεις κόπια της δικής του θέσης και παιχνιδιού. Δεν θα γίνει ποτέ σαν τον πατέρα του. Δεν είναι ο πατέρας του. Δεν θα μπορούσε ούτε να γίνει ούτε και να είναι. Όχι μόνο λόγω αλλαγής του παιχνιδιού. Όχι μόνο λόγω χαρακτηριστικών. Αλλά γιατί, κακά τα ψέματα, το καλούπι έσπασε.
Ο Γκίκα έκοβε τις κάλτσες του στο τμήμα που κάλυπτε τις πατούσες, γιατί ήθελε να νιώθει, όσο περισσότερο μπορούσε, το χορτάρι, το γήπεδο. Αν μπορούσε, θα έπαιζε και ξυπόλητος.
Και σίγουρα, ακόμα και έτσι, πάλι θα ζωγράφιζε με το διαβολεμένο του ζερβό…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Νάντια Κομανέτσι: το τέλειο 1.00
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη