Τα πάντα στη ζωή μας είναι ζήτημα αξιολογικών προτεραιοτήτων, στρατηγικών επιλογών, πραγματιστικής θέσμισης, συναισθηματικής απόρροιας, ρεαλιστικής στάθμισης.
Υπάρχουν τα ασήμαντα, τα σημαντικά και τα πραγματικά σημαντικά. Προσωπικά, θεωρώ πολύ σημαντικό τον πλούτο του μυστηρίου της ψυχής, θυμάμαι την απώλεια της παιδικής πίστης στην ενηλικίωση, η οποία λίγο μετά αντικαθίσταται από την ελπίδα και τον ενθουσιασμό που είναι πιο ανθεκτικά από την πίστη και καλύπτουν το κενό.
Ό,τι κι αν γίνει όμως, όσο πραγματιστές κι αν γίνουμε, κρατάμε πολύ καλά κρυμμένο ένα καρουζέλ με εξιδανικευμένες αναμνήσεις. Το βγάζουμε, κάθε που η συναισθηματική φόρτιση είναι υψηλή, κάθε που, για να πας μπροστά και να συνεχίσεις, πρέπει να κοιτάξεις πίσω. Κάθε νότα του ένα κομμάτι της χαμένης παιδικότητας, της εφηβείας, των ανθρώπων που έμειναν, πέρασαν και, είτε ξεχάστηκαν είτε δεν είναι πια εδώ, σημάδεψαν τη ζωή μας ανά επίπεδο. Η γνώριμη μουσική των στιγμών, των εποχών, “μαύρων” και “λευκών”, ευτυχισμένων και λιγότερο ευτυχισμένων. Νότες συναισθηματικές, οικογενειακές, ερωτικές, παραστάσεων, εμπειριών, ηρώων και αντιηρώων. Κι έπειτα υπάρχει η μουσική των ειδώλων.
Η δική μου μουσική, το δικό μου jingle που ξυπνά τις περισσότερες εφηβικές αναμνήσεις μέσα μου, είναι ένα επιφώνημα συνοδευόμενο από ένα όνομα τραγουδισμένο δυο φορές:
«Ω Μπάνε, Μπάνε!».
Δεν θα είμαι λοιπόν αντικειμενικός με τον Μπάνε. Δεν γίνεται να είμαι αντικειμενικός με τον ήρωά μου, τον μοναδικό αθλητή που είχα αφίσα στο εφηβικό μου δωμάτιο. Έχω πανηγυρίσει μαζί του, έχω κλάψει μαζί του, έχω φιλοσοφήσει νοερά μαζί του, έχω επαναπροσδιορίσει το μπάσκετ, τον αθλητισμό, τη ζωή. Τον θαύμασα ως μπασκετμπολίστα, τον αγάπησα ως ιδιοσυγκρασία, τον λάτρεψα ως μποέμ προσωπικότητα.
Ακόμη και σήμερα οι πολύ κοντινοί μου φίλοι, παλιοί συμμαθητές, παλιοί συμφοιτητές, με φωνάζουν «Μπάνε» στο “αντρικό μονό”, που ζήτημα πλέον να παίξουμε κάθε δυο χρόνια, όταν καταφέρουμε να μαζευτούμε από δουλειές και υποχρεώσεις. Άλλον τον φωνάζουμε «Γιαννάκη», άλλον «Φάνη», άλλον «Μίκι». Ο καθένας σε αυτό το “μονό” ακούει τη δική του μουσική στο καρουζέλ των αναμνήσεων. Διότι σε όλους υπάρχουν κάποιοι αθλητές που σημάδεψαν την παιδική και εφηβική ηλικία, κάποιοι παίκτες που ασυναίσθητα δημιούργησαν την ανεξήγητη ανάγκη να υιοθετήσεις το στυλ τους, να αντιγράψεις τις κινήσεις τους, να αποκτήσεις το θράσος τους, να σουτάρεις με τον τρόπο τους.
Ο δικός μου ήρωας δεν ήταν καν (τόσο) μεγαλύτερός μου και γι’ αυτό η όποια ταύτιση έγινε ευκολότερη. Γεννημένος το 1966, τέτοια μέρα του Δεκέμβρη στο Βελιγράδι, μια πόλη εντελώς διαφορετική με το σήμερα, μια πόλη που εκείνον τον καιρό ήταν πυλώνας πολιτισμού για την ενωμένη Γιουγκοσλαβία και την Ανατολική Ευρώπη.
Δεύτερο παιδί του Μίροσλαβ και της αείμνηστης Ολιβέρα, ο Μπάνε Πρέλεβιτς έχει μια μεγαλύτερη αδερφή, τη Γιάσνα, με την οποία έπαιζαν μαζί στο Dorćol, την ιστορική συνοικία στο Stari Grad, την Παλιά Πόλη του Βελιγραδίου.
Εκεί μεγάλωσε ο Μπάνε, στην καρδιά του «Παρισιού των Βαλκανίων», λίγα μέτρα μακριά από τον Δούναβη και δίπλα στο Τεράζιγιε, την περίφημη κεντρική πλατεία του Βελιγραδίου.
Οικογένεια αστική, περιβάλλον ασφαλές που του επέτρεψε και να φοιτήσει σε καλό σχολείο -ήταν καλός μαθητής με κλίση στα μαθηματικά- αλλά και να ασχοληθεί με τον αθλητισμό στον ελεύθερο χρόνο του. Πειραματίστηκε με πολλά σπορ, άλλωστε στην πρώην Γιουγκοσλαβία οι δομές στον αθλητισμό κινούνταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ακόμα και συγκρινόμενες με άλλες σχολές σε ακόμα πιο πλούσιες χώρες.
Το 1978 ο πατέρας του, ο Μίροσλαβ, παλιός παίκτης και διοικητική μορφή του Ερυθρού Αστέρα, τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί πιο ενεργά με το μπάσκετ και έτσι εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής του Ερυθρού Αστέρα. Δεν είχε κλείσει ακόμη τα 13 και είχε πέσει στα θαυματουργά χέρια του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και την υψηλή εποπτεία του Ράνκο Ζεράβιτσα στον σύλλογο και του -λιγότερο διασήμου αλλά με πολύ σημαντική προσφορά στα τμήματα υποδομής των «Plavi»– Γκόραν Μίλκοβιτς στα εθνικά κλιμάκια.
Εκείνη η Εθνική Παίδων και Εφήβων των Γιουγκοσλάβων προκαλούσε τρόμο: Πάσπαλι, Ζντοβτς, Περάσοβιτς, Πετσάρσκι, Μιλίτσεβιτς, Παβίτσεβιτς, Μαβρένσκι, η λίστα είναι ατέλειωτη. Ο Πρέλεβιτς συστήνεται στο μπασκετικό κοινό στο Πανευρωπαϊκό Παίδων του 1983 στη Γερμανία, στο τουρνουά του Τύμπιγκεν, στο οποίο μάλιστα στον 5ο όμιλο βρίσκει απέναντι και την Εθνική μας με Παταβούκα, Ελληνιάδη, Δημακόπουλο, Αλέξη Γιαννόπουλο, Μακαρά, κ.α.
Ο Μπάνε έρχεται από τον πάγκο, αλλά σκοράρει 10 πόντους μ.ο., είναι ένας διαφορετικός shooting guard, απρόβλεπτος και συνάμα τακτικά συνεπής. Οι πιτσιρικάδες της Γιουγκοσλαβίας κατακτούν το τρόπαιο με χαρακτηριστική άνεση, δύσκολα τους βάζουν μόνο οι Ισπανοί του Γιοφρέσα στον Τελικό. Ο Μπάνε σε αυτό το τουρνουά μπήκε παιδί και βγήκε άνδρας.
Είχε έρθει πια ο καιρός να προβιβαστεί στην πρώτη ομάδα του Ερυθρού Αστέρα, με τον θρύλο Ράνκο Ζεράβιτσα προπονητή και έναν τρομερό ανταγωνισμό στις θέσεις των περιφερειακών. Με 76 συμμετοχές στην Παίδων και 36 στην Εφήβων της -ενωμένης, μην λησμονούμε- Γιουγκοσλαβίας, ο Πρέλεβιτς διεκδικεί τον χώρο και τον χρόνο που του αναλογούν, ως νέο και υποσχόμενο παιδί.
Μετά το απαραίτητο διάλειμμα για την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, η επιστροφή στις προπονήσεις και η μεγάλη απόφαση να ασχοληθεί ημιεπαγγελματικά με το άθλημα. Ο χρόνος στην αρχή είναι (πολύ) λίγος, σιγά-σιγά αυξάνεται, μαζί με το “ξεψάρωμα” έρχονται και τα σουτ, οι πρωτοβουλίες, οι πολύτιμες -και υποτιμημένες στην καριέρα του- τελικές πάσες. Πάντοτε όμως είναι στη σκιά των υπολοίπων, των “τοτέμ” της ομάδας.
Το κομβικότερο ίσως σημείο στην καριέρα του έρχεται στη σεζόν της αναδόμησης του Αστέρα, με τον Βλάντο Τζούροβιτς να αναλαμβάνει τα ηνία μετά την επταετία του δάσκαλου Ζεράβιτσα και την ομάδα να στηρίζεται στα ταλέντα της, σε μια nouvelle vague από το φυτώριό της.
Μαζί με τον συνομήλικο Αλεκσάνταρ Τριφούνοβιτς, τον Ίλιτς, τον Μιλίτσεβιτς οδηγούν τη «Crvena Zvezda» σε μια από τις πιο ξέφρενες και ιστορικές πορείες στην ιστορία της.
Όλοι ακόμη και σήμερα θυμούνται τη συγκλονιστική σειρά με την Πρωταθλήτρια Ευρώπης Τσιμπόνα του μεγάλου Ντράζεν, της Τσιμπόνα του 22-0 στην κανονική περίοδο και απόλυτου φαβορί για κατάκτηση του τίτλου. Στην κανονική περίοδο ο Ερυθρός Αστέρας τερματίζει τέταρτος, δεν λογίζεται καν ως αουτσάιντερ, όταν στον ημιτελικό βρίσκεται αντιμέτωπος με την Τσιμπόνα των αδερφών Πέτροβιτς και του Τσούτουρα. Η πρώτη αναμέτρηση της best of three σειράς στο Ζάγκρεμπ έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η Τσιμπόνα με τον Ντράζεν να σκοράρει 31, κερδίζει με 92-74 τον Αστέρα, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι παραμένει η καλύτερη ομάδα της ποιοτικότερης λίγκας στην Ευρώπη.
Το ημερολόγιο γράφει 1987, είναι η χρονιά που ουσιαστικά γεννήθηκε το μεγάλο κύμα του ελληνικού μπάσκετ, με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Λίγο βορειότερα στη βαλκανική χερσόνησο, το 1987 είναι το ίδιο έτος που ο γιος του Μίροσλαβ Πρέλεβιτς, ο Μπράνισλαβ, από βοηθητικός και αναπληρωματικός μετατρέπεται σε αστέρι, σε πρωταγωνιστή και clutch player.
Το τελικό 94-92 για τον Αστέρα στο δεύτερο παιχνίδι του Βελιγραδίου πανηγυρίζεται σαν Πρωτάθλημα, ο Μπάνε είναι από το πουθενά ο ηγέτης της «Zvezda», ο νεαρός που με το περίεργο τρέξιμο και το περίεργο στυλ στο σουτ δεν διστάζει να κοιτάξει στα μάτια τον καλύτερο και πιο ταλαντούχο Ευρωπαίο παίκτη, τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Η νίκη του Αστέρα προκαλεί τεράστια αίσθηση στη Γιουγκοσλαβία, οι ειδικοί κάνουν λόγο για «λαγό από το καπέλο» που τράβηξε ο Τζούροβιτς και έκλεψε τη νίκη από την Τσιμπόνα.
Οι πιο κυνικοί επισημαίνουν ότι ο Πρέλεβιτς απλώς βρέθηκε στη μέρα του. Αυτό που ο Γιάννης Ιωαννίδης έλεγε «σήμερα οι αντίπαλοι είχαν όλοι μαζί γενέθλια». Συμβαίνει σε όλους μια φορά στη ζωή τους, στην καριέρα τους, να έχουν όλους τους οιωνούς μαζί τους.
Η σειρά επιστρέφει στο Ζάγκρεμπ. Τρίτο ματς, ο νικητής περνάει στον Τελικό. Το παιχνίδι έχει αποκτήσει τέτοιο χαρακτήρα μύθου όχι μόνο στη γείτονα, όπου κυκλοφορούν δυσανάλογα πολλά videos στο youtube, έχουν γίνει αφιερώματα μέχρι και σε ισπανικές ιστοσελίδες, έχει γίνει αντικείμενο αρθρογραφίας δεκαετίες μετά για τη μονομαχία των γιγάντων, του φτασμένου Μότσαρτ Ντράζεν Πέτροβιτς από τη μία και του εκκολαπτόμενου Μπάνε Πρέλεβιτς από την άλλη.
Ο Ερυθρός Αστέρας κάνει το αδιανόητο, κερδίζει με 103-104 την Τσιμπόνα μέσα στο Ζάγκρεμπ. Ο Μπάνε όχι μόνο δεν ήταν ο διάττων αστέρας που υπονοούσαν οι ειδικοί αλλά (ξανα)σκόραρε 32 και μοίρασε οκτώ ασίστ. Οι 48 (!) του Ντράζεν δεν στάθηκαν αρκετοί, ο Αστέρας του Μπάνε τον αφήνει εκτός Τελικών. Η εποποιία δεν ολοκληρώθηκε με κατάκτηση του Πρωταθλήματος, όλοι είχαν “αδειάσει” από την υπερπροσπάθεια και άλλωστε εκείνη η διαστημική Παρτίζαν που βρήκαν στους Τελικούς ήταν ανίκητη. Αδύνατο να της αντισταθεί ο άγουρος Ερυθρός Αστέρας, σκηνικό που επαναλήφθηκε και την επόμενη σεζόν στα προημιτελικά των play offs.
Επί της ουσίας, εκείνες οι απίστευτες εμφανίσεις στην τρομερή σειρά με την Τσιμπόνα είναι και το έναυσμα για το ενδιαφέρον του ΠΑΟΚ για το νέο μεγάλο αστέρι της «Crvena Zvezda».
Ο ΠΑΟΚ αναζητούσε εναγωνίως ένα αντίπαλον δέος στο αχτύπητο δίδυμο περιφερειακών του συμπολίτη Άρη. Και πώς να βρεις αντίπαλο δέος στον Γκάλη και τον Γιαννάκη; Η απάντηση ήταν ο «κοντορεβυθούλης» Τζον Κόρφας, Ελληνοαμερικανός απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Pepperdine στη θέση του point guard και ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Αστέρα στους ημιτελικούς με την Τσιμπόνα, ο Μπράνισλαβ Πρέλεβιτς.
Πρόκειται για μια περιπετειώδη μεταγραφή, την οποία η διήγηση του Νίκου Βεζυρτζή την κάνει ακόμα πιο κινηματογραφική. Τον ακούει κανείς να μιλάει για εκείνη τη νύχτα στα σύνορα, με τη Mercedes να διασχίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα την εθνική οδό και το υπογεγραμμένο από τον Πρόεδρο του Αστέρα συμβόλαιο του Πρέλεβιτς στο πίσω κάθισμα, και αντιλαμβάνεται πόσο είχε επενδύσει ο ΠΑΟΚ σε ένα 22χρονο παιδί που δεν είχε ιδέα ούτε από Θεσσαλονίκη ούτε από ελληνικό μπάσκετ.
Το 1988 δεν ήταν εύκολο να φύγει Γιουγκοσλάβος από τη χώρα, πολλώ δε στην ηλικία των 22 ετών. Υπήρχε κι εκείνη η περίεργη πρόταση του Μάλκοβιτς για «απαγόρευση εξόδου» των εγχώριων ταλέντων, πριν συμπληρώσουν τα 26 τους χρόνια, και ο μοναδικός τρόπος ήταν η “αρπαγή”. Έχοντας τον Μάικ Τζόουνς ήδη στο ρόστερ και παλεύοντας να εξασφαλίσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον Κόρφα, ο ΠΑΟΚ, εν μέσω προεκλογικής περιόδου και οικονομικοπολιτικών σκανδάλων (εποχή Κοσκωτά), ξεκίνησε τον αγώνα εξασφάλισης του ελληνικού διαβατηρίου στον Πρέλεβιτς.
Όταν ο Μπάνε πατάει Θεσσαλονίκη, με εκείνη την πτήση της JAT στο αεροδρόμιο της Μίκρας, τον υποδέχονται μια χούφτα δημοσιογράφοι και λίγες δεκάδες οπαδοί. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτό το νεαρό παιδί θα αλλάξει την ιστορία του ΠΑΟΚ.
Η ομάδα έχει ξεκινήσει προετοιμασία και ο υπό ελληνοποίηση Πρέλεβιτς είναι ακόμη μετέωρος. Στο ντεμπούτο του, σε ένα φιλικό με τον φανταχτερό Ολυμπιακό του Κοσκωτά τον Αύγουστο του 1988, το κοινό βλέπει ένα παιδί με κανονικό σώμα, μπούκλες στο μαλλί κι ένα πλατύ χαμόγελο. Οι περισσότεροι είχαν πάει στο Παλέ να δουν από κοντά τον καταπληκτικό Κάρεϊ Σκάρι, τον οποίον είχε φέρει ο Κοσκωτάς απευθείας από το ΝΒΑ και τους Τζαζ, κανείς δεν έδινε πολλή σημασία στον νεαρό Σέρβο του ΠΑΟΚ.
Δεν γέμιζε το μάτι στους πάντα δύσπιστους οπαδούς, κυρίως άφηνε τους επαΐοντες προβληματισμένους σχετικά με το κατά πόσον μπορεί να βοηθήσει. «Αυτός θα τα βάλει με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη;», κάγχαζαν αρκετοί. Το ειρωνικό γέλιο κόπηκε, όταν ο Μπάνε άρχισε να τη μπιστάει στο σκούρο παρκέ του Μελάθρου. Σκόραρε πάνω από 30. Άκοπα. Ήταν βέβαιο ότι ο ΠΑΟΚ είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού.
Το διαβατήριο και τα έγγραφα ωστόσο ακόμη καθυστερούσαν. Με κίνδυνο ο παίκτης να μείνει ανενεργός, ο ΠΑΟΚ τον δηλώνει μαζί με το «μωρό του ελαφιού», Μάικ Τζόουνς, στο Korać ως δεύτερο ξένο, αφήνοντας εκτός ομάδας τον Κόρφα. Επίσημο ντεμπούτο θα κάνει 12 Οκτωβρίου του ’88 στη “χύτρα” της Maison des sports του Villeurbanne. Ιστορική ευρωπαϊκή νίκη για τον ΠΑΟΚ, ο Μπάνε σταματά στους 29. Για τη συμμετοχή στο Ελληνικό Πρωτάθλημα θα πρέπει να περιμένει τον Δεκέμβριο. Πατάει το παρκέ στο κλειστό των Πατησίων κόντρα στον Σπόρτιγκ και σκοράρει 28.
Είναι μια νέα βερσιόν shooting guard, μια μοντέρνα καλαθομηχανή, διαφορετική από το φαινόμενο Γκάλη, του drive ή του σουτ από μέση απόσταση, με το οποίο είχε εξοικειωθεί ο Έλληνας φίλαθλος. Ο Πρέλεβιτς εκτελεί. Με κρύο αίμα και με εκείνο το περίεργο, απαράμιλλο στυλ. Με το “τίναγμα” του κορμιού. Και, για να προσθέσει και την εσάνς του διαφορετικού, εκτελεί ανέκφραστος και εκρήγνυται μετά την επίτευξη του στόχου.
Είναι τρομερό πόσο ταίριαξαν ο χαρακτήρας του, ο τρόπος παιχνιδιού, η ιδιοσυγκρασία του, οι εξάρσεις του και η έκρηξή του με το dna του μπασκετικού ΠΑΟΚ. Η χημεία πλησίασε το τέλειο, έμοιαζε σχεδόν συνωμοτική, σαν να είχε κλέψει κάποιος τη μυστική φόρμουλα και να την είχε παραδώσει και στην ομάδα και στον Μπάνε. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι ΠΑΟΚ και Μπάνε μεγάλωσαν μαζί, ενηλικιώθηκαν μαζί, ταίριαξαν, σαν να επρόκειτο για προϊόν του συλλόγου με τ’ ασπρόμαυρα και όχι του Ερυθρού Αστέρα.
Πολύ σημαντική παράμετρος και ότι το νεαρό παιδί ταίριαξε, “κούμπωσε” και με τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι εύκολη πόλη η Θεσσαλονίκη, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν ακόμα πιο στριφνή, πιο συντηρητική, συνάμα πιο υπερφίαλη. Και στο μπασκετικό πλαίσιο, από την άνοδο του Γιαννάκη στον Βορρά κι έπειτα, ήταν η πόλη του Άρη.
Το εγχείρημα που κλήθηκε να φέρει πέρας ο Πρέλεβιτς ήταν εξαιρετικά δύσκολο, στα όρια του αδυνάτου. Όλη η χώρα βίωνε την εποχή του Άρη, ανέπνεε μπάσκετ, κάθε παιδί χανόταν στις μπασκέτες της γειτονιάς προκειμένου να μοιάσει στα νέα είδωλα. Κάθε κατανυκτική Πέμπτη ήταν η Πέμπτη του Άρη. Με το Αλεξάνδρειο να πάλλεται, τους πάγκους “φάτσα” στην κάμερα, τον Ιωαννίδη να καπνίζει ιδρωμένος το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, τον Ρωμανίδη, τον Φιλίππου και βέβαια το δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη.
Μας ταξίδεψε ο Άρης, ήταν το υποκατάστατο της Εθνικής για όλους, έπαιζαν σε εκείνον ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, είχε το glam των πρώτων Final 4. Δεν είναι ψέμα ότι η μισή Ελλάδα είχε γίνει Άρης, δεν είναι υπερβολή ότι στη Θεσσαλονίκη τα βράδια της Πέμπτης δεν κυκλοφορούσε ψυχή και τα καταστήματα έκλειναν, διότι οι ιδιοκτήτες γνώριζαν εκ των προτέρων πως δεν θα πατήσει ψυχή. Αυτήν την καθεστηκυία τάξη κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο ΠΑΟΚ του Πρέλεβιτς, σε αυτήν την τεράστια πρόκληση κλήθηκε να αντεπεξέλθει. Και το κατόρθωσε.
Βήμα-βήμα, με τις εμπειρίες να διαδέχονται η μία την άλλη και, το κυριότερο, απέναντι σε ένα κοινό δύσπιστο, στριφνό, απαίδευτο και κυρίως “ποδοσφαιρικό”. Ο άνθρωπος που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του μπασκετικού ΠΑΟΚ, ο παίκτης που έδωσε το έναυσμα στους κατ’ εξοχήν ποδοσφαιρικούς Παοκτσήδες να ασχοληθούν με το άθλημα μπορούσε να είναι μόνο γήινος και ταυτόχρονα εξωγήινος. Και ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς.
Στα 22 του με το «7» στο πίσω μέρος της φανέλας και με το αγαπημένο σουτ όλης της Ελλάδας, το τρίποντο. Πολύ σύντομα, με το για χρόνια ακατάρριπτο ρεκόρ των 10/14 εύστοχων σουτ τριών πόντων σε ένα one man show στο Ιβανώφειο, ανάγκασε πολλούς ουδέτερους να ψηφίσουν ΠΑΟΚ. Δεν άργησε και η πρώτη νίκη κόντρα στο συμπολίτη που είχε να χάσει δυο χρόνια και ξαφνικά όλη η χώρα μοιράστηκε στη μέση. Όσοι γούσταραν τα underdogs επέλεξαν ΠΑΟΚ και Μπάνε. Από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη άπαντες ανέμεναν τα δύο ματς στο Αλεξάνδρειο, το Άρης-ΠΑΟΚ, με το Αλεξάνδρειο κατάμεστο, πλημμυρισμένο από κόσμο, χωρίς ίχνος κενής θέσης ακόμα και στους διαδρόμους, τα σκαλιά, τις εξόδους.
Το πάθος του Πρέλεβιτς παροιμιώδες, η νοοτροπία νικητή μοναδική, η ένταση στο όριο του επιτρεπτού. Όλα αυτά εντός παρκέ. Εκτός αγωνιστικών χώρων πορεία αντιστρόφως ανάλογη.
Τον Νοέμβριο του ’89 παντρεύεται στο Βελιγράδι την εφηβική του αγάπη, Νένα, απόφοιτο του τμήματος Μουσικών Τεχνών της Ακαδημίας του Βελιγραδίου και κόρη του θρυλικού Γιουγκοσλάβου τραγουδιστή, Τζόρτζε Μαριάνοβιτς. Με τη Νένα θα αποκτήσουν δύο υπέροχες κόρες, την Άννα και την Τέα (που πήρε το όνομά της από τη Θεσσαλονίκη), τις δυο μεγάλες αγάπες της ζωής του.
Έχω την αίσθηση ότι η οικογενειακή γαλήνη βοήθησε με τον τρόπο της και την αθλητική εξέλιξη, παρακίνησε τον Πρέλεβιτς να αφοσιωθεί πλήρως στον στόχο και να διαχωρίσει εκλογικευμένα και σωστά τις προτεραιότητες στη ζωή του. Αυτή η εσωτερική ισορροπία τον παρακίνησε να εξελιχθεί και ως άνθρωπος και ως μπασκετμπολίστας, υπήρξε αρωγός της ανέλιξής του από σημείο αναφοράς σε ηγέτη της ομάδας.
Ο Μπάνε έμοιαζε από πολύ νεαρός σαν βετεράνος, ήταν 23 και δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάρει την ομάδα στις πλάτες του, ζητούσε τη μπάλα με πείσμα, όταν οι υπόλοιποι κρύβονταν πίσω από τους αντιπάλους τους υπό τον φόβο του «ποτέ-ποτέ-ποτέ». Ο ΠΑΟΚ έχανε τον τίτλο, αλλά ο Μπάνε πείσμωνε. Η ιστορία αυτής της ομάδας περικλείει και την αξία της διαδρομής, όχι μόνο του τελικού προορισμού.
Κι αν στις εγχώριες διοργανώσεις οι επιτυχίες έρχονταν με αίμα και ήταν μεμονωμένες, στην Ευρώπη ο ΠΑΟΚ εγκαθιστούσε τη δική του εποχή. Στην αρχή ήταν οι νίκες με τη Μιλούζ, όταν έκανε και το προσωπικό ρεκόρ των 41 πόντων, μετά η μεγάλη νίκη με τη Ρεάλ με 80-77, με τα δυο σπασμένα δόντια από την αγκωνιά του θηριώδους Ρομάι και την ανθοδέσμη στη θέση που καθόταν ο Φερνάντο Μαρτίν στον πάγκο της «Βασίλισσας».
Ο Μπάνε ήταν πάντοτε εκείνος που έπαιρνε τις πρωτοβουλίες, κι ας είχε στο πλάι του πολύ δυνατές προσωπικότητες, όπως ο Φασούλας και ο Σταυρόπουλος, ή “ωραίους τρελούς”, όπως ο Τζόουνς και ο Παπαχρόνης. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στη ζωή που οι ηγέτες ξεπηδούν ιδία πρωτοβουλία σε συνδυασμό με το vox populi, που αναδεικνύονται, επειδή και ο κόσμος ταυτίζεται μαζί τους και συναρπάζει η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητα του χαρακτήρα τους.
Ο χαμένος ημιτελικός με την (τότε) Knorr Μπολόνια στο Κυπελλούχων ήταν η πρώτη φορά που ο κόσμος του ΠΑΟΚ κατάλαβε και ξεχώρισε τους λιπόψυχους από τους ηγέτες. Τα μεγέθη ήταν δυσανάλογα, η Βίρτους απείρως πιο έμπειρη και κανείς δεν επρόκειτο να ψέξει τον ΠΑΟΚ που δεν τα κατάφερε.
Ο Μπάνε αρνείτο να χάσει, κυνήγησε την πρόκριση λυσσαλέα, ανάγκασε τον ιστορικό ηγέτη της Knorr, Ρομπέρτο Μπρουναμόντι, να τον αναζητήσει για να τον αγκαλιάσει στο τέλος του ματς. Ο ΠΑΟΚ είχε χάσει, αλλά ήταν η πρώτη φορά που πλησίαζε τόσο κοντά. Η κατήφεια σε αποδυτήρια και οργανισμό εμφανής και οι παλμοί στο κόκκινο. Ο Μπάνε με τα σπαστά ελληνικά του θα βγει μπροστά στις κάμερες και θα λιθοχαράξει την πρώτη προφητεία της ιστορίας του ΠΑΟΚ: «Του χρόνου θα το πάρουμε». Και το πήραμε.
Στο Patinoire des Vernets, 26 Μαρτίου 1991, στο παγοδρόμιο της Γενεύης που διαμορφώθηκε ειδικά για εκείνον τον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Σχεδόν μόνος εναντίον όλων, όντας ο μπροστάρης της επικής ανατροπής υπό συνθήκες και καθεστώς από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ που η ελβετική αστυνομία δεν μπορούσε να ελέγξει.
Η Cai Σαραγόσα του μεγάλου Κέβιν Μαγκί λύγισε με 76-72. Ο προπονητής της, ο μεγάλος «σερίφης», Μανέλ Κομάς, είχε αλλάξει τέσσερεις παίκτες στο μαρκάρισμα, αλλά ο Μπάνε ήταν ασταμάτητος. Το κοντέρ έγραψε 31, σχεδόν τους μισούς του ΠΑΟΚ, σκόραρε με όλους τους τρόπους, όταν χρειάστηκε ακόμα και με τετράποντο, παίρνοντας και το φάουλ στο σουτ τριών πόντων. Ο ΠΑΟΚ Κυπελλούχος Ευρώπης, ένα τρόπαιο στην Ελλάδα μετά από το (πολύ) μακρινό 1968 και την πρώτη φορά της ΑΕΚ.
Όπως συμβαίνει ωστόσο στις περισσότερες ομοειδείς περιπτώσεις, ο οργανισμός ΠΑΟΚ με όλες τις ιδιαιτερότητές του ήταν αδύνατο να διαχειριστεί την επιτυχία. Έναν μήνα αργότερα έρχεται η πιο σκληρή προσγείωση, η μεγαλύτερη πληγή στο κορμί του μπασκετικού ΠΑΟΚ. Οι τελικοί με τον Άρη. Εκτιμώ ότι, σε επίπεδο ανταγωνισμού, πρωτότυπου σεναρίου και πληθώρας sidestories, είναι οι μοναδικοί τελικοί στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Ο Άρης ημιδιαλυμένος, με Λέσιτς και Κυρίτση αντί του Ιωαννίδη που κατηφόρισε στον Πειραιά, με Γκάλη και Γιαννάκη “σκοτωμένους” να μην μιλιούνται καν, με τον Μπραντ Σέλερς να μην έχει αφομοιωθεί και τον άνεμο σε κάθε επίπεδο να έχει πάψει να είναι ούριος. Ο ΠΑΟΚ έχει επιστρέψει από το 0-2 της κανονικής περιόδου και έχει ισοφαρίσει τη σειρά. Όλα κρίνονται σε τέσσερεις ημέρες του Μαΐου του 1991. Το λάθος του Κένεθ Μπάρλοου στην επαναφορά, το κλέψιμο του Αγγελίδη, η πάσα του Γκάλη στον Γιαννάκη και το τρίποντο στην εκπνοή. 86-85.
Ο ΠΑΟΚ δεν πρόλαβε να μαζέψει τα κομμάτια του, λίγες μέρες αργότερα η τελευταία πράξη του δράματος. Η λάθος επαναφορά του Φασούλα, το γκολ-φάουλ του Σέλερς. 81-80, ξανά Πρωταθλητής ο Άρης, το έβδομο στην ιστορία του.
Αυτό είναι και το περιβόητο ματς με τις γροθιές, με τον Γιώργο Ραμπότα να χτυπάει τον Μπάνε και εκείνος να γυρίζει και πάνω στην ένταση να βλέπει μπροστά του τον Γκάλη να χειρονομεί. Του επιτίθεται σαν ταύρος μαινόμενος, πέφτουν μπουνιές, κλωτσιές, τραβιούνται φανέλες, νυχιές, ο κακός χαμός, πριν τους χωρίσουν οι ψυχραιμότεροι.
Λίγο μετά έγινε μια προσπάθεια εξομάλυνσης που δεν τελεσφόρησε στα αποδυτήρια (απεναντίας, το επεισόδιο πήγε να κλιμακωθεί) και εν τέλει αυτή η υπόθεση ολοκληρώθηκε στις αίθουσες των δικαστηρίων, με τιμωρία αποκλεισμού και των δυο “τοτέμ” των μεγάλων αντιπάλων.
Σοκαρισμένος και χαμένος στην εσωστρέφεια, ο ΠΑΟΚ χάνει και τον Τελικό Κυπέλλου από τον Πανιώνιο στο ΣΕΦ και κάπως έτσι μια σεζόν που προμηνύετο ονειρική καταλήγει τραγωδία. Ήταν η τελευταία χρονιά που το ελληνικό μπάσκετ διατήρησε τον χαρακτήρα του “ερασιτεχνικού”, από την επομένη μπήκαμε στη νέα εποχή, δημιουργήθηκε ο ΕΣΑΚΕ και όλα τα μεγέθη διαφοροποιήθηκαν.
Ο ΠΑΟΚ του Πρέλεβιτς, παρά την απίστευτη πίεση, κατόρθωσε και έμεινε συμπαγής, βρέθηκαν κυρίως τα ψυχικά αποθέματα να μην αποδομηθεί εντελώς το οικοδόμημα και η ομάδα συσπειρώθηκε ακόμα περισσότερο.
Κλήθηκε να υπογράψει το πρώτο “επαγγελματικό” συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ. Μπήκε στο γραφείο του Νίκου Βεζυρτζή και έβαλε την υπογραφή του σε ένα λευκό χαρτί, χαμογελώντας στον Πρόεδρο και λέγοντάς του να συμπληρώσει το ποσό που εκείνος θεωρεί σωστό. Αυτός ήταν ο Μπάνε. Ήταν 26, στην καλύτερη και πιο παραγωγική ηλικία της καριέρας του, χαμογελαστός αλλά και με το βαρύ φορτίο των γεγονότων που συγκλόνιζαν την πατρίδα του.
Δεν υπήρχε πλέον Γιουγκοσλαβία, τουλάχιστον όπως την γνώρισε και την έμαθε ο Μπάνε στην εφηβεία του, δεν υπήρχε Βελιγράδι, όπως το έζησε στη νιότη του. Παραπλεύρως έχασε και την ύψιστη τιμή της συμμετοχής με την Εθνική Ανδρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες, είχε κληθεί από τον Ίβκοβιτς στην τελική 12άδα, πήρε μέρος στην προετοιμασία, ήταν έτοιμος. Η πολιτική τού το στέρησε, το εμπάργκο στη Γιουγκοσλαβία ήταν πολύ σκληρό χτύπημα, αλλά μπρος στα θύματα του πολέμου οι προσωπικές ατζέντες πηγαίνουν περίπατο.
Το φιλοσόφησε κι αυτό, όπως όλα, προτίμησε να μην τοποθετηθεί ποτέ δημόσια για τον πόλεμο, να τον αντιμετωπίσει διαφορετικά.
Θυμάμαι, συναντήθηκε τυχαία τότε σε μια πτήση με τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα στο πλαίσιο μιας συναυλίας. Ο σπουδαίος μουσικός γεννημένος στο πληγωμένο Σεράγεβο. Από τη Σερβία ο πατέρας, από την Κροατία η μητέρα. Δεν καταλάβαιναν αμφότεροι την πολιτική και τη θηριωδία του πολέμου, ήταν ακατανόητο για τη γενιά τους. Κουβέντιασαν για τη Μπόσνα που υποστήριζε από παιδί ο Γκόραν, για τα ακούσματά τους στη μουσική, τους Led Zeppelin, την επόμενη ταινία του Κουστορίτσα. Συμφώνησαν ότι Θεός με την έννοια που τον έχουν ορίσει οι θρησκείες δεν υπάρχει, ότι κινητήριος δύναμη στον πλανήτη είναι οι άνθρωποι και, αν υπάρχει κάτι ανώτερο, ανάγεται στο άγνωστο.
Ήταν ίσως από τις χαρακτηριστικότερες στιχομυθίες για να καταλάβει κανείς τον Πρέλεβιτς, δεν θυμάμαι ποιος δημοσιογράφος την είχε μεταφέρει στο ιλουστρασιόν χαρτί ενός περιοδικού, αλλά την συγκράτησα.
Τελικά, από τη μια το “μποέμ” και από την άλλη η χαλαρότητα του Gola di Gallo (το μπαράκι που είχε ανοίξει ο Μπάνε στη Θεσσαλονίκη και έγινε πολύ γρήγορα στέκι) ήταν απολύτως εξηγήσιμα. Ο άνθρωπος πίσω από τον αθλητή είχε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον, σίγουρα δεν ήταν απαίδευτος, οι απόψεις του, αν όχι πρωτοπόρες για την εποχή, ήταν σίγουρα πρωτότυπες.
Κι έπειτα ήρθε και το τελειωτικό χτύπημα σε αθλητικό επίπεδο. Η νύχτα στο Beaulieu, η νύχτα της Ναντ. Σε μια ξεχασμένη κούτα στο πατάρι έχω ακόμα το VHS με εκείνον τον Τελικό. Δεν τον ξαναείδα ποτέ κι όμως νιώθω σαν να τον έχω δει πάνω από σαράντα φορές. Είναι από τα ματς που θυμάσαι πού ήσουν, με ποιους ήσουν και τι έκανες. Είχα δει τον Τελικό σχεδόν κολλημένος στην οθόνη της τηλεόρασης, με ένα απροσδιόριστο αίσθημα αποκατάστασης αδικίας μέσα μου, ένιωθα ότι το κάρμα τού το χρωστάει. Και δεν με απογοήτευσε ούτε ένα δευτερόλεπτο.
Πάλεψε μόνος του. Δεν είναι υπερβολή για να τονιστεί η αλήθεια, είναι κυριολεξία. Η Ρεάλ προηγήθηκε και με 17 σε ένα παιχνίδι ούτως ή άλλως κλειστό, στον πάγκο ο Ίβκοβιτς, ο οποίος είχε πάρει τη θέση του Σάκοτα στην αρχή της σεζόν, έμοιαζε ανήμπορος να αντιδράσει.
Στο παρκέ όμως ήταν εκείνος. Ο Μπάνε. Με το συγκλονιστικό «Prelevich» στο πίσω μέρος της φανέλας, για να προφέρουν σωστά το όνομά του οι ξένοι τηλεσχολιαστές. Και δεν σταμάτησαν να το επαναλαμβάνουν, γιατί ο Μπάνε έπαιξε ολόκληρη Ρεάλ σε Τελικό Κυπέλλου Ευρώπης μόνος του. Έφερε το ματς στη μια κατοχή, στο σουτ, στο 63-60, με συγκλονιστικά καλάθια και μια ανεπανάληπτη κατάθεση ψυχής. Έσφιγγε τις γροθιές, κάθε που έσπρωχνε την πέτρα μόνος του στον ανήφορο.
Και, όταν πήρε τη μπάλα μετά το άστοχο σουτ του Μπιριούκοφ και το ριμπάουντ του Πιτ, ήμουν σίγουρος ότι “θα το κάνει”. Όχι απλώς “το έκανε” αλλά επέλεξε και τον μοναδικό τρόπο που θα έκανε τους πάντες να σηκωθούν από τη θέση τους, να ανατριχιάσουν και να μείνουν άφωνοι με το στόμα ανοικτό. Πήρε τη μπάλα και τη χτύπησε νευρικά στο παρκέ, κοιτώντας κάτω. Το χρονόμετρο στα 35 δευτερόλεπτα πριν το τέλος. Λίγο πριν πλησιάσει το κέντρο, θαρρείς και πήρε δύναμη από κάποια άλλη οντότητα, ντρίπλαρε με εκείνο το ελαφρύ “πηδηματάκι”, πήγε προς το πλάι και έκανε σήμα στους συμπαίκτες να ανοίξουν τον δρόμο. Ντρίπλαρε κάποια δευτερόλεπτα ακόμα, με τις σκέψεις για αυτό που επρόκειτο να κάνει να πλημμυρίζουν το μυαλό του. Έφτασε στο ημικύκλιο, τη χτύπησε στο παρκέ μια, τη χτύπησε δεύτερη και σηκώθηκε. Από τα εννέα μέτρα. Μέσα. 63-63. Ισοπαλία. Δεν πανηγύρισε, έσφιξε τη γροθιά και κατευθύνθηκε προς τον πάγκο, αφού ο προπονητής της Ρεάλ, Κλίφορντ Λιουκ, ζήτησε το time out.
Οι παλμοί μου δεν ξέρω σε ποια ύψη ήταν, πίσω στο σπίτι όλοι να με κοιτούν και να μου φωνάζουν να ηρεμήσω. Δεν θυμάμαι πώς είχα αντιδράσει, τι κραυγή είχα βγάλει, όταν είδα τη μπάλα να τινάζει το διχτάκι. Ήμουν σίγουρος ότι αυτό το Κύπελλο δεν χάνεται, δεν γινόταν να χαθεί, μόνο και μόνο για το μεγαλείο αυτού του παίκτη. Είχε πετύχει 29 από τους 63 πόντους του ΠΑΟΚ, σχεδόν τους μισούς σε έναν ακόμα Τελικό, και ουσιαστική βοήθεια είχε μόνο από τον Φασούλα, αφού ο Μπάρλοου ήταν εξαφανισμένος σε όλο το παιχνίδι.
Τα δευτερόλεπτα, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαφημίσεις του time out, έμοιαζαν αιωνιότητα. Όρθιος στο σαλόνι περίμενα την αποκατάσταση της χρόνιας αδικίας που είχα στο μυαλό μου. Ο Ίβκοβιτς έχει δώσει εντολή για φάουλ και επίθεση με αυτοσχεδιασμό του Πρέλεβιτς, γιατί γύρισε και κοίταξε το βλέμμα του Μπάνε που φώναζε «δώστε μου τη μπάλα και θα τη βάλω στο καλάθι». Δεν μίλησαν, απλώς κοιτάχτηκαν.
Ο Σίμπσον αστόχησε στη βολή μετά το φάουλ του Μπουντούρη, το ριμπάουντ το πήρε ο Φασούλας. Ο Μπάνε έχει φύγει ήδη στο κέντρο και περιμένει τη μπάλα για να τη βάλει στο καλάθι και να πάρει το Κύπελλο. Ο ψηλός θολώνει, βλέπει μόνο τον Μπουντούρη στο πλάι, αλλά η πάσα είναι απρόσεκτη. Ο γερόλυκος Ρίκι Μπράουν τη βρίσκει με τα ακροδάχτυλα, την προλαβαίνει, λίγο πριν περάσει τη base line. Σηκώνεται με ένα “ψηλοκρεμαστό” σουτ, για να αποφύγει το τεράστιο άλμα του Φασούλα, ο οποίος, με όση δύναμη τού έχει απομείνει, σηκώνεται να κόψει.
Η μπάλα δεν έχει φύγει καν από το χέρι του Μπράουν και ο Μπάνε έχει καλύψει και με τις δυο παλάμες το πρόσωπό του στο κέντρο του γηπέδου. Η μπάλα απολύτως καρμικά καταλήγει στο καλάθι, τη στιγμή που ακούγεται η κόρνα της λήξης. 65-63.
Ακόμα ένας χαμένος Τελικός.
Έχω πέσει οκλαδόν στο χαλί και μένω ακίνητος. Το καρουζέλ δεν με βοηθάει να προσδιορίσω το όποιο συναίσθημα. Θυμάμαι μόνο τον Μπάνε να κλαίει γονατιστός στο παρκέ. Ακόμη και τώρα, το γράφω και ανατριχιάζω.
Δεν ξαναπαθιάστηκα ποτέ με το μπάσκετ μετά από εκείνη την εικόνα. Πέρασαν μέρες, ήρθε η Τρίτη που έβγαινε το «Τρίποντο» και διάβασα για το δράμα του Μπάνε, το ανεξίτηλο βίωμα που του άφησε εκείνη η φάση, η συγκεκριμένη εξέλιξη.
Εξηγούσε με λίγες λέξεις ότι αυτή η φάση επαναπροσδιόρισε την καριέρα του, τον ωρίμασε και τον οδήγησε στην απόφαση να μην θεωρεί τη νίκη ψύχωση, να μην επηρεάζεται από την τυχαιότητα των γεγονότων.
Ήταν μποέμ και επρόκειτο να γίνει ακόμα περισσότερο, νομίζω ότι σε εκείνο το σημείο αποφάσισε να τοποθετήσει τον εαυτό του εκεί που θεωρούσε πρέπον και δέον, εκεί διαχώρισε την ύπαρξη του αθλητή από την ανθρώπινη διάσταση.
Κι ακριβώς στο σημείο του U-turn της καριέρας του ξεκίνησαν να έρχονται και οι εξαγνισμοί, οι τίτλοι, οι επιτυχίες. Ο ΠΑΟΚ είχε νικήσει τον Άρη με εκείνο το συγκλονιστικό τρίποντο με το “βηματάκι” στην παράταση, το τρίποντο για το οποίο είπε στον Ίβκοβιτς, στο time out που σχεδίαζε την επίθεση με βάση τον Μπάρλοου, «άσε με να πάρω εγώ μπάλα». Την πήρε και το έβαλε από το κέντρο. Πιο μετά ήρθαν και οι νίκες με τον Ολυμπιακό του «ξανθού» και του Ζάρκο, το πολυπόθητο Πρωτάθλημα μέσα στο ΣΕΦ με πολύ μεγάλη άνεση.
Το πανηγύρισα, αλλά μέσα μου ήξερα ότι η χαρά και το thrill θα ήταν πολλαπλάσια χωρίς τη Ναντ. Εξακολούθησα να παρακολουθώ φανατικά την πορεία του ΠΑΟΚ, παρατηρούσα με σχολαστική σπουδή τις κινήσεις του Μπάνε μέσα στο γήπεδο, πίστευα κι εγώ ότι με την έλευση του Κλιφ η ομάδα θα είναι η καλύτερη που εμφανίστηκε ποτέ στην Ευρώπη.
Το 1993 ήταν από τις κορυφαίες σεζόν της καριέρας του, ο ΠΑΟΚ σάρωνε στην Ευρωλίγκα, περνούσε απ’ όλες τις έδρες σκορπώντας τρόμο και, δεδομένου ότι το Final 4 επρόκειτο να διεξαχθεί στην Αθήνα, είχε χριστεί φαβορί από ειδικούς και μη. Όταν ο Ζάρκο πάτησε τη γραμμή στο Beaublanc και ο “γηπεδούχος” Ολυμπιακός έμεινε εκτός, ήμουν βέβαιος και πάλι ότι ο ΠΑΟΚ του Μπάνε θα γίνει και η πρώτη ελληνική ομάδα που θα κατακτήσει την Ευρωλίγκα.
Η ιστορία όμως αυτής της ομάδας είναι γεμάτη από δράματα, από ανατροπές και cliffhangers. Το τροχαίο του Τσέκου που θα εξουδετέρωνε τον Ρουσκόνι, οι τελευταίες παραστάσεις του Κούκοτς, πριν φύγει στις ΗΠΑ και τους Μπουλς, η μέτρια -για δεδομένα Μπάνε– βραδιά του στον ημιτελικό με τη Μπενετόν, η εκνευριστική ευστοχία του ξεχασμένου κι απ’ τον Θεό Ιακοπίνι στο τρίποντο, οι κακές σχέσεις στα αποδυτήρια του ΠΑΟΚ, με τον Φασούλα να έχει συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό, η κόντρα Ντούντα – Κλιφ, όλες οι ενδείξεις ήταν εκεί. Έπρεπε μόνον να βρεθεί ο πρωταγωνιστής του δράματος, εκείνος που θα πατούσε τη σκανδάλη.
Το όνομά του ήταν Μαουρίτσιο Ραγκάτσι και ήταν ο παγκίτης της Μπενετόν Τρεβίζο που “σκότωσε” τα όνειρα του ΠΑΟΚ για κατάκτηση της Ευρωλίγκας. Η αποτυχία συμπαρέσυρε την ομάδα και στο Πρωτάθλημα, αποκλείστηκε σε βουβό κλίμα και από τον Ολυμπιακό στους ημιτελικούς των play offs, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη.
Κλιφ πίσω στο ΝΒΑ, Μπάρλοου στην Ιταλία για την Καλάμπρια, Φασούλας στον Ολυμπιακό, τα τρία πέμπτα της καλύτερης πεντάδας στην ιστορία του ΠΑΟΚ αποχώρησαν. Κι όμως, όταν το σύμπαν διαλυόταν και αποχωρούσε και ο Βεζυρτζής, δηλώνοντας αδυναμία να ακολουθήσει τις οικονομικές υπερβάσεις Κόκκαλη και Γιαννακόπουλου, ο Μπάνε ήταν εκεί. «Δεν τελείωσε τίποτα, πάμε να πάρουμε το Korać». Και, ναι, το πήραμε.
Με έναν εντελώς νέο αλλά πολύ πιο ερωτεύσιμο ΠΑΟΚ, με Γαλακτερό αντί του Κεν, Μπέρι αντί του Κλιφ και Σάβιτς αντί της «αράχνης». Μόνες σταθερές οι “διόσκουροι”, Κόρφας και Πρέλεβιτς. Η σεζόν η καλύτερη που θυμάμαι, ο Μπάνε πιο ώριμος, πιο ομαδικός, αποφορτισμένος από όλη την ευθύνη του σκοραρίσματος, αφού η παρουσία του Μπέρι τού έλυσε τα χέρια. Ο ΠΑΟΚ όχι μόνο απέκλεισε τον πολυδιαφημισμένο Παναθηναϊκό και προκρίθηκε στους Τελικούς του Πρωταθλήματος αλλά προχώρησε και στην Ευρώπη, φτάνοντας στον Τελικό του Korać, αφού είχε αποκλείσει στον ημιτελικό τον καλύτερο Πανιώνιο της ιστορίας του, στον πρώτο ελληνικό εμφύλιο στην ιστορία των ευρωπαϊκών κυπέλλων.
Όλες οι εμπειρίες ζωής που είχε βιώσει στην καριέρα του στον ΠΑΟΚ είχαν μετατρέψει τον Πρέλεβιτς στο απόλυτο cool στοιχείο του οργανισμού. Ήταν σταρ αλλά ταυτόχρονα αντιστάρ, ήταν ήρωας αλλά συγχρόνως και αντιήρωας, αφού, την ίδια εποχή που όλοι άφηναν πίσω τους τη Θεσσαλονίκη, επιλέγοντας την οικονομική ευμάρεια της Αθήνας, εκείνος επέμενε να παραμένει στην πόλη και να κρατά το λάβαρό της ψηλά. Πολύ ψηλά, όπως στους Τελικούς με τη Στεφανέλ για το Korać.
Εκείνο το πρωί του Τελικού στη σάλα Chiarbola της Τεργέστης είχε κατέβει στο λόμπι του ξενοδοχείου φρεσκοξυρισμένος. Συνήθιζε να παίζει αξύριστος, με γένια δυο-τριών ημερών. Τον είδε ο Σούλης Μαρκόπουλος και έκπληκτος τον ρώτησε τι συνέβη. «Έχουμε απονομή το βράδυ, πρέπει να είμαι όμορφος».
Η ατάκα αποφόρτισε όλο το κλίμα νευρικότητας, σοβαρότητας και αγωνίας, ο Τελικός ήταν ένα παιχνίδι σαν όλα τα άλλα. Ο ΠΑΟΚ έκανε το τέλειο ματς απέναντι σε μια απίστευτα αθλητική και ταλαντούχα ομάδα με Μποντιρόγκα, Φούτσκα, Τζεντίλε κ.α. Σκόραρε 30, έχασε νομίζω μόνο ένα ή δύο σουτ. Σήκωσε την κούπα, ήταν ο πρώτος που την έβγαλε από το αεροπλάνο πίσω στη Θεσσαλονίκη στο αεροδρόμιο, με τον κόσμο στον διάδρομο προσγείωσης να παραληρεί και τον Λευκό Πύργο να κατακλύζεται από τους πανηγυρισμούς.
Ξαναέκανε το ίδιο ματς και στον πέμπτο Τελικό που έκρινε το Πρωτάθλημα Ελλάδος. Έκανε το ΣΕΦ να σηκωθεί πολλές φορές από τη θέση του και να χειροκροτήσει, είναι το μοναδικό ματς που θυμάμαι να γυρίζει και να “μένει” το διχτάκι στο καλάθι σε όλα τα σουτ. Όλα. Σκόραρε με όλους τους τρόπους, πάλι είχε τα τέλεια στατιστικά, αλλά στερήθηκε τον τίτλο.
Δεν το έφερε βαρέως, είχε μάθει ότι και οι διαιτητές είναι μέρος του παιχνιδιού, το είχε φιλοσοφήσει και αυτό. Παρέμεινε στον ΠΑΟΚ με εκατομμύρια να σφυρίζουν γύρω του, τον οδήγησε, παρότι εντελώς αποδυναμωμένος και με ξένο τον Ματ Μπούλαρντ, στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος το 1995 στο Final 4 στο κλειστό της Λαμίας. Πενηνταπέντε πόντοι σε ημιτελικό και Τελικό, η χαριστική βολή της βύθισης του Άρη στην ανυπαρξία, πάλι έχασε μόνο τρία-τέσσερα σουτ.
Ήταν 29 στα 30 και είχε την ίδια διάθεση των 22 και των 23. Το μπάσκετ είχε γίνει πολύ πιο αθλητικό, το σώμα του δεν τον βοηθούσε, αλλά έπαιζε με την καρδιά, το ταλέντο, την αυταπάρνηση και την τρέλα του. Έχει αγωνιστεί με ενέσεις ξυλοκαΐνης, με νάρθηκα στο πόδι και παπούτσι δυο νούμερα μεγαλύτερο λόγω κατάγματος, έχει μπει στο παρκέ κουτσαίνοντας σαν άλλος El Cid για να τον δουν οι αντίπαλοι και να λιγοψυχήσουν. Είδε την ομάδα που τον ανέδειξε να κάνει τον κύκλο της, να μένει πίσω λόγω αδυναμίας να παρακολουθήσει τα νέα οικονομικά και επιχειρηματικά δεδομένα, αλλά δεν λιποτάκτησε. Όταν ήρθε ο Πέτζα αμούστακο παιδί, τον πήρε από το χέρι, του έδειξε τον δρόμο της διαδοχής απτά και με μια συγκλονιστική απόδοση στον τελευταίο του Τελικό στον ΠΑΟΚ, τον Τελικό του Κυπελλούχων της Βιτόρια.
Ένας ΠΑΟΚ με Λούκαϊτς προπονητή, Γιαννούλη, Ρεντζιά και Πέτζα χωρίς καν δίπλωμα οδήγησης, με ξένο κάποιον Ντιν Γκάρετ που στον Τελικό με την «Τάου» ζήτημα να έβαλε τέσσερεις πόντους και να μάζεψε πέντε ριμπάουντ. Ο χαμένος Τελικός της Βιτόρια του 1996 ήταν το κύκνειο άσμα του. Έκανε τα πάντα, σκόραρε 34, σε κάποια σημεία πάλευε και μοχθούσε ξανά μόνος του. Το ‘χε η μοίρα του στους Τελικούς να παλεύει μόνος του. Με το σφύριγμα της λήξης, οι Βάσκοι φώναζαν ρυθμικά το όνομά του, αναγνώριζαν το μεγαλείο του, ενώ λίγο πιο πέρα οι παίκτες της ομάδας τους πανηγύριζαν στο παρκέ την κατάκτηση του τροπαίου.
Βγήκε από τα αποδυτήρια χαμογελαστός, τον περίμενε ο Παπαδογιάννης που καταλαβαίνει απ’ αυτά και έβαλε τον τίτλο: «άλλη μια μέρα στη ζωή του Μπάνε». Όταν κατέστη σαφές ότι ο Λάκης Αλεξόπουλος δεν επρόκειτο να τον ανανεώσει στον ΠΑΟΚ, η Θεσσαλονίκη ένιωσε σαν να πέφτει η αυλαία μιας ολόκληρης εποχής.
Το σήριαλ απασχόλησε για πολύ καιρό ΜΜΕ και μπασκετική κοινότητα, ένας τρελός οπαδός του ΠΑΟΚ που είχε κερδίσει το λαχείο μέχρι που πρότεινε στον Αλεξόπουλο να τον πληρώσει εκείνος για να παραμείνει.
Δεν ήταν όμως τόσο οικονομικό το θέμα, όσο επιλογή αποσυμπίεσης. Δεν κατέβηκε στην Αθήνα, προτίμησε να φύγει μακριά από την πίεση και την τρέλα της Θεσσαλονίκης, αποδέχτηκε την πολύ μεγάλη πρόκληση της Βίρτους Kinder Μπολόνια στην Ιταλία.
Η αποστολή στην Εμίλια Ρομάνια πλησίαζε τα όρια του αδύνατου, ήταν αποστολή αυτοκτονίας. Είχε κληθεί να αντικαταστήσει στην Βίρτους Kinder τον Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, ο οποίος είχε φύγει για τους Μαϊάμι Χιτ, μια μορφή που ήταν για τη Βίρτους Kinder ό,τι ο Μπάνε για τον ΠΑΟΚ. Οι Ιταλοί τού πρόσφεραν ένα πολύ καλό διετές συμβόλαιο, του παρείχαν το σπίτι του Σάσα στην Πιάτσα Ματζόρε, του συμπεριφέρθηκαν άψογα και το ανταπέδωσε με το Κύπελλο Ιταλίας στο Palamalaguti και τον προσωπικό τίτλο του mvp της διοργάνωσης.
Στην Ιταλία άδειασε το μυαλό του, ξέφυγε από την τρέλα της Θεσσαλονίκης, τα απίστευτα κακεντρεχή σχόλια και σενάρια που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς για τον ίδιο και την οικογένειά του. Η σεζόν ήταν πολύ μέτρια, παρά τους πολλούς μαζεμένους αστέρες στην Kinder. Ο Μπάνε δεν ήταν στην καλύτερη φυσική κατάσταση, στο τέλος της χρονιάς συμφώνησε να λύσει το συμβόλαιό του και να επιστρέψει στη χώρα που τον αγκάλιασε περισσότερο κι από την πατρίδα του και τελικά του έλειπε πολύ.
Υπέγραψε ένα ακόμα διετές με την ΑΕΚ που στόχευε ψηλά, μια ΑΕΚ με ισχυρό ιδιοκτήτη τον Γιάννη Φιλίππου, προπονητή το Γιάννη Ιωαννίδη και στόχους το Final 4 της Βαρκελώνης και τους Τελικούς του Πρωταθλήματος.
Ο «ξανθός» ανέκαθεν πάσχιζε να τον εντάξει στις ομάδες του, ήταν η μεγάλη του μπασκετική “καψούρα”, από τότε που του διέλυε τα αμυντικά σχέδια. «Αν γυμναστείς, θα σκίσεις», του είπε στην υποδοχή του στο αθλητικό κέντρο, αλλά κι ο Ιωαννίδης ήξερε ότι τα καλά χρόνια ήταν πίσω. Αυτό που είχε πραγματικά ανάγκη η ΑΕΚ, περισσότερο και από τα αθλητικά προσόντα του Πρέλεβιτς, ήταν το star quality, τη νοοτροπία νικητή, τον clutch player, τον ηγέτη.
Ο Ιωαννίδης και οι ΑΕΚτζήδες ανταμείφθηκαν στα play offs της Ευρωλίγκας, πιο πολύ δικαιώθηκαν, όταν είδαν τον Μπάνε στον ημιτελικό με τη Μπενετόν του Ομπράντοβιτς να σηκώνεται εκτός ισορροπίας και με δυο κρεμασμένους πάνω του να ευστοχεί στο τρίποντο που έστειλε την ΑΕΚ στον Τελικό.
Όταν η μπάλα έκαιγε, όταν και πάλι ζύγιζε τόνους ολόκληρους και όλοι κρύβονταν, εκείνος ήταν εκεί. Πάντα… ήταν εκεί.
Η «Cinderella» ΑΕΚ δεν κατάφερε τη μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του θεσμού στον Τελικό με την Kinder, ο Φιλίππου αποφάσισε ότι «δεν ανήκει στο πανηγύρι των ζουρλών» και το χρονόμετρο ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα. Χάθηκε ακόμα ένας τίτλος στον Τελικό του Κυπέλλου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας εναντίον του ΠΑΟΚ τον Ιανουάριο του 1999, στο οποίο είχε πενιχρή συμμετοχή, και κατόπιν το συμβόλαιο λύθηκε κοινή συναινέσει.
Το μυαλό του Μπάνε ήταν πάντα στον ΠΑΟΚ, βρέθηκε ο δίαυλος και επέστρεψε για να κλείσει την καριέρα του όπως του άρμοζε, στην ομάδα που λατρεύτηκε όσο κανένας άλλος στην ιστορία της.
Λίγοι γνωρίζουν αυτήν την ιστορία, αλλά πίσω στο 1996, όταν η Kinder επρόκειτο να παίξει στο Βελιγράδι με την Παρτίζαν για την Ευρωλίγκα και ο ΠΑΟΚ αντιμετώπιζε τον Αστέρα μια ημέρα πριν για το Korać, ο Μπάνε πήρε άδεια, βρέθηκε στη Σερβία μια μέρα νωρίτερα και πήγε να δει την ομάδα του στη Χάλα Πίονιρ. Δεν είχαν παρέλθει καν πέντε μήνες από τότε που ουσιαστικά έγινε η στρατηγική επιλογή να απομακρυνθεί από τον ΠΑΟΚ, αλλά για τον Μπάνε όλα ήταν παρελθόν, δεν το κράτησε ποτέ και σε κανέναν, γιατί το συναίσθημα ήταν πάντοτε ξεχωριστό για τον ΠΑΟΚ.
Το καλοκαίρι του 1999 συμφώνησε με τον ΠΑΟΚ για έναν χρόνο. Ήταν 33 ετών, αλλά με καταπονημένο σώμα, κουσούρια από την άγνοια κινδύνου και την ανθεκτικότητα στους τραυματισμούς, “ξένος” με το σύγχρονο αθλητικό και πολύ γρήγορο μπάσκετ που είχε ξεκινήσει να λανσάρεται στην Ευρώπη.
Τελευταία φορά πάτησε παρκέ 2 Μαρτίου του 2000 στα play offs της Ευρωλίγκας με τη Μακάμπι. Δεν συμπλήρωσε καν τρίλεπτο, δεν πρόλαβε να κάνει σουτ. Τελευταίο του παιχνίδι στο Πρωτάθλημα ήταν μια βδομάδα πριν στο Ιβανώφειο με τον Ηρακλή. Είχε σκοράρει 10 πόντους και είχε γίνει ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του ΠΑΟΚ. Ήταν το 237ο παιχνίδι του με τον ΠΑΟΚ, στον οποίο πρόλαβε να τα ζήσει όλα ως παίκτης. Τη γέννηση, την ενηλικίωση, την ακμή, την παρακμή, το τέλος. Ήταν υπέροχο να τον βλέπεις να μπαίνει στα 34 στο παρκέ και τα παιδάκια στην εξέδρα να τραγουδούν «Ω Μπάνε, Μπάνε!», χωρίς να έχουν καν ζώσα ανάμνηση από τις μεγάλες του μέρες στην ομάδα.
Η κληρονομιά του στην ομάδα, τον σύλλογο, ειδικά για τη γενιά των μέσων της δεκαετίας του ’70, είναι τεράστια. Είναι από τις φυσιογνωμίες που παρήγαγαν οπαδούς, δημιούργησαν προϋποθέσεις για να ξεπηδήσουν οι επόμενοι πρωταγωνιστές του ελληνικού μπάσκετ, για να κερδηθεί σεβασμός για τους αθλητές και τον αγώνα που δίνουν εντός και εκτός γηπέδου.
Το 2001 τον ξαναφώναξαν πίσω, προσφέροντάς του τη θέση του assistant δίπλα στον παλιό του προπονητή, τον Σούλη Μαρκόπουλο. Από το 2002 μέχρι το 2005 χρημάτισε και πρώτος προπονητής μιας ομάδας που αναζητούσε τη χαμένη της αίγλη και παρέμενε πεισματικά προσκολλημένη στο ένδοξο παρελθόν της. Το 2006-2007 εκτέλεσε και χρέη general manager, ουσιαστικά είχε περάσει από όλα τα πόστα που άπτονται του αγωνιστικού.
Την επόμενη διετία βρίσκεται πρώτα προπονητής στη Λαμία, ασχολία που εγκαταλείπει πολύ γρήγορα, αποφασίζοντας ότι δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα του, και μετά general manager στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας, επί Προεδρίας του φίλου του, Γιώργου Στεργιαννόπουλου.
Καλοκαίρι του 2009 και μετά τον “τυφώνα” Δρόσου στην ΚΑΕ, καταθέτει διοικητική πρόταση για τη σωτηρία του μπασκετικού ΠΑΟΚ, η οποία δεν γίνεται δεκτή και η ομάδα οδηγείται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης μόλις μια διετία αργότερα.
Τον καλούν πίσω πολύ γρήγορα, τον Ιούνιο του 2011, προκειμένου να τεθεί επικεφαλής της διοίκησης πρωτοδικείου της ΚΑΕ με σκοπό τη σωτηρία της.
Έκτοτε είναι ο κύριος εκφραστής ενός project με βασικό γνώμονα την εξυγίανση της εταιρείας και την αποφυγή του αφανισμού για έναν από τους πιο ένδοξους συλλόγους του ελληνικού μπάσκετ. Το στοίχημα το κέρδισε σε καιρούς και συνθήκες που φαντάζουν αδύνατες για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ξενίζει πολλούς ότι προτάσσει πάντα το καλό της εταιρείας, ότι μιλάει τεχνοκρατικά και αποφεύγει να χτυπάει το φίλαθλο κοινό στο θυμικό.
Ο διοικητικός παράγοντας Πρέλεβιτς είναι σε ευθεία αντιδιαστολή με τον αθλητή. Παραμένει βέβαια ο Μπάνε, αλλά το προφίλ που προσπαθεί να προσδώσει στον μπασκετικό ΠΑΟΚ είναι αυτό μιας λειτουργικής εταιρείας που στόχος της είναι η επιστροφή καταρχήν στην κανονικότητα και μετά στους τίτλους.
Στις λιγοστές συνεντεύξεις που παραχωρεί ως επικεφαλής της διοίκησης πρωτοδικείου και Πρόεδρος του ΠΑΟΚ, είναι φειδωλός, σφιχτός, “μαζεμένος”. Τον σκοτεινιάζει η στάσιμη κατάσταση της ΚΑΕ, δείχνει να τον έχει κουράσει, γι’ αυτό και ανακοίνωσε ότι προτίθεται να αποχωρήσει.
Είναι ο εαυτός του, όταν παίζει με τα σκυλιά του στην Πυλαία, όταν μιλάει για τις κόρες του, όταν διαβλέπει την ελπίδα ή την εξέλιξη προς τα εμπρός σε οτιδήποτε καταπιάνεται, εξ ου και η βραχεία ενασχόληση με την πολιτική, ως ενεργός Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Πυλαίας-Χορτιάτη. Μιλάει και καταλαβαίνεις τα πάντα από τη γλώσσα του σώματος, από το coolness, την πραότητα και τον ρεαλισμό στις τοποθετήσεις του. Στην ουσία, έτσι ήταν πάντα.
Ετοιμάζοντας αυτό το αφιέρωμα και αναμοχλεύοντας το ηλεκτρονικό αρχείο μου, έπεσα επάνω σε ένα παλιό δελτίο του πάλαι ποτέ κραταιού καναλιού της χώρας, του «MEGA». Έτος 1993 ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία μαινόταν, ζούσαμε συγκλονιστικές στιγμές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Βιώναμε την πιο σκληρή πράξη του δράματος, το πιο βίαιο από τα επεισόδια της ιστορίας, με την απόσχιση και της Βοσνίας. Εθνικισμός στο ζενίθ, Κυανόκρανοι, Σέρβοι από τη μία, Βόσνιοι μουσουλμάνοι και Κροάτες από την άλλη. Αιματοχυσία. Ανθρώπινες ζωές στον βωμό ενός πολέμου που ακόμη και σήμερα είναι αδύνατον να εξηγηθεί επαρκώς.
Από τον Ιούνιο του ’91 που η Σλοβενία αποφάσισε την ανεξαρτητοποίησή της και είχε ξεσπάσει ο «Πόλεμος των 10 Ημερών», είχε γίνει αντιληπτό σε όλους ότι τα Βαλκάνια δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Γεωπολιτικές ανακατατάξεις, χαμένα όνειρα θαμμένα σε διαμελισμένη πατρίδα. Οι κινήσεις του Τούτζμαν καθιστούσαν ξεκάθαρο ότι και η Κροατία θα ακολουθούσε τον δρόμο της Σλοβενίας, το όραμα του Τίτο ξεθωριασμένο, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν θέμα χρόνου να αποτελέσει παρελθόν και έχανε τα παιδιά της.
Στο στούντιο του «MEGA» γίνεται συζήτηση για τους ανθρώπους που βρίσκουν καταφύγιο στην Ελλάδα, για τους αθλητές -στη συντριπτική πλειοψηφία μπασκετμπολίστες- που με διάφορα τεχνάσματα από το 1991 είχαν επιλέξει να απαρνηθούν την εθνική τους ταυτότητα και να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στην Ελλάδα.
Οι «ελληνοποιημένοι», οι «υιοθετημένοι», τα «εξώγαμα τέκνα». Λογής νομικά τρικ για να προκύψουν οι «Γιαννακόπουλοι», οι «Κωνσταντινίδηδες», οι «Κίνηδες», τόσοι και τόσοι που με το ελληνικό τους επώνυμο δεν σας λένε απολύτως τίποτα. Τους μάθατε με τα πραγματικά ονόματά τους. Τόμιτς, Τάρλατς, Στογιάκοβιτς.
Στο πάνελ ο Γιώργος Βασιλακόπουλος να εκθέτει τους κινδύνους για το «εθνικό κεφάλαιο» του μπάσκετ από τις ελληνοποιήσεις, τη «σερβική μαφία» της FIBA, την «τυραννία» των Γιουγκοσλάβων. Η συζήτηση μακρά, να άπτεται πτυχών και παραμέτρων όπως η συμφωνία του Μάαστριχτ και πολιτικών επιλογών που δεν είναι της παρούσης. Σε ζωντανή σύνδεση από τη Θεσσαλονίκη, ο σταρ του ΠΑΟΚ, ένας από τους πιονιέρους, ο ιδανικός τύπος για να υπερασπιστεί τα “κακά παιδιά”. Ο Μπάνε.
Η ερώτηση του δημοσιογράφου ελαφρώς προβοκατόρικη, μετά τις τετριμμένες αβρότητες και τη συζήτηση. «Τελικά, κύριε Πρέλεβιτς, εσείς τι αισθάνεστε περισσότερο; Σέρβος, Έλληνας ή Ευρωπαίος;». Ο Μπάνε, με το γνωστό χαλαρό στυλ, φορώντας ένα σκούρο t-shirt και με εκείνο το πράο βλέμμα και το χαρακτηριστικό attitude, γέρνει το σώμα μπροστά, σηκώνει τα φρύδια και αφοπλίζει πάνελ και τηλεθεατές: «Αισθάνομαι μπασκετμπολίστας, η εθνικότητά μου είναι κάτι εντελώς ξένο με τη δουλειά μου. Το σημαντικό στη ζωή μας είναι να είμαστε ασφαλείς και ευτυχισμένοι».
Άφωνο το πάνελ, άφωνοι και οι περισσότεροι τηλεθεατές. Πιθανόν το πρώτο σκέλος το κατάλαβαν όλοι λίγο αργότερα, όταν ο Ζαν Μαρκ Μποσμάν κέρδισε την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την εν τοις πράγμασι εφαρμογή της Συνθήκης της Ρώμης.
Το δεύτερο σκέλος; Αυτός είναι ο Πρέλεβιτς. Δεν είναι ούτε ο αθλητής, ο ήρωας, ο προπονητής, ο μάνατζερ, ο Πρόεδρος. Είναι ο άνθρωπος που εκφράζει την άποψή του, όσο αντιεμπορική ή αντιδημοφιλής κι αν είναι, ο χαρακτήρας που γνωρίζει τις διαχωριστικές γραμμές του πριν και του μετά, τη διαφορετικότητα της εποχής, την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού, την προσαρμογή στα εκάστοτε δεδομένα.
Ξέρω ότι σιχαίνεται την παρελθοντολογία, βαριέται απίστευτα τη συζήτηση για το “πόσο ωραία ήμασταν τότε”, το θεωρεί μεμψιμοιρία και εμπόδιο στην εξέλιξη. Σημασία έχουν μόνο το παρόν και το αύριο, το παρελθόν είναι εκεί μόνο για να μας διδάσκει τα λάθη μας, για να αποτελεί σημείο αναφοράς και ποτέ εφαλτήριο.
Κάποτε, μετά από ένα χαμένο παιχνίδι της Βίρτους, είχα βρει τον Αλεσάντρο Άμπιο διαλυμένο σε μια trattoria στη Μπολόνια. Ο Μπάνε ήταν ήδη στην ΑΕΚ.
Πιάσαμε την κουβέντα με τον «Άλε». Τον τρέλαινε η ηρεμία του Μπάνε, θεωρούσε αδιανόητο να μην αυξάνονται οι παλμοί του, να μην αρρωσταίνει με την ήττα. Κάθισα σχεδόν πατρικά και του εξήγησα γλαφυρά το δράμα στο Palais de Beaulieu που διαβάσατε παραπάνω, το γοερό κλάμα, τη χαρακιά που σημάδεψε την καριέρα και την κοσμοθεωρία του Πρέλεβιτς.
Πήρε τηλέφωνο μπροστά μου τον Τζιανμάρκο Ποτζέκο, μέσες άκρες του είπε ότι «τελικά, όλα εξηγούνται στη ζωή». Σαφώς και εξηγούνται και εκλογικεύονται όλα, αρκεί να προσδώσει κανείς τη δέουσα σημασία και να κρατάει σφιχτά το καλά κρυμμένο καρουζέλ της ψυχής του.
Διότι σε όλες τις ρεαλιστικές προσεγγίσεις υπάρχει η εξαίρεση. Και η εξαίρεση δεν ενέχει κανένα στοιχείο παροδικότητας.
Οι εξαιρέσεις είναι για το τώρα, το πριν, το μετά και το πάντα.
Όπως ο Μπάνε.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro