Δεν θεωρώ ότι ξέρω τον κόσμο «απ’ έξω και ανακατωτά».
Ωστόσο, με τις εμπειρίες από το εξωτερικό έμαθα να «παντρεύω» τις καταστάσεις στις οποίες μεγάλωσα, αλλά κι εκείνες που συνάντησα στον δρόμο μου.
Κάποια στιγμή, πάντως, έχοντας επιστρέψει για τα καλά στην Ελλάδα από τη Γερμανία, δεν πίστευα πως θα με εκπλήξουν πολλά πράγματα.
Δεν μπορώ να πω ότι τα έχω δει όλα, όμως είχα βάλει στο μυαλό μου την ιδέα ότι δύσκολα θα έβλεπα κάτι, ακόμη και στο συναρπαστικό μπάσκετ, που να με κάνει, όπως λέμε, να γουρλώσω τα μάτια. Αυτό έγινε όταν για πρώτη φορά αντίκρισα τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, το 2007, να παίζει… κυνηγητό στα δύο ανοικτά γήπεδα των Σεπολίων, με τους δύο μικρότερους αδερφούς του, τον Κώστα και τον Άλεξ.
Τον Θανάση τον είχα γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα και εξαρχής αναρωτήθηκα πώς μπορεί αυτό το παιδί να μην χαθεί από τον αθλητισμό, γιατί στον Τρίτωνα δεν είχε δελτίο.
Τον Γιάννη, όταν τον πρότεινα στον Φιλαθλητικό, δεν τον είχα δει να παίζει. Εμπιστευόμουν το ένστικτό μου. Όταν το κατάλαβε κάποια στιγμή ο προπονητής, Τάκης Ζήβας, τραβούσε τα μαλλιά του!
Μάλιστα, ο μικρός στην αρχή δεν ήθελε να παίξει μπάσκετ και ονειρευόταν το ποδόσφαιρο.
Για να τον πείσω, του πρότεινα να βρούμε εργασία στην μητέρα και τον πατέρα του, ο οποίος περιστασιακά δούλευε ως παρκαδόρος, ενώ μου είπε πως η μητέρα του φρόντιζε ηλικιωμένους.
Όταν απέτυχε η προσπάθεια εύρεσης εργασίας για τους γονείς του, οι δυο τους συμφώνησαν στην εισήγηση του έφορου, Λουκά Καρακούση, να λαμβάνουν 500 ευρώ μηνιαίως, με αντάλλαγμα να έρχονται ο Γιάννης με τον Θανάση στις προπονήσεις του Φιλαθλητικού.
Δίχως τον Καρακούση τίποτα δεν θα είχε γίνει για τους αδερφούς Αντετοκούνμπο.
Στον Λουκά, που αποδείχθηκε «από μηχανής θεός», εξιστορούσα τις εμπειρίες μου από Αμερική και Γερμανία και εκείνος, ενθουσιασμένος, ουσιαστικά μεσολάβησε ώστε να προχωρήσει το θέμα με τη χρηματοδότηση του Θανάση και του Γιάννη, εμπιστευόμενος το ένστικτό μου.
Ο Μανώλης Περρής, ωστόσο, ήταν εκείνος που αρχικά με ενέπνευσε να ασχοληθώ με την προπονητική, αλλά και να διευρύνω τους ορίζοντές μου, παρακολουθώντας μαθήματα ιστορίας και τουρκολογίας στην Πάντειο, με τον μέγιστο Νεοκλή Σαρρή.
Μπήκα σε διαδικασία να μάθω περισσότερα και για τα εθνολογικά της Ελλάδας. Άρχισαν να διαβάζω γλωσσολογία.
Για να καταλάβετε, όταν πήγαινα στο χωριό του πατέρα μου, που ήταν Αρβανιτοχώρι, το Λαλιώτη Κορινθίας, τα τοπωνύμια ήταν κράμα σλαβικών και αρβανίτικων και οι ντόπιοι τα χαρακτήριζαν «αρχαία ελληνικά»!
Ασχολήθηκα και με τη θεολογία, γιατί έψαχνα απαντήσεις στις απορίες μου, όπως με άλλες επιστήμες, για να διασταυρώνω στοιχεία στη συμπεριφορά και τα έθιμα λαών και ανθρώπων.
Κάπως έτσι, βήμα-βήμα, κατάφερα να βελτιώσω τα ελληνικά μου. Συνάμα, γνώρισα τον Γιώργο Ορφανό, επιστήθιο φίλο του Γιάννη Τσαρούχη, άνθρωπο που συναναστρεφόταν τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Νίκο Γκάτσο.
Ο Ορφανός συναναστρεφόταν την ελίτ της ελληνικής διανόησης και συνεχώς με διόρθωνε. Κάποτε ντρεπόμουν να μιλήσω και να επιχειρηματολογήσω, αλλά όχι τώρα πια…
Ως προπονητής πήγα στον Εθνικό Πατησίων, στον Πήγασο Κυψέλης και μετά στη Δάφνη. Στη συνέχεια, ο κόουτς Γιάννης Φωτεινός με πρότεινε στον Φιλαθλητικό.
Εκεί, λόγω μίας διαφωνίας Ζήβα, Σερδενέ για το ότι η ομάδα δεν έχει ταλέντα, ο Καρακούσης μού ζήτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου να βρω παίκτες, όπως τον Θανάση Αντετοκούνμπο.
Ήταν δύσκολο να ψάξω παίκτες από τη γειτονιά του Ζωγράφου, διότι οι γονείς δεν με γνώριζαν εκεί και θα μπορούσαν να νομίσουν ότι είμαι και ανώμαλος, πλησιάζοντας να μιλήσω στα πιτσιρίκια.
Δέχτηκα την πρόκληση, με την προϋπόθεση ότι οι παίκτες θα προέρχονταν από άλλη γειτονιά.
Στα Κάτω Πατήσια και τα Σεπολία δεν θα μπορούσα να παρεξηγηθώ τόσο εύκολα, αφού εκεί μεγάλωσα και με ήξεραν.
Πώς να μιλήσω σε έναν ανήλικο, σε μία ξένη γειτονιά και να μην είναι καχύποπτος, και δικαίως, ο κόσμος;
Ο Καρακούσης πίστεψε σε μένα πριν βρω τον Γιάννη. Το έδειχνε με τη συμπεριφορά του και αυτό μου έδινε φτερά στα πόδια.
Συμπτωματικά, εκείνες τις μέρες πήγα να δω τον Βασίλη Ξενάριο, στον Τρίτωνα, για άσχετο λόγο.
Κι ενώ σκεφτόμουν πώς θα μαζέψω παιδιά από Πατήσια και Κυψέλη, τις παλιές γειτονιές μου, βλέπω μπροστά μου ένα παιδί που μπορούσε να πραγματοποιήσει το δικό μου όνειρο, να παίξω στην Αμερική. Το μυαλό μου βασάνιζε η σκέψη τι να γινόταν εκείνο το ψηλό παιδί που είχα δει πριν από δύο χρόνια, ο Θανάσης…
Τελικά, πίστεψα στον Γιάννη και τον Θανάση, έχοντας τη ζέση που είχα για κάθε παιδί που ερχόταν στις ομάδες μου. Και είχα δίκιο και για τους δύο.
Η ιστορία τους είναι σαν το παγόβουνο. Το 90% δεν είναι φανερό στο μάτι…
Ο Γιάννης δεν φοβόταν τη ζωή, ενώ δεν την ήξερε και ήταν σκληρός. Σήμερα, ίσως θεωρεί ότι μου έκανε παραχώρηση όταν ανέφερε το όνομά μου σε κάποιες συνεντεύξεις, όμως δεν ήταν πάντα έτσι.
Η δύσκολη ζωή τούς έκανε να μην έχουν άμεσα συναισθήματα, γιατί έπαιζαν για να ζήσουν. Οι γονείς τους έψαχναν λύσεις επιβίωσης και όταν τους έλεγα για την προοπτική του ΝΒΑ, πίστευαν ότι τους κορόιδευα.
Προφανώς με περνούσαν και για χαζό, όμως αν δεν το έβλεπαν, έτσι, δεν θα είχαν αποφασίσει να τολμήσουν να με ακούσουν και να παίξουν.
Είχε πάει ένας τρελός να τους πει για Αμερική και για ΝΒΑ και με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Απλώς, στην πορεία, θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει τη σεμνότυφη συμπεριφορά μεταξύ μας.
Στην Αμερική, ο προπονητής Ντέιβ Φανκ, άλλοτε συμπαίκτης του κόουτς του Λάρι Μπερντ, με έβαζε να κάνω ατομική προπόνηση και ντρίμπλες.
Με έβαλε την πρώτη χρονιά στη δεύτερη ομάδα ώστε να παίξω πλέι μέικερ. Στεναχωρήθηκα. Τότε δεν το κατάλαβα ότι δεν ήμουν έτοιμος και πως οι ικανότητές μου δεν ήταν ακόμη για την πρώτη ομάδα.
Όταν συνάντησα τους Γιάννη και Θανάση Αντετοκούνμπο σκέφτηκα ότι αν ένας κόουτς μπορεί να με κάνει να παίξω πόιντ γκαρντ στα 16-17 μου, τότε μπορώ να εφαρμόσω και εγώ στα δύο αδέρφια το ίδιο, σε μικρότερη ηλικία.
Εδώ στην Ελλάδα δεν δίνουν συχνά ευκαιρία σε ψηλά παιδιά να παίξουν σε θέση «1»…
Τότε, αφοσιώθηκα στο μπάσκετ.
Το 1990, όταν γύρισα από τη Γερμανία, πέρασα μία περίοδο κατάθλιψης λόγω απόρριψης μίας κοπέλας από την Αμερική. Εργάστηκα ως πωλητής στη δουλειά του πατέρα μου, σε εισαγωγές γερμανικών ηλεκτρικών συσκευών.
Μία ιστορία που έλεγε η μητέρα μου ήταν όταν, μικρός, σε μία έκθεση πήγα να πουλήσω κουζίνα στον Βαρδή Βαρδινογιάννη, χωρίς να «κολλήσω» από τους σωματοφύλακές του!
Το να είσαι πωλητής σε βοηθά να πείσεις και παράγοντες και γονείς -όπως με τους γονείς του Γιάννη- να εμπιστευτούν τα παιδιά στο μπάσκετ και πρωτίστως σε εμένα.
Όταν, τελικά, πήγα στο σπίτι των Αντετοκούνμπο, ο μακαρίτης ο πατέρας του Γιάννη με αγριοκοίταξε όταν του είπα πως θα στείλω τον γιο του στην Αμερική και μου απάντησε, με ύφος: «Και εσύ τι θέλεις ως αντάλλαγμα;».
Ήξερα πως οι Σέρβοι δίνουν το 7% του συμβολαίου στον πρώτο προπονητή και όχι στον ατζέντη και ζήτησα το ίδιο. Ο Τσαρλς χαμογέλασε και μου απάντησε πως «αν το πετύχεις, θα σου δώσουμε και παραπάνω».
Κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Από την αρχή είχα το ένστικτο ότι ο Γιάννης θα έχει παγκόσμια επιτυχία.
Είχα δει ότι ο Τάκης Ζήβας είναι «αρρωστάκι» με το μπάσκετ.
Είχα δει ότι έχουμε στα χέρια μας τον «Μάτζικ Τζόνσον της Ελλάδας». Είχα δει ότι στο Δ.Σ. του Φιλαθλητικού υπήρχε ο Καρακούσης που μας πίστευε και δεν μπορούσαμε να χάσουμε.
Από συνεντεύξεις μέχρι κινήσεις του στο παρκέ, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο αναφέρει και κάνει πράγματα που τα δουλεύαμε μαζί πάνω από δύο χρόνια, παράλληλα με τις προπονήσεις της ομάδας.
Οι ντρίμπλες του είναι κοινή δουλειά μας. Το eurostep που χρησιμοποιεί, είναι δημιούργημα προπονητή που δούλευε με τον Γκάλη, του Ντέγιαν Σίρζιτς.
Ο Σίρζιτς ήταν στενός φίλος του Μανώλη Περρή και του είχε δείξει και το μπάσιμο. Πρόσθεσα τις cross ντρίμπλες, μαζί με το slide ‘n glide του Πιτίνο, στο οποίο ο Γιάννης σέρνει το πόδι ώστε να έχει τα μάτια «κλειδωμένα» στον στόχο, καθώς και άλλα στοιχεία.
Η πάσα με το ένα χέρι είναι δουλειά του Ζήβα, ενώ είναι αλήθεια ότι δεν δουλέψαμε το σουτ, παρότι ο Γιάννης έχει έμφυτα καλό σουτ.
Αν πω ότι είναι δικό μου κατόρθωμα θεωρητική προσέγγιση του Γιάννη, θα ακουστεί εγωιστικό. Αλλά είχε διάθεση να του δείχνω βίντεο για το ποιος είναι ο Γκάλης, ο Πέτροβιτς, ο Σαμπόνις μέχρι και ο Απόστολος Κόντος, γιατί δεν είχε παραστάσεις.
Πηγαίναμε για σουβλάκια μετά την προπόνηση και υποδυόμουν τον δημοσιογράφο, για να τον προετοιμάσω για το επόμενο βήμα και το πώς να δίνει συνεντεύξεις.
Όσα είχα μάθει από τον Γιώργο Ορφανό, δεξί χέρι του Τσαρούχη (μετρ του είδους), προσπαθούσα να τα περάσω στον Γιάννη, ώστε να μιλάει σωστά, από καρδιάς, αλλά να είναι και έτοιμος να ελιχθεί.
Ήθελα να τον προετοιμάσω για αυτήν την κατάσταση που πίστευα ότι θα χρειαζόταν να γνωρίζει στον κόσμο.
Είχα συμβουλεύσει τον Γιάννη να μην κάνει τατουάζ και να μην πάει σε συνάντηση με μάνατζερ και παράγοντες, φορώντας σκουλαρίκι.
Όταν τον είδα με σκουλαρίκι, του εξήγησα ότι μπορεί να βάλει στόχο να το φορέσει μόνιμα όταν κατακτήσει ένα πρωτάθλημα, αναδειχθεί MVP ή, τουλάχιστον, υπογράψει το πρώτο μεγάλο συμβόλαιό του.
Ήταν σαν τη δική μου ιστορία με το δώρο του σουγιά από έναν Γερμανό θείο μου, το οποίο θα το άξιζα στα 18 μου, αν ήμουν καλό παιδί και συμπεριφερόμουν σωστά.
Του έθετα στόχους πέρα από την καθημερινότητα.
Ο Γιάννης με άκουσε και έβαλε σκουλαρίκι όταν υπέγραψε το συμβόλαιο των 100 εκατομμυρίων με τους Μπακς. Ο Θανάσης δεν με άκουσε.
Έλεγα στον Γιάννη «βάλε έναν στόχο», να έχεις να περιμένεις κάτι. Δεν χρειαζόταν να «το παίξει» μάγκας με τα τατουάζ και τα σκουλαρίκια.
Όταν πέτυχε την πρώτη επιδίωξη που είχε βάλει στο μυαλό του, δικαιούνταν να το κάνει.
Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος και είχε απωθημένα, μέχρι που κατάφερε ένα μεγάλο στόχο του, να αγοράσει αυτοκίνητο.
Ήταν τέτοια η τρέλα του με το αμάξι, που ακόμη και όταν τυφλώθηκε από τον διαβήτη, οδηγούσε, τυφλός, στον δρόμο, με την μητέρα μου να εκτελεί χρέη συνοδηγού και να δίνει οδηγίες, όπως έκαναν στον Αλ Πατσίνο στην ταινία «Άρωμα Γυναίκας»!
Πήγα σε έναν ψυχολόγο γιατί αναζητούσα μία συμβουλή έπειτα από μία ερωτική απογοήτευση και του είχα πει για τον πατέρα μου και την οδήγηση. Μάλλον δεν με πίστευε… Όταν τον είδε που ερχόταν να με πάρει, μαζί με την μητέρα μου, γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Δεν έλεγες ψέματα. Όπως τα λες ήταν».
Με συμβούλευσε να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς πολλές εμμονές. Αυτό ίσχυσε μέχρι να αντικρίσω τον Γιάννη, πολλά χρόνια μετά. Ο πατέρας μου ήταν ένας Αντετοκούνμπο. Όλη η προσπάθειά του ήταν να ξεφύγει από τη φτώχεια, να επιβιώσει, να ζήσει.
Τα πόδια του δεν είχαν ανεπτυγμένους μύες και το δέρμα έφευγε σαν λέπι, γιατί κάποτε δεν είχε να φάει… Γι’ αυτό καταλαβαίνω τα παιδιά των μεταναστών.
Στην περίπτωσή μου, δεν περίμενε η ελληνική κοινωνία ότι ο γιος ενός αγράμματου μπορεί να πετύχει ή να βρει τον επόμενο σταρ του ΝΒΑ και να αναγνωρίζεται για το ποιος είναι ο ίδιος και όχι ποιος είναι ο πατέρας του…
Στην Αμερική η αναγνώριση υπάρχει. Στην Ελλάδα, αν είσαι ο γιος του αγράμματου, είσαι αγράμματος. Αν είσαι ο γιος του ηλίθιου, είσαι ηλίθιος. Πολλές φορές, όταν είσαι ο γιος του αγράμματου, είσαι απλώς ο γιος του φτωχού. Μεγαλώνοντας, έπρεπε να «παντρέψω» δύο διαφορετικούς κόσμους.
Και η ιστορία του Γιάννη βγάζει στην επιφάνεια τις αντίστοιχες δικές μας ιστορίες και τα δικά μας τραύματα…
Ο Γιάννης ήταν «παγιδευμένος» από τον φόβο του αύριο.
Όταν ερχόταν στην προπόνηση, κάναμε πάρτι. Δεν αγάπησε άμεσα το μπάσκετ… Ήταν σαν να είχαμε ρίξει ζάρια και να είχαμε φέρει «εξάρες», όταν τον βλέπαμε στο γήπεδο!
Για ενάμιση χρόνο έκανα αγώνα να μείνει στο μπάσκετ. Μετά την προπόνηση τον πήγαινα δίπλα, για ατομική προπόνηση και του έλεγα να κάνει υπομονή και να έχει επιμονή.
Όταν άρχιζε να ψηλώνει και να παίρνει και χειροκρότημα στο μπάσκετ, τον γοήτευσε περισσότερο από το αρχικό όνειρό του, το ποδόσφαιρο.
Υπήρχαν παράγοντες που όταν τους πήγαινα τον Γιάννη, μου έλεγαν «πάλι τον αράπη μάς έφερες;»… Περισσότερο εμάς που τον στηρίζαμε ήθελαν να πληγώσουν, παρά τα ίδια τα παιδιά.
Προσπαθούσαμε μαζί να κρατήσουμε ισορροπίες και τώρα είμαι εγώ ο παλιός Αντετοκούνμπο και περνάω δύσκολα.
Υπάρχουν στιγμές που πιέζομαι τόσο πολύ για εκείνες τις καταστάσεις, που θα ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Κάποια στιγμή, στο κυλικείο του Φιλαθλητικού παρατηρήθηκαν κάποιες κλοπές προϊόντων και άρχισε έρευνα, γιατί είχαν ξεφύγει τα ποσά.
Βγήκε άκρη για το ποιοι ήταν οι ένοχοι και ενώ προσπάθησα να το παίξω ηθικολόγος, έρχεται ο Γιάννης, βγαίνοντας μπροστά, και μου λέει: «Κόουτς, δεν έχεις δίκιο να λες ότι αυτά τα παιδιά έκλεψαν». Του απαντώ με ερώτηση λέγοντας «γιατί;» και αποκρίνεται ότι «αν έκλεψαν μέχρι 2.5 ευρώ, δεν είναι κλοπή, είναι επιβίωση, γιατί τόσο κοστίζει ένα σουβλάκι. Αν έχουν κλέψει πάνω από 2.5 ευρώ, είναι κλοπή»…
Η κουβέντα του ήταν συγκλονιστική και ανατριχιαστική.
Πάντως, περίμενα από εκείνον να συνεχίζει να παρεμβαίνει περισσότερο σε τέτοια ζητήματα, πλέον, ώστε να μην συμβιβαστεί με την επιτυχία του.
Αν και ο κόσμος, εύλογα, γιατί δεν ξέρει τι έχει περάσει η οικογένειά του, δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Γιάννης είχε ζήσει σε καταστάσεις που η κοινωνία τού είχε γυρίσει κάποτε την πλάτη.
Και ίσως να έχει ακόμη αυτή την ανησυχία. Και φοβάται ότι πολλοί τον πλησιάζουν τώρα γιατί έχουν συμφέρον.
Βλέπεις, άλλωστε, την κατάσταση με το μεταναστευτικό και σκέφτεσαι ότι σκοπίμως κάποιοι θέλουν να διατηρείται, για να την εκμεταλλεύονται και να εκμεταλλεύονται και τον μετανάστη.
Εγώ την ιστορία με τον Γιάννη την πίστεψα από την αρχή και μέσα μου είμαι ήσυχος.
Ένας προπονητής στην Αμερική μού έλεγε πως «δεν έχει σημασία αν χάνεις ή κερδίσεις. Σημασία έχει να ξέρεις γιατί έκανες ένα από τα δύο. Είναι καλύτερα να ξέρεις γιατί έχασες, παρά να μην γνωρίζεις γιατί κέρδισες».
Αυτό με έκανε να φιλοσοφήσω το παιχνίδι, γιατί κι εγώ λέω στους παίκτες μου να μην φοβούνται την αποτυχία, αλλά να ξέρουν ότι τα έδωσαν όλα κι ας έχασαν.
Ο Σπύρος Βελλινιάτης είναι προπονητής μπάσκετ και υπεύθυνος ακαδημιών της ομάδας Ρουφ ’80.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Σπύρος Βελλινιάτης: «Ένα πάντρεμα κόσμων» / Σπύρος Βελλινιάτης: «Τρελός με όραμα»
Χρήστος Σαλούστρος: «MVP, MVP!» / Νίκος Γκίκας: «Man On A Mission»